Του Γιώργου Καραμπελιά
Με το βιβλίο του Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, ο Κονδύλης οδηγείται σε βαθύτατη ρήξη με την ενσωματωμένη και ήδη κυρίαρχη στον ακαδημαϊκό και μηντιακό χώρο ελληνική Αριστερά: Μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού κινήματος, [ ] πολλοί, των οποίων οι ελπίδες, οι διαγνώσεις και οι προγνώσεις διαψεύσθηκαν παταγωδώς, [ ] συνεχίζουν απτόητοι τη φιλόδοξη πολιτική ή συγγραφική τους σταδιοδρομία επικαλούμενοι την ακατάλυτη πίστη τους στο «μέλλον του ανθρώπου» και στην «πρόοδο» – πολλοί τέτοιοι, λοιπόν, ζητούν σήμερα υποκατάστατα των παλαιών ορθόδοξων σοσιαλιστικών ουτοπιών σε θολούς ειρηνισμούς και σε οικουμενιστικές ηθικολογίες.
Είναι πολιτικά νήπιος, όποιος αναφέρεται στις δήθεν γενικές σύγχρονες τάσεις για υπέρβαση του εθνικού κράτους και για τη βαθμιαία πτώση των συνόρων, αποσιωπώντας ότι είναι δύο πολύ διαφορετικά πράγματα να περνούν τα σύνορα σου στρατιές τουριστών και να τα περνούν τα στρατεύματα ενός γειτονικού κράτους. (Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, Τομές στην πλανητική πολιτική, ό.π., σσ. 66-67.)
Καθώς η ρήξη βαθαίνει, ο Κονδύλης δεν εγκαλεί πλέον τους παλιούς συνομιλητές του απλώς ως «πολιτικά νήπιους» αλλά ως συμμάχους των πολυεθνικών. Τα κίνητρά τους παύουν να είναι αποκλειστικά «ιδεολογικού» χαρακτήρα, αφορούν κατ’ εξοχήν την «κοιλιά» του συστήματος και τις απολαβές με τις οποίες εξαργυρώνουν την προσαρμογή τους και η προσχώρησή τους στη νέα ιδεολογία του συστήματος επιστρατεύει ως συγκολλητική ουσία έναν διαρκώς ενισχυόμενο «αντιεθνικισμό» που μετασχηματίζεται σε γενικευμένο εθνομηδενισμό:
Μετά την κατάρρευση της Ουτοπίας της Ανατολής, η εξημερωμένη πλέον δυτική «Αριστερά»… η οποία ακόμα χθες έπαιζε τον ρόλο του «χρήσιμου ηλίθιου» (Λένιν) στις διάφορες εκστρατείες ειρήνης του Κρεμλίνου [ ] αποτελεί σήμερα τον «χρήσιμο ηλίθιο» των πολυεθνικών εταιρειών και του οικουμενιστικού αμερικανισμού. Κίνητρά της είναι η πολιτική αφέλεια και τα χειροπιαστά κοινωνικά οφέλη. Η ιδεολογία του συστήματος, δηλαδή η συνείδησή του, αποτελεί εξ ίσου μέρος του όσο αποτελεί και η πρακτική του, δηλαδή η κοιλιά του. Και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι εδώ η κοιλιά κοιμάται λιγότερο από τη συνείδηση και την κατευθύνει. (Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, , ό.π., σσ. 66-67.).
Όλοι εκείνοι που στο παρελθόν «άναβαν καντήλια στο εικόνισμα του Τσε Γκεβάρα και δεν ήθελαν να ακούνε κουβέντα για “τυφλό αντικομουνισμό”» σήμερα έχουν έναν και μόνο βασικό εχθρό, «“κάθε εθνικισμό” και ενστερνίζονται ως ερμηνεία της πραγματικότητας τα συνθήματα του νικητή: τον οικουμενισμό μέσω της ενιαίας παγκόσμιας αγοράς και των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”». Κατακεραυνώνουν δε συστηματικά «τον “εθνικισμό(ς)” όποτε ένας μικρός θέλει να αντισταθεί στις αδηφάγες διαθέσεις ενός μεγάλου…».
«Οι εχθροί του εθνικού κράτους… τον παραμερισμό του παράγοντα “έθνος” τον θεωρούν (και στο σημείο αυτό η κοσμοπολίτικη “αριστερά” συμμαχεί, κατά τρόπον μόνον κατ’ επίφαση παράδοξο, με τις πολυεθνικές εταιρείες) ως χαρμόσυνο βήμα προς την εξασθένιση ή κατάργηση του παραδοσιακού κράτους εν γένει, προς την ανάπτυξη μιας μεταεθνικής συνείδησης αυτονόμων πολιτών ως νέας βάσης της πολιτικής δραστηριότητας κ.τ.λ. κ.τ.λ.». ( Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, Τομές στην πλανητική πολιτική σ. 108).
Σωμερίτης εναντίον Κονδύλη
Στο δε τέλος της ζωής του, ο Κονδύλης συγκρούεται και με το δημοσιογραφικό κατεστημένο, που δεν μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός πως με το κύρος του ήλθε να «προσφέρει επιστημονική και μάλιστα (σύμφωνα με τις φήμες) προοδευτική κάλυψη σε όλους τους ελληνόψυχους καλαμαράδες της καθ’ ημάς Ανατολής», όπως γράφει ο Ριχάρδος Σωμερίτης στο Βήμα. ( «Παιχνίδια πολέμου», Το Βήμα, 23/11/1997.).
Σε τρία διαδοχικά άρθρα, στο Βήμα, με αφορμή τη προδημοσίευση ενός αποσπάσματος από το ελληνικό Επίμετρο στη Θεωρία του Πολέμου, ο Σωμερίτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου· όχι βέβαια απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, που είχε μόλις υποχρεώσει την Ελλάδα σε μια ταπεινωτική ήττα στα Ίμια, αλλά απέναντι στον κίνδυνο να… αφυπνισθεί ο πατριωτισμός των Ελλήνων και να αλλάξει προσανατολισμό στο σύνολό της η ελληνική πολιτική.
Ο Σωμερίτης συνδέει ευθέως την εγκατάλειψη του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού, την οποία ευαγγελίζεται ο Κονδύλης ως προϋπόθεση για την ανάσχεση της ελληνικής παρακμής, με την αποτροπή του τουρκικού επιθετισμού. Και προφανώς έχει κάνει τις επιλογές του: Στο τρίτο άρθρο του, με τον εύγλωττο τίτλο «Τι θα θυσιάσουμε στον βωμό της πολεμικής μηχανής;», κατηγορεί τον Κονδύλη πως προτείνει την «καθυπόταξη των πάντων στις πολεμικές δαπάνες διαμέσου μιας οικονομίας που θα τις εξυπηρετούσε και συνεπώς η κατάργηση του “καταναλωτικού ευδαιμονισμού” θα επέτρεπε ίσως τη σωτηρία». Ριχάρδος Σωμερίτης, Το Βήμα, 21/12/ 1997).
Το έσχατο επιχείρημα
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, καταφεύγει στο έσχατο επιχείρημα: Οι απόψεις του Κονδύλη για αντιμετώπιση της τουρκικής επιβουλής προϋποθέτουν και συνεπάγονται την εγκατάλειψη του μοντέλου του παρασιτικού καταναλωτισμού. Και έτσι, παρότι «έχασε» στο επίπεδο των επιχειρημάτων, ο Σωμερίτης «κέρδισε» από την άποψη της ουσίας, κατ’ εξοχήν στο κοινό που απευθυνόταν. Διότι ποιος θα υιοθετούσε την εγκατάλειψη της καταναλωτικής ευωχίας για να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο της ανάταξης του ελληνισμού, προφανώς και στο αμυντικό πεδίο; Ο Κονδύλης ήταν χαμένος εκ προοιμίου στο κοινό που απευθυνόταν!
Θα χρειαζόταν να περάσουν είκοσι χρόνια, να καταρρεύσει το παρασιτικό εκσυγχρονιστικό μοντέλο, και η Τουρκία να έχει μεταβληθεί σε ένα ανεξέλεγκτο επιθετικό τέρας, για να αρχίσουν να ακούγονται οι φωνές, οι οποίες ήδη πριν από το Νταβός, το 1988, επέμεναν στην ανάγκη μετασχηματισμού ολόκληρου του μοντέλου της ελληνικής κοινωνίας εάν αυτή αξιολογούσε την ανεξαρτησία της περισσότερο από την παρασιτική της κατανάλωση. Και προφανώς η ελληνική κοινωνία, υπό τη σοφή καθοδήγηση του συνόλου των ελίτ –προεξόχως των προοδευτικών–, έδινε προτεραιότητα στο δεύτερο.
Και όμως, ήδη από τότε, ο Σωμερίτης και οι συν αυτώ, παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, γνώριζαν πως η Ελλάδα είχε απολέσει ένα σημαντικό μέρος της εθνικής της ανεξαρτησίας. Στο πρώτο κατά σειράν άρθρο του, υπογραμμίζει πως «τέτοια λόγια» σαν αυτά του Κονδύλη «δεν πρέπει καν να γράφονται», πόσο μάλλον να αρχίσουν να υλοποιούνται διότι «στην εποχή μας αυτά που γράφουμε στην Αθήνα διαβάζονται και στην Άγκυρα [ ] και οι τούρκοι στρατηγοί κάτι πρέπει να καταλαβαίνουν από στρατηγική. Ερώτημα: Θα περιμένουν να προχωρήσουμε στις τεράστιες στρατιωτικές παραγγελίες μας και στην επικράτηση των ιδεών του κ. Κονδύλη για να αντιδράσουν;» (Το Βήμα, 23/11/1997).
Δηλαδή, ο «ειρηνιστής» αρθρογράφος επιβεβαίωνε αθέλητα και σε όλη τη γραμμή τις απόψεις του Κονδύλη πως το ελληνικό σύστημα τελούσε ήδη υπό φιλανδοποίηση, υποστηρίζοντας ότι ακόμα και μια συζήτηση για την αμυντική θωράκιση της χώρας θα μπορούσε να προκαλέσει τη μήνι –και την αντίδραση προφανώς– των «Τούρκων στρατηγών».
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Παναγιώτης Κονδύλης: Μια διαδρομή, που κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις
Ανάρτηση από: https://slpress.gr