Με αφορμή την αυριανή ορκωμοσία και τα όσα ενδεχομένως θα διαδραματιστούν εκεί αισθανόμαστε την ανάγκη να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα σχετικά με την στάση που επιλέξαμε να έχουμε.
Στο Δημοτικό Σχήμα του Μένουμε Θεσσαλονίκη συμμετέχουν εξ ίσου θρησκευόμενοι και μη-θρησκευόμενοι, άθεοι ή πιστοί. Ανεξάρτητα όμως από το τι πιστεύει ο καθένας, όλοι αναγνωρίζουμε την καθοριστική επίδραση της ορθοδοξίας για δέκα οκτώ αιώνες, περίπου, στην εξέλιξη της ταυτότητας του λαού μας: Το ορθόδοξο ήθος και η κοσμοαντίληψη έχουν σφραγίσει αποφασιστικά τις συλλογικές μας στάσεις και συμπεριφορές, διαποτίζουν την πνευματική και κοινωνική πορεία αυτού του λαού μέσα στο χρόνο.
Μέσα στον 20ο αιώνα, τα εκκοσμικευμένα αναπτύγματα της ορθόδοξης κοσμοαντίληψης είναι παρόν στις μεγαλύτερες πνευματικές και πολιτικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας: Σφραγίζουν την πνευματική πορεία των κυριότερων εκπροσώπων της Γενιάς του ’30, και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην μεγάλη πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του 1960 –με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μίκη Θεοδωράκη.
Την ίδια στιγμή, όλοι οι αγώνες που έδωσε ο ελληνικός λαός για την ελευθερία του, την δημοκρατία, εκείνοι που δόθηκαν ενάντια στην εκμετάλλευση για έναν κόσμο πιο ελεύθερο, δίκαιο και εξισωτικό πάτησαν στα πνευματικά θεμέλια των πιο απελευθερωτικών πτυχών αυτής της παράδοσης: Ότι και να έλεγαν καθοδηγητές και κομματικές ηγεσίες –ετερόφωτες και διαποτισμένες με μια βαθιά υποτίμηση στην δυνατότητα του ίδιου του ελληνικού λαού να αυτοκυβερνηθεί– ο λαός τίμησε τους Μάρτυρές του, τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Σωτήρη Πέτρουλα μ’ ένα τέτοιο ήθος.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η πλουτοκρατία, η εγωκρατία και ο καταναλωτισμός τείνουν να ισοπεδώσουν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Και έχουν διαφθείρει τον θεσμό της Εκκλησίας εξ ίσου όσο κάθε θεσμό και κάθε συλλογικότητα, άτυπη ή τυπική αυτής της κοινωνίας. Επίσης, είναι αλήθεια πως ο εμφύλιος, το μετεμφυλιακό κράτος, τα ελληνικά δικτατορικά καθεστώτα του 20ου αιώνα, ασέλγησαν αισχρά πάνω σε αυτήν την παράδοση στην προσπάθειά τους να την μεταβάλουν σε υποστύλωμα της εξουσίας τους. Ωστόσο, ο αγώνας ενάντια στην διαφθορά ανθρώπων, ηθών και συνειδήσεων ή ο αγώνας ενάντια στον αυταρχισμό δεν πρέπει να ταυτιστεί με την συλλήβδην απόρριψη των παραδόσεών μας.
Αυτό που διακυβεύεται από την εξαφάνιση της πολιτισμικής μας ιδιαιτερότητας είναι κάτι που ξεπερνάει τις αντιδραστικές περιπέτειες του 20ου αιώνα: Διακυβεύεται η αυθυπαρξία μας ως λαός –και συνακόλουθα– η δυνατότητα μας για αυτοκυβέρνηση. Διότι, προφανώς, λαός χωρίς αυτοσυνειδησία δεν μπορεί να καταστεί αυτεξούσιος.
Υπό αυτό το πρίσμα πιστεύουμε πως ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον «διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους» μερίδα των αρχουσών μας τάξεων και των διανοουμένων, και πολύ συχνά αντανακλάται στην λογική των ελληνικών κυβερνήσεων της τελευταίας 20ετίας, είναι προϊόν πνευματικής αποικιοποίησης και οδηγεί στην περαιτέρω αποξένωση του κράτους από τους πολίτες: Σ’ έναν ψυχρό τεχνοκρατικό εξευρωπαϊσμό που ακυρώνει κάθε έννοια δημοκρατικού ελέγχου.
Είναι ιστορικά επαληθευμένο ότι όσο πιο κοντά πλησιάζουμε στην αυθεντική Δημοκρατία τόσο το πολίτευμα και οι θεσμοί αντανακλούν στην ιστορική συνείδηση και την ταυτότητα κάθε κοινωνίας. Θα ήταν αδιανόητο για έναν ενεργό Γάλλο πολίτη να ζει στους κόλπους μιας πολιτείας που δεν αναγνωρίζει την πολιτιστική της συνέχεια από την γαλλική επανάσταση και τον γαλλικό διαφωτισμό – ενώ σε αντίστοιχες παραδόσεις θεμελιώνεται η αγγλική πολιτική συνείδηση, η γερμανική, η ελβετική κ.ο.κ.
Με τον ίδιο τρόπο, είναι αδιανόητο και για εμάς να ζούμε στο πλαίσιο μιας πολιτείας, η οποία απορρίπτει την ιδιαίτερη αντίληψη του αυτεξούσιου που θέσπισε η αρχαία Ελλάδα, τον βυζαντινό ουμανισμό και την ορθόδοξη κοσμοαντίληψη, την ιδιαίτερη αντίληψη για την Ελευθερία που αποτυπώνεται στον Ύμνο προς την Ελευθερία.
Αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα καλούμαστε να εγκαταλείψουμε στ’ όνομα της «προσαρμογής» της κοινωνίας μας στο υποτιθέμενα ‘φιλελεύθερο’ και τεχνοκρατικό «εγωϊστικό συμφέρον του λευκού, δυτικού άνδρα» που κατέπνιξε τον πλανήτη σε ποταμούς αίματος και δακρύων. Και το γεγονός αυτό δεικνύει στο πνευματικό επίπεδο το γιατί ζούμε σε ένα καθεστώς βαθιά αποικιοποιημένο, ολιγαρχικό, στυγνά αντιλαϊκό.
Αντίθετα με την κυρίαρχη αντίληψη, για εμάς χωρισμός κράτους και εκκλησίας, σημαίνει πρώτα και πάνω απ’ όλα σύγκρουση της εκκλησίας με μια εξουσία που αυθαιρετεί. Δηλαδή, ταύτιση της εκκλησίας με τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας του λαού μας και σύγκρουση με το άδικο κράτος της Αποικίας Χρέους: Εξ άλλου ο Μεγάλος Βασίλειος ήταν εκείνος που έγραψε την επιστολή Προς τους Πλουτούντας καταγγέλλοντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ενώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα συγκρουστεί κάθετα με την αυτοκρατορική εξουσία, θα εξοριστεί από αυτήν σε συνθήκες που εν τέλει τον οδηγούν στον θάνατο. Αυτές είναι γόνιμες παραδόσεις για την σύγχρονη εκκλησία, καθώς οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, σε καιρούς μεγάλης αδικίας και καταστροφής θα την οδηγήσουν μαθηματικά στην περιθωριοποίηση από την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Γι’ αυτό και εξοργιζόμαστε όταν ο Μητροπολίτης αυτής της πόλης εκθειάζει από άμβωνος τα μνημόνια και την συγκυβέρνηση –δηλαδή, τους ηθικούς αυτουργούς της βελούδινης γενοκτονίας που διαπράττεται εναντίον του ελληνικού λαού. Διότι είναι ακριβώς αυτές οι παραδόσεις που εγκαταλείπονται, στο όνομα μιας προτεσταντικής εκδοχής της θρησκείας ως μέσο πνευματικής νομιμοποίησης της κρατικής αυθαιρεσίας.
Αυτά, και πολλά άλλα είναι βασικά πνευματικά θεμέλια πάνω στα οποία μπορούμε να χτίσουμε την κριτική μας σ’ ένα κόσμο που θεμελιώνεται πάνω στην αδικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση –και το γεγονός ότι απηχούν στην βαθύτερη συνείδηση ενός ολόκληρου λαού είναι που δημιουργεί και την δυνατότητα αυτή η κριτική, συνοδευόμενη με το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία και πολιτεία, να καταστεί δυνάμει πλειοψηφική.
Η σύμπλευση κομματιών της αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων με εκείνα τα κομμάτια της κοσμοπολίτικης, φιλελεύθερης άρχουσας τάξης που αξιώνουν τον «χωρισμό κράτους και εκκλησίας» στην βάση μιας ευρωκεντρικής και τεχνοκρατικής αντίληψης είναι τραγικό σφάλμα, που οδηγεί στην αποξένωσή τους από την λαϊκή θρησκευτικότητα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Εναντιώνεται δε στις πιο λαμπρές παραδόσεις των ελληνικών αγώνων για την χειραφέτηση –από την κομμούνα των Ζηλωτών μέχρι το 1821, από τον χριστιανο-κοινωνισμό των αγροτικών εξεγέρσεων των τελών του 19ου αιώνα, μέχρι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και το «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» του Πολυτεχνείου.
Εμείς από την πλευρά μας αγωνιζόμαστε για μια νέα σύνθεση μεταξύ της παγκοσμιότητας –και όχι της παγκοσμιοποίησης– και της ιδιαιτερότητας μας. Είμαστε με τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσης» και όχι με τον εκσυγχρονισμό εναντίον της παράδοσης που παίζει τον ρόλο του πολιτιστικού οδοστρωτήρα της αποικιοκρατίας και εισάγει συνθήκες «πνευματικού μνημονίου» μαζί με το υλικό-οικονομικό.
Η εικοσαετία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε μας έδωσε να καταλάβουμε πολύ καλά ότι αν θέλουμε να ζήσουμε ως κοινωνία ελεύθεροι και αυτεξούσιοι θα πρέπει να διατηρήσουμε τις ιστορικές μας ρίζες. Ειδάλλως, και για να θυμηθούμε και τον λόγο που μας έσπρωξε να συμμετάσχουμε στον πολιτικό στίβο της τοπικής αυτοδιοίκησης, είμαστε καταδικασμένοι να καταντήσουμε φτερό στον άνεμο, μετανάστες-είλωτες στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα των δυτικών μητροπόλεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λόγους βαθύτατα πολιτικούς, επιλέξαμε να ορκιστούμε εκεί όπου ορκίστηκαν ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, ο παπα-Ανυπόμονος και ο Άρης Βελουχιώτης.
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr
Στο Δημοτικό Σχήμα του Μένουμε Θεσσαλονίκη συμμετέχουν εξ ίσου θρησκευόμενοι και μη-θρησκευόμενοι, άθεοι ή πιστοί. Ανεξάρτητα όμως από το τι πιστεύει ο καθένας, όλοι αναγνωρίζουμε την καθοριστική επίδραση της ορθοδοξίας για δέκα οκτώ αιώνες, περίπου, στην εξέλιξη της ταυτότητας του λαού μας: Το ορθόδοξο ήθος και η κοσμοαντίληψη έχουν σφραγίσει αποφασιστικά τις συλλογικές μας στάσεις και συμπεριφορές, διαποτίζουν την πνευματική και κοινωνική πορεία αυτού του λαού μέσα στο χρόνο.
Μέσα στον 20ο αιώνα, τα εκκοσμικευμένα αναπτύγματα της ορθόδοξης κοσμοαντίληψης είναι παρόν στις μεγαλύτερες πνευματικές και πολιτικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας μας: Σφραγίζουν την πνευματική πορεία των κυριότερων εκπροσώπων της Γενιάς του ’30, και παίζουν καθοριστικό ρόλο στην μεγάλη πολιτιστική άνοιξη της δεκαετίας του 1960 –με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μίκη Θεοδωράκη.
Την ίδια στιγμή, όλοι οι αγώνες που έδωσε ο ελληνικός λαός για την ελευθερία του, την δημοκρατία, εκείνοι που δόθηκαν ενάντια στην εκμετάλλευση για έναν κόσμο πιο ελεύθερο, δίκαιο και εξισωτικό πάτησαν στα πνευματικά θεμέλια των πιο απελευθερωτικών πτυχών αυτής της παράδοσης: Ότι και να έλεγαν καθοδηγητές και κομματικές ηγεσίες –ετερόφωτες και διαποτισμένες με μια βαθιά υποτίμηση στην δυνατότητα του ίδιου του ελληνικού λαού να αυτοκυβερνηθεί– ο λαός τίμησε τους Μάρτυρές του, τον Γρηγόρη Λαμπράκη και τον Σωτήρη Πέτρουλα μ’ ένα τέτοιο ήθος.
Τις τελευταίες δεκαετίες, η πλουτοκρατία, η εγωκρατία και ο καταναλωτισμός τείνουν να ισοπεδώσουν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας. Και έχουν διαφθείρει τον θεσμό της Εκκλησίας εξ ίσου όσο κάθε θεσμό και κάθε συλλογικότητα, άτυπη ή τυπική αυτής της κοινωνίας. Επίσης, είναι αλήθεια πως ο εμφύλιος, το μετεμφυλιακό κράτος, τα ελληνικά δικτατορικά καθεστώτα του 20ου αιώνα, ασέλγησαν αισχρά πάνω σε αυτήν την παράδοση στην προσπάθειά τους να την μεταβάλουν σε υποστύλωμα της εξουσίας τους. Ωστόσο, ο αγώνας ενάντια στην διαφθορά ανθρώπων, ηθών και συνειδήσεων ή ο αγώνας ενάντια στον αυταρχισμό δεν πρέπει να ταυτιστεί με την συλλήβδην απόρριψη των παραδόσεών μας.
Αυτό που διακυβεύεται από την εξαφάνιση της πολιτισμικής μας ιδιαιτερότητας είναι κάτι που ξεπερνάει τις αντιδραστικές περιπέτειες του 20ου αιώνα: Διακυβεύεται η αυθυπαρξία μας ως λαός –και συνακόλουθα– η δυνατότητα μας για αυτοκυβέρνηση. Διότι, προφανώς, λαός χωρίς αυτοσυνειδησία δεν μπορεί να καταστεί αυτεξούσιος.
Υπό αυτό το πρίσμα πιστεύουμε πως ο τρόπος που αντιλαμβάνεται τον «διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους» μερίδα των αρχουσών μας τάξεων και των διανοουμένων, και πολύ συχνά αντανακλάται στην λογική των ελληνικών κυβερνήσεων της τελευταίας 20ετίας, είναι προϊόν πνευματικής αποικιοποίησης και οδηγεί στην περαιτέρω αποξένωση του κράτους από τους πολίτες: Σ’ έναν ψυχρό τεχνοκρατικό εξευρωπαϊσμό που ακυρώνει κάθε έννοια δημοκρατικού ελέγχου.
Είναι ιστορικά επαληθευμένο ότι όσο πιο κοντά πλησιάζουμε στην αυθεντική Δημοκρατία τόσο το πολίτευμα και οι θεσμοί αντανακλούν στην ιστορική συνείδηση και την ταυτότητα κάθε κοινωνίας. Θα ήταν αδιανόητο για έναν ενεργό Γάλλο πολίτη να ζει στους κόλπους μιας πολιτείας που δεν αναγνωρίζει την πολιτιστική της συνέχεια από την γαλλική επανάσταση και τον γαλλικό διαφωτισμό – ενώ σε αντίστοιχες παραδόσεις θεμελιώνεται η αγγλική πολιτική συνείδηση, η γερμανική, η ελβετική κ.ο.κ.
Με τον ίδιο τρόπο, είναι αδιανόητο και για εμάς να ζούμε στο πλαίσιο μιας πολιτείας, η οποία απορρίπτει την ιδιαίτερη αντίληψη του αυτεξούσιου που θέσπισε η αρχαία Ελλάδα, τον βυζαντινό ουμανισμό και την ορθόδοξη κοσμοαντίληψη, την ιδιαίτερη αντίληψη για την Ελευθερία που αποτυπώνεται στον Ύμνο προς την Ελευθερία.
Αυτήν ακριβώς την ιδιαιτερότητα καλούμαστε να εγκαταλείψουμε στ’ όνομα της «προσαρμογής» της κοινωνίας μας στο υποτιθέμενα ‘φιλελεύθερο’ και τεχνοκρατικό «εγωϊστικό συμφέρον του λευκού, δυτικού άνδρα» που κατέπνιξε τον πλανήτη σε ποταμούς αίματος και δακρύων. Και το γεγονός αυτό δεικνύει στο πνευματικό επίπεδο το γιατί ζούμε σε ένα καθεστώς βαθιά αποικιοποιημένο, ολιγαρχικό, στυγνά αντιλαϊκό.
Αντίθετα με την κυρίαρχη αντίληψη, για εμάς χωρισμός κράτους και εκκλησίας, σημαίνει πρώτα και πάνω απ’ όλα σύγκρουση της εκκλησίας με μια εξουσία που αυθαιρετεί. Δηλαδή, ταύτιση της εκκλησίας με τα συμφέροντα της εργαζόμενης πλειοψηφίας του λαού μας και σύγκρουση με το άδικο κράτος της Αποικίας Χρέους: Εξ άλλου ο Μεγάλος Βασίλειος ήταν εκείνος που έγραψε την επιστολή Προς τους Πλουτούντας καταγγέλλοντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ενώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θα συγκρουστεί κάθετα με την αυτοκρατορική εξουσία, θα εξοριστεί από αυτήν σε συνθήκες που εν τέλει τον οδηγούν στον θάνατο. Αυτές είναι γόνιμες παραδόσεις για την σύγχρονη εκκλησία, καθώς οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά, σε καιρούς μεγάλης αδικίας και καταστροφής θα την οδηγήσουν μαθηματικά στην περιθωριοποίηση από την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Γι’ αυτό και εξοργιζόμαστε όταν ο Μητροπολίτης αυτής της πόλης εκθειάζει από άμβωνος τα μνημόνια και την συγκυβέρνηση –δηλαδή, τους ηθικούς αυτουργούς της βελούδινης γενοκτονίας που διαπράττεται εναντίον του ελληνικού λαού. Διότι είναι ακριβώς αυτές οι παραδόσεις που εγκαταλείπονται, στο όνομα μιας προτεσταντικής εκδοχής της θρησκείας ως μέσο πνευματικής νομιμοποίησης της κρατικής αυθαιρεσίας.
Αυτά, και πολλά άλλα είναι βασικά πνευματικά θεμέλια πάνω στα οποία μπορούμε να χτίσουμε την κριτική μας σ’ ένα κόσμο που θεμελιώνεται πάνω στην αδικία, την εκμετάλλευση και την καταπίεση –και το γεγονός ότι απηχούν στην βαθύτερη συνείδηση ενός ολόκληρου λαού είναι που δημιουργεί και την δυνατότητα αυτή η κριτική, συνοδευόμενη με το όραμα για μια δικαιότερη κοινωνία και πολιτεία, να καταστεί δυνάμει πλειοψηφική.
Η σύμπλευση κομματιών της αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων με εκείνα τα κομμάτια της κοσμοπολίτικης, φιλελεύθερης άρχουσας τάξης που αξιώνουν τον «χωρισμό κράτους και εκκλησίας» στην βάση μιας ευρωκεντρικής και τεχνοκρατικής αντίληψης είναι τραγικό σφάλμα, που οδηγεί στην αποξένωσή τους από την λαϊκή θρησκευτικότητα της κοινωνικής πλειοψηφίας. Εναντιώνεται δε στις πιο λαμπρές παραδόσεις των ελληνικών αγώνων για την χειραφέτηση –από την κομμούνα των Ζηλωτών μέχρι το 1821, από τον χριστιανο-κοινωνισμό των αγροτικών εξεγέρσεων των τελών του 19ου αιώνα, μέχρι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και το «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ» του Πολυτεχνείου.
Εμείς από την πλευρά μας αγωνιζόμαστε για μια νέα σύνθεση μεταξύ της παγκοσμιότητας –και όχι της παγκοσμιοποίησης– και της ιδιαιτερότητας μας. Είμαστε με τον «εκσυγχρονισμό της παράδοσης» και όχι με τον εκσυγχρονισμό εναντίον της παράδοσης που παίζει τον ρόλο του πολιτιστικού οδοστρωτήρα της αποικιοκρατίας και εισάγει συνθήκες «πνευματικού μνημονίου» μαζί με το υλικό-οικονομικό.
Η εικοσαετία μέσα στην οποία μεγαλώσαμε μας έδωσε να καταλάβουμε πολύ καλά ότι αν θέλουμε να ζήσουμε ως κοινωνία ελεύθεροι και αυτεξούσιοι θα πρέπει να διατηρήσουμε τις ιστορικές μας ρίζες. Ειδάλλως, και για να θυμηθούμε και τον λόγο που μας έσπρωξε να συμμετάσχουμε στον πολιτικό στίβο της τοπικής αυτοδιοίκησης, είμαστε καταδικασμένοι να καταντήσουμε φτερό στον άνεμο, μετανάστες-είλωτες στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα των δυτικών μητροπόλεων.
Γι’ αυτούς τους λόγους, λόγους βαθύτατα πολιτικούς, επιλέξαμε να ορκιστούμε εκεί όπου ορκίστηκαν ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, ο παπα-Ανυπόμονος και ο Άρης Βελουχιώτης.
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr