Του Γιώργου Καραμπελιά
Η Κύπρος αποτελεί το τελευταίο προπύργιο/υπόλειμμα του ιστορικού ελληνισμού στην ανατολική Μεσόγειο. Και όμως, οι ηγεσίες της Ελλάδας, κλεισμένες στον μικροελλαδισμό και τα φοβικά τους σύνδρομα απέναντι στην Τουρκία, την εκχωρούν σταδιακά, βήμα το βήμα, εδώ και δεκαετίες στη ζώνη επιρροής του νεοθωμανισμού, με προοπτική τον πλήρη εκτουρκισμό της.
Οποιεσδήποτε άλλες ηγέτιδες τάξεις, σε οποιοδήποτε μήκος ή πλάτος του πλανήτη, θα θεωρούσαν την ελληνική Κύπρο ως το σημαντικότερο μέρος του χώρου τους και θα έκαναν τα πάντα για να διασφαλιστεί, τουλάχιστον, η στενή σχέση κυπριακού και ελλαδικού ελληνισμού. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τον χάρτη για να διαπιστώσει την τεράστια γεωστρατηγική σημασία της Κύπρου, η οποία με την ύπαρξή της και μόνο καθιστά τον ελληνισμό υπολογίσιμη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Αντίθετα η έκλειψή της, ή ακόμα χειρότερα η παράδοσή της στα χέρια των διαχρονικών αντιπάλων του ελληνισμού, θα οδηγήσει στη μεταβολή της Ελλάδας σε συρρικνούμενο και ανίσχυρο βαλκανικό κρατίδιο.
Αυτό το γνωρίζει ολόκληρος ο πλανήτης και πριν απ’ όλους οι μεγάλες αποικιακές δυνάμεις. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, επικεφαλής των σταυροφόρων του, κατέλαβε την Κύπρο το 1192 και οι Άγγλοι συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να διατηρούν τις μεγαλύτερες και τελευταίες σημαντικές βάσεις τους στην Κύπρο. Οι Αμερικανοί θεωρούν την Κύπρο αποφασιστικής σημασίας για τον έλεγχο της Μ. Ανατολής, ενώ και οι Ρώσοι έχουν καταδείξει σε αναρίθμητες ευκαιρίες, τα τελευταία εξήντα χρόνια, το ενδιαφέρον τους για το νησί.
Και όμως, οι ελλαδικές ηγεσίες –συνεπικουρούμενες συχνά από κάποιες μικροσυμφεροντολογικές κυπριακές ελίτ– κάνουν ό,τι μπορούν ήδη από το 1956 για να «ξεφορτωθούν» την Κύπρο, αγνοώντας και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα της με στόχο την Αυτοδιάθεση-Ένωση και την τεράστια γεωστρατηγική σημασία της.
Έτσι, από υποχώρηση σε υποχώρηση, από ήττα σε ήττα, φθάσαμε στην εισβολή του 1974 και στη συνέχεια στην εδραίωση της τουρκικής κατοχικής παρουσίας στο νησί. Από τότε μέχρι σήμερα πέρασαν σαράντα δύο χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η Κύπρος απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την Ελλάδα και προσεγγίζει πλησίστια στην τουρκοποίησή της. Από το ενιαίο αμυντικό δόγμα και τα κοινά εκπαιδευτικά προγράμματα Ελλάδας-Κύπρου, φθάσαμε σε μια υλική και ψυχολογική απομάκρυνση χωρίς προηγούμενο και μια σταδιακή αποσύνδεση των δύο τμημάτων του ελληνισμού.
Το ελληνικό κράτος δεν τόλμησε ποτέ, ούτε για μία ημέρα, «έστω και για τα μάτια», να ανακαλέσει τον Έλληνα πρέσβη από την Άγκυρα, παρά την εισβολή και παρά τις αναρίθμητες τουρκικές προκλήσεις, παραμονή των τούρκικων στρατευμάτων, εποικισμός, εξαφάνιση των «αγνοουμένων», δολοφονίες Ελλήνων – Σολωμός Σολωμού, Τάσος Ισαάκ, Θεόφιλος Γεωργιάδης. Αντ’ αυτού, απομακρύνεται σταδιακά και ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη τουρκοποίηση του νησιού.
Και τα τεκταινόμενα είναι προφανή. Οι μεγάλες δυνάμεις και κατ’ εξοχήν οι αγγλοαμερικανοί χρησιμοποιούν την Κύπρο τόσο σαν βάση για τον έλεγχο της Μ. Ανατολής όσο και ως ενέχυρο για την εξασφάλιση της πρόσδεσης της Τουρκίας στο δυτικό άρμα. Και όσο πιο ισχυρή και επιθετική γίνεται η Τουρκία τόσο περισσότερα της παραχωρούν, έτσι ώστε να μην στραφεί προς τη Ρωσία ή προς την Ασία. Το ίδιο είχε γίνει με το σχέδιο Ανάν, όταν οι Τούρκοι δεν είχαν συναινέσει στη χρήση των βάσεων τους από τις «συμμαχικές» δυνάμεις κατά την επίθεσή τους στο Ιράκ. Από τότε, η παραχώρηση της Κύπρου αποτελεί το μόνιμο αντάλλαγμα για την τουρκική δυτικοφροσύνη.
Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα, σε ακόμα χειρότερες συνθήκες. Η Τουρκία έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μακροχρόνια και καθολική κρίση, η Μ. Ανατολή φλέγεται και απειλείται με οριστική ρήξη ο άξονας Τουρκίας-Ισραήλ. Παράλληλα, ο Ερντογάν χρησιμοποιεί την απειλή της ενίσχυσης των σχέσεων με την Ρωσία και της προσχώρησης στο ρωσοκινεζικό σύμφωνο της Σαγκάης, για να κερδίσει, σε αντάλλαγμα της νομιμοφροσύνης του, όσα περισσότερα μπορεί έναντι της Ελλάδας και του ελληνισμού, αρχικώς στην Κύπρο και εν συνεχεία στη Θράκη, το Αιγαίο και τα νησιά.
Ένας από τους βασικούς ίσως ο βασικότερος λόγος της επίσκεψης Ομπάμα στην Αθήνα ήταν η επίσπευση των επονείδιστων συνομιλιών μεταξύ ενός κυρίαρχου κράτους, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία που μεταβάλλεται σε μια εθνοτική κοινότητα, και των τουρκικών στρατευμάτων και των εποίκων, που εμφανίζονται ως «τουρκοκυπριακή κοινότητα».
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, επιχειρείται να οργανωθεί και το τελευταίο βήμα στην τελεσίδικη απομάκρυνση του ελληνικού κράτους από την Κύπρο, έτσι ώστε να μπορούν ανενόχλητοι να την ελέγχουν οι Τούρκοι. Με κατάργηση της παρουσίας –έστω και ισχνής– του ελληνικού στρατού, ως εγγυήτριας δύναμης, από την Κύπρο, ενώ θα παραμένουν σε μια «μεταβατική περίοδο», όπως είπε και ο «φιλέλληνας» Ομπάμα, οι τουρκικές δυνάμεις. Πρόκειται, εάν αυτές οι συνομιλίες ευοδωθούν, για την τελική πράξη της απομάκρυνσης των δύο τελευταίων ιστορικών υπολειμμάτων του ελληνισμού, έτσι ώστε το μικρότερο, η Κύπρος, να παραδοθεί άμεσα στους Τούρκους και το μεγαλύτερο, η Ελλάδα, να μεταβληθεί σε τουρκικό προτεκτοράτο, διακόσια χρόνια μετά την επανάσταση του 1821.
Αν οι ελληνικές άρχουσες τάξεις στην Ελλάδα και την Κύπρο διέθεταν κουκούτσι μυαλό θα έκαναν τα πάντα για να διατηρηθούν και να ενισχυθούν οι δεσμοί των δύο ελληνικών κρατών. Διότι μόνο έτσι θα μπορούσαν να επιβιώσουν και οι ίδιες. Όμως, επειδή το μυαλό τους είναι απαίδευτο και προσκολλημένο αποκλειστικά σε ό,τι τους υπαγορεύουν οι κύριοί τους, αγωνίζονται να ξεφορτωθούν την ταυτότητά τους. Πράγματι, ο ελληνισμός κατέστη ένα ασήκωτο φορτίο για τους ώμους τους και βαδίζουν ασύγγνωστα προς την τελική πράξη: τη συρρίκνωση μέχρις εξαφανίσεως.
Και όμως, τα πράγματα είναι πολύ απλά. Η Τουρκία έχει διαπράξει στην Κύπρο εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εισβολή, εθνοκάθαρση, εποικισμό. Αυτά έχουν αναγνωριστεί και από τον ΟΗΕ και αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία έπρεπε και μπορούσαν να κινηθούν τόσο οι ελλαδίτες όσο και οι ελληνοκύπριοι. Και δεν θα πρέπει να αφήσουμε αυτή την πραγματική βάση να την εκμηδενίσουν ανίκανοι και μικρονοϊκοί ηγέτες, που δεν θεωρούν την εξαφάνιση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως αφανισμό αλλά ως «ευκαιρία». «Κύπρον ού μ’ εθέσπισεν».
*Ο Γ. Καραμπελιάς είναι συγγραφέας, επικεφαλής του Κινήματος Άρδην
Ανάρτηση από: http://newpost.gr