Του Γιώργου Παπαδόπουλου-Τετράδη
Σε μια εποχή που η φτώχεια αφορούσε στο 80% των Ελλήνων και πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού μετανάστευε, η μεγαλύτερη ντροπή ήταν να μη μπορείς να θρέψεις τους γονείς σου. Σήμερα, με το 70% του πληθυσμού να τα βγάζει πέρα, ακόμα και δύσκολα, η μεγαλύτερη ντροπή είναι να πας να δουλέψεις στα χωράφια ή στην οικοδομή. Η σύνταξη της γιαγιάς να είναι καλά!
Η έρευνα της διαΝΕΟσις είναι αποκαλυπτική για το θέμα. Οι μισοί Έλληνες από 18 μέχρι 35 ετών στηρίζονται οικονομικά από τους γονείς και άλλους συγγενείς. Τραγικό, λέει η έρευνα. Τραγικό, λένε και τα ΜΜΕ. Μόνο που το τραγικό δεν είναι η οικονομική δυσπραγία στον νεανικό πληθυσμό 18- 25 ετών, που είναι πραγματικά παρούσα.
Το τραγικό είναι που θεωρείται νεανικός πληθυσμός η ηλικία 25-35! Σε μια κοινωνία, που κρατάει τα παιδιά της σε ανώριμη, ανήλικη κατάσταση πολύ πέρα από την εφηβεία και την ενηλικίωση! Τις περισσότερες φορές όχι εξ αιτίας οικονομικής δυσπραγίας όπως καμώνεται υποκριτικά η κοινωνία. Εξ αιτίας της παιδολατρείας που μαστίζει τις ελληνικές οικογένειες.
Οι απόγονοι κρατιώνται αιχμάλωτοι μέσα στο «ασφαλές» ευνουχιστικό κουκούλι του μπαμπά και της μαμάς. Που δεν αντέχουν στην ιδέα ότι «το παιδί» είναι ανεξάρτητο, αυτόνομο, έξω και μακριά από τη δική τους επιρροή. Ότι δεν το εξουσιάζουν υπερπροστατευτικά.
Το «παιδί», που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να έχει μάθει ότι είναι υποχρέωσή του να κάνει οποιαδήποτε δουλειά για να ζήσει τον εαυτό του και τα πιο αδύναμα μέλη της οικογένειάς του, έχει αντιθέτως μεγαλώσει από τα γενοφάσκια του με τη νοοτροπία ότι όλοι του χρωστάνε και στην ακραία περίπτωση ότι του «έχουν κλέψει τα όνειρα και το μέλλον του»! Δεν πάμε καλά!
Αυτά συμβαίνουν σε ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας. Σε αντίθεση με ένα άλλο ποσοστό, που τα παιδιά βγαίνουν στην πιάτσα και δουλεύουν σε ό,τι βρούν, όχι μόνο για να ζήσουν αλλά και γιατί ντρέπονται να τους τρέφουν ο μπαμπάς και η μαμά.
Αυτά τα παιδιά, που δεν είναι πια παιδιά από τα 18, έμαθαν από το σπίτι τους ότι η ζωή δεν τους χρωστάει τίποτε παρά μόνο αυτά που οι ίδιοι θα πάρουν απ αυτήν. Με το μόνο τρόπο που ξέρει η ζωή: Με ιδρώτα και αίμα.
Έτσι, η ελληνική κοινωνία είναι σχεδόν διχασμένη. Σε εκείνη που ανατρέφει μαμόθρεφτα, υπερπροστατευμένα και ευνουχισμένα, έτοιμα για κάθε δικιολογία προκειμένου να μην ιδρώσουν τη φανέλα της επιβίωσης, κατεστραμμένα από τους γονείς τους, που εγκληματούν επάνω τους.
Και σε εκείνη που μεγαλώνει τη γενιά του αύριο, τη οικογένεια του αύριο, τους δημιουργούς του αύριο, το αυριανό μέλλον. Αυτούς που δεν φοβούνται να ρισκάρουν, να κουραστούν, να ξενιτευτούν, να αγωνιστούν ενάντια στο μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο θηρίο, αλλά και στο πιο γλυκό βραβείο: Τη ζωή. Το «κάτι έκανα εδώ που ήρθα».
Το δεύτερο σκέλος που δεν τολμάει κανείς να πεί και να γράψει είναι ότι στην Ελλάδα το πρόβλημα στους μισούς νέους δεν είναι τόσο η αδυναμία να βρουν δουλειά όσο η αδυναμία να βρουν δουλειά σ αυτό που σπούδασαν και σ αυτό που θα’ θελαν να κάνουν στη ζωή τους.
Κι εδώ την ευθύνη την έχει η ελληνική οικογένεια. Επειδή δεν είναι λίγες φορές που άκουσα με τα αυτιά μου τη μάνα να λέει με αγωνιστικό και περήφανο ύφος ως άλλη Μπουμπουλίνα: «Δεν τον σπούδασα εγώ μηχανικό το γιό μου για να πάει να σκάβει τα χωράφια.»
Προφανώς τα χωράφια για τις μισές ελληνικές οικογένειες είναι ντροπή και όνειδος. Όπως η οικοδομή, το μαστοριλίκι, το χαμαλίκι. Είναι καλά μόνο για τους γέρους που απέμειναν, «για τους χωριάτες» και για τους Αλβανούς. Χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχαν χωράφια και σπίτια Ελλήνων!
Κι αυτή δεν είναι μόνο νοοτροπία παιδοφιλικής υπερπροστασίας. Είναι κάτι χειρότερο: Ταξικό κόμπλεξ. Απάρνηση της ρίζας. Των παππούδων και των γιαγιάδων. Που είναι ωραίοι μόνο για τα γλέντια και τα φαγοπότια. «Εμείς τώρα πια δεν είμαστε χωριάτες. Κι αν είμαστε, τα παιδιά μας δεν θέλουμε να είναι χωριάτες». Μεγάλη ντροπή!
Πάνω από τη μισή ελληνική γη είναι εγκαταλελειμμένη και ακαλλιέργητη. Ελάχιστοι νέοι δουλεύουν τη γη. Οι καφετέριες όπου «οι μισοί Έλληνες ηλικίας 18- 35 ετών δηλώνουν ότι υποστηρίζονται οικονομικά από γονείς, παππούδες, γιαγιάδες και άλλους συγγενείς» είναι γεμάτες. Την ώρα που γονείς και συγγενείς σπέρνουν, ποτίζουν, θερίζουν, κλαδεύουν. Ή παίρνουν τη σύνταξη από μια ζωή δουλειάς.
Δύσκολη η ζωή στα χωριά. Και στις πόλεις επίσης αν θες να δουλέψεις. Όπως θέλουν και δουλεύουν πάνω από 1.000.000 Αλβανοί, Γεωργιανοί, Βούλγαροι, Ουκρανοί, Πακιστανοί, Σριλανκέζοι, Ρουμάνοι σ αυτή τη χώρα. Σε χωράφια, οικοδομές, δρόμους, σπίτια, ξεχερσώνοντας, φυτεύοντας και ξεσκατώνοντας τους παππούδες και τις γιαγιάδες των «άνεργων» υπερπροστατευμένων ελληνόπουλων. Τα «παιδάκια» των ελληνίδων μανάδων και πατεράδων δεν είναι γι αυτές τις παρακατιανές δουλειές! Ο ρατσισμός στην πράξη σε όλο του το μεγαλείο!
Η έρευνα της διαΝΕΟσις δείχνει αυτό που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, χωρίς να δείχνει την πραγματικότητα. Δείχνει αριθμούς αλλά δεν δείχνει αιτίες. Πόσοι από τους νέους που δηλώνουν ότι τους τρέφουν οι συγγενείς θα μπορούσαν να βρούν μια οποιαδήποτε δουλειά, αλλά ψάχνουν μόνο για τη δουλειά που τους αρέσει ή είναι βολεμένοι με το χαρτζιλίκι;
Πόσοι από τους νέους που έχουν δουλειά, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκείνοι που την κάνουν επειδή αρνούνται να ζουν σε βάρος των οικογενειών τους; Πόσοι από τους συγγενείς προτρέπουν τους γόνους τους να ζούν από το χαρτζιλίκι προκειμένου να μην κάνουν μια δουλειά που δεν αρέσει στους συγγενείς ή στο status που έχουν χτίσει για τον εαυτό τους;
Πόσο είναι γαλουχημένοι οι νέοι με τη νοοτροπία να φύγουν από το σπίτι και να αναζητήσουν τη δική τους τύχη, το δικό τους μέλλον μακριά από την προστασία της οικογένειάς τους; Η έρευνα δε μας λέει πόσο ναρκισιστική και εσωστρεφής έγινε η ελληνική οικογένεια και κοινωνία στα χρόνια της ευμάρειας από το 1998 μέχρι το 2010. Δεν μας λέει ποιος δημιούργησε αυτές τις νοοτροπίες σε γονείς και παιδιά και «παιδιά», που μας δίνουν σήμερα αυτά τα αποτελέσματα.
Δεν μας δείχνει σε κοινωνικό επίπεδο γιατί η μισή κοινωνία παράγει παιδιά μαχητές και ανεξάρτητα που δεν φοβούνται να ορμήσουν και να επιβιώσουν και η άλλη μισή παράγει υπερπροστατευμένα μαμόθρεφτα, που ζουν χαρτζιλικωμένα, έχοντας γι αυτό και χιλιάδες επιθετικές δικιολογίες, παπαγαλισμένες από τους γονείς τους.
Υπάρχει αναμφισβήτητα ένας ικανός αριθμός νέων που έχουν όλη τη διάθεση να ζήσουν παλεύοντας και παρ όλα αυτά δεν τους αρκούν τα μεροκάματα και υποχρεώνονται να τσοντάρουν από το σπίτι. Πόσοι πραγματικά είναι αυτοί; Είναι καλά κρυμμένο στην έρευνα της διαΝΕΟσις.
Όποιος συναναστρέφεται με μετανάστες που δουλεύουν εδώ, χωρίς καμιά εξασφάλιση για το μέλλον και με μεγάλη ανασφάλεια, θα ακούσει με αποφασιστικότητα από τα χείλη τους τη μόνιμη φράση: «Δεν βρίσκει δουλειά μόνο όποιος δεν θέλει να δουλέψει». Μπορεί να ηχεί υπερβολικό. Αλλά, αυτοί πάντα βρίσκουν. Και ζουν.
Παλιά, στην Ελλάδα του χωραφιού και της οικοδομής και των χαμάληδων του λιμανιού, οι γονείς μεγάλωναν τα παιδιά με την ηθική ότι «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή». Εδώ και κάτι χρόνια σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει εκλείψει η ντροπή. Και δεν φταίνε οι νέοι γι αυτό. Οι νέοι είναι τα θύματα των γονιών τους. Έτσι τους έμαθαν.
Ανάρτηση από: http://www.liberal.gr