Στην αρχή μιας νέας ιστορικής εποχής, ύστερα από την κατάρρευση του Ανατολικού χώρου, και την εκ βάθρων αναδόμηση του Κόσμου από τις νέες δυνάμεις που απέκτησε με την συλλογική της γνώση η Ανθρωπότητα στον τομέα της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, βρισκόμαστε μπροστά στην έξαρση εθνικών, θρησκευτικών ολοκληρωτικού χαρακτήρα φανατισμών. Επισημαίνουν μία γενικότερη στροφή προς διευρυνόμενη βαρβαρότητα.
Οι θρησκευτικοί φανατισμοί με προεξέχοντα αυτή την στιγμή τον λεγόμενο «Ισλαμικό φονταμενταλισμό», παρουσιάστηκαν πολλές φορές στην ιστορία όλων των Θρησκειών, σε περιόδους κοινωνικών κρίσεων, που απόρρεαν από μαζική εξαθλίωση και απελπισία ευρέων λαϊκών στρωμάτων. Κάθε παροξυσμός εθνικός ή θρησκευτικός, είναι εκδήλωση βαθύτερης κοινωνικής κρίσης, χωρίς άμεση διέξοδο.
Η «διέξοδος» επιχειρείται δια του παροξυσμού τέτοιων αρνητικών φαινομένων. Στο επίπεδο των θρησκευτικών παροξυσμών, πρέπει να γίνεται η βασική διάκριση ανάμεσα σε Θρησκεία και Εκκλησία, η Θρησκεία η οποιαδήποτε Θρησκεία, ως έκφραση ιδεολογική, η Εκκλησία ως έκφραση χρησιμοποίησης της θρησκευτικής ιδεολογίας από το εκάστοτε κοινωνικό καθεστώς και κατεστημένο. Η αναφορά στη θρησκεία ως «Όπιο του Λαού», ανάγεται σε δυο διαφορετικές έννοιες. Αν η θρησκεία, θεωρηθεί ως μια υπαρξιακή εγγενής τάση του εξελισσόμενου ανθρώπινου όντος, τότε η αναφορά στον όρο «όπιο» έχει την έννοια μέσου καταπραύνευσης της υπαρξιακής ανησυχίας, που ελλοχεύει στον κάθε άνθρωπο. Αν η Θρησκεία χρησιμοποιείται από το εκάστοτε κοινωνικό καθεστώς και το πολιτικό του κατεστημένο, τότε η αναφορά στον όρο «όπιο», μπορεί να εκληφθεί με την έννοια εσκεμμένης παραπλάνησης, που χρησιμοποιείται για την διατήρηση της «κοινωνικής ειρήνης».
Των Εκκλησιών, προηγούνται οι Θρησκείες, και των Θρησκειών, η θρησκευτική έφεση του Ατόμου. Το εξελισσόμενο ανθρώπινο ον, σε μια πρώτη φάση, τρομαγμένο από το φυσικό του περιβάλλον, αναζητεί, αποδίδει σε εχθρικά «πνεύματα» και «δαιμόνια» τα δεινά να αντιμετωπίζει και αδυνατεί σε ορθολογικές εξηγήσεις. Σε μια ανώτερη φάση εξέλιξής του, δημιουργεί τους ανθρωπόμορφους θεούς«Καλούς» και «Κακούς». Σε μια ακόμα πιο εξελιγμένη φάση τους φτάνει στη μονοθεϊστική πιο εξαϋλωμένη αντίληψη. Η όλη πορεία του ανθρώπινου όντος, όσο με την ορθολογική του σκέψη κατανοεί περισσότερο, «δαμάζει» την Φύση, τον εαυτό του, την κοινωνία του, προχωρεί προς τις Θρησκείες και τις Εκκλησίες, κοινωνικά χρησιμοποιημένες, χωρίς να πάψει να κατοικείται από μια ακατανίκητη θρησκευτική έφεση,τείνουσα να πηγάζει κυρίως από το ανικανοποίητο μυστήριο που ανακαλύπτει ορθολογικά αναπτυσσόμενος, γύρω από τα «υπαρξιακά» του: την αρχή του, το τέλος, το νόημα της ζωής του.
Ο ασίγαστος αυτός προβληματισμός του, είναι στο βάθος της «θρησκευτικότητάς» του, την οποία κάθε κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς, πρέπει να σέβεται και να της επιτρέπει την πιο ελεύθερη εκδήλωση, ως βασικής ατομικής ανάγκης και δικαιώματος. Ο θρησκευτικός προβληματισμός δρα σαν καταπραϋντικό της εγγενούς υπαρξιακής ανησυχίας, του «μυστηρίου» που περιβάλλει την εφήμερη ζωή μας ένα απέραντο Σύμπαν. Δρα επομένως υπό αυτή την έννοια σαν «όπιο». Υπ’ αυτή την έννοια δεν πρέπει να θεωρηθεί η εγγενής θρησκευτική έφεση του Ατόμου καταδιώξιμη και η Θρησκεία σαν καταδιώξιμο «ναρκωτικό», όπως ορισμένοι εξέλαβον την ρήση και του Μαρξ*: «Η Θρησκεία όπιο του Λαού».
Είναι βέβαιο ότι όσο η Κοινωνία διατηρείται, συνολικά κρινόμενη, «προϊστορική» και «βάρβαρη» η θρησκευτική έφεση θα δυναμώνει, και περισσότεροι άνθρωποι θα καταφεύγουν στην Θρησκεία, ακόμα υπό την Εκκλησιαστική της περιβολή, ως καταπραϋντικό των βαθύτερων υπαρξιακών τους ανησυχιών. Κανονικά όταν η θρησκευτική έφεση επικεντρώνεται στο «υπαρξιακό μυστήριο», θά πρεπε να οδηγεί σε μια μεγαλύτερη Αγάπη και Αλληλεγγύη των Ανθρώπων υποκείμενων στην ίδια «αδυσώπητη» όσο και «ανεξήγητη» «Ανάγκη», «Μοίρα», στην οποία και οι ίδιοι οι Αρχαίοι Θεοί υπέκειντο.
Η παρεκτροπή σε θρησκευτικούς φανατισμούς είναι ακραία νοσηρή παρεκτροπή προς κάτι το εντελώς αντίθετο από την ουσία της«θρησκευτικότητας» ως εγγενούς έφεσης του εξελισσόμενου Ανθρώπινου όντος. Κάτω από ένα έναστρο ουρανό το Άτομο βουβό έχει τη τάση να αφουγκράζεται στη βαθειά Κοσμική σιγή, να προσπαθεί να διεισδύσει στο υπαρξιακό του μυστήριο. Είναι τότε υπό την καταπραϋντική μαγεία της τέτοιας «θρησκευτικής» περισυλλογής του. Και η οποία βέβαια βρίσκεται στα αντίθετα άκρα θρησκευτικών φανατισμών που τους προκαλεί η κοινωνική του δυστυχία και αγανάκτηση και στον παρασυρμό των οποίων χάνεται οποιαδήποτε ανάταση του Ατόμου προς το «Ιερό Μυστήριο της ύπαρξής του», «Μυστήριο» που δεν έχει ανάγκη να λειτουργεί στα τεμένη των Εκκλησιών, αλλά στην αυτοσυγκέντρωση και αυτοπερίσκεψη του Ατόμου τις στιγμές που βρίσκεται αποδυόμενο από τις μικρότητες και ανοησίες της πεζής καθημερινότητάς του αντιμέτωπο με αυτό που θεωρεί το «υπαρξιακό του Μυστήριο».
Αλλά ο Μαρξ δίδει σ’ αυτή τη ρήση μια ίσως μονόπλευρη ψυχο-κοινωνική εξήγηση, παραλείποντας την προερχόμενη από την υπαρξιακή ανησυχία και προβληματισμό του Ανθρώπου. Ο Μαρξ, επιμένει στην άποψη ότι η Θρησκεία είναι και διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικής κοινωνικής απαθλίωσης του ανθρώπου, και επομένως ο Μαρξ δεν καταδικάζει ούτε την Θρησκεία, ούτε τον θρησκευόμενο άνθρωπο. Η Θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του ανθρώπινου όντος, σ’ έναν κόσμο χωρίς καρδιά, αλλά και το βάλσαμό του, όχι μόνο απέναντι στην κοινωνική του δυστυχία και αλλοτρίωση, αλλά και απέναντι στα ανεξήγητα υπαρξιακά του προβλήματα.
Φεβρουάριος 1995
Ανάρτηση από: strovilos.gr