Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο
Το βιβλίο αυτό της Έφης Αβδελά, καταπιάνεται με την αντιμετώπιση των νέων από το μετεμφυλιακό κράτος.
Η συγγραφέας αναφέρεται στα χιλιάδες αγόρια και κορίτσια που «απασχόλησαν» τα δικαστήρια ανηλίκων μεταπολεμικά, είτε επειδή διέπραξαν κάποιο αδίκημα, είτε γιατί διέτρεχαν «ηθικό κίνδυνο».
Στην μεταπολεμική περίοδο η πειθάρχηση των νέων και μάλιστα των ανηλίκων με μη αποδεκτή κοινωνικά συμπεριφορά αποδείχθηκε μια από τις προτεραιότητες του μετεμφυλιακού κράτους.
«Η νεολαία αντιμετωπίζεται απ’ όλες τις δυνάμεις του πολιτικού φάσματος με όρους παθολογίας. Κοινό έδαφος παρέμβασης των αντιτιθέμενων πολιτικών δυνάμεων της εποχής γίνονται οι ανησυχίες για τις νέες μορφές νεανικής κοινωνικότητας και ψυχαγωγίας. Τις θεωρούν συστηματικά υπεύθυνες για την «ηθική παρεκτροπή» των νέων και κατ’ επέκταση για την υποτιθέμενη εξάπλωση «της παιδικής και νεανικής εγκληματικότητας». Καθώς τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά βλέπουν στην «νεολαία» τον κατ’ εξοχήν ασταθή παράγοντα του κοινωνικού και πολιτικού σχεδιασμού της μετεμφυλιακής περιόδου, η προστασία της γίνεται το πεδίο αντιπαράθεσης για την ανασυγκρότηση της ηγεμονίας στην ελληνική κοινωνία. Έννοια κλειδί, που ενώνει της διαφορετικές παρεμβάσεις ανεξάρτητα από την πολιτική τους προέλευση, αναγορεύεται η ηθική, και κεντρικό αρνητικό σύμβολο ο τεντυμποϊσμός».
Στο στόχαστρο ανήλικα παιδιά με «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά, παιδιά που διώχθηκαν ποινικά ή που κλείστηκαν σε αναμορφωτήρια.
«Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να δει κανείς για παράδειγμα, το Τμήμα Ηθικής Προστασίας Παιδιού που δημιουργεί το 1951 το Λύκειο Ελληνίδων με έμφαση στις παιδικές ψυχαγωγίες και ειδικότερα τον κινηματόγραφο. Μία μάλιστα από τις εφορείες του Τμήματος έχει τον τίτλο «Ηθοπλαστική ψυχαγωγία Παιδιού». Πλήθος οργανώσεις και φορείς θα αναπτύξουν δράση στην διάρκεια των δεκαετιών του ’50 και του ’60 για την προστασία «της ηθικής και πνευματικής ακεραιότητας των Ελληνοπαίδων». Πρωτοστατούν η Εκκλησία, οι διάφορες ΕΠΑ (σ.σ. Επιτροπές Προστασίας Ανηλίκων) και διάφορες κοινωνικές συσσωματώσεις στις οποίες το Υπουργείο Δικαιοσύνης προσφέρει την αιγίδα του και το Παλάτι την εύνοιά του. Η συνεργασία ανάμεσα στους διάφορους φορείς είναι συχνή. Όπως μαρτυρούν οι προσπάθειες να καθιερωθεί ως επαναλαμβανόμενος δεσμός η Εβδομάς Παραστρατημένου Παιδιού. Η διοργάνωση επαναλήφθηκε τρεις φορές στην διάρκεια της δεκαετίας του ’50, το 1952, το 1955 και το 1958. Την ανέλαβε η ΕΠΑ της Αθήνας σε συνεργασία με πολλούς άλλους φορείς, όπως η Εκκλησία, τα Σώματα Ασφαλείας, η Ακαδημία Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, τα υπουργεία Δικαιοσύνης, Παιδείας και Κοινωνικής Πρόνοιας, κ.α.».
Νέοι, που το «έγκλημά» τους ήταν η συχνή παρουσία τους σε σφαιριστήρια, ή ακόμη και λούνα-παρκ, ή το ότι γυρνούσαν «αδέσποτοι από τόπου εις τόπον», νέοι που ελέγχονταν με ξαφνικές εφόδους των επιμελητών ανηλίκων στους κινηματογράφους.
«Η μεγάλη του αδυναμία είναι ο κινηματογράφος δια τούτο πολλές φορές αφήρεσε χρήματα από την μητέρα του, και ψέματα έλεγε όταν τον έστελναν να ψωνίση μόνον και μόνον δια να εξοικονομήση τα χρήματα του εισιτηρίου. Δηλαδή και την ψυχή του θα πούλαγε ως νέος Φάουστ εις τον διάβολον δια τον κινηματογράφον», επισημαίνει για τον δεκατετράχρονο Μενέλαον Ρ. που κατηγορείται για εγκατάλειψη οικείας και κλοπές. Αλλά και ο συνομήλικος του Νότης Υ., «[κ]ατά καιρούς κάμνει τον μουγγό και μαζεύει χρήματα για να πηγαίνη στον κινηματογράφο κάθε μέρα. Επικίνδυνα είναι επίσης τα ακατάλληλα αναγνώσματα κυρίως τα περιοδικά, η Μάσκα για τα αγόρια, τα «άσεμνα» για τα κορίτσια: τους αποδίδεται αρνητική επίδραση, θεωρείται ότι μυούν τους ανήλικους σε επικίνδυνες και ακατάλληλες γνώσεις, ιδίως όταν συνδυάζονται και με άλλες «παρεκτροπές». Για παράδειγμα, ο δεκαεπτάχρονος Ηρακλής Γ. , που κατηγορείται για ασωτία, πίνει συχνά οινοπνευματώδη, συχνάζει σε λαϊκούς κινηματογράφους και καπνίζει πολύ, ενώ διαβάζει «Μάσκες», «Ταρζάν», και άλλα παρόμοια».
Νέοι που ήταν ύποπτοι ακόμη και για το γεγονός ότι έκαναν συχνά ποδήλατο, ή απασχολούνταν με «άσεμνα» αναγνώσματα ή αρέσκονταν στους «μοντέρνους» χορούς, νέοι που εξευτελίζονταν με την υποψία και μόνο της ομοφυλοφιλίας, που έφτανε για να οδηγήσει στον εγκλεισμό τους σε αναμορφωτήρια.
«Η υπερβολική μανία», με τα ποδήλατα που επιδεικνύει ο δεκαεξάχρονος Αντώνης Ζ., κάτοικος Ξηροκρίνης τον οδηγεί σε επανειλημμένες κλοπές του αγαπημένου του αντικειμένου, μέχρι να καταφέρουν οι γονείς του να του αγοράσουν ένα δικό του. Αδυναμία στο μοτοσακό έχει ο δεκαοκτάχρονος Λάμπρος Π. Παίρνει μέρος σε άτυπους αγώνες και «[μ]εθύσκεται από την ταχύτητα και χάνει τον έλεγχο του ευατού του, ενώ παραλλήλως νομίζει ότι δι’ αυτού του τρόπου θα εντυπωσίαση τους φίλους του και τα teddy girls αίτινες τους συναναστρέφονται. «Παθολογική αδυναμίαν εις τα «μηχανάκια» τρέφει και ο δεκαπεντάχρονος Μηνάς Μ., που «γυρνά αδέσποτος από τόπου εις τόπον χάριν αναψυχής» […] ενώ «υπερβολικήν αγάπην δια τα θαλάσσια μπάνια» δείχνει ο δεκαπεντάχρονος Κοσμάς Μ.. Ο επιμελητής του φοβάται ότι «είναι ενδεχόμενον να εγκαταλείψη την εργασίαν του και να τρέξη εις την ακτή». Η μανία με μια μορφή διασκέδασης μαρτυρεί έλλειψη αυτοπειθαρχίας και ανωριμότητα, δείχνει ότι το αγόρι δεν έχει θέσει στη ζωή του τις αναμενόμενες προτεραιότητες».
Νέοι που το έσκαγαν από το σπίτι τους για να γίνουν καλλιτέχνες, αγόρια και κορίτσια που απομακρύνονταν με κάθε τρόπο από τις «ηθικές και χριστιανικές αρχές» της εκκλησίας, που βρίσκονταν υπόλογοι ακόμη και για το «αδίκημα» της φαντασίας, του ζωηρού χαρακτήρα ή επειδή είχαν «εντόνους σεξουαλικάς επιθυμίας».
«Για τα αγόρια στο στόχαστρο είναι το «τεντιμπόικο στιλ», η εμφάνιση «γιε γιε» και τα μακριά μαλλιά εν γένει, στοιχεία που συνοδεύονται συχνά και από αυθάδες ή ανάρμοστο ύφος: «Ο ανήλικος […] τρέφει φαβορίτας υπερμεγέθειες (σήμα κατατεθέν των σύγχρονων τεντυ-μπόυς). Το αυτό ισχύει και δια την ιδιόρυθμον κόμμωσιν του […] Περισσότερον όμως απαράδεκτον, είναι το ύφος και ο τρόπος ομιλίας του, αποτελούντα συνδυασμόν «μαγκιάς» τεντυμπόικου στυλ της nouvelle vague, δι’ ων πειράται να προβή εις επίδειξιν ανδρισμού».
Χιλιάδες αγόρια και κορίτσια, που αντιστάθηκαν στο μηχανισμό της δικαιοσύνης, αλλά και της οικογένειας, που τα θεώρησε ανεπιθύμητα, ή μη διαχειρίσιμα, χιλιάδες παιδιά που προσπάθησαν να απαλλαγούν από τους μηχανισμούς επιτήρησης, παιδιά, που αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν για να μην συνθλιβούν ολοκληρωτικά.
«Η δεκαπεντάχρονη Αθανασία Ζ., αφού το έσκασε από το σπίτι της, γύρισε στο χωριό της και σπάνια βγαίνει έξω. Όμως για την επιμελήτριά της, «τον νεαρόν της ηλικίας, η εμφανής φιλαρέσκειά της (βαφή χειλέων και ονύχων, κομμώσεις κλπ) μας οδηγούν εις το να υποπτευόμεθα πιθανήν μελλονική εξέλιξη αυτής». Και η Δήμητρα Τ. που την έπιασε των Ηθών να περιφέρεται στον δρόμο, είχε παλιά «υπερβολική μανία για τα πάρτυ» στα οποία σύχναζε κρυφά από την μητέρα της. Μετά από πολύμηνη επιμέλεια εμφανίζεται «αναμορφωμένη», αλλά «συνεχίζη να βάφηται (μάτια, φρύδια, χείλια) ουχί όμως εντόνως και συνήθως εντός της οικίας της».
Η συγγραφέας ανατρέχει σε αρχειακό υλικό δικογραφιών, εκθέσεις αλλά και προφορικές συνεντεύξεις επιμελητών ανηλίκων, νομικά βιβλία και νομοθεσία, στους ατομικούς φακέλους των ανηλίκων, δημοσιεύματα της εποχής και γενικά σε δεκάδες πηγές ελληνικής και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 157, Φεβρουάριος 2016