Του Λευτέρη Ριζά
Το ΑΚΕΛ δεν θέλει να θυμάται και τίποτα από την Ιστορία των αγώνων του λαού της Κύπρου – δηλαδή της συντριπτικής ελληνικής πλειοψηφίας του – ενάντια στην Τουρκική / Οθωμανική κυριαρχία/ υποδούλωση. Δεν θέλει να θυμάται ότι ο κυπριακός ελληνισμός ήτανε έτοιμος να ακολουθήσει τον ξεσηκωμό του Έθνος το 1821. Και ότι οι Τούρκοι κατακτητές φρόντισαν να προλάβουν τον ξεσηκωμό εξοντώνοντας με πανουργία όλα τα επίλεκτα και επίφοβα μέλη των Ελλήνων που φοβότανε ότι θα αποτελούσανε την ηγεσία του ξεσηκωμού.
Ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ κ. Άντρος Κυπριανού έτρεξε πρώτος-πρώτος στην Αθήνα να συναντήσει τον πρωθυπουργό κ. Αλέξη Τσίπρα προκειμένου να ανταλλάξει απόψεις για τις εξελίξεις του Κυπριακού. Συγκεκριμένα τι πρέπει να γίνει ή να κάνουν ώστε οι συνομιλίες, διαπραγματεύσεις, που σκάλωσαν στην Ελβετία, στο Μον Πελεράν, να μην καταρρεύσουν εντελώς.
Αλλά γιατί έσπευσε για συνομιλίες ο Γ,Γ. του ΑΚΕΛ; Μα γιατί το κόμμα του προσφέρεται ανέκαθεν για λύση του Κυπριακού που δεν θα θίγει τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού στην περιοχή και βέβαια δεν θα διαταράσσει την φιλία των δύο «κοινοτήτων»: της ελληνοτουρκικής και τουρκοκυπριακής. Κατ’ επέκταση δεν θα εναντιώνεται και σε αυτά της Τουρκίας.
Το ΑΚΕΛ ουδέποτε ως κόμμα – είτε στο παρελθόν ως Κομμουνιστικό είτε με τη νέα ονομασία του – δεν πρωτοστάτησε σε αγώνα κατά της βρετανικής κυριαρχίας στο νησί – δηλαδή της βρετανικής αποικιοκρατίας. Ούτε το 1931, στα γνωστά «Σεπτεμβριανά», ούτε και αργότερα στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Ανάμεσα στα θύματα του αντιαποικιακού αγώνα δεν υπάρχει στέλεχος ή οργανωμένο μέλος του ΑΚΕΛ. Ό,τι έχει να θυμάται και να λέει μέχρι σήμερα είναι μόνοι όσοι έπεσαν από τα πυρά της ΕΟΚΑ – που καλώς ή κακώς τους θεωρούσε προδότες – ή αργότερα από αυτά της ΜΙΤ. Των μυστικών και τρομοκρατικών υπηρεσιών της Τουρκίας.
Το Κυπριακό «πρόβλημα» συνεπώς δεν ήτανε διαφορετικό από το «Ελληνικό» πρόβλημα: δηλαδή της εθνικής απελευθέρωσης των Ελλήνων. Μόνο που αυτή η εθνική απελευθέρωση δεν επιτεύχθηκε «μια κι έξω», αλλά σταδιακά, με πολέμους, προδοσίες εκ μέρους συμμάχων εκτός αλλά και εντός Ελλάδας. Η Κύπρος έμενε τελευταίο τμήμα του ελληνισμού που έμεινε έξω από την επικράτεια της ελεύθερης Ελλάδας. Αλλά όπως έχουμε γράψει και ξαναγράψει ο αγώνας για την απελευθέρωση και ένωση του με την υπόλοιπη Ελλάδα, δεν ανήκε πια στην κατηγορία των αλυτρωτικών εθνικών επαναστάσεων, αλλά των αντι-αποικιακών / αντι-ιμπεριαλιστικών[1]. Γι αυτό και αντιμετώπισε την «λυσσασμένη» αντίδραση του αγγλικού αποικιοκρατικού ιμπεριαλισμού, στην αλυσίδα του οποίου υπήρξε σημαντικός κρίκος. Στην απέλπιδα προσπάθεια του να κρατήσει έναν από τους τελευταίους αυτούς κρίκους απέναντι στον μεταπολεμικό ανταγωνιστή του, τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, ενέπλεξε και την Τουρκία, που δέχτηκε σαν «θείο» δώρο την ευκαιρία να παίξει ρόλο κι αυτή στην περιοχή. Σε βάρος πάντα της Ελλάδας, του λαού της και φυσικά και του ελληνικού κεφαλαίου.
Το ΑΚΕΛ με μεγάλη ευκολία δέχτηκε την «αγγλική» εκδοχή της ουσίας του Κυπριακού προβλήματος: αυτή της αντίθεσης ελληνοκυπρίων/ τουρκοκυπρίων, της ύπαρξης δηλαδή δύο ισότιμων εθνικών ομάδων κλπ. Φρόντισε να «ξεχάσει» δηλαδή πώς ο αγώνας στην Κύπρο ήτανε τμήμα – υπόλειμμα – του ανολοκλήρωτου αγώνα για εθνική απελευθέρωση από το 1821.
«Συμπτωματικά» αυτό φρόντισαν να το ξεχάσουν και όλες σχεδόν οι εξαρτημένες και υποτελείς κυβερνήσεις της Ελλάδας για πολλά χρόνια. Μέχρι και ο Ελευθέριος Βενιζέλος που πρωτοστάτησε στην επανάσταση της Κρήτης και στην Ένωση της με την Ελλάδα, μπροστά στην «φίλη» Βρετανία – δηλαδή τους άγγλους αποικιοκράτες / ιμπεριαλιστές, κυρίαρχους ακόμα τότε των θαλασσών, καταδίκασε την Κυπριακή εξέγερση του 1931, τότε που οι Κύπριοι χωρίς περιστροφές κήρυξαν την Ένωση της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα. Δεν είναι καθόλου συμπτωματικό που το ΑΚΕΛ και το 1955 και μέχρι τώρα δεν θέλει να θυμάται τίποτα από όλα αυτά.
Γι αυτό ο Γ. Γ. του ΑΚΕΛ – που κατά τα άλλα υποκριτικά λυπήθηκε για τον θάνατο ενός πατριώτη, επαναστάτη και κομουνιστή ηγέτη, όπως ο Φιντέλ Κάστρο – τρομοκρατημένος έτρεξε στον εξίσου φοβισμένο πρωθυπουργό της μητέρας – πατρίδας, και γι αυτό «εγγυήτριας» της ασφάλειας των αδελφών Ελλήνων της Κύπρου, να βρούνε τρόπο και μέθοδο ώστε να υπάρξει «λύση» στο Κυπριακό. «Λύση» σύμφωνη με «τοις κείνων ρήμασι». Μόνο που «εκείνοι» δεν θα είναι οι νεκροί των χιλιάδων χρόνων αγώνων μας, Ελλαδίτες και Ελληνοκύπριοι, αλλά οι ΗΠΑ, η Αγγλία, η Τουρκία, ίσως και άλλα μέλη του Σ.Α. του ΟΗΕ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόταση του υπ. Εξ. κ. Νικ. Κοτζιά για την κατάργηση του «αναχρονιστικού» συστήματος των εγγυήσεων που υποστήριξε με θέρμη ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στις συζητήσεις του με τον πρόεδρο Μπάρακ Ομπάμα, μπλοκάρισαν τις συνομιλίες και οδήγησαν στην αποτυχία τους. Για τον απλούστατο λόγο ότι αποκάλυπταν τα πραγματικά και πάγια σχέδια, σκοπούς και στόχους της Τουρκίας: την παραμονή των δυνάμεων κατοχής. Αφέντης στο Βορρά, κυρίαρχος στο Νότο, είναι ο σκοπός της Τουρκίας. Που δεν μπορεί να διανοηθεί να επιστρέψει στα «χαρτιά» αυτό που κέρδισε με τα όπλα.
Γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο μας – «Η κατάρρευση (;)[2]συνομιλιών και ποιος ευθύνεται» - πως ενώ ο κ. Τσίπρας με θέρμη υποστήριξε «την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων», ο Ομπάμα δεν δεσμεύτηκε σε μια τέτοια λύση. Στην συνέντευξη του στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (Κυριακή 27/11) στον Αθ. Έλλις ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρεϊ Πάιατ, φρόντισε κι αυτός να αποφύγει να «πάρει θέση». Μεταχειρίστηκε όλη την «διπλωματική» τέχνη ώστε να αποφύγει οποιαδήποτε συγκριμένη αναφορά στην λύση του προβλήματος.
Τον ρωτάει ο δημοσιογράφος: «Βλέπετε προοπτικές λύσης του Κυπριακού;» και ο πρέσβης – μπαρουτοκαπνισμένος από την θητεία του στην Ουκρανία – απαντάει:
«Έχω εντυπωσιασθεί πολύ από την ποιότητα της επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Ουάσιγκτον για το Κυπριακό. Και είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την εκλεπτυσμένη προσέγγιση των κύριων αξιωματούχων της ελληνικής κυβέρνησης που χειρίζονται το θέμα, ξεκινώντας από τον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα. Ο πρόεδρος Ομπάμα και ο Έλληνας πρωθυπουργός αφιέρωσαν πολύ χρόνο στο Κυπριακό. Στη συνέντευξη Τύπου έγινε ίσως η πιο εκτενής δήλωση Αμερικανού προέδρου για το Κυπριακό εδώ και δεκαετίες».
Ο δημοσιογράφος επανέρχεται, με εξίσου διπλωματική ερώτηση: «Δεν είναι περίεργο σε ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. να υπάρχουν στρατιωτικές δυνάμεις μιας άλλης χώρας;». Ο πρέσβης και πάλι δεν απαντάει: «Θέλω να είμαι εξαιρετικά προσεκτικός, καθώς δεν είμαι ένας από τους διαπραγματευτές, και οι συνομιλίες είναι σε εξέλιξη. Από τη σκοπιά των ΗΠΑ η διαδικασία είναι ζωντανή».
Προσέξτε: ο δημοσιογράφος ρωτάει ένα είναι περίεργο ένας κράτος μέλος της ΕΕ να υπάρχουν ξένες στρατιωτικές δυνάμεις κι αυτός κάνει το «κορόϊδο». Για την Κριμαία, όμως, ήταν λαλίστατος. Όπως επίσης όταν είπε απατώντας σε σχετική ερώτηση / απορία για τις σχέσεις ΗΠΑ με ελληνική κυβέρνηση: «Απρόσμενα στενή συνεργασία, με δεδομένη την ιδεολογική αφετηρία της ελληνικής κυβέρνησης» [πραγματική απορία όλου του συντηρητικού χώρου αλλά και όλου του αριστερού]. Η απάντηση καθαρή, αποκαλυπτική:
«Είναι η πιο άνετη σχέση που είχαμε εδώ και πολύ καιρό, με μια σαφή εικόνα και στις δυο πλευρές ότι τα συμφέροντά μας εξυπηρετούνται από μια ευρεία συνεργασία. Έτσι έχουμε το είδος της διαφάνειας και συνεργασίας που αρμόζει στη συνεργασία μας.»
Ας το συνδυάσουμε και με το «Ενδιαφερόμαστε να βοηθήσουμε την ελληνική οικονομία» και τις υποσχέσεις για προώθηση αμερικανικών επενδύσεων στην Ελλάδα, υπόσχεση για μείωση του χρέους αλλά και την υποχώρηση του «αντι-αμερικανισμού», όπως μας «ενημέρωσε» γνωστή εταιρεία ερευνών στο «ΒΗΜΑ» (20/11), για να καταλάβουμε γιατί ο κ. Τσίπρας είναι «ώριμος» να πιέσει για μια λύση «ανάμεσα στις δύο κοινότητες»!!! [3]Ποιος από έναν λαό που τον έχει διαλύσει και ψυχολογικά, και ιδεολογικά και πολιτικά, θα αντισταθεί σε μια νέα κυβίστηση του, σε σχέση με τις δηλώσεις του για την δίκαιη λύση και χωρίς ξένα στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο; Μένει βεβαίως η αντίσταση του ίδιου του Κυπριακού λαού. Κι εκεί εξακολουθούμε να ελπίζουμε.
Για να επανέλθουμε στην επίσκεψη του Άντρου Κυπριανού και τις συνομιλίες του με τον κ. Τσίπρα. Από κυβερνητικής πλευράς δεν μάθαμε πολλά. Ευτυχώς που η πλευρά του ΑΚΕΛ είναι πιο αποκαλυπτική.
Ο Άντρος Κυπριανού είχε ήδη από 21 Νοεμβρίου ευχηθεί την ευόδωση των συνομιλιών και επιστήσει την προσοχή ώστε, λόγω της κρίσιμης φάσης των συνομιλιών, «θα απαιτηθεί πάρα πολλή μεγάλη προσπάθεια, πολλή προσοχή, έτσι ώστε να καταλήξουμε σε συμφωνία, η οποία θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και των Ε/κ και των Τ/κ». Οι προσδοκίες των ε/κ για απελευθέρωση από τον εισβολέα, έτσι κι αλλιώς έχουν εξαφανισθεί. Δεν είναι μόνο που τις έθαψε ο Μακάριος το 1977 με τις συμφωνίες του με τον Ντενκτάς για ΔΔΟ, είναι και το ΑΚΕΛ και όλοι οι υπόλοιπου που τις αποδέχτηκαν μια και ήταν απόφαση του ΤΟΤΕΜ και ΤΑΜΠΟΥ Μακάριου.
Με στόχο ενός σχεδίου για να έρθουν κοντά οι ε/κ και τ/κ άλλωστε οργανώσεις του ΑΚΕΛ και του Τουρκοκυπριακού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CTP), αποφάσισαν να εργαστούν από κοινού για την «κοινή τους πατρίδα» (ΧΑΡΑΥΓΗ 22/11). Το τι ζητάει συνεπώς το ΑΚΕΛ είναι πεντακάθαρο εδώ και χρόνια.
Έτσι ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ ζήτησε από τον πρωθυπουργό να επαναβεβαιώσει η κυβέρνηση του ότι θα εργαστεί «για επίτευξη λύσης στο Κυπριακό το συντομότερο δυνατό, χωρίς αυτό να αποβαίνει σε βάρος της ουσίας»,όπως δήλωσε ο ίδιος[4]. Αλλά ποια είναι η «ουσία»; Η επαναπροσέγγιση ε/κ και τ/κ ώστε να εργαστούν για την κοινή τους πατρίδα ή η αποχώρηση των στρατευμάτων και κατοχής, ως προϋπόθεση για συνέχιση των συνομιλιών;
Ο Γ.Γ. του ΑΚΕΛ γνωστοποίησε «ότι ο κ. Τσίπρας θα προβεί σε κινήσεις το επόμενο διάστημα, οι οποίες θα στρέφονται προς αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή την επανέναρξη του διαλόγου το συντομότερο δυνατόν. Ο Α. Κυπριανού είπε ότι “χρειάζεται να καταβληθεί προσπάθεια να φτάσουμε σε ακτίνα συμφωνίας σε όλα τα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής, έτσι ώστε να πάμε σε μια διεθνή διάσκεψη, όπου θα συζητηθεί το τεράστιο θέμα των εγγυήσεων.
Πρέπει να προετοιμαστεί αυτή η διεθνής διάσκεψη για να διασφαλίσουμε ότι οι περισσότερες πιθανότητες θα είναι πιθανότητες επιτυχίας της και όχι αποτυχίας”. Και προς αυτή την κατεύθυνση θα κινηθεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός».
Είναι γνωστό ήδη ότι σύμπας ο ΣΥΡΙΖΑ. η κυβέρνηση και όλοι οι αρμόδιοι για την χάραξη της εξωτερικής πολιτικής θεωρούν ότι το κυπριακό «Δεν είναι ένα διμερές πρόβλημα, δεν είναι ένα πρόβλημα ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Είναι ένα διεθνές πρόβλημα εδώ και 42 χρόνια», όσο είναι και η ηλικία μου, είναι πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος της Κύπρου»[5]. Μόνο που η «ηλικία» του Κυπριακού υπερβαίνει κατά πάρα πολύ την ηλικία του πρωθυπουργού και πολλών άλλων ακόμα. Κι επειδή η ιστορία δεν ξεκινάει από την ημέρα που μας γεννάει η μάνα μας, καλόν είναι να μαθαίνουμε και τι συνέβηκε πριν από την γέννηση μας. Το κυπριακό κατέληξε να είναι και πρόβλημα εισβολής και κατοχής γιατί προηγουμένως ο «Εθνάρχης» Κωνσταντίνος Καραμανλής, ιδρυτής της ΕΡΕ και της μετέπειτα Ν.Δ., μαζί με τον υπ. Εξωτερικών του Ευάγγελο Αβέρωφ – μετέπειτα και αυτός εκλεγμένος αρχηγός της Ν.Δ. – υπέγραψαν (και τις αποδέχτηκε και ο ίδιος ο Μακάριος) τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Που τότε ο ελληνικός λαός και η αριστερά του, σωστά χαρακτήρισαν ως «προδοτικές». Χωρίς αυτές και χωρίς το επίσης προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας το 1974, δεν θα είχε γίνει η εισβολή και κατοχή της Κύπρου.
Η λύση λοιπόν που προτείνει το ΑΚΕΛ και αποδέχεται και η κυβέρνηση είναι μια «διεθνής διάσκεψη» για το Κυπριακό. Θαυμάσια. Υπέροχα. Θα αποφασίσουν για το μέλλον της εισβολής-κατοχής όλοι αυτοί που επί 42 χρόνια επέτρεψαν στην Τουρκία να περιφρονεί τα ψηφίσματα 353 της 20ηςΙουλίου του 1974 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπως και το 357- 74. Αν αυτά είχαν εφαρμοστεί θα είχαν αποχωρήσει τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής. Και εάν, εκτός από την διαρκή έκφραση της λύπης του ΟΗΕ που δεν εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα ψηφίσματα και αποφάσεις τους, είχε εφαρμοστεί και το ψήφισμα 541/ 83 το οποίο αποδοκίμαζε «τη Διακήρυξη των τουρκοκυπριακών αρχών της δήθεν απόσχισης τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
2. Θεωρεί την πιο πάνω διακήρυξη σαν νομικά άκυρη και ζητά την ανάκληση της», τώρα και 42 από την εισβολή ή έστω 33 χρόνια από την ανακήρυξη του ψευδοκυπριακού κράτους των κατεχόμενων, δεν θα υπήρχε καμία ανάγκη σύγκλησης διεθνούς διάσκεψης για την λύση του.
Αλλά έστω και τώρα: Είναι έτοιμη και αποφασισμένη η Ελληνική κυβέρνηση, ως εγγυήτρια κι αυτή δύναμη – και μάλιστα εγγυήτρια της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων του νησιού, ορθά-κοφτά να υπενθυμίσει ότι το ΣΑ του ΟΗΕ και η ΓΣ του ΟΗΕ έχουν πάρει αποφάσεις κατά της εισβολής και κατοχής, υπέρ δηλαδή της απόσυρσης των στρατευμάτων κατοχής, κατά του ψευδοκράτους των Τουρκοκυπρίων και να ζητήσει την ΑΜΕΣΗ εφαρμογή τους; Και μετά η πλειοψηφία και η μειοψηφία να κάτσουν και ήρεμα να συζητήσουν λύσεις στα προβλήματα που έχουν παρουσιαστεί μεταξύ πλειοψηφίας και μειοψηφίας;
Όχι τίποτα από αυτά δεν συζητήθηκαν, δεν συμφωνήθηκαν και δεν σχεδιάστηκαν. Αντίθετα ο κ. Α. Κυπριανού «Ερωτηθείς αν θα πρέπει να έρθουν τα δύο μέρη σε ακτίνα συμφωνίας σε όλα τα ζητήματα της εσωτερικής πτυχής, περιλαμβανομένης και της εκ περιτροπής προεδρίας, θέμα το οποίο θα πρέπει να κλείσει, ο Α. Κυπριανού είπε ότι αυτό το θέμα, όπως το Εδαφικό και τα ζητήματα της εκτελεστικής εξουσίας πρέπει να είναι σε ακτίνα συμφωνίας».Ο κ. Κυπριανού, το ΑΚΕΛ, οι ψευδο-κομουνιστές της Κύπρου είναι έτοιμοι – μαζί βέβαια με τον Αναστασιάδη και τον Τσίπρα – να συζητήσουν ακόμα και το θέμα της εκτελεστικής εξουσίας, και της εκ περιτροπής προεδρίας, πρέπει να είναι σε ακτίνα συμφωνίας.
Στο ίδιο φύλλο της «Χαραυγής», στην ίδια σελίδα διαβάζουμε: «Εγγυήσεις και εκ περιτροπής προεδρία, προβάλλει η Τουρκία- Υπέρ διαπραγματεύσεων, σε τρία παράλληλα επίπεδα, τάσσεται η ελληνοκυπριακή πλευρά». Ποια είναι αυτά τα τρία επίπεδα;
«Το πρώτο επίπεδο αφορά τη συνέχιση της συζήτησης επί των κριτηρίων για το Εδαφικό, προκειμένου να υπάρξει συμφωνία επί αυτών, αποτύπωσή τους σε χάρτη και καθορισμός ημερομηνίας για πολυμερή διάσκεψη. Στο πλαίσιο αυτό κρίνεται από την ε/κ πλευρά ως θετική η πρόθεση να υπάρξει διάλογος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, μεταξύ Τσίπρα και Ερντογάν, για προετοιμασία του εδάφους για την πολυμερή διάσκεψη. Το δεύτερο επίπεδο αφορά τις συζητήσεις για τις εκκρεμότητες που υπάρχουν σε όλα τα άλλα κεφάλαια που αφορούν τις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού και το τρίτο άλλα παρεμφερή ζητήματα που δεν αφορούν τα έξι κεφάλαια, όπως τα οικονομικά της λύσης και τον τραπεζικό τομέα στα κατεχόμενα και την πρώτη ημέρα της λύσης.»
Είναι μια θαυμάσια μέθοδος να κερδίσει – όπως έχει συνηθίσει να κάνει με επιτυχία τόσα χρόνια η Τουρκία – υπέρ της βήματα και σημεία σε βάρος της Ελλάδας. Αυτό πάντα κάνει: πετυχαίνει «μικρές» υποχωρήσεις και στη συνέχεια ξεκινάει από αυτές διεκδικώντας περισσότερες.
«Στο μεταξύ η Τουρκία τάσσεται υπέρ της λύσης του Κυπριακού με δύο προϋποθέσεις: τη συνέχιση του καθεστώτος εγγυήσεων και τον δίκαιο διαμοιρασμό της εξουσίας με εκ περιτροπής προεδρία. Αυτό δήλωσε χθες ο εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης Ερντογάν μετά από συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο συζήτησε το Κυπριακό.
Εξάλλου ο αντιπρόεδρος της τουρκικής κυβέρνησης, Νουμάν Κουρτουλμούς, δήλωσε ότι δεν υπάρχει ελπίδα για λύση του Κυπριακού εντός του έτους. Σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε μετά την ολοκλήρωση της συνεδρίασης του Υπουργικού Συμβουλίου, δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν στο νέο έτος και πρόσθεσε ότι σημασία για την Τουρκία έχει η εκ περιτροπής προεδρία, η ισότητα των δύο πλευρών στη διοίκηση και η διαφύλαξη του καθεστώτος εγγυητριών».
Αυτά διαβάζουμε στην «ΧΑΡΑΥΓΗ». Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα γνωρίζει το ΑΚΕΛ, τα κόμματα της Κύπρου και η κυβέρνηση της. Το ίδιο αποκλείεται να μην τα γνωρίζει και η ελληνική κυβέρνηση. Κι εδώ χρειάζονται και από Λευκωσία και από Αθήνα ξεκάθαρες τοποθετήσεις: θα δεχτούν τις δύο αυτές προϋποθέσεις της Τουρκίας; Που για άλλη μια φορά αποκαλύπτεται πώς στην πραγματικότητα ο διάλογος δεν είναι μεταξύ των «δύο κοινοτήτων» αλλά μεταξύ Τουρκίας, εισβολέα και κατακτητή και «κατακτημένου». Πως λοιπόν μπορεί η Ελλάδα να είναι απούσα από τις διαπραγματεύσεις; Μόλις πολύ σωστά έκανε και ζήτησε ανοικτά και ενώπιον και του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ και του πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, το απλό και αυτονόητο: η λύση να περιλαμβάνει και απομάκρυνση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας, αμέσως οι «φίλοι» αμερικάνοι έγιναν βραδύγλωσσοι, ενώ δεν έχασαν την ευκαιρία να δηλώσουν: απαντώντας ο μεν Μπάρακ Ομπάμα σε ερώτηση του Μιχ. Ιγνατίου για το . πωςθα μπορούσε «να πείσει τον Πρόεδρο της Τουρκίας να θέσει τέλος στην κατοχή της Κύπρου» ότι «Πρόκειται για μία διαπραγμάτευση μεταξύ Κυπρίων. Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων» αφενός και αφετέρου ότι το κυπριακό θα λυθεί «Εάν βρούμε μια λύση που εξασφαλίζει ισοτιμία –είναι βέβαιο φυσικά ότι δεν θα ικανοποιηθούν και οι δύο πλευρές εκατό τοις εκατό». Ισοτιμία μεταξύ του 18% και του 82% δεν μπορεί να υπάρχει εκτός να αλλάξουμε τα μαθηματικά. Η μειοψηφία – και μάλιστα εθνική μέσα σε ένα πληθυσμό εθνικής πλειοψηφίας – μπορεί και πρέπει να απολαμβάνει ΟΛΑ τα δικαιώματα της εθνικής ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ. Αυτή είναι η κατακτημένη δημοκρατική αρχή: αυτή της πλειοψηφίας που κυβερνάει και της μειοψηφίας που ελέγχει. Εδώ έχουμε μια σημαντικά διαφοροποίηση: η μειοψηφία αποτελεί εθνική μειονότητα. Δηλαδή δεν πρόκειται αυτή, ως τέτοια, να κυβερνήσει την πλειοψηφία. Ως πολιτικό κόμμα με ρίζες στην μειονότητα, με το πρόγραμμα του, μπορεί να καταστεί κυβέρνηση. Ο Ομπάμα δεν έγινε κυβερνήτης στις ΗΠΑ ως εκπρόσωπος της «μειονότητας» των έγχρωμων, αλλά ως υποψήφιος του παν-αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος. Την ίδια ασάφεια, μη δέσμευση σε τίποτα συγκεκριμένο σε σχέση με την λύση του Κυπριακού, είχε εκφράσει και στην συνέντευξη του στον Αλέξη Παπαχελά (ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 13/11).
Ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζέφρεϊ Πάιατ, στην συνέντευξη του, που αναφέραμε πιο πάνω, και στην ίδια ερώτηση απάντησε με ακριβώς τον ίδιο τρόπο:
Στις διπλωματικές διαπραγματεύσεις κανείς δεν παίρνει το 100% αυτών που επιδιώκει. Αυτό που είναι διαφορετικό αυτή τη φορά είναι ότι και στις δύο πλευρές υπάρχουν ηγέτες που δείχνουν έτοιμοι να πάρουν ρίσκα. Τελικά, είναι μια σύγκρουση που πρέπει να λυθεί από τους ίδιους τους Κύπριους, με τρόπο που θα γίνει αποδεκτός μέσα από τη δημοκρατική διαδικασία. Η λύση είναι σαφώς προς το συμφέρον τόσο των Κυπρίων, όσο και της Ελλάδας και της Τουρκίας».
Αλήθεια τι άλλο πρέπει να παραδώσουν οι Ε/κ ώστε να μην αισθάνονται χαμένοι; Και ποια σύγκρουση ακριβώς θα λυθεί από τους ίδιους του Κύπριους, όταν οι Τ/κ έχουν συγκρουσθεί ήδη πριν από 42 χρόνια με τα όπλα και έχουν καταστρέψει χωριά και πόλεις, έχουν εξοντώσει και ξεσπιτώσει χιλιάδες Έλληνες και έχουν καταλάβει την χώρα τους;
Τι έκαναν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι της όταν το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέϊτ 2 Αυγούστου 1990; Σχεδόν αμέσως σχηματίστηκε μια συμμαχική δύναμη 35 κρατών, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ και υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία απελευθέρωσε το Κουβέιτ στις 27 Φεβρουαρίου 1991. Οι ΗΠΑ μέσα σε λίγες ώρες είχαν συγκαλέσει το ΣΑ του ΟΗΕ που με την 660 απόφαση του κάλεσε το Ιράκ να αποσυρθεί από το Κουβέιτ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας με νεώτερη απόφαση του (την 661) 6 Αυγούστου επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στο Ιράκ. Παράλληλα με τις διπλωματικές προσπάθειες άρχισαν να αναπτύσσονται και στρατιωτικές δυνάμεις στην Σαουδική Αραβία, φοβούμενοι εισβολή και σε αυτήν. Στις 29 Νοεμβρίου 1990, το Συμβούλιο Ασφαλείας άναψε το «πράσινο φως» για στρατιωτική επέμβαση στο Κουβέιτ, δίνοντας προθεσμία έως τις 15 Ιανουαρίου 1991 στο Ιράκ να αποσύρει τις δυνάμεις του από το εμιράτο. Την ίδια ώρα, οι ΗΠΑ δια του Υπουργού Εξωτερικών Τζέιμς Μπέικερ συγκροτούσαν μία στρατιωτική δύναμη από 35 χώρες για να επιβάλλουν με τη χρήση βίας τις αποφάσεις του ΟΗΕ. Την αποτελούσαν όλες οι μεγάλες δυτικές δυνάμεις, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, αραβικά κράτη και η Ελλάδα, που απέστειλε μία φρεγάτα στον Κόλπο και παρείχε στρατιωτικές διευκολύνσεις κυρίως με τη Βάση της Σούδας.
Υπήρξε καμιά ανάλογη αντίδραση στην περίπτωση της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο; Μήπως αποσύρθηκαν τα στρατεύματα της μόλις αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία στην Ελλάδα και ο Μακάριος στην Κύπρο; Μήπως κάποιο μέτρο ώστε να μην συνεχιστεί η εισβολή, την ώρα μάλιστα που λάμβαναν χώρα διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης – με επικεφαλής τον Γεώργιο Μαύρο – και των άλλων εγγυητριών δυνάμεων; Όχι. Βέβαια η Ελλάδα δεν έστειλε τότε καμιά φρεγάτα – όπως στον πόλεμο του Κόλπου, «την Καταιγίδα της Ερήμου», να υπερασπιστεί την Κύπρο. Ούτε επί 42 χρόνια κούνησε το δακτυλάκι του ο ΟΗΕ για να γίνουν σεβαστά από την Τουρκία τα ψηφίσματα και οι αποφάσεις του.
Τώρα, λοιπόν, έχουν το απίστευτο θράσος να μας λένε κατάμουτρα ότι διαπραγματεύονται δύο κοινότητες και ότι στις διαπραγματεύσεις πάντοτε κάτι χάνεις από αυτά που διεκδικείς, προκειμένου να συμφωνήσεις!!! Για όλη αυτή την κατάφωρη αδικία σε βάρος της Κύπρου και της Ελλάδας, των Ελλήνων, κανένας δεν τόλμησε να μιλήσει. Όταν έγινε μια προσπάθεια να ενισχυθεί η άμυνα της Κύπρου, ώστε να αποτραπεί ένας Αττίλας ΙΙΙ, με τους πυραύλους ss-300 ουσιαστικά απειληθήκαμε από τους «φίλους και συμμάχους» και οι πύραυλοι δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ στην Κύπρο. Τώρα μας απειλούν, μας απαγορεύουν «διπλωματικά» να προμηθευόμαστε αέριο από την Ρωσία [6].
Είναι λοιπόν ζήτημα δικής μας, λαϊκής και άρα Εθνικής Ανεξαρτησίας και εξασφάλισης του μέλλοντος μας, σήμερα και αύριο και μεθαύριο, να υπερασπίσουμε την ύπαρξη της Κύπρου, των αδελφών μας Ελλήνων, να αποκρούσουμε τα σχέδια που καθημερινά ανοιχτά και φανερά, υπόγεια και δόλια, με κάθε τρόπο και μέσο: με πιέσεις, εκφοβισμό, εξαγορά, οικονομικό στραγγαλισμό κλπ προσπαθούν να μας τα επιβάλουν εδώ και στην Κύπρο.
Πρέπει για τούτο να πιεστούν οι κυβερνήσεις στην Αθήνα και την Λευκωσία να μην δεχτούν σε καμία περίπτωση να παραμείνουν κατοχικά στρατεύματα στο νησί. Ούτε να επιτρέψουν άσκηση της προεδρίας της Κύπρου εκ περιτροπής – δηλαδή πρόεδρος να είναι και Τούρκος. Αυτή τη θέση, που υποστήριξε η κυβέρνηση Τσίπρα – ασχέτως αν συμφωνούμε ή όχι στα υπόλοιπα πεπραγμένα της – και ο υπ. Εξωτερικών κ. Ν. Κοτζιάς[7], ασχέτως πως κατέληξε και γιατί σε αυτή την πρόταση, πρέπει να υποστηρίξουμε και καλέσουμε και τον λαό εδώ και στην Κύπρο ανοιχτά και μαχητικά να την υπερασπιστεί και επιβάλλει.
Οι εξελίξεις στο Κυπριακό όπως φαίνεται από την κινητοποίηση πολλών ενδιαφερομένων μεγάλων συμφερόντων και δυνάμεων μπορεί να επιταχυνθούν. Όποιες κι αν είναι θα ασκήσουν μεγάλη και καθοριστική επίδραση στις τύχες όλων των Ελλήνων. Γι αυτό μεγάλη προσοχή και επαγρύπνηση. Και συζήτηση, εξήγηση στους γύρω μας για την σημασία αυτών των συνομιλιών και των όρων που έχουν τεθεί και τίθενται.
Όσον αφορά το ΑΚΕΛ επιμένει να μείνει στην Ιστορία της Κύπρου και της Ελλάδας ως ένα κόμμα που δεν χάλασε ποτέ την ησυχία του ιμπεριαλισμού.
[1] βλ. Λ. Ριζάς «Κυπριακό: το ιστορικό υπόβαθρο των τελευταίων εξελίξεων» [ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τ. 45/ Νοέμβριος 1984) και «Κυπριακή τραγωδία: η διάσταση ανάμεσα στον κοινωνικό και στον κοινωνικό αγώνα» [ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, τ. 47/ Ιούνιος 1985. Επίσης σε όλη την αρθρογραφία μας στον ΟΙΣΤΡΟ και βεβαίως στο έργο του ιστορικού Νίκου Ψυρούκη.
[2] Βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (ΚΣΣΕ), ρώτησαν τον ΥΠΕΞ της Κυπριακής Κυβέρνησης για την τύχη των συνομιλιών και αυτός απάντησε ότι «δεν έχουν καταρρεύσει». Ανέφερε επίσης «ότι η Τουρκία προς το παρόν επιμένει στη συνέχιση των εγγυήσεων, η Ελλάδα δήλωσε ότι αποσύρεται ενώ η Βρετανία δήλωσε πως θα ανταποκριθεί μόνον στα αιτήματα των δύο πλευρών και έπειτα θα εξετάσουν τερματισμό της συμμετοχής τους ως εγγυήτρια δύναμη στο μέλλον.»
[3] Τόσο ο πρόεδρος της Κύπρου όσο και ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, έχουν αποδεχτεί ότι ο διάλογος γίνεται ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Όχι δηλαδή ανάμεσα στην κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην τουρκική μειονότητα, που εντελώς παράνομα και με τις πλάτες του εισβολέα και κατακτητή, της Τουρκίας δηλαδή, έχει ανακηρυχθεί «κράτος». Δηλαδή έχει διαγραφεί και με την ανοχή των κυπριακών κομμάτων, αυτό που είπε ο αξέχαστος Τάσσος «Εγώ παρέλαβα κράτος και δεν θα παραδώσω κοινότητα». Μόνοι τους δηλαδή οι κάτω του μετρίου κύπριοι πολιτικοί έχουν αποδεχθεί ότι ο πρόεδρος τους εκπροσωπεί κοινότητα, όπως και ο Ακιτζί. Η όποια διαπραγμάτευση έπρεπε να γίνεται μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας και φυσικά με ρόλο και παρουσία της εγγυήτριας Ελλάδας. Στις κοινές δηλώσεις τους Τσίπρας-Αναστασιαδης ομολογούν τη νέα αντίληψη τους (17-11-2016)
[4] Η πληροφόρηση μας έρχεται από την σημερινή ΧΑΡΑΥΓΗ (29/11/16), σ.3. Για να μην υπάρξει καμία αμφισβήτηση σε όσα αποδίδουμε στο ΑΚΕΛ.
[5] Αλ Τσίπρας: από τις κοινές δηλώσεις με τον Μπ. Ομπάμα Αθήνα 15/11/16.
[6] βλ. συνέντευξη Τζέφρεϊ Πάιατ «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 27-11-16: όπου ουσιαστικά λέει ««Ναι» στον ΤΑΡ, όχι ρωσικό αέριο
[7] Επαναλαμβάνω ότι δεν είναι λίγες οι φορές που έχω ασκήσει σκληρή κριτική και στην κυβέρνηση, τον ίδιο τον Αλ. Τσίπρα και στον Ν. Κοτζιά. Αλλά όταν σε κρίσιμα εθνικά και λαϊκά ζητήματα πάρουν κάποια ή κάποιες σωστές θέσεις, τότε δεν χωράνε μεμψιμοιρίες.
Ανάρτηση από: http://istrilatis.blogspot.gr