Του Γιώργου Ρακκά
Κρατικές ευθύνες: κανένα σχέδιο που υπάρχει για να δίνει λόγο ύπαρξης στην «πολιτική προστασία» δεν λειτούργησε. Απ′ την Περιφέρεια μέχρι την Κυβέρνηση, κι από εκεί τους κατά τόπους Δήμους αντιλήφθηκαν πολύ αργά το μέγεθος της καταστροφής, όταν αυτή ήταν εν εξελίξει. Χαριστική βολή στην απρονοησία τους, το ξέσπασμα της εστίας στην Ραφήνα, ενώ έτρεχαν και δεν πρόφταναν στην Κινέττα.
Η υστέρηση δεν ήταν μόνον ή κυρίως οικονομική – την καθίζηση υποδομών και μηχανισμών θα πρέπει να την δούμε περισσότερο σα συνέπεια, παρά σαν το αίτιο. Πρωτόκολλα για την αντιμετώπιση καταστάσεων εκτάκτου ανάγκης υπάρχουν πολλά. Συνήθως δεν τίθεται κανένα εν ισχύ· γιατί; Μια πολύ χαρακτηριστική στάση νωθρότητας έχει κυριεύσει τις θεσμικές ηγεσίες. Απορροφώνται αποκλειστικά στο επικοινωνιακό έργο, αντιμετωπίζοντας με απίστευτη αδράνεια ό,τι επηρεάζει επί της ουσίας την πραγματικότητα.
Συβαριτισμός των ολίγων μέσα στην ανέχεια των πολλών. Οι περισσότεροι δήμαρχοι, περιφερειάρχες, υπουργοί και λοιποί αρμόδιοι θεωρούν προσβολή ν′ ασχολούνται με την «πολιτική προστασία». Το βλέπουν σαν να σφουγγαρίζουν, αυτοί, οι μικροί Λουδοβίκοι της ύστερης μεταπολίτευσης· κάποια βράβευση, μια συνέντευξη που θα επιτρέψει να φιλοτεχνήσουν όποιο προφίλ θέλουν για τον εαυτό τους, μια κοκορομαχία στα παράθυρα· οπωσδήποτε εγκαίνια, ή μια εκδήλωση σαν ευκαιρία να διαφημίσουν την ανθρωπιά τους. Αυτό είναι το πεδίο των δραστηριοτήτων τους.
Η κυβερνησιμότητα, όμως, η πολιτική θέση σαν δουλειά, μια μέριμνα που συνδέεται, κυρίως, με την αίσθηση ότι οι εξουσιαστές σε τελευταία ανάλυση μοιράζονται τον ίδιο τόπο με τους εξουσιαζόμενους, και άρα εκτός από τα οφίτσια βαρύνονται και από την υποχρέωση να προστατεύσουν αυτό τον τόπον. Και όμως αυτό είναι το πιο σπάνιο πράγμα που θα συναντήσει κανείς στα «στρατηγικά υψώματα» της εξουσίας, που είναι στην πραγματικότητα… άθλιες αμμοθίνες, μιας και η καταβύθιση της Ελλάδας έχει ψαλιδίσει πολύ από την ουσιαστική της ισχύ.
Απάθεια και αδιαφορία – με το σύνδρομο αυτό να πολλαπλασιάζεται όταν η εξουσία περνάει στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ (και των ΑΝΕΛ): Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν, ούτε θα είναι ποτέ ικανοί για τίποτε ακριβώς γιατί έχουν σταδιοδρομήσει στην πολιτική ως «αντιπολιτευτάκηδες» και «κομπλεξικοί τρίτοι» του παλιού δικομματισμού, μαθημένοι να βλέπουν τον ήλιο της εξουσίας μόνον ως λαθρεπιβάτες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, αλλά και ως «ιδεαλιστική συνιστώσα» της παγκοσμιοποίησης μετά το 1990. Οι Φαρισαίοι της μεταπολίτευσης, τα σαπρόφυτά της. Τις μέρες αυτές ο φαρισαϊσμός επιστρατεύτηκε ως άλλοθι ανικανότητας: Οι κυβερνητικοί ήσαν σαν υπνωτισμένοι στις δηλώσεις τους, σαν να διάβαζαν προκηρύξεις: Αυθαίρετα, καταπατήσεις, κλιματική αλλαγή· ασύμμετρα φαινόμενα, και βέβαια τυχαία σύμπτωση αρνητικών φυσικών φαινομένων.
Οι «μηχανισμοί» του κράτους, όμως, είναι ζώντες συλλογικοί οργανισμοί. Με τον εγκέφαλό του σε μαλάκυνση, ναρκώνονται ίσαμε τ’ άκρα τους. Σχεδόν παντού, σαν έρχεται κανείς σε επαφή με την καθημερινότητα του κράτους, συναισθάνεται αυτήν την διάχυτη εντύπωση ενός τέλους, μιας κατάρρευσης.
Μιθριδατισμός. Αυτή είναι η κινητήριος δύναμη που προσανατολίζει τις περικοπές, αναγκαίο τίμημα για την παραμονή στην εξουσία πλέον, προς όλες εκείνες τις ζωτικές λειτουργίες που εκπληρώνουν την πρωταρχική υποχρέωση ενός κράτους, να προστατεύει στοιχειωδώς τους πολίτες της. Η εγκατάλειψη χτυπάει πρώτα τις υποδομές εκείνες που ανταποκρίνονται σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ακριβώς γιατί αυτή είναι έκτακτη και άρα το πολιτικό κόστος δεν εισπράττεται σε συνθήκες πολιτικής κανονικότητας.
Αρκεί «να μην σπάσει ο διάολος το ποδάρι του», γιατί τότε ξεπετάγεται στην επιφάνεια χαίνοντας αυτό το τεράστιο κενό. Και τότε, συμβαίνουν όλα εκείνα που δεν πρέπει να συμβούν: Απουσία συντονισμού, αδυναμία συνεννόησης, χάος, που πολλαπλασιάζει την καταστροφικότητα και την φονικότητα των αιφνίδιων συμβάντων.
Κάτι τελευταίο για το κράτος. Καταπατήσεις δασών και αιγιαλών, αυθαίρετη δόμηση, περιφράξεις, μπαζώματα ρεμάτων. Όλα αυτά συνέργησαν στην καταστροφή. Γιατί θέριεψαν όμως; Γιατί όλες τις προηγούμενες δεκαετίες αυτές οι πρακτικές «κοινωνικοποιήθηκαν», επέτρεψαν σε πλατύτερα στρώματα της κοινωνίας να αποκτήσουν δικαίωμα στο εξοχικό, μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες να στήσουν την «τίμια» παρά θιν αλός επιχείρησή τους κ.ο.κ. Δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί», ήταν όμως ένα στρατήγημα που υιοθέτησαν όλες οι κυβερνήσεις των περασμένων δεκαετιών ώστε να κάνουν μια έμμεση αναδιανομή που την θεωρούσαν «τζάμπα», μια «ανάπτυξη για τους πολλούς». Δεν ήταν, όμως, «τζάμπα» γιατί το χωροταξικό χάος που κληροδότησε στη χώρα εκμηδενίζει την ανθεκτικότητά της στις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, τα έντονα καιρικά φαινόμενα, πολλαπλασιάζοντας έτσι την καταστροφή.
Τηλεόραση· μέσα κοινωνικής δικτύωσης και επικοινωνία. Αυτή η μάστιγα της δημόσιας ζωής. Ένα σύστημα που δίνει απόλυτη προτεραιότητα στο εικονικό, έναντι της ίδιας της πραγματικότητας. Μια αρχή που ωθεί την κυβέρνηση να απαγορεύσει τις πτήσεις με drones, για να αποφύγει όσο μπορεί εικόνες που δείχνουν το μέγεθος της καταστροφής – ή την υποβάλλει σε μια τόσο ύπουλη διαχείριση της στατιστικής των θυμάτων, όπως συνέβη την ημέρα της καταστροφής.
Κι ακόμα· η θανατολαγνεία των καναλιών, που δεν ενημερώνουν αλλά μεταβάλουν την τραγωδία σε σόου, δημοσιογράφοι που «κάνουν την δουλειά τους» αναπαριστώντας με στόμφο την εναγώνια προσπάθεια ανθρώπων που καίγονται να φτάσουν στην θάλασσα: Ένας επικοινωνιακός θόρυβος, ο οποίος το μόνο που καταφέρνει να μπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση.
Χθες το απόγευμα, δήμαρχος από τις πληγείσες περιοχές έκλεισε τέσσερις ώρες περιδιαβαίνοντας στα ρεπορτάζ, επαναλαμβάνοντας τα ίδια και τα ίδια πράγματα τα οποία έλεγε και την προηγουμένη. «Θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, κι ύστερα θα παρέχουμε όσες εξηγήσεις θέλουν τα ΜΜΕ», είπαν οι αρχές της Ταϋλάνδης κατά την διάρκεια της πρόσφατης κατάστασης που αντιμετώπισαν με τον εγκλωβισμό των εφήβων στην παγκοσμίως διάσημη πλέον σπηλιά Ταμ Λουάνγκ. Εδώ, ισχύει το αντίθετο.
«Μπροστά τα εξαπτέρυγα και πίσω ο λαός». Τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης διαχέουν τα ήθη της μηντιοκρατίας ίσαμε την βάση της κοινωνίας. Κάθε προφίλ κι ένα έκτακτο Πληκτρολογιοδικείο. Κάθε «τοίχος» στο φέισμπουκ ή το τουΐτερ, στρατηγείο πολιτικής προστασίας.
Στην κορυφή αυτού του παγόβουνου, οι υπουργοί της «λαϊκής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ», και οι πολύ «κοινωνικοί δημοσιογράφοι» των προπαγανδιστικών τους μηχανισμών: «Ανύπαρκτα θύματα», ο εμετικός Πολάκης, συμψηφισμός των θυμάτων με εκείνων του 2007 η Ευγενία Λουπάκη, του «Κόκκινου»· ή οποία μετά το σάλο, διέγραψε το σχόλιό της καταγγέλλοντας κανιβαλισμό. Τον ίδιο κανιβαλισμό καταγγέλλει πάγια ο Πολάκης, που θεωρεί πως έχει η εξουσία του δίνει την πολυτέλεια να βρίσκεται πάντοτε στη θέση εκείνου που κανιβαλίζει. Στην εποχή της εικονοκρατίας, μια νέα εξουσιαστική διαίρεση προκύπτει δίπλα στις υπόλοιπες: Αυτοί που διασύρουν και εκείνοι που διασύρονται.
Ηγεσία; Απούσα. Πολιτεία; Απούσα. Κοινωνία; Ανήμπορη να σώσει τον εαυτό της, σε πανικό. Είναι σαν να έχει εξουδετερωθεί κάθε ένστικτο συνεργασίας, κάθε αρετή αυτενέργειας, κάθε φρόνηση για την αντιμετώπιση έκτακτων κινδύνων. Η ιδιωτεία δεν είναι σχήμα λόγου, προορισμένο να χρησιμεύσει στο διαγώνισμα της Έκθεσης κατά τις εισιτήριες εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Είναι πραγματικότητα, που μεταβάλει σε φονικότερη μια καταστροφή. Το κράτος δεν είναι πουθενά, από την άλλη, όμως, δεν είναι και νταντά: Στους οκτώ αιώνες της Οθωμανοκρατίας, οι Έλληνες ζούσαν όχι μόνο χωρίς, αλλά και ενάντια στο κράτος. Η αυτενέργειά τους, ωστόσο, έδωσε την ζωτική πνοή στις κοινότητες, για να λειτουργήσουν ως κέλυφος προστασίας, και αναπαραγωγής της κληρονομιάς ανεξαρτησίας που διακατείχε τον ελληνισμό. Ούτε κι αυτή είναι σχήμα λόγου· είναι πρακτικό σχήμα, σωτήριο, που οχυρώνει μια κοινωνία σαν βάλλεται. Που πήγε;
Συμπαράσταση· συγκινητική. Στιγμιαία νεκρανάσταση του συλλογικού μας εαυτού. Μια κάποια ανακούφιση. Σύντομη γιατί η μηντιακή της προβολή την στρεβλώνει, την μεταβάλει σε εργαλείο του επικοινωνιακού πολέμου. Οι εκάστοτε ένοχοι κυβερνώντες αρέσκονται να αναφέρονται σε αυτήν, προσπαθούν να την κάνουν να βγάλει το φίδι απ’ την δική τους τρύπα. Και γίνεται, επιπλέον και εργαλείο ιδεολογικής, αλλά και γεωπολιτικής διαχείρισης: Απ’ τον Ερντογάν και τον Ζάεφ, μέχρι τους σιχαμερούς που αντιπαραβάλλουν την προσφορά των Κούρδων, των Αιγύπτιων και των Παλαιστινίων, με τα συμβάντα πλιάτσικου που καταγράφηκαν στα καμένα προπαγανδίζοντας ότι «οι μετανάστες βοηθούν, ενώ οι Έλληνες κλέβουν», και βέβαια, την Χρυσή Αυγή που προβάλει γκεμπελοειδώς την συμμετοχή στελεχών της στις κατασβέσεις που επιχειρούν οι εθελοντές.
Τέλος, για έναν ακόμη λόγο πολύ πιο σοβαρό, που ξεπερνάει την μηδαμινότητα εκείνων που εφημερεύουν στην εξουσία, το γεγονός της συμπαράστασης αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση: Ραφήνα και Ηλεία, Αττική και Πελοπόννησος, 2007 και 2018. Ζούμε ένα πάθος, δίχως μάθος. Η συμπαράσταση προκύπτει από μια πηγαία διάθεση της ίδιας της κοινωνίας να αναμετρηθεί έστω και εκ των υστέρων με την καταστροφή, να την νικήσει τουλάχιστον ηθικά, καταφέρνοντας έτσι να γυρίσει σελίδα. Δίχως το μάθος όμως, η νέα σελίδα κινδυνεύει να καταλήξει κι αυτή, σαν τη μέρα της μαρμότας, όπως η προηγούμενη.
Ανάρτηση από: https://www.huffingtonpost.gr