Η ασθένειά της δεν είναι ανίατη
Του Στράτου Μεϊντανόπουλου από την Ρήξη φ. 128
Η πρώτη μου εμπειρία από δημόσιο της αλλοδαπής ήταν στη Γερμανία, το μακρινό 1989. Ως φοιτητής, χρειαζόμουν κοινωνική ασφάλιση, προσήλθα λοιπόν στη σχετική υπηρεσία εφοδιασμένος με ένα ελληνικό πιστοποιητικό. Η πρώτη μου έκπληξη ήταν όταν ρώτησα ποιος είναι ο αρμόδιος υπάλληλος και μου υποδείχθηκε πάραυτα, χωρίς να περάσω από πολλούς αρμόδιους και χωρίς κανείς να με ρωτήσει δυσαρεστημένα ποιος με έστειλε εδώ. Η μεγαλύτερη έκπληξη, όμως, ήταν όταν εξήγησα τον σκοπό της επίσκεψής μου: Περίμενα να μου ζητηθούν επίσημες μεταφράσεις, επικυρωμένες από διάφορες αρχές, σφραγισμένες από ακόμα περισσότερες αρχές, οι οποίες θα έπρεπε να προσκομιστούν με ένα κατάλογο άλλων δικαιολογητικών, τα οποία με τη σειρά τους θα έπρεπε να είναι επικυρωμένα κ.ο.κ. Αντ’ αυτού ο υπάλληλος μού ζήτησε να του πω, στα γερμανικά, τι λέει το ελληνικό έγγραφο. Όταν τελείωσα την πρόχειρη αυτή διερμηνεία, μου ανακοίνωσε ότι η αίτησή μου εγκρίνεται! Φαίνεται διέγνωσε την έκπληξή μου και μου είπε ότι ασφαλώς και με εμπιστεύεται ότι του μετέφερα επακριβώς το περιεχόμενο του ξένου εγγράφου.
Όσοι είχαν επαφές με το ελληνικό Δημόσιο τις τελευταίες δεκαετίες ίσως να μοιράζονται την τότε εκπληξή μου. Πολλοί έχουν ακόμα και σήμερα να διηγηθούν ιστορίες καθημερινής απελπισίας από επαφές με δημόσιες υπηρεσίες. Έκτοτε, όμως, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Αν η εικόνα της κυρίας που πλέκει αντί να εξυπηρετεί το κοινό εξακολουθεί να υφίσταται σε διάφορες παραλλαγές, δεν είναι πια η κυρίαρχη. Μεγάλο μέρος των υπαλλήλων έχει πλέον προσληφθεί με αξιοκρατικές διαδικασίες. Τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών είναι στο ύψος της ονομασίας που φέρουν. Αρκετές υπηρεσίες προσφέρονται ηλεκτρονικά.Είναι αλήθεια ότι το ελληνικό κράτος παραμένει και γραφειοκρατικό και κομματικό. Τμήματά του εξακολουθούν να αποτελούν όργανο πελατειακών συμφερόντων, άντρο διαπλοκής και ιμάντα διαβίβασης της μικροκομματικής πολιτικής, έτσι όπως το έχουν απαθανατίσει είτε παλαιότεροι ηθογράφοι είτε, ακόμα πιο καυστικά, ο Κονδύλης στην «Καχεξία του αστικού στοιχείου στην νεοελληνική ιδεολογία». Ωστόσο, μετά από κάποια χρόνια ως «πελάτης», κυρίως, ως συνομιλητής, δευτερευόντως, δημοσίων υπηρεσιών, αλλά και με βάση την εμπειρία από την –εύρυθμα λειτουργούσα– δημόσια διοίκηση της ΕΕ, προσωπική μου πεποίθηση είναι ότι ο ελληνικός δημόσιος τομέας λειτουργεί σήμερα, στο σύνολό του, με έναν ανεκτό τρόπο και παράγει έργο. Για την ακρίβεια, έργο παράγουν πολλές νησίδες αποτελεσματικής λειτουργίας ή και πραγματικής αριστείας, οι οποίες ξεχωρίζουν μέσα στον ωκεανό της κομματοκρατίας. Κάποιος με σφαιρικότερη εποπτεία του ελληνικού δημοσίου θα μπορούσε να πει αν πρόκειται για ελάχιστες, μεμονωμένες νησίδες ή για ολόκληρες ηπείρους. Γεγονός είναι ότι υπάρχουν αυτό που αποκαλούμε «βέλτιστες πρακτικές» και ότι η πρώτη μέριμνα ενός επίδοξου αναμορφωτή θα έπρεπε να είναι ο εντοπισμός και η διάχυση αυτών των πρακτικών σε ολόκληρο το σώμα του δημόσιου τομέα.
Συναφές είναι και το ζήτημα της διάχυσης των γνώσεων. Υπάρχει δυναμικό που μένει αναξιοποίητο λόγω έλλειψης κατάρτισης, η οποία θα μπορούσε να δοθεί ενδοϋπηρεσιακά –καλύτερα: επιβάλλεται να δοθεί ενδοϋπηρεσιακά για προφανείς λόγους αξιοποίησης εσωτερικών πόρων και αποτελεσματικότητας. Οι δε αναδιαρθρώσεις υπηρεσιών καθιστούν πιο έντονη την ανάγκη συστηματικής επανεκπαίδευσης του προσωπικού που αλλάζει καθήκοντα.
Από την άλλη, οι μορφές μη μόνιμης απασχόλησης στον δημόσιο τομέα θα πρέπει να περιοριστούν. Η ύπαρξή τους, αυτή καθαυτή μπορεί να δικαιολογείται από τον προσωρινό χαρακτήρα ορισμένων αναγκών του δημοσίου. Ο πολλαπλασιασμός τους, όμως, δημιουργεί προσωπικό δύο ταχυτήτων και καθιστά τους μη μόνιμους υπαλλήλους πιο ευάλωτους σε πιέσεις της ανώτερης ιεραρχίας, υποσκάπτοντας έτσι την ανεξαρτησία της δημόσιας διοίκησης έναντι των πολιτικών αρχών. Πρόκειται, ουσιαστικά, για παραβίαση του καθεστώτος μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία ως γνωστόν θεσπίστηκε για να μην αντικαθίσταται το προσωπικό του Δημοσίου με κάθε αλλαγή κυβέρνησης.
Ομοίως προβληματικοί είναι οι κομματικοί διορισμοί. Ρεαλιστικά μιλώντας, βέβαια, είναι δύσκολο να ζητήσει κανείς από μία κυβέρνηση να αυτοπεριοριστεί – πόσο μάλλον όταν μία θέση με σταθερό μισθό είναι από τα λίγα ανταλλάγματα που πλέον μία κυβέρνηση μπορεί να προσφέρει στους ψηφοφόρους της. Αυτό δεν σημαίνει ότι το φαινόμενο πρέπει να πάψει να στιγματίζεται.
Νόμιμα θα αντέτεινε κάποιος με αφορμή το παραπάνω παράδειγμα, ότι η λειτουργία μιας κρατικής μηχανής είναι άμεση συνάρτηση της ίδιας της φύσης του κράτους. Ότι, δηλαδή, μια κρατική μηχανή που εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς πάσχει και οργανωτικά.
Ασφαλώς και είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας αν το κράτος είναι πελατειακό ή εν μέρει πελατειακό. Αν κινείται σε αυστηρώς καθορισμένο δημοσιονομικό πλαίσιο ή όχι. Αν βασίζεται σε παρασιτική ή εύρωστη οικονομία. Σε τελευταία ανάλυση: αν είναι ασήμαντος ή σημαντικός παίκτης στη διεθνή σκακιέρα. Ακριβώς όμως επειδή οι παραπάνω συνθήκες αλληλοϋποστηρίζονται, και είναι αδιόρατο το πότε το περιβάλλον θα είναι πιο ευνοϊκό, η συγκυρία και οι περιορισμοί δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι αδράνειας, όταν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Εξάλλου οι μικρές μεταρρυθμίσεις καταλήγουν να δημιουργούν μια κρίσιμη μάζα.
Σίγουρο είναι, πάντως, ότι οι λύσεις που προκρίνονται για την αναβάθμιση της δημόσιας διοίκησης θα πρέπει να μην δημιουργούν επιπλέον προβλήματα από αυτά που καλούνται να επιλύσουν. Ένα διδακτικό και επίκαιρο παράδειγμα αποτελεί η περίφημη «αξιολόγηση», για την οποία πολύ μελάνι έχει ξοδευτεί πρόσφατα στη χώρα μας. (Λιγότερο, πάντως, από το μελάνι που έχει χυθεί για την «αξιοκρατία».) Αναφέρομαι αποκλειστικά στην αξιολόγηση του προσωπικού.
Πρόκειται για μία μόδα η οποία μετά απο σταδιοδρομία πολλών ετών πέραν του Ατλαντικού εμφανίστηκε στην Ευρώπη και προβλέπεται να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα. Οι υπέρμαχοί της την κραδαίνουν ως πανάκεια, οι αντίπαλοί της –συνήθως οι άμεσοι ενδιαφερόμενοι– αντιτείνουν ότι είναι πρόσχημα. Ότι δηλαδή χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει ειλημμένες αποφάσεις, π.χ. απόλυση πολιτικά ανεπιθύμητων.
Ένας πιο ψύχραιμος απολογισμός της μοντέρνας αξιολόγησης προσωπικού θα επεσήμανε ότι ενδεχομένως λειτουργεί θετικά, καλλιεργώντας κουλτούρα διαλόγου μεταξύ προϊσταμένων και υφισταμένων. Αλλά και ότι, ταυτόχρονα, δημιουργεί έναν μη αμελητέο γραφειοκρατικό φόρτο. Και ότι, όντως, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει ειλημμένες αποφάσεις –όχι απαραίτητα δολίως, αλλά επειδή, από τη φύση του, το σύστημα αξιολόγησης αδυνατεί να ρυθμίσει π.χ. το σύστημα προαγωγών. Κάτι που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε αχρείαστες εντάσεις στις υπηρεσίες. Ουσιαστικά, η μόνη πραγματική «αξιολόγηση» είναι η εκ των προτέρων αξιολόγηση: η ίδια η εύρυθμη οργάνωση και λειτουργία του δημοσίου τομέα, εφόσον έχουν προηγηθεί αντικειμενικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού. Οπότε ξαναγυρνάμε στα βασικά μεγέθη: ορθολογική οργάνωση και αδιάβλητες προσλήψεις.
Εν ολίγοις, ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι η ελληνική δημόσια διοίκηση νοσεί, νοσεί λιγότερο σε σχέση με την αρχή της μεταπολίτευσης, ενώ η ασθένειά της δεν είναι ανίατη.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr