Η «αντιμνημονιακή κυβέρνηση» πράττει αυτά που δεν τόλμησαν να κάνουν τα «αστικά κόμματα»
Του Νίκου Ντάσιου από την Ρήξη φ. 127
Αυτό που δεν τόλμησαν να κάνουν τα «αστικά κόμματα», δηλαδή την εκποίηση του δημόσιου πλούτου και ιδιαιτέρως του νερού, το έπραξε η «αντιμνημονιακή» συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ. Η υπερψήφιση της 26ης/9 στο Κοινοβούλιο, της συμφωνίας δανειστών–κυβέρνησης, αποτελεί σκανδαλώδη παραβίαση της δημοκρατικά εκφρασμένης βούλησης των πολιτών, όπως αυτή καταγράφηκε στο δημοψήφισμα για τη μη ιδιωτικοποίηση της ΕΥΑΘ την 18η Μαΐου του 2014 (όπου το 98,03% των Θεσσαλονικέων τάχθηκε κατά της ιδιωτικοποίησης, γεγονός που επικρότησε τότε ο σημερινός πρωθυπουργός!)
Ο χορός των «αριστερών ιδιωτικοποιήσεων» έχει ξεκινήσει από τον περασμένο Μάιο, όταν με το ΦΕΚ 1472Β/2016 είχαν εγκρίνει –εν μέσω συγκίνησης Σπίρτζη– την εκχώρηση αεροδρομίων, μαρινών, λιμανιών καθώς και του 11% της ΕΥΔΑΠ και του 23% της ΕΥΑΘ. Από τον Σεπτέμβριο του 2016, οι δημόσιες υπηρεσίες νερού, εντάσσονται στο Υπερταμείο γεγονός που συνιστά την ιδιωτικοποίηση τους, παρά τα φληναφήματα των «οικολόγων του Σύριζα» περί νομοτεχνικής βελτίωσης, που αποτέλεσε το προκάλυμμα της δικής τους θετικής ψήφου. Και δεν αποτελεί απλώς ιδιωτικοποίηση τους, αλλά εκχώρηση του νερού σε ξένα πολυεθνικά συμφέροντα κατά παράβαση του Συντάγματος σύμφωνα με την απόφαση 1906/2014 της Ολομέλειας του ΣτΕ, αφού το Υπερ-ταμείο σύμφωνα με το Αρ. 184 παρ. 4 του Ν.4389/2016, δεν ανήκει στον δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται αλλά ελέγχεται στην πράξη από τους δανειστές. Το εποπτικό συμβούλιο του Υπερταμείου αποτελείται από 5 μέλη, δύο εκ των οποίων ορίζονται από τους δανειστές (με την σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Οικονομικών) και τρία από την ελληνική κυβέρνηση (με την σύμφωνη γνώμη των δανειστών). Οι δύο εταιρείες παύουν να αποτελούν από τούδε και στο εξής υπηρεσίες «κοινής ωφελείας» και καθίστανται απλώς «αξίες» στο χαρτοφυλάκιο της ΕΔΗΣ –μιας εκ των θυγατρικών του Υπερ-ταμείου– με μοναδικό στόχο να εξυπηρετήσουν τον «ειδικό σκοπό» του Υπερ-ταμείου, σύμφωνα με το αρ. 185 παρ.1, Ν.4389/2016: «Η Εταιρία διαχειρίζεται και αξιοποιεί τα περιουσιακά της στοιχεία προκειμένου να: α) συνεισφέρει πόρους για την υλοποίηση της επενδυτικής πολιτικής της χώρας… και β) να συμβάλει στην απομείωση των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τον Νόμο 4336/2015 (Α’ 94).Όλα τα παραπάνω ήταν αναμενόμενα αφού, ως γνωστόν η ιδιωτικοποίηση του νερού αποτελεί συνήθη πρακτική του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων χωρών. Το νερό επίσης αποτελεί επίδικο αντικείμενο των διαπραγματεύσεων για τη Συνθήκη Ελευθέρου Εμπορίου μεταξύ της ΕΕ και του Καναδά (CETA) όπου οι νομικοί που εκπροσωπούν τις μεγάλες εταιρείες πιέζουν να συμπεριληφθεί στις Υπηρεσίες Γενικού Οικονομικού Ενδιαφέροντος (Services of General Economic Interest – SGEI) αφού, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία τους, το χρησιμοποιούμενο νερό δεν βρίσκεται πλέον σε φυσική κατάσταση, με συνέπεια να μπορεί να θεωρηθεί προϊόν ή εμπόρευμα και άρα υποκείμενο στους όρους της CETA.
Η αντιμετώπιση του νερού ως εμπορεύματος και ως «κοινού αγαθού» μεθοδεύτηκε μέσα από την οικολογική οπτική. Λίγες μέρες πριν την επίμαχη ψηφοφορία στη Βουλή, ο οικολόγος υπουργός κος Τσιρώνης έθεσε σε διαβούλευση σχέδιο ΚΥΑ που αφορά στην «έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος» Με αφετηρία την Κοινοτική Οδηγία 2000/60/ΕΚ περί προστασίας, βιώσιμης και ορθολογικής διαχείρισης των υδάτινων πόρων, η ΚΥΑ εισάγει την ανάκτηση του «πλήρους κόστους» του νερού. Σύμφωνα με τη νέα προσέγγιση, που η εφαρμογή της θα προσφέρει υψηλή κερδοφορία για τους μελλοντικούς παρόχους –όπου σύμφωνα με το αρ. 8 μπορεί να είναι και ιδιωτικοί φορείς–, το κόστος του νερού για ιδιωτική και αγροτική χρήση θα προκύπτει από το άθροισμα τριών παραμέτρων: του χρηματοοικονομικού κόστους του παρόχου, του περιβαλλοντικού κόστους και του κόστους πόρου. Εξαιρούνται από αυτή την κοστολόγηση η βιομηχανική και η ενεργειακή χρήση του νερού (έμμεση επιδότηση του λιγνίτη).
Δυσάρεστη έκπληξη αποτελεί η επιβάρυνση του καταναλωτή με τα διαφεύγοντα κέρδη, δηλαδή την απόδοση του κεφαλαίου σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, αλλά και από τις συμβάσεις του παρόχου με τρίτους!
Το περιβαλλοντικό κόστος επιμερίζεται με βάση την κατανάλωση του κάθε χρήστη, ασχέτως αν αυτός ευθύνεται και σε ποιο βαθμό για την υποβάθμιση του υδατικού συστήματος, όπως για παράδειγμα σε μια αγροτική περιοχή εντατικής καλλιέργειας, ή για τη χημική μόλυνση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Το περιβαλλοντικό κόστος οδηγεί σε άνιση επιβάρυνση καταναλωτών που ζουν σε περιοχές με επιβαρυμένο υδατικό σύστημα π.χ. στον θεσσαλικό κάμπο, στην Πτολεμαΐδα κοκ, ενώ για την κατανομή του δεν λαμβάνονται υπόψη επιπλέον παράγοντες, όπως η επιβάρυνση που προκαλεί η υδροδότηση της Αθήνας σε περιφερειακά υδατικά συστήματα, ή ακόμα και την κλιματική αλλαγή.
Το κόστος πόρου αποτελεί ίσως την πλέον ακραία αποικιακή προσέγγιση, αφού μια εταιρεία που θα παρέχει υψηλότερο τίμημα θα μπορεί να χρησιμοποιεί κατ’ αποκλειστικότητα το νερό ασχέτως της βιωσιμότητας της χρήσης του! Η περίπτωση θυμίζει την ιδιωτικοποίηση του νερού στη Χιλή, όπου εταιρείες χαλκού εκμεταλλεύονταν εντατικά το νερό, όταν ο γενικός πληθυσμός μαστιζόταν από χολέρα!
Η νέα προσέγγιση κοστολόγησης της χρήσης, της ύδρευσης και της άρδευσης, θα περιλαμβάνει ένα σταθερό μέρος (πάγιο) που θα είναι συνάρτηση, για παράδειγμα, με τα υπό κατοχή στέμματα του χρήστη και ένα μεταβλητό μέρος, που θα σχετίζεται με την ποσότητα κατανάλωσης. Η προσέγγιση αυτή θα οδηγήσει προφανώς σε υπέρμετρη αύξηση των τιμολογίων, ενώ για τον πρωτογενή τομέα θα συνιστά ένα ακόμα πιο δυσβάσταχτο χαράτσι, απαγορευτικό για κάθε ενδεχόμενο παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Οι δήμοι, οι δημοτικές εταιρείες παροχής νερού, όπως και οι υπηρεσίες έγγειο-βελτιώσεων (ΤΟΕΒ-ΓΟΕΒ) μετατρέπονται σε εισπρακτικούς μηχανισμούς, με αποκλειστικό γνώμονα την αύξηση των πόρων του νεοσυσταθέντος Πράσινου Ταμείου, που φέρει τα χαρακτηριστικά της «Εταιρείας των Ανατολικών Ινδιών».
Πράγματι, το νερό έχει υψηλή αξία, που δεν είναι δυνατόν να προσεγγιστεί αποκλειστικά με οικονομικούς όρους κατά το λεγόμενο «περιβαλλοντικό κόστος». Έχει πρωτίστως αξία ιερή, αφού λειτουργεί ως ζωτική δύναμη για τα ζώα, τα φυτά και τα οικοσυστήματα. Αποκαθιστώντας την ιερότητα του πόρου, είμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε στο κέντρο του ζητήματος το αίτημα για την ανάκτηση και τον δημοκρατικό έλεγχο των κοινών. Μια τέτοια προσέγγιση, στον αντίποδα της «οικολογίας της αγοράς», θα πρέπει θέσει σε εφαρμογή την πρόταση της Κίνησης των 136 στη Θεσ/νίκη για εξαγορά της ΕΥΑΘ από τους πολίτες μέσω διαμερισματικών συνεταιρισμών και τη συνένωσή τους σε μια νέα εταιρεία λαϊκής βάσης (Κοινωνική Ε.Υ.Α.Θ.).
Οι κοινωνικές συνθήκες φαίνεται πως είναι ώριμες για ένα τέτοιο αίτημα, αν λάβουμε υπόψη τις μαζικές αντιδράσεις της κοινωνίας το τελευταίο διάστημα: 3 εκατ. μέιλ στους βουλευτές την ημέρα της ψηφοφορίας, ψηφίσματα των κοινωνικών φορέων, πόρισμα της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, συμβολικό κόψιμο του νερού στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσ/νικη κοκ.
Ευελπιστώ δε, πως με νομικές παρεμβάσεις στο Ανώτατο Δικαστήριο θα καταστεί δυνατή η ακύρωση της ένταξης της ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ στο Υπερταμείο, ως παράνομης και αντισυνταγματικής.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr