Γιατί ο σκληρός πυρήνας των δανειστών ευνοεί τη δοκιμαστική έξοδο – Η αδημονία της επιχειρηματικής ελίτ και ο γρίφος του ΔΝΤ
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
«Να βγει κανείς ή να μη βγει;» Το… διασκευασμένο αλά ελληνικά σεξπιρικό δίλημμα εξακολουθεί και βασανίζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το κουαρτέτο, τις αγορές κι ένα πλήθος παραγόντων του χρηματοπιστωτικού συστήματος που έχει εμπλακεί με ζήλο στη διχοστασία για το αν η Ελλάδα πρέπει να αποπειραθεί και πότε δοκιμαστική έξοδο στις αγορές, όχι απλώς πολύ πριν την ολοκλήρωση του προγράμματος, αλλά ακόμη και τις προσεχείς εβδομάδες. Αν δεν επρόκειτο για μια συρρικνωμένη και καθημαγμένη από σχεδόν μια δεκαετία εξουθενωτικής λιτότητας οικονομία όπως η ελληνική, θα νόμιζε κανείς ότι το debate αφορά την Κίνα, τις ΗΠΑ ή τη Γερμανία που, όταν δανείζονται το κάνουν σε τεράστια μεγέθη, δεκάδων δισ., όχι 2-3 δισ.
Η διάταξη των δυνάμεων σ’ αυτή τη διχοστασία είναι αρκετά περίεργη. Η Κομισιόν, για παράδειγμα, παρουσίασε ευθέως την εισήγησή της για έξοδο της χώρας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στην οποία βρίσκεται από το 2008, ως μια από τις προϋποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές. Ο επίτροπος Ντομπρόβσκις μίλησε φανερά ενθαρρυντικά σε αυτή την κατεύθυνση. Ο ίδιος ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, κατά την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη, αν και δεν αναφέρθηκε ευθέως στα σενάρια δανεισμού από τις αγορές, υπογράμμισε με πολλούς τρόπους την «επιστροφή στην κανονικότητα».
Οι υπέρ και οι (σχεδόν) κατά
Ευπρόσδεκτη χαρακτήρισε μια έξοδο της Ελλάδας στις αγορές και ο Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού βραχίονα του ΔΝΤ, παρότι το Ταμείο δεν έχει αλλάξει καθόλου τις εκτιμήσεις του για τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Αυτή η δημόσια παρότρυνση από το κορυφαίο στέλεχος του ΔΝΤ προκαλεί ερωτήματα, όταν είναι γνωστό ότι εκκρεμεί η απόφαση του Εκτελεστικού Συμβουλίου του (μέχρι τις 27 Ιουλίου) πάνω στο επίσημο πλέον αίτημα της Ελλάδας για χρηματοδότηση ύψους 1,6 δισ. ευρώ, με τους γνωστούς όρους, και με ένα Μνημόνιο διάρκειας κατά μερικές μέρες μικρότερης των 14 μηνών. Εντός της προσεχούς εβδομάδας η ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (DSA) θα είναι στα χέρια των στελεχών του ΔΝΤ. Κι αν οι εκτιμήσεις για τη δυναμική του χρέους είναι αρνητικές, θα βρεθούν σε αντίφαση με τη δημόσια ενθάρρυνση να δοκιμάσει η Ελλάδα την εμπιστοσύνη των αγορών σε ένα χρέος που το ίδιο το ΔΝΤ δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται.
Άλλο πεδίο αντίφασης στο επίμαχο δίλημμα είναι η στάση του τραπεζικού «καρτέλ». Τα στελέχη των συστημικών τραπεζών, σχεδόν στο σύνολό τους, δηλώνουν αισιόδοξα για τις αναπτυξιακές προοπτικές και τα μεγέθη της οικονομίας και «ψηφίζουν» υπέρ της αξιοποίησης του θετικού momentum της συνεχούς πτώσης στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων. Οι τραπεζίτες διαβεβαιώνουν εμμέσως ότι θα αγοράσουν ομόλογα, όποτε αυτά εκδοθούν. Και το ίδιο δηλώνουν εκπρόσωποι ξένων επενδυτικών κεφαλαίων, με κυνικά επιχειρήματα του τύπου: «Ξεχάστε ό,τι κουτσομπολιά έχετε ακούσει για εγχώρια αστάθεια στην κυβέρνηση ή για τέταρτη διάσωση στα σκαριά. Η νέα έκδοση (σ.σ. ομολόγων) θα έχει ένα μεγάλο, ζουμερό κουπόνι πάνω από 4%, στο οποίο απλά δεν θα αντισταθείτε». Στον αντίποδα αυτής της αδημονίας, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας προειδοποιεί για δυσμενή αποτελέσματα μιας «βιαστικής εξόδου». Εικάζεται ότι η άποψή του απηχεί ευρύτερα την ηγεσία της ΕΚΤ, στελέχη της οποίας όμως έχουν πει ακριβώς το αντίθετο (Κερέ, Κονστάντσιο).
Τέλος, σταθερός στη γραμμή της σύντομης δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές παραμένει ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM, κατόχου του 51% του ελληνικού χρέους πλέον και θεωρητικά βασικού εγγυητή της εξυπηρέτησής του.
Η επιλογή της «πολιτικής σταθερότητας»
Τι νόημα έχει όλη αυτή η διχοστασία; Οικονομικά, μια έκδοση πενταετών ομολόγων 2 δισ. ευρώ έναντι ενός χρέους 325 δισ., δεν έχει καμιά βαρύτητα, ακόμη κι αν αποτύχει. Ο πολιτικός συμβολισμός είναι προφανής: κατά κάποιο τρόπο οι αγορές, και για την ακρίβεια τα επενδυτικά κεφάλαια που κερδοσκοπούν εις βάρος του δημοσίου χρέους, καλούνται να επικυρώσουν σε «δημοψήφισμα» την ανακατασκευή του ελληνικού success story, που εξόκειλε μετά το 2014. Επίσης, καλούνται να επιβραβεύσουν τη διαδικασία πολιτικής πειθάρχησης και επιστροφής στον δρόμο της «μεταρρυθμιστικής αρετής» μιας κυβέρνησης που πριν δυο χρόνια θεωρήθηκε «παγκόσμια απειλή». Τα εγκώμια Γιούνκερ στη Θεσσαλονίκη είναι χαρακτηριστικά: «Σήμερα η εμπιστοσύνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη έχουν επιστρέψει».
Αυτή η στάση, για την οποία επιζητείται και η επιδοκιμασία των αγορών, σημαίνει ότι το μεγαλύτερο μέρος των Ευρωπαίων δανειστών, συμπεριλαμβανομένης της γερμανικής ηγεσίας, δεν ευνοεί οποιαδήποτε πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτή η επιλογή συνιστά ένα πλεονέκτημα για την κυβέρνηση, παρά την κακή δημοσκοπική της εικόνα και το αντίστοιχο προβάδισμα της ΝΔ. Κατά κάποιο τρόπο, η έμμεση σύσταση των δανειστών προς την αντιπολίτευση είναι να βάλει λίγο νερό στο κρασί της.
Τα κίνητρα των δανειστών, βεβαίως, είναι λίγο πιο περίπλοκα από τον «ξαφνικό έρωτα» με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ. Πέραν του προφανούς σιωπητηρίου που επιβάλλουν οι γερμανικές εκλογές της 24/9, δεν θέλουν να διαταραχθεί από επεισόδια πολιτικής αστάθειας η θετική συγκυρία για την Ευρωζώνη, σε μια περίοδο μάλιστα που ανοίγει η συζήτηση για τη ριζική μεταρρύθμισή της (βλέπε συνομιλίες Μέρκελ – Μακρόν).
Για τις αγορές, από την άλλη πλευρά, αυτή η θετική συγκυρία επιφυλάσσει χρήμα, πολύ χρήμα: η πρωτοφανής ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει -χάρη και στο σχεδόν δωρεάν χρήμα της ΕΚΤ- αναζητεί κερδοσκοπικές διεξόδους σε ομόλογα και μετοχές. Κι ακόμη, για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που επιχειρούν ανάδυση από τον βυθό της ύφεσης και της αποεπένδυσης, είτε έχουν περάσει σε άλλα χέρια είτε παραμένουν στους παλιούς ιδιοκτήτες τους, η πειραματική έξοδος της Ελλάδας στις αγορές χρησιμοποιείται ως «δόλωμα» για να επιτύχουν αμέσως μετά τη δική τους χρηματοδότηση με φθηνότερα επιτόκια, με τις δικές τους εκδόσεις εταιρικών ομολόγων.
Το ρίσκο του ΔΝΤ
Βεβαίως, το όλο σενάριο έχει ακόμη ένα υψηλό ρίσκο: τον παράγοντα ΔΝΤ, που θα πει την επόμενη λέξη του μέχρι το τέλος του μήνα. Ο Πολ Τόμσεν, πριν μερικές μέρες, διαβεβαίωσε ότι 20 του μηνός θα είναι έτοιμη η επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Θα δοθεί στη δημοσιότητα; Ή θα περιοριστεί στην εσωτερική πληροφόρηση των στελεχών του Ταμείου, σε μια κίνηση πολιτικής διευκόλυνσης των Ευρωπαίων δανειστών; Κι αν δοθεί στη δημοσιότητα και επαναλαμβάνει τα αναμενόμενα για το αβίωτο του ελληνικού χρέους, ποια πολιτική αξιοπιστία θα έχουν οι διαβεβαιώσεις των Ευρωπαίων δανειστών για την ετοιμότητα της Ελλάδας να δοκιμάσει την εμπιστοσύνη των αγορών; Το προφανές, σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι το «πείραμα» παγώνει για αρκετούς μήνες. Το λιγότερο προφανές είναι ότι ανοίγει πάλι το παράθυρο για να μπει τέλος στη εταιρική σχέση Ευρωζώνης – ΔΝΤ. Άλλωστε, όπως υπενθύμισε ο επίτροπος Ντομπρόβσκις (σε συνέντευξη στο euro2day.gr), «η Συνθήκη του ESM λέει ότι εργάζεται σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, όταν και εφόσον χρειαστεί».
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr