Η κοινότητα ως δημόσιος χώρος συνεύρεσης, αλληλεγγύης και κοινής ζωής, χθες και σήμερα
Του Δημήτρη Μπούσμπουρα από την Ρήξη φ. 127
Μετά την εφαρμογή του Σχεδίου Καποδίστριας και στην συνέχεια του Σχεδίου Καλλικράτη, οπότε η αυτοδιοίκηση του χωριού εξαερώθηκε, έμεινε το κτήριο της κοινότητας χωρίς χρήση. Ο γραμματέας μεταφέρθηκε στα Λαγκάδια και το κέντρο των υπηρεσιών του δήμου βρέθηκε στη Δημητσάνα. Μετατράπηκε λοιπόν το κτήριο της κοινότητας σε χώρο για τους νέους. Λειτουργεί εδώ και αρκετά χρόνια άτυπα σαν εντευκτήριο συνεύρεσης νέων από 15 έως 25 χρονών. Στην πράξη, το απόγευμα σαν ένας χώρος για παιχνίδι για τους μικρότερους και στη συνέχεια σχεδόν ως μπαρ, με ουίσκι και λαϊκά, ή μάλλον με ποπ σκυλάδικα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.
Έτσι ο χώρος απέκτησε μια νέα ταυτότητα. Ακουγότανε συχνά από τους νέους στο χωριό η έκφραση: «πάμε κοινότητα;» Και εννοούσαν κάτι άλλο από αυτό που σήμαινε για τους παλαιότερους. Παρέμενε όμως κάτι κοινό: Η αναφορά στον δημόσιο χώρο που ενώνει με μια διαφορά στην έννοια «κοινό» από τη ζώσα ΚΟΙΝΟτητα που υπήρχε παλαιότερα.
Το «κοινό» παλαιότερα φανερωνόταν με την αίσθηση ότι όλοι εμείς οι Ρεκουναίοι έχουμε έναν ισχυρό δεσμό, αναπόδραστο, με το χωριό. Μια κοινή μοίρα και μια κοινή ευθύνη. Είναι αυτό που έκανε τους ανθρώπους να χτίσουν αρχικά, με προσωπική εργασία, το σχολείο και την εκκλησία. Για τη μόρφωση και τον εκκλησιασμό, αξεχώριστα πράγματα πριν τη μοντέρνα εποχή. Και μετά χτίσανε το κτήριο της κοινότητας, σε μια εποχή όπου δημόσια κτήρια, θεσμοί και άνθρωποι δημιουργούσαν μια αξεχώριστη ενότητα. Την κοινότητα των ανθρώπων του χωριού κατ’ αναλογία με τη φανέρωση του Δήμου στην αρχαιότητα και την ενορία στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Και τα τρία παραδείγματα χαρακτηρίζονταν από την αίσθηση της υποχρέωσης και ταυτόχρονα της τιμής της μετοχής στα κοινά. Η κοινότητα αποφάσιζε την υποχρέωση κοινωφελούς εργασίας, η οποία γινόταν δεκτή ως αυτονόητη και με χαρά, αφού οδηγούσε σε βελτίωση των συνθηκών της ζωής όλων. Ένα παράδειγμα είναι η υποχρέωση για τρία μεροκάματα από κάθε σπίτι για να φτιαχτεί ένας δρόμος ή να γίνει μια δεξαμενή. Απλήρωτη κοινωφελής εργασία από όλους, κάτι που μοιάζει αδιανόητο στη σημερινή εποχή, όπου τα πάντα έχουν εμπορευματοποιηθεί.Έτσι ο χώρος απέκτησε μια νέα ταυτότητα. Ακουγότανε συχνά από τους νέους στο χωριό η έκφραση: «πάμε κοινότητα;» Και εννοούσαν κάτι άλλο από αυτό που σήμαινε για τους παλαιότερους. Παρέμενε όμως κάτι κοινό: Η αναφορά στον δημόσιο χώρο που ενώνει με μια διαφορά στην έννοια «κοινό» από τη ζώσα ΚΟΙΝΟτητα που υπήρχε παλαιότερα.
Η κοινότητα είναι λοιπόν ένας θεσμός και ταυτόχρονα ένας δημόσιος χώρος συνεύρεσης, αλληλεγγύης και κοινής ζωής των κατοίκων, πέρα από τους δεσμούς συγγενείας.
Τι σημαίνει όμως κοινότητα για τους νέους που έχουν γεννηθεί αλλού και έρχονται για λίγες μέρες το Πάσχα και το πολύ έναν μήνα το καλοκαίρι στο χωριό όπου γεννήθηκαν οι γονείς τους και, σε πολλές περιπτώσεις, μόνο οι παππούδες τους; Σε ένα χωριό, χωρίς σχεδόν παραγωγή εκτός της λίγης κτηνοτροφίας και τις λίγες ελιές, που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε Διακοποχώρι. Τι σημαίνει κοινότητα για τα παιδιά που δεν έζησαν σε χωριό και στο πλαίσιο της διευρυμένης οικογένειας αλλά μεγαλώνουν στο πλαίσιο μιας πυρηνικής οικογένειας στην πόλη;
Η κοινότητα είναι απλώς ένα κτήριο που λειτουργεί σαν στέκι στον τόπο των διακοπών τους στον χρόνο εκτός σχολείου – εξεταστικού κέντρου, φροντιστηρίων και ανάλογων πιεστικών δραστηριοτήτων. Κάπως σαν ένα εναλλακτικό καφενείο ή μπαρ. Χωρίς κοινό τρόπο ζωής δεν υπάρχει ανάγκη για συλλογικές αποφάσεις και κοινή δράση. Το «κοινό» είναι πλέον μόνο η διασκέδαση για μικρό διάστημα.
Πρόκειται για μια γενιά που μεγαλώνει χωρίς έναν μόνο χώρο αναφοράς. Δημιουργεί τη δική της κοινότητα στο χωριό, στον λίγο κοινό χρόνο που βρίσκεται εδώ. Με τα κύρια στοιχεία της εποχής, το καραόκε και τον Παντελίδη, αντί για τραγούδια της ταύλας και του καλαματιανού, που ήταν κυρίαρχα στον κόσμο των παππούδων.
Η παιδική και εφηβική περίοδος, με όλες τις προσδοκίες, ανασφάλειες και δυνατά αισθήματα, συνδέεται και με την εγγενή ανάγκη για συνύπαρξη και αλληλεπίδραση με συνομηλίκους φτιάχνοντας νέους κώδικες επικοινωνίας. Ο κυκλικός χορός των δημοτικών δεν έχει νόημα για τα παιδιά. Η τελετουργία του κυκλικού χορού, που αντικατοπτρίζει και φανερώνει μια συλλογικότητα, όπου τα πρόσωπα αναγνωρίζονται μόνο μέσα από το βλέμμα του άλλου δεν τα συγκινεί. Η νέα ατομικότητα δεν χρειάζεται το βλέμμα του άλλου. Μπορεί μόνο να συναντήσει τον άλλο στην αναζήτηση της απόλαυσης. Γι’ αυτό και στο πανηγύρι, τα παιδιά και οι έφηβοι προτιμάνε την παιδική χαρά. Μάλλον όμως διακρίνουν έλλειψη αυθεντικότητας και πραγματικής επικοινωνίας μέσα στο πανηγυριώτικο νταβαντούρι, που διεξάγεται από την ενδιάμεση γενιά ως κατανάλωση παράστασης περισσότερο και χωρίς την ψυχή και το πάθος, όπως πριν το 1970.
Ο χώρος που κινούνται τα παιδιά είναι μεταξύ σπιτιού και πλατείας. Σ’ αυτό ακολουθούν τους μπαμπάδες και τους παππούδες τους, πολλοί από τους οποίους κινούνται μόνο με το αυτοκίνητο μέσα στο χωριό. Η παλιές βόλτες μεταξύ Αηγιώργη και Λουκά από μοναχικούς λύκους και μικρές παρέες, οι βόλτες στον Τροχό και το Κουτσομύλι, τα πικ νικ κάτω από τα πλατάνια, σχεδόν δεν υπάρχουν. Μαμάδες με φοβίες για φίδια, σκούρκους και αγκάθια αποτρέπουν τα παιδιά από οποιαδήποτε εξερεύνηση. Έτσι αυτά εξερευνούν τον εικονικό χώρο μέσα από παιχνίδια στο κινητό και η πλατεία είναι μια αυθεντική πραγματικότητα που ονειρεύονται τον χειμώνα να ξαναζήσουν.
Ο χρόνος επίσης στις διακοπές έχει πάρει άλλη διάσταση. Το πρωινό ξύπνημα δεν είναι απαραίτητο καθώς δεν υπάρχουν δουλειές να γίνουν, κι αν υπάρχουν δεν είναι πλέον νοητό να ανατεθεί κάτι στα παιδιά, που μεγαλώνουν σαν πρίγκιπες ή πριγκίπισσες (το φαινόμενο των παιδιών – βασιλιάδων στον δυτικό κόσμο τις δύο τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με κοινωνιολόγους). Η ψυχολογική πίεση όμως από τους γονείς προς αυτά, για το κυνήγι της επιτυχίας, αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Το καλοκαίρι, λοιπόν, και στη διεκδίκηση ενός ξεχωριστού χώρου από τον κόσμο των μεγάλων, η πλατεία γίνεται, το βράδυ και τη νύχτα, αποκλειστικά νεανικό στέκι. Επιλογή στο περιθώριο του χρόνου, αφού ο χώρος είναι μη ελεγχόμενος. Επιλογή που φέρνει τις συνήθειες της πόλης στο χωριό, δημιουργώντας ένα τείχος ανάμεσα στη νέα γενιά και τις παλαιότερες που παρακολουθούν ως θεατές. Η συλλογική μνήμη και η παράδοση δεν μεταφέρονται. Η νέα γενιά γράφει σε χαρτί που φέρει πάνω του μεγαλύτερο αποτύπωμα από το Χόλιγουντ από ό,τι το αποτύπωμα της δικιάς μας παράδοσης, πιστεύοντας ότι γράφει σε λευκό χαρτί. Κάνει εν τούτοις μια προσπάθεια. Σε αντίθεση με τους γονείς τους, που δεν ξέρουν πού να πατήσουν, καθώς στέκονται μετέωροι και εντελώς αποπροσανατολισμένοι μεταξύ παράδοσης και προσαρμογής στη νεωτερικότητα, μεταξύ του παλιού συλλογικού παραδείγματος και του νέου ατομισμού.
Αυτό το καλοκαίρι ο χώρος συνεύρεσης άλλαξε. Από το κτήριο της κοινότητας προς το νέο πνευματικό κέντρο, στο ισόγειο του σχολείου. Καθώς η προηγούμενη άχρωμη γενιά δεν ασχολείται με τα κοινά, ο χώρος αυτονόητα περνάει στους νέους. Εκεί μεταφέρθηκε και το καραόκε. Μένει λοιπόν το κτήριο της κοινότητας άδειο, για να θυμίζει το κενό της ζωντανής καθημερινής συνύπαρξης στις πόλεις όπου βρεθήκαμε, όπως και τα άδεια σπίτια του χωριού, τις περισσότερες μέρες του χρόνου.
Μια νέα επινόηση της κοινότητας θα βρεθεί στο μέλλον. Το στοίχημα είναι αν η φυσική τάση των ανθρώπων για δημιουργία, συλλογικότητα και αλληλεγγύη θα υπερνικήσει την απομόνωση και το πρότυπο του ατομικού καταναλωτή.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr