Του Θεοφάνη Μαλκίδη
Τη Χαρίτα Μάντολες, την Ελένη Φωκά, τις αγωνιζόμενες γυναίκες των οδοφραγμάτων και των πλατειών, τις μάνες και τις γυναίκες των αγνοουμένων, τις δασκάλες των παιδιών στα κατεχόμενα, τις γνώρισα πριν πολλά χρόνια και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό.
Η παρουσία τους και κυρίως η μαρτυρία τους ήταν και παραμένει μία σημαντική στιγμή για τον άνθρωπο που δεν παρέδωσε τη ψυχή και τη ζωή του, που αναζητά σε κάθε λεπτό ιδανικά και ζωή, φως και αλήθεια.
Την Χαρίτα Μάντολες, την είδα ξανά στις φωτογραφίες από την εκδήλωση στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, εκεί όπου έχουμε βρεθεί πολλές φορές μαζί. Την είδα όπως τη βλέπω χρόνια τώρα μαυροντυμένη να κρατά από το 1974 τις φωτογραφίες των αγαπημένων της 12 μελών της οικογένειάς της και να πρωτοστατεί, πάντα παρούσα στις αντικατοχικές εκδηλώσεις να δίνει θάρρος και στις άλλες γυναίκες.
Η Χαρίτα Μάντολες μέχρι τον Ιούλιο του 1974 ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα, πλάι στον αγαπημένο της σύζυγο Αντρίκο και τα δύο παιδιά τους, ζούσαν στο χωριό Ελιά, της επαρχίας Κερύνειας. Είδε μαζί με τις αδελφές της να εκτελούν εν ψυχρώ οι Τούρκοι στρατιώτες τον πατέρα της Νεόφυτο, τον σύζυγό της Ανδρέα και τους δύο γαμπρούς της, Θεόδωρο και Φοίβο, ενώ με τη γενναιότητά της κατάφερε να σώσει το μικρό της αγοράκι.
Μετά από 34 χρόνια της παραδόθηκαν μια χούφτα οστά: δυο πόδια, ένα χέρι… χωρίς κορμί, χωρίς κρανίο. Ό,τι πήρε τα έθαψε:«Ευχαριστώ, Άγιε Θεέ, που με αξίωσες. Έτσι έθελα να θάψω ό,τι απόμεινε από σένα Αντρίκο μου»… είπε η Χαρίτα κρατώντας στο ένα χέρι την ελληνική και την κυπριακή σημαία και στο άλλο ένα δάφνινο στεφάνι.
«Τον άντρα μου τον σκότωσαν οι Τούρκοι, έπεσε κάτω, δεν με άφησαν να τον αγγίξω να δω αν ήταν νεκρός ή ζωντανός, το μωρό μου όμως ήταν πάνω στο σβέρκο του πληγωμένο, έτρεχαν τα αίματα του, φώναζε ‘μπαμ μπαμ παπά μου’, κοιτούσε με τα ματάκια του γουρλωμένα,γύρω-γύρω, δεν περπατούσε, κι οι Τούρκοι δεν με άφηναν να το πιάσω. Εγώ φώναζα, θέλω τον γιο μου, θέλω το μωρό μου, το μωρό μου, οι Τούρκοι με έσπρωχναν πίσω. Κουράστηκε ένας Τούρκος να με ακούει και έπιασε το μωρό από το χεράκι και μου το πέταξε μακριά μέσα στα αγκάθια. Τον διεκδίκησα και τον πήρα, αν δεν τον διεκδικούσα θα ήταν αγνοούμενος ο γιος μου. Γι’ αυτό λέω πρέπει να διεκδικούμε και πρέπει να αφήσουμε την πολυθρόνα και τον καναπέ και να βγούμε έξω στους δρόμους να πάμε εκεί στο Προεδρικό και να φωνάξουμε εμείς θέλουμε δίκαιη λύση, απελευθέρωση του τόπου μας, οι ρίζες μας είναι εκεί, εμένα στο χωριό μου την Ελιά, στον Καραβά, στην Όρκα, στην Κερύνεια μας. Θέλουμε να καταδικαστούν όσοι τους εσκοτώσαν».
Στη "λύση" για την Κύπρο, στις συζητήσεις στην Ελβετία, υπάρχει η Χαρίτα, η Ελένη, οι αγνοούμενοι, οι πρόσφυγες, η αλήθεια, η Ελευθερία;
Τη Χαρίτα Μάντολες, την Ελένη Φωκά, τις αγωνιζόμενες γυναίκες των οδοφραγμάτων και των πλατειών, τις μάνες και τις γυναίκες των αγνοουμένων, τις δασκάλες των παιδιών στα κατεχόμενα, τις γνώρισα πριν πολλά χρόνια και ευχαριστώ τον Θεό για αυτό.
Η παρουσία τους και κυρίως η μαρτυρία τους ήταν και παραμένει μία σημαντική στιγμή για τον άνθρωπο που δεν παρέδωσε τη ψυχή και τη ζωή του, που αναζητά σε κάθε λεπτό ιδανικά και ζωή, φως και αλήθεια.
Την Χαρίτα Μάντολες, την είδα ξανά στις φωτογραφίες από την εκδήλωση στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, εκεί όπου έχουμε βρεθεί πολλές φορές μαζί. Την είδα όπως τη βλέπω χρόνια τώρα μαυροντυμένη να κρατά από το 1974 τις φωτογραφίες των αγαπημένων της 12 μελών της οικογένειάς της και να πρωτοστατεί, πάντα παρούσα στις αντικατοχικές εκδηλώσεις να δίνει θάρρος και στις άλλες γυναίκες.
Η Χαρίτα Μάντολες μέχρι τον Ιούλιο του 1974 ήταν μια ευτυχισμένη γυναίκα, πλάι στον αγαπημένο της σύζυγο Αντρίκο και τα δύο παιδιά τους, ζούσαν στο χωριό Ελιά, της επαρχίας Κερύνειας. Είδε μαζί με τις αδελφές της να εκτελούν εν ψυχρώ οι Τούρκοι στρατιώτες τον πατέρα της Νεόφυτο, τον σύζυγό της Ανδρέα και τους δύο γαμπρούς της, Θεόδωρο και Φοίβο, ενώ με τη γενναιότητά της κατάφερε να σώσει το μικρό της αγοράκι.
Μετά από 34 χρόνια της παραδόθηκαν μια χούφτα οστά: δυο πόδια, ένα χέρι… χωρίς κορμί, χωρίς κρανίο. Ό,τι πήρε τα έθαψε:«Ευχαριστώ, Άγιε Θεέ, που με αξίωσες. Έτσι έθελα να θάψω ό,τι απόμεινε από σένα Αντρίκο μου»… είπε η Χαρίτα κρατώντας στο ένα χέρι την ελληνική και την κυπριακή σημαία και στο άλλο ένα δάφνινο στεφάνι.
«Τον άντρα μου τον σκότωσαν οι Τούρκοι, έπεσε κάτω, δεν με άφησαν να τον αγγίξω να δω αν ήταν νεκρός ή ζωντανός, το μωρό μου όμως ήταν πάνω στο σβέρκο του πληγωμένο, έτρεχαν τα αίματα του, φώναζε ‘μπαμ μπαμ παπά μου’, κοιτούσε με τα ματάκια του γουρλωμένα,γύρω-γύρω, δεν περπατούσε, κι οι Τούρκοι δεν με άφηναν να το πιάσω. Εγώ φώναζα, θέλω τον γιο μου, θέλω το μωρό μου, το μωρό μου, οι Τούρκοι με έσπρωχναν πίσω. Κουράστηκε ένας Τούρκος να με ακούει και έπιασε το μωρό από το χεράκι και μου το πέταξε μακριά μέσα στα αγκάθια. Τον διεκδίκησα και τον πήρα, αν δεν τον διεκδικούσα θα ήταν αγνοούμενος ο γιος μου. Γι’ αυτό λέω πρέπει να διεκδικούμε και πρέπει να αφήσουμε την πολυθρόνα και τον καναπέ και να βγούμε έξω στους δρόμους να πάμε εκεί στο Προεδρικό και να φωνάξουμε εμείς θέλουμε δίκαιη λύση, απελευθέρωση του τόπου μας, οι ρίζες μας είναι εκεί, εμένα στο χωριό μου την Ελιά, στον Καραβά, στην Όρκα, στην Κερύνεια μας. Θέλουμε να καταδικαστούν όσοι τους εσκοτώσαν».
Στη "λύση" για την Κύπρο, στις συζητήσεις στην Ελβετία, υπάρχει η Χαρίτα, η Ελένη, οι αγνοούμενοι, οι πρόσφυγες, η αλήθεια, η Ελευθερία;
Το βιβλίο της Ευρυδίκης Περικλέους-Παπαδοπούλου με τίτλο «Ως Αληθώς: Η ζωή της Χαρίτας Μάντολες» από τις εκδόσεις Νεφέλη
Ανάρτηση από: http://malkidis.blogspot.gr