Ulrike Marie Meinhof, 7 Οκτώβρη 1934 - 9 Μάη 1976
Κανένας δεν πρόκειται να ακούσει την κραυγή μου ούτε κανένα παράπονο μου. Όλα θα γίνουν σιωπηλά, με τακτ, για να μην χαλάσει ο μακάριος ύπνος των μακάριων κατοίκων αυτού του οργανωμένου κράτους.Κοιμήσου ήσυχα καλοζωισμένε και αποχαυνωμένε κόσμε της μεγάλης Γερμανίας. Και σεις από την υπόλοιπη Ευρώπη, οι υγιώς σκεπτόμενοι. Κοιμηθείτε ήσυχα σαν πεθαμένοι. Η κραυγή μου δεν θα σας ξυπνήσει. Δεν ξυπνούν ποτέ οι κάτοικοι ενός νεκροταφείου. Όσοι αγανακτήσουν θα ξεσηκωθούν, είμαι σίγουρη. Θα είναι εκείνοι που δουλεύουν ολημερίς, εκείνοι που τους σακατεύετε σωματικά για να μην μπορούν να σκεφτούν, όλοι οι μετανάστες: τούρκοι, ισπανοί, έλληνες, άραβες κι όλοι οι άλλοι εξαθλιωμένοι και προδομένοι της Ευρώπης και μαζί με αυτούς και οι γυναίκες που δέχτηκαν την καταπίεση, τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση. Όλες αυτές θα μάθουν γιατί με κρατάτε εδώ μέσα και γιατί το κράτος σας θέλει να με δολοφονήσει σα μάγισσα του μεσαίωνα. Για σας την εξουσία υπάρχουν ακόμη και σήμερα μάγισσες που πρέπει να καθηλώνονται μπροστά στους αργαλειούς, στις μηχανές, στις πρέσες, τις γραμμές παραγωγής, μέσα στο θόρυβο και τις διαταγές. Και γκάπα γκουπ πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, κινητήρας, καζάνια, φωνές και θόρυβος. Θόρυβος, φτάνει πια με τη σιωπή, πρέσα, σφυρί, τρυπάνι, καζάνια, αέριο και θόρυβο. Το αέριο, βγαίνει αέριο, εμετός, αηδία. Η αλυσίδα της παραγωγής έχει το δικό της ρυθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος, μόνο ρυθμός. Ρυθμός.Σταματήστε τις μηχανές. Ησυχία. Τι υπέροχο πράγμα η σιωπή. Ευχαριστώ δεσμοφύλακες που μου χαρίσατε αυτή την απίθανη και σπάνια απόλαυση της σιωπής. Το απόλυτο. Τι απόλαυση για όλες μου τις αισθήσεις! Σα να μοιάζει να βρίσκομαι στον παράδεισο. Δεσμοφύλακες, δικαστικοί, κομματάρχες σας αγνοώ όλους. Δεν θα μπορέσετε να με βγάλετε από εδώ μέσα τρελή εκτός κι αν με σκοτώσετε. Μα το μυαλό μου θα είναι καθαρό, θα είμαι απόλυτα υγιής κι όλοι θα ξέρουν με σιγουριά ότι εσείς είστε οι δολοφόνοι, μια κυβέρνηση ένα κράτος δολοφόνων.
Αυτά ήταν τα λόγια της Ουλρικε Μάινχοφ στην “επιστολή από τη νεκρή πτέρυγα”, όπως ονόμαζε τα λευκά κελιά, όπου την είχε φυλακίσει το γερμανικό κράτος. Αυτά τα κελιά, που στερούν από τον κρατούμενο το χρώμα, τα λογικά και την ελπίδα, δεν εφευρέθηκαν σε κάποια καθυστερημένη μουσουλμανική χώρα, αλλά στην προηγμένη Γερμανία, με τον ευρωπαικό πολιτισμό της.
Στην επιστολή της η Μάινχοφ δεν καταγγέλλει μόνο το κράτος που την κρατάει φυλακισμένη. Βάλλει ενάντια και στη μικροαστική απάθεια του “καλοζωισμένου κι αποχαυνωμένου κόσμου της μεγάλης Γερμανίας”. Τον δρόμο που είχε κι η ίδια μπροστά της στρωμένο, οικογενειακά κι επαγγελματικά, αλλά τον εγκατέλειψε χωρίς ενδοιασμούς, για να αφοσιωθεί στον αγώνα, με τον τρόπο που αντιλαμβανόταν ως πιο πρόσφορο. Κι αυτή η επιλογή της είναι που κερδίζει διαχρονικά το σεβασμό, ακόμα κι αν διαφωνεί κανείς με τις συγκεκριμένες μορφές με τις οποίες εκφράστηκε.
Γεννημένη στις 7 Οκτώβρη του 1934, ξεκίνησε την πολιτική της δράση ως δημοσιογράφος και μέλος της νεολαίας του SPD. Πέρασε από το κομμουνιστικό κίνημα, γοητεύτηκε από Μαοϊκές ιδέες, αλλά σταδιακά προσανατολίστηκε σε πιο άμεσες, δυναμικές δράσεις και γίνεται μέλος της ομάδας με την επωνυμία “Κόκκινος Στρατός”. Η ομάδα απελευθερώνει με θεαματικό τρόπο τον Αντρέας Μπάαντερ, το 1970 και αφού εκπαιδευτεί στη Μέση Ανατολή, προχωρά σε μια σειρά ένοπλες, βομβιστικές επιθέσεις κατά διάφορων στόχων (τράπεζες, ΜΜΕ, αστυνομικοί). Δύο χρόνια αργότερα, η Μάινχοφ κι ο Μπάαντερ συλλαμβάνονται και μετά από χρόνια απομόνωση κι απεργίες πείνας, οδηγούνται στην πτέρυγα με τα Λευκά Κελιά, που απειλεί να τσακίσει τα νεύρα και το ηθικό τους. Η δίκη της είναι επεισοδιακή, και από ένα σημείο κι έπειτα γίνεται χωρίς την παρουσία της -αφού δεν κρίθηκε ψυχικά ικανή να την παρακολουθήσει.
Το Μάη του 76′, η Μάινχοφ βρίσκεται απαγχονισμένη στο κελί της κι ενώ λίγες ημέρες είχε προειδοποιήσει την αδερφή της, στο επισκεπτήριο: Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη πως ήταν φόνος! Η επίσημη εκδοχή της αυτοκτονίας δεν ήταν ιδιαίτερα πειστική για τους συντρόφους της, που πιστεύουν πως οι γερμανικές αρχές την εξόντωσαν εκδικητικά.
Ο τραγικός επίλογος γράφτηκε πολλά χρόνια αργότερα, αφού η κόρη της Ούλρικε, Μπετίνα Ρελ, πληροφορήθηκε πως ο εγκέφαλος της μητέρας της δεν είχε ταφεί μαζί με το υπόλοιπο σώμα της, αλλά διατηρούνταν επί δεκαετίες, για να εξεταστεί! Φαίνεται πως το ανυπότακτο πνεύμα της φόβιζε και μετά θάνατον τους διώκτες της, που σκέφτηκαν -με το δικό τους προς εξέταση εγκεφαλικό σύστημα- να κρατήσουν το μυαλό της για να το εξετάσουν και να βγάλουν τα απαραίτητα πορίσματα…
Ανάρτηση από: http://www.katiousa.gr