Του Ρούντι Ρινάλντι
Ορισμένοι μελετητές, θέλοντας να αναλύσουν την τυπολογία του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, κάνουν λόγο για «τριπολικό κομματικό σύστημα με δικομματική δυναμική αντιπαράθεσης», για «τρικομματισμό με διπολική δυναμική» ή και για «απόλυτο πολωμένο τρικομματισμό». Ο τρίτος παράγοντας, το «τρίτο πρόσωπο», είναι φυσικά η Αριστερά.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο δικομματισμός κυριάρχησε, συγκεντρώνοντας ποσοστά της τάξης του 80% του εκλογικού σώματος. Πάντα όμως υπήρχε ένας ακόμα πόλος, συμπληρωματικός προς το μεταπολιτευτικό σύστημα, εκφραζόμενος από τις δυνάμεις που αναφέρονταν στην Αριστερά.
Οι προσεγγίσεις που προαναφέραμε, όμως, δεν είναι οι μόνες. Αρκετοί άλλοι αναλυτές θεωρούν τον ρόλο της Αριστεράς κατά την περίοδο 1974-2010 περιθωριακό ή μη ουσιαστικό, παρουσιάζοντάς την περίπου σαν έναν «φτωχό συγγενή» στο πολιτικό σκηνικό.
Η σταθερότητα, αλλά και οι μεταβολές και εναλλαγές της περιόδου, δεν μπορούν όμως να ερμηνευτούν χωρίς να εντοπιστεί η οργανική σχέση που είχε με το μεταπολιτευτικό καθεστώς η σύνολη Αριστερά και η ιδιαίτερη στήριξη των κομμάτων της (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ. και αργότερα ΣΥΝ) προς το σύστημα.
Αν θέλουμε να κάνουμε μια γενική παρατήρηση, ο ρόλος της Αριστεράς στην περίοδο 1974-2010 είναι συμπληρωματικός και σταθεροποιητικός. Η συμπληρωματικότητα εκφράζεται με την αποδοχή των ορίων που έθεταν οι αστικές δυνάμεις (και οι συμβιβασμοί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις), ενώ συνομολογούνταν τα ειδικά κοινωνικά και πολιτικά συμβόλαια που λειτούργησαν (λύση Καραμανλή και αργότερα «αλλαγή» ΠΑΣΟΚ).
Η συμπληρωματικότητα αυτή, δεν τροποποιείται ούτε την εποχή που για πρώτη φορά, σε επίπεδο μεταπολεμικής δυτικοευρωπαϊκής χώρας, η Αριστερά παίρνει μέρος σε κυβερνητικά σχήματα, πρώτα με την Ν.Δ. (κυβέρνηση Τζανετάκη) και μετά με Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μαζί (οικουμενική Ζολώτα). Οι κυβερνήσεις αυτές δεν ήταν άχρωμες ή «αόρατες», όπως αρέσκονται να τις παρουσιάζουν εκ των υστέρων, αλλά οριοθέτησαν την είσοδο της Ελλάδας στην περιοχή του ανοικτού νεοφιλελευθερισμού των δεκαετιών του ’90 και του 2000 (τριετία Μητσοτάκη, Σημητικός εκσυγχρονισμός, κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή).
Η σταθεροποιητική λειτουργία της Αριστεράς προς το σύστημα, συνίσταται στον ειδικό ρόλο τιθάσευσης και αποπροσανατολισμού του λαϊκού κινήματος και στη συνειδητή άρνηση να εκτιμήσει ή να αξιοποιήσει προς μια άλλη πορεία τον έντονο ριζοσπαστισμό που είχε εκδηλωθεί ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και όχι μόνο: Πρωταγωνίστησε σε πολλές περιπτώσεις στην συκοφάντηση αγώνων και στον πυροσβεστικό ρόλο απέναντι στις διαθέσεις που εμφανίστηκαν, ενώ δημιούργησε «υγειονομικές ζώνες» απέναντι σε αγωνιστικές δυνάμεις. Η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» λανσαρίστηκε ώστε να θεωρηθούν όλοι οι σημαντικοί αγώνες μετά το 1974 ως έργο αριστεριστών και υπολειμμάτων της χούντας, ενώ παντού ανακαλύπτονταν «προβοκάτορες». Ο έλεγχος εκ των άνω και ο ευνουχισμός αγωνιστικών διαθέσεων, η καθυπόταξη της διαθεσιμότητας ενός ευρύτατου δυναμικού σε μια ανούσια κομματική οικοδόμηση που επένδυε μόνο στην κοινοβουλευτική και γραφειοκρατική ποδηγέτηση, η έμφαση στην δημιουργία μηχανισμών, όλα αυτά έδωσαν σοβαρές σταθεροποιητικές ανάσες εν γένει στο σύστημα. Αυτός είναι και ο λόγος που απέσπασε τα εύσημα της υποτιθέμενης «απέναντι» πλευράς για τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που έδειξε.
Ο συμπληρωματικός και σταθεροποιητικός ρόλος της Αριστεράς στο μεταπολιτευτικό πλαίσιο, δημιούργησε ειδικές σχέσεις με δυνάμεις του κατεστημένου. Ορισμένοι δε χειρισμοί, την οδήγησαν να έχει μια αποδοχή αξιοζήλευτη σε μια περίοδο (1989-91) που παγκοσμίως τέθηκε σε «καραντίνα». Η ελληνική Αριστερά δεν ένοιωσε καμιά πίεση για τις σχέσεις της με τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» την εποχή που κατέρρεε, και μάλιστα σε αυτήν την περίοδο δημιουργεί πιο οργανικούς δεσμούς με το σύστημα, μετέχοντας σε κυβερνητικά σχήματα. Το ιταλικό PCI, που από νωρίς είχε διαχωρίσει την θέση του από την ΕΣΣΔ και ήταν οργανικό κόμμα του ιταλικού συστήματος, δέχθηκε έντονη επίθεση, βγήκαν στην φόρα λογαριασμοί και σκοτεινές υποθέσεις, έγιναν δίκες για «κόκκινα εγκλήματα» σε διάφορες περιοχές κ.λπ. Ένα ειδικό αντικομμουνιστικό ρεύμα και μια έντονη πίεση υπήρξε εκείνα τα χρόνια παντού εκτός από την Ελλάδα. Αντίθετα, εδώ η Αριστερά γίνεται πιο οργανικό τμήμα του συστήματος. Ο ρόλος του Χαρίλαου Φλωράκη είναι καταλυτικός και για τους χειρισμούς αλλά και για τις συμφωνίες που γίνονται. Αυτά τα γνωρίζουν βεβαίως όσοι τιμούν το «καπετάνιο» στην αετοφωλιά του (π.χ. Λαφαζάνης-ΛΑΕ). Οι δεσμοί είναι τέτοιοι και τόσοι που ο Ν. Κωνσταντόπουλος (πρόεδρος του ΣΥΝ που θα ψηφίσει και τη συνθήκη Μάαστριχτ) περιοδεύει την επόμενη περίοδο στις βαλκανικές πρωτεύουσες σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος των Πασοκικών κυβερνήσεων σε πλήρη συνεννόηση με το υπουργείο Εξωτερικών, ενώ αργότερα πιστεύει βάσιμα ότι μπορεί ο Καραμανλής να τον προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας…
Η ελληνική Αριστερά έχει μια ακόμα ιδιομορφία: Οι δύο επίσημες εκδοχές της (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ.) έδιναν η μια στην άλλη πολλά επιχειρήματα για τον εγκλωβισμό δυνάμεων στα πλαίσιά τους. Ο δογματισμός και η προσκόλληση στον «υπαρκτό» έδινε την δυνατότητα στο ΚΚΕ εσωτ. να μαζεύει ένα δυναμικό ευαίσθητο και κριτικό προς αυτές τις πλευρές, ενώ η πιο ανοιχτά «δεξιά» οπορτουνιστική γραμμή του ΚΚΕ εσωτ. έδινε προσχήματα στο ΚΚΕ ότι μάχεται ενάντια στον «δεξιό αναθεωρητισμό». Ο εμφύλιος ανάμεσα στις παρατάξεις αυτές (όπως και ο ανοικτός πόλεμος και σε άλλες εκφράσεις της Αριστεράς στην Ελλάδα) ήταν ένας από τους λόγους απομάκρυνσης από την Αριστερά.
Ιδεολογικός και πολιτικός ευνουχισμός
Ο συμπληρωματικός και σταθεροποιητικός ρόλος της Αριστεράς δεν έγινε σε «εργαστηριακό περιβάλλον», ούτε αφορούσε μια γενική θεωρητική ή ιδεολογική συζήτηση. Έγινε μέσα από την παρέμβαση και την πολιτική που αυτή ακολούθησε. Σε καμιά περίπτωση –στα χρόνια που εξετάζουμε- δεν διανοήθηκε για τον εαυτό της έναν αυτόνομο ρόλο (ένας τέτοιος ρόλος δεν θα πρέπει να συγχέεται με την σφοδρή αυτοαναφορικότητα, τον απεχθή σεχταρισμό και την καταγγελιολογία), δεν κατέθεσε καμιά πραγματική εναλλακτική πρόταση για τη χώρα και την κοινωνία, δεν πρόβαλλε κάποια ιδέα και πολιτική που να συγκινούσε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Ο ιδεολογικός και πολιτικός ευνουχισμός ήταν αποτέλεσμα ορισμένων ιδεών και επιλογών, με δύο από αυτές να έχουν κεντρική θέση:
Α) Η στήριξη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η μία πλευρά (ΚΚΕ) το έκανε με ιδιαίτερη θέρμη, φανατισμό και δογματισμό, σε πλήρη ιδεολογική και πολιτική εξάρτηση από την σοβιετική πολιτική (ο Κώστας Κάππος είναι ο μόνος από τον χώρο αυτό που μίλησε ανοικτά για το ζήτημα όταν παραιτήθηκε κι αποχώρησε από το ΚΚΕ λόγω της συνεργασίας με την Ν.Δ. Πολύ αργότερα ο Γρηγόρης Φαράκος, που διετέλεσε για λίγο και γραμματέας του ΚΚΕ, θα κάνει λόγο και εκείνος για αυτές τις σχέσεις, από άλλη αφετηρία και καταλήγοντας σε άλλα συμπεράσματα). Η άλλη πλευρά, το ΚΚΕ εσωτ., παρ’ όλο που διαφοροποιήθηκε από το αυστηρά σοβιετικό μοντέλο, εντούτοις πλάσαρε κι αυτό σαν σοσιαλισμό καθεστώτα όπως του Τσαουσέσκου, με το οποίο διατηρούσε τις ειδικές σχέσεις που όλοι γνωρίζουμε.
Ωστόσο, και οι δύο πτέρυγες «πέταξαν την σκούφια τους» από χαρά με την πολιτική Γκορμπατσόφ. Δεν κατάλαβαν (ή έκαναν πως δεν κατάλαβαν) ότι αυτή άνοιγε τον δρόμο για την τυπική παλινόρθωση του καπιταλισμού στις χώρες του «υπαρκτού» σε πλήρη συνεργασία με την Δύση και τις τοπικές μαφίες – ολιγαρχίες – σατραπείες που είχαν δυναμώσει την προηγούμενη περίοδο της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης»…
Β) Η με ασίγαστο πάθος στήριξη του ΠΑΣΟΚ και της «αλλαγής» σαν μοναδικής προοπτικής για την ελληνική κοινωνία.
Η στήριξη που έδωσε η επίσημη Αριστερά στον Ανδρέα Παπανδρέου, είναι κραυγαλέα και πηγάζει από τα προδικτατορικά σχήματα υπαγωγής σε κεντρώες δυνάμεις με το σκεπτικό ότι δεν είναι εφικτό η Αριστερά να παίξει έναν αυτόνομο πολιτικό ρόλο. Η πολιτική της «ουράς» μιας πτέρυγας της αστικής τάξης, ήταν η πολιτική γραμμή που πρότειναν με όλους τους τρόπους και οι δύο εκδοχές της Αριστεράς.
Η πολιτική της «υπευθυνότητας», έφτασε μέχρι το σημείο να εφευρίσκουν ακόμα και «πολιτικές» συνεργασίας με την Δεξιά σε ειδικές συνθήκες (όπως η προβολή της περίφημης «ΕΑΔΕ» από το ΚΚΕ εσωτ., και η υποστήριξη της «κάθαρσης» από ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ. το 1989).
Η παράδοση προς το ΠΑΣΟΚ, πάντως, στα χρόνια πριν και μετά το 1981, αλλά και αργότερα, ήταν μεγάλης εμβέλειας και δημιούργησε άλλους όρους. Η ελληνική Αριστερά βούτηξε στα νερά της ευμάρειας και του κράτους δανεισμού, όπως και στα Σημιτικά οράματα για τα Βαλκάνια, την Ολυμπιάδα του 2004 κ.λπ. Ο «κυβερνητισμός» της εποχής εκείνης, είχε πάντα τα χαρακτηριστικά της συμπληρωματικότητας, και πιο λαϊκά ειπωμένο, της «τσόντας» σε κυβερνητικά σχήματα.
***
Τα όσα θα ακολουθήσουν στην μνημονιακή εποχή δεν είναι άσχετα από την πορεία της αριστεράς στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Ορισμένα χαρακτηριστικά θα ενταθούν και άλλα θα ατονήσουν, το γενικό όμως φόντο θα είναι η μεγαλύτερη διάλυση και ευνουχισμός του λαϊκού παράγοντα, μέσω του κυβερνητισμού (πλήρης συστημική απορρόφηση) από τη μια και του σεχταρισμού της ακινησίας από την άλλη. Καμία προοπτική, κανένα μέλλον ή σχέδιο για την ελληνική κοινωνία και τη χώρα. Η επιλογή μοιάζει να είναι ανάμεσα στην «έξοδο στις αγορές» εδώ και τώρα και την «λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία» κάποτε. Επί του παρόντος, όλοι μαζί στον προεδρικό κήπο να τιμήσουμε σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα την επέτειο της μεταπολίτευσης…
Η άλλη αριστερά
Στην χώρα μας δεν υπήρξαν μόνο οι δύο επίσημες παρατάξεις της Αριστεράς. Υπήρξε και μία άλλη Αριστερά, ας την πούμε κατ’ αρχάς εξωκοινοβουλευτική (αφού έδρασε κυρίως εξωκοινοβουλευτικά) και είχε διάφορες μορφές στις περιόδους της μεταπολίτευσης.
Από το 1974 έως το 1982 λειτούργησε κυρίως μέσω οργανώσεων μαοϊκής κατεύθυνσης ΚΚΕ (μ-λ) και ΕΚΚΕ, ενώ στα χρόνια 1978-1979 σημαντικό μέρος της νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού αποχωρεί από τον οργανισμό αυτό και δημιουργεί την Β’ Πανελλαδική, που κι αυτή δραστηριοποιείται στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο με έναν ιδιαίτερο ρόλο στην θεωρητική αναζήτηση.
Από τις αρχές του ’80 δοκιμάζεται το συσπειρωσιακό μοντέλο, ιδιαίτερα στους φοιτητικούς χώρους, και μπορούμε να πούμε πως ο χώρος των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών άσκησε έναν ρόλο κριτικής στον ΠΑΣΟΚισμό με ορισμένους μαζικούς όρους και αυτό σε αντίθεση με την ΚΝΕ και τον Ρήγα Φεραίο (νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού) που στήριζαν με πάθος μαζί με την νεολαία ΠΑΣΟΚ την κυβερνητική γραμμή. Κι αυτά μέχρι το τέλος του 1987.
Μετά άρχισαν διάφορες απόπειρες σύνδεσης με μια πιο «άγρια» νεολαία και έγιναν δύο συναντήσεις. Μία με τον αντιεξουσιαστικό χώρο και μία με το τμήμα που αποσπάστηκε από το ΚΚΕ, το ΝΑΡ. Τα διάφορα εγχειρήματα δεν είχαν τότε έναν προγραμματικό λόγο μπροστά σε μεγάλες αλλαγές που γίνονταν στο κόσμο. Διάφορες απόπειρες εκλογικής καταγραφής σχημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν έχουν επιτυχία και έτσι οι φορείς φυτοζωούν.
Στην δεκαετία του ’80 εμφανίζεται και μαζικοποιείται αρκετά και ο χώρος των Οικολόγων που κι αυτός θα δοκιμαστεί διπλά: μέσα από την κοινοβουλευτική παρουσία και τα καθήκοντα που αυτή θέτει και στην έλλειψη γενικότερων αναφορών για σημαντικά γεωπολιτικά ζητήματα που θα προκύψουν στα χρόνια 1989-1992.
Στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000 η ΚΟΕ έχει συσπειρώσει αρκετές δυνάμεις και στη βάση της συμμετοχής στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και σε μια αντισεχταριστική κατεύθυνση δημιουργεί κάποιες εκπλήξεις και παίρνει μέρος σε εγχειρήματα της ευρύτερης Αριστεράς και στον ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλη την ανάπτυξή της δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα αυξημένα και πιο πολύπλοκα καθήκοντα που έθεσε η μνημονιακή περίοδος και δοκίμασε μια σειρά από κρίσεις. Φάνηκε πολιτικά και ιδεολογικά ανέτοιμη για μια πιο απαιτητική πολιτική.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου ορισμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δημιουργούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αντιγράφοντας ορισμένα πράγματα από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ) που έχει μια κοινωνική και πανελλαδική διάσταση. Τέλος, η αποχώρηση ενός δυναμικού από τον ΣΥΡΙΖΑ δίνει ζωή σε μια μικρογραφία του, την ΛΑΕ.
Αυτό το πολύ χοντροκομμένο περίγραμμα, (χοντροκομμένο γιατί υπήρξε πληθώρα οργανώσεων και προσπαθειών στα 36 αυτά χρόνια) περιγράφει τις πλέον σημαντικές απόπειρες. Σε γενικές γραμμές αυτή η άλλη Αριστερά είχε ορισμένα χαρακτηριστικά που πρέπει να μνημονευτούν.
Ήταν από την άλλη πλευρά του ποταμού, δεν ήταν συστημική, είχε αγωνιστικά χαρακτηριστικά, προώθησε αγώνες, αντιμετώπισε διώξεις, έδωσε μάχες π.χ. η κατάργηση του νόμου 815 με το κίνημα των καταλήψεων του 1979 ήταν η μόνη νίκη που καταφέρθηκε στην κυβέρνηση του Καραμανλή από το λαϊκό κίνημα. Άνοιξε θεματολογίες και μέτωπα σε πολλά επίπεδα και συγκρούστηκε ιδεολογικά με τις θεωρίες που πρόβαλλε η επίσημη Αριστερά.
Δεν μπόρεσε να παράξει πολιτική, «υπήρχε» μέσα από ένα διογκωμένο πλέγμα υπερπολιτικής και υπεριδεολογικοποίησης όλων των ζητημάτων (στις καλές εποχές), σεχταρισμού και αυτοαναφορικότητας, δεν διέθετε μια μαζική πολιτική και μια πολιτική συμμαχιών κι ανοιγμάτων, κατασπαταλήθηκε και σε μικρούς εμφύλιους. Γνώρισε κρίσεις και από την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος αλλά και των διαφόρων κέντρων του. Μπήκε σε κρίση και ένοιωσε κύματα διάλυσης στην δεκαετία του ’80. Τα τμήματα που αποσπάστηκαν από τους επίσημους φορείς ιδιαίτερα αυτά που προέρχονταν από το ΚΚΕ δεν μπόρεσαν ποτέ να δουν αυτοκριτικά και σε βάθος το ρόλο τους σε ολόκληρη την μεταπολίτευση και έφεραν-έμπασαν από το παράθυρο τη μέθοδο του καπελώματος και του ελέγχου διαφόρων εγχειρημάτων.
Ο ακτιβισμός, ο εμπειρισμός και ο πρακτικισμός ήταν ορισμένες βασικές ασθένειες που εμπόδισαν το πολιτικό προχώρημα και την πολιτική ωρίμανση αυτού του χώρου. Όταν εξέλιπαν οι προγραμματικές τοποθετήσεις και ορισμένοι ιδεολογικοί όροι, τότε ο δρόμος για τη ενσωμάτωση ήταν διάπλατος ειδικά για ηγετικά στελέχη των χώρων αυτών. Ο αντιδιανοουμενισμός και ο δογματισμός εμπόδισαν και τους χώρους αυτούς να παράξουν αναλύσεις και υποθέσεις για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Αργότερα, οι όποιες εργασίες χρησίμευαν περισσότερο σε μια προσωπική ακαδημαϊκή ανέλιξη, παρά στο να φωτίσουν ορισμένα συλλογικά εγχειρήματα.
Το σημείωμα αυτό δεν υπεισέρχεται στην πολιτική συμπεριφορά, τις ευκαιρίες, τις αποτυχίες όλης της Αριστεράς στα μνημονιακά χρόνια.
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr
Ορισμένοι μελετητές, θέλοντας να αναλύσουν την τυπολογία του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση, κάνουν λόγο για «τριπολικό κομματικό σύστημα με δικομματική δυναμική αντιπαράθεσης», για «τρικομματισμό με διπολική δυναμική» ή και για «απόλυτο πολωμένο τρικομματισμό». Ο τρίτος παράγοντας, το «τρίτο πρόσωπο», είναι φυσικά η Αριστερά.
Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, ο δικομματισμός κυριάρχησε, συγκεντρώνοντας ποσοστά της τάξης του 80% του εκλογικού σώματος. Πάντα όμως υπήρχε ένας ακόμα πόλος, συμπληρωματικός προς το μεταπολιτευτικό σύστημα, εκφραζόμενος από τις δυνάμεις που αναφέρονταν στην Αριστερά.
Οι προσεγγίσεις που προαναφέραμε, όμως, δεν είναι οι μόνες. Αρκετοί άλλοι αναλυτές θεωρούν τον ρόλο της Αριστεράς κατά την περίοδο 1974-2010 περιθωριακό ή μη ουσιαστικό, παρουσιάζοντάς την περίπου σαν έναν «φτωχό συγγενή» στο πολιτικό σκηνικό.
Η σταθερότητα, αλλά και οι μεταβολές και εναλλαγές της περιόδου, δεν μπορούν όμως να ερμηνευτούν χωρίς να εντοπιστεί η οργανική σχέση που είχε με το μεταπολιτευτικό καθεστώς η σύνολη Αριστερά και η ιδιαίτερη στήριξη των κομμάτων της (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσωτ. και αργότερα ΣΥΝ) προς το σύστημα.
Αν θέλουμε να κάνουμε μια γενική παρατήρηση, ο ρόλος της Αριστεράς στην περίοδο 1974-2010 είναι συμπληρωματικός και σταθεροποιητικός. Η συμπληρωματικότητα εκφράζεται με την αποδοχή των ορίων που έθεταν οι αστικές δυνάμεις (και οι συμβιβασμοί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις), ενώ συνομολογούνταν τα ειδικά κοινωνικά και πολιτικά συμβόλαια που λειτούργησαν (λύση Καραμανλή και αργότερα «αλλαγή» ΠΑΣΟΚ).
Η συμπληρωματικότητα αυτή, δεν τροποποιείται ούτε την εποχή που για πρώτη φορά, σε επίπεδο μεταπολεμικής δυτικοευρωπαϊκής χώρας, η Αριστερά παίρνει μέρος σε κυβερνητικά σχήματα, πρώτα με την Ν.Δ. (κυβέρνηση Τζανετάκη) και μετά με Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μαζί (οικουμενική Ζολώτα). Οι κυβερνήσεις αυτές δεν ήταν άχρωμες ή «αόρατες», όπως αρέσκονται να τις παρουσιάζουν εκ των υστέρων, αλλά οριοθέτησαν την είσοδο της Ελλάδας στην περιοχή του ανοικτού νεοφιλελευθερισμού των δεκαετιών του ’90 και του 2000 (τριετία Μητσοτάκη, Σημητικός εκσυγχρονισμός, κυβερνήσεις Κώστα Καραμανλή).
Η σταθεροποιητική λειτουργία της Αριστεράς προς το σύστημα, συνίσταται στον ειδικό ρόλο τιθάσευσης και αποπροσανατολισμού του λαϊκού κινήματος και στη συνειδητή άρνηση να εκτιμήσει ή να αξιοποιήσει προς μια άλλη πορεία τον έντονο ριζοσπαστισμό που είχε εκδηλωθεί ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και όχι μόνο: Πρωταγωνίστησε σε πολλές περιπτώσεις στην συκοφάντηση αγώνων και στον πυροσβεστικό ρόλο απέναντι στις διαθέσεις που εμφανίστηκαν, ενώ δημιούργησε «υγειονομικές ζώνες» απέναντι σε αγωνιστικές δυνάμεις. Η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» λανσαρίστηκε ώστε να θεωρηθούν όλοι οι σημαντικοί αγώνες μετά το 1974 ως έργο αριστεριστών και υπολειμμάτων της χούντας, ενώ παντού ανακαλύπτονταν «προβοκάτορες». Ο έλεγχος εκ των άνω και ο ευνουχισμός αγωνιστικών διαθέσεων, η καθυπόταξη της διαθεσιμότητας ενός ευρύτατου δυναμικού σε μια ανούσια κομματική οικοδόμηση που επένδυε μόνο στην κοινοβουλευτική και γραφειοκρατική ποδηγέτηση, η έμφαση στην δημιουργία μηχανισμών, όλα αυτά έδωσαν σοβαρές σταθεροποιητικές ανάσες εν γένει στο σύστημα. Αυτός είναι και ο λόγος που απέσπασε τα εύσημα της υποτιθέμενης «απέναντι» πλευράς για τη σοβαρότητα και την υπευθυνότητα που έδειξε.
Ο συμπληρωματικός και σταθεροποιητικός ρόλος της Αριστεράς στο μεταπολιτευτικό πλαίσιο, δημιούργησε ειδικές σχέσεις με δυνάμεις του κατεστημένου. Ορισμένοι δε χειρισμοί, την οδήγησαν να έχει μια αποδοχή αξιοζήλευτη σε μια περίοδο (1989-91) που παγκοσμίως τέθηκε σε «καραντίνα». Η ελληνική Αριστερά δεν ένοιωσε καμιά πίεση για τις σχέσεις της με τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» την εποχή που κατέρρεε, και μάλιστα σε αυτήν την περίοδο δημιουργεί πιο οργανικούς δεσμούς με το σύστημα, μετέχοντας σε κυβερνητικά σχήματα. Το ιταλικό PCI, που από νωρίς είχε διαχωρίσει την θέση του από την ΕΣΣΔ και ήταν οργανικό κόμμα του ιταλικού συστήματος, δέχθηκε έντονη επίθεση, βγήκαν στην φόρα λογαριασμοί και σκοτεινές υποθέσεις, έγιναν δίκες για «κόκκινα εγκλήματα» σε διάφορες περιοχές κ.λπ. Ένα ειδικό αντικομμουνιστικό ρεύμα και μια έντονη πίεση υπήρξε εκείνα τα χρόνια παντού εκτός από την Ελλάδα. Αντίθετα, εδώ η Αριστερά γίνεται πιο οργανικό τμήμα του συστήματος. Ο ρόλος του Χαρίλαου Φλωράκη είναι καταλυτικός και για τους χειρισμούς αλλά και για τις συμφωνίες που γίνονται. Αυτά τα γνωρίζουν βεβαίως όσοι τιμούν το «καπετάνιο» στην αετοφωλιά του (π.χ. Λαφαζάνης-ΛΑΕ). Οι δεσμοί είναι τέτοιοι και τόσοι που ο Ν. Κωνσταντόπουλος (πρόεδρος του ΣΥΝ που θα ψηφίσει και τη συνθήκη Μάαστριχτ) περιοδεύει την επόμενη περίοδο στις βαλκανικές πρωτεύουσες σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος των Πασοκικών κυβερνήσεων σε πλήρη συνεννόηση με το υπουργείο Εξωτερικών, ενώ αργότερα πιστεύει βάσιμα ότι μπορεί ο Καραμανλής να τον προτείνει για Πρόεδρο της Δημοκρατίας…
Η ελληνική Αριστερά έχει μια ακόμα ιδιομορφία: Οι δύο επίσημες εκδοχές της (ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ.) έδιναν η μια στην άλλη πολλά επιχειρήματα για τον εγκλωβισμό δυνάμεων στα πλαίσιά τους. Ο δογματισμός και η προσκόλληση στον «υπαρκτό» έδινε την δυνατότητα στο ΚΚΕ εσωτ. να μαζεύει ένα δυναμικό ευαίσθητο και κριτικό προς αυτές τις πλευρές, ενώ η πιο ανοιχτά «δεξιά» οπορτουνιστική γραμμή του ΚΚΕ εσωτ. έδινε προσχήματα στο ΚΚΕ ότι μάχεται ενάντια στον «δεξιό αναθεωρητισμό». Ο εμφύλιος ανάμεσα στις παρατάξεις αυτές (όπως και ο ανοικτός πόλεμος και σε άλλες εκφράσεις της Αριστεράς στην Ελλάδα) ήταν ένας από τους λόγους απομάκρυνσης από την Αριστερά.
Ιδεολογικός και πολιτικός ευνουχισμός
Ο συμπληρωματικός και σταθεροποιητικός ρόλος της Αριστεράς δεν έγινε σε «εργαστηριακό περιβάλλον», ούτε αφορούσε μια γενική θεωρητική ή ιδεολογική συζήτηση. Έγινε μέσα από την παρέμβαση και την πολιτική που αυτή ακολούθησε. Σε καμιά περίπτωση –στα χρόνια που εξετάζουμε- δεν διανοήθηκε για τον εαυτό της έναν αυτόνομο ρόλο (ένας τέτοιος ρόλος δεν θα πρέπει να συγχέεται με την σφοδρή αυτοαναφορικότητα, τον απεχθή σεχταρισμό και την καταγγελιολογία), δεν κατέθεσε καμιά πραγματική εναλλακτική πρόταση για τη χώρα και την κοινωνία, δεν πρόβαλλε κάποια ιδέα και πολιτική που να συγκινούσε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού.
Ο ιδεολογικός και πολιτικός ευνουχισμός ήταν αποτέλεσμα ορισμένων ιδεών και επιλογών, με δύο από αυτές να έχουν κεντρική θέση:
Α) Η στήριξη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η μία πλευρά (ΚΚΕ) το έκανε με ιδιαίτερη θέρμη, φανατισμό και δογματισμό, σε πλήρη ιδεολογική και πολιτική εξάρτηση από την σοβιετική πολιτική (ο Κώστας Κάππος είναι ο μόνος από τον χώρο αυτό που μίλησε ανοικτά για το ζήτημα όταν παραιτήθηκε κι αποχώρησε από το ΚΚΕ λόγω της συνεργασίας με την Ν.Δ. Πολύ αργότερα ο Γρηγόρης Φαράκος, που διετέλεσε για λίγο και γραμματέας του ΚΚΕ, θα κάνει λόγο και εκείνος για αυτές τις σχέσεις, από άλλη αφετηρία και καταλήγοντας σε άλλα συμπεράσματα). Η άλλη πλευρά, το ΚΚΕ εσωτ., παρ’ όλο που διαφοροποιήθηκε από το αυστηρά σοβιετικό μοντέλο, εντούτοις πλάσαρε κι αυτό σαν σοσιαλισμό καθεστώτα όπως του Τσαουσέσκου, με το οποίο διατηρούσε τις ειδικές σχέσεις που όλοι γνωρίζουμε.
Ωστόσο, και οι δύο πτέρυγες «πέταξαν την σκούφια τους» από χαρά με την πολιτική Γκορμπατσόφ. Δεν κατάλαβαν (ή έκαναν πως δεν κατάλαβαν) ότι αυτή άνοιγε τον δρόμο για την τυπική παλινόρθωση του καπιταλισμού στις χώρες του «υπαρκτού» σε πλήρη συνεργασία με την Δύση και τις τοπικές μαφίες – ολιγαρχίες – σατραπείες που είχαν δυναμώσει την προηγούμενη περίοδο της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης»…
Β) Η με ασίγαστο πάθος στήριξη του ΠΑΣΟΚ και της «αλλαγής» σαν μοναδικής προοπτικής για την ελληνική κοινωνία.
Η στήριξη που έδωσε η επίσημη Αριστερά στον Ανδρέα Παπανδρέου, είναι κραυγαλέα και πηγάζει από τα προδικτατορικά σχήματα υπαγωγής σε κεντρώες δυνάμεις με το σκεπτικό ότι δεν είναι εφικτό η Αριστερά να παίξει έναν αυτόνομο πολιτικό ρόλο. Η πολιτική της «ουράς» μιας πτέρυγας της αστικής τάξης, ήταν η πολιτική γραμμή που πρότειναν με όλους τους τρόπους και οι δύο εκδοχές της Αριστεράς.
Η πολιτική της «υπευθυνότητας», έφτασε μέχρι το σημείο να εφευρίσκουν ακόμα και «πολιτικές» συνεργασίας με την Δεξιά σε ειδικές συνθήκες (όπως η προβολή της περίφημης «ΕΑΔΕ» από το ΚΚΕ εσωτ., και η υποστήριξη της «κάθαρσης» από ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτ. το 1989).
Η παράδοση προς το ΠΑΣΟΚ, πάντως, στα χρόνια πριν και μετά το 1981, αλλά και αργότερα, ήταν μεγάλης εμβέλειας και δημιούργησε άλλους όρους. Η ελληνική Αριστερά βούτηξε στα νερά της ευμάρειας και του κράτους δανεισμού, όπως και στα Σημιτικά οράματα για τα Βαλκάνια, την Ολυμπιάδα του 2004 κ.λπ. Ο «κυβερνητισμός» της εποχής εκείνης, είχε πάντα τα χαρακτηριστικά της συμπληρωματικότητας, και πιο λαϊκά ειπωμένο, της «τσόντας» σε κυβερνητικά σχήματα.
***
Τα όσα θα ακολουθήσουν στην μνημονιακή εποχή δεν είναι άσχετα από την πορεία της αριστεράς στην περίοδο της μεταπολίτευσης. Ορισμένα χαρακτηριστικά θα ενταθούν και άλλα θα ατονήσουν, το γενικό όμως φόντο θα είναι η μεγαλύτερη διάλυση και ευνουχισμός του λαϊκού παράγοντα, μέσω του κυβερνητισμού (πλήρης συστημική απορρόφηση) από τη μια και του σεχταρισμού της ακινησίας από την άλλη. Καμία προοπτική, κανένα μέλλον ή σχέδιο για την ελληνική κοινωνία και τη χώρα. Η επιλογή μοιάζει να είναι ανάμεσα στην «έξοδο στις αγορές» εδώ και τώρα και την «λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία» κάποτε. Επί του παρόντος, όλοι μαζί στον προεδρικό κήπο να τιμήσουμε σε μια ευχάριστη ατμόσφαιρα την επέτειο της μεταπολίτευσης…
Η άλλη αριστερά
Στην χώρα μας δεν υπήρξαν μόνο οι δύο επίσημες παρατάξεις της Αριστεράς. Υπήρξε και μία άλλη Αριστερά, ας την πούμε κατ’ αρχάς εξωκοινοβουλευτική (αφού έδρασε κυρίως εξωκοινοβουλευτικά) και είχε διάφορες μορφές στις περιόδους της μεταπολίτευσης.
Από το 1974 έως το 1982 λειτούργησε κυρίως μέσω οργανώσεων μαοϊκής κατεύθυνσης ΚΚΕ (μ-λ) και ΕΚΚΕ, ενώ στα χρόνια 1978-1979 σημαντικό μέρος της νεολαίας του ΚΚΕ Εσωτερικού αποχωρεί από τον οργανισμό αυτό και δημιουργεί την Β’ Πανελλαδική, που κι αυτή δραστηριοποιείται στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο με έναν ιδιαίτερο ρόλο στην θεωρητική αναζήτηση.
Από τις αρχές του ’80 δοκιμάζεται το συσπειρωσιακό μοντέλο, ιδιαίτερα στους φοιτητικούς χώρους, και μπορούμε να πούμε πως ο χώρος των Αριστερών Συσπειρώσεων Φοιτητών άσκησε έναν ρόλο κριτικής στον ΠΑΣΟΚισμό με ορισμένους μαζικούς όρους και αυτό σε αντίθεση με την ΚΝΕ και τον Ρήγα Φεραίο (νεολαία του ΚΚΕ Εσωτερικού) που στήριζαν με πάθος μαζί με την νεολαία ΠΑΣΟΚ την κυβερνητική γραμμή. Κι αυτά μέχρι το τέλος του 1987.
Μετά άρχισαν διάφορες απόπειρες σύνδεσης με μια πιο «άγρια» νεολαία και έγιναν δύο συναντήσεις. Μία με τον αντιεξουσιαστικό χώρο και μία με το τμήμα που αποσπάστηκε από το ΚΚΕ, το ΝΑΡ. Τα διάφορα εγχειρήματα δεν είχαν τότε έναν προγραμματικό λόγο μπροστά σε μεγάλες αλλαγές που γίνονταν στο κόσμο. Διάφορες απόπειρες εκλογικής καταγραφής σχημάτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν έχουν επιτυχία και έτσι οι φορείς φυτοζωούν.
Στην δεκαετία του ’80 εμφανίζεται και μαζικοποιείται αρκετά και ο χώρος των Οικολόγων που κι αυτός θα δοκιμαστεί διπλά: μέσα από την κοινοβουλευτική παρουσία και τα καθήκοντα που αυτή θέτει και στην έλλειψη γενικότερων αναφορών για σημαντικά γεωπολιτικά ζητήματα που θα προκύψουν στα χρόνια 1989-1992.
Στη δεκαετία του 1990 και στις αρχές του 2000 η ΚΟΕ έχει συσπειρώσει αρκετές δυνάμεις και στη βάση της συμμετοχής στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και σε μια αντισεχταριστική κατεύθυνση δημιουργεί κάποιες εκπλήξεις και παίρνει μέρος σε εγχειρήματα της ευρύτερης Αριστεράς και στον ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλη την ανάπτυξή της δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα αυξημένα και πιο πολύπλοκα καθήκοντα που έθεσε η μνημονιακή περίοδος και δοκίμασε μια σειρά από κρίσεις. Φάνηκε πολιτικά και ιδεολογικά ανέτοιμη για μια πιο απαιτητική πολιτική.
Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου ορισμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δημιουργούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αντιγράφοντας ορισμένα πράγματα από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ) που έχει μια κοινωνική και πανελλαδική διάσταση. Τέλος, η αποχώρηση ενός δυναμικού από τον ΣΥΡΙΖΑ δίνει ζωή σε μια μικρογραφία του, την ΛΑΕ.
Αυτό το πολύ χοντροκομμένο περίγραμμα, (χοντροκομμένο γιατί υπήρξε πληθώρα οργανώσεων και προσπαθειών στα 36 αυτά χρόνια) περιγράφει τις πλέον σημαντικές απόπειρες. Σε γενικές γραμμές αυτή η άλλη Αριστερά είχε ορισμένα χαρακτηριστικά που πρέπει να μνημονευτούν.
Ήταν από την άλλη πλευρά του ποταμού, δεν ήταν συστημική, είχε αγωνιστικά χαρακτηριστικά, προώθησε αγώνες, αντιμετώπισε διώξεις, έδωσε μάχες π.χ. η κατάργηση του νόμου 815 με το κίνημα των καταλήψεων του 1979 ήταν η μόνη νίκη που καταφέρθηκε στην κυβέρνηση του Καραμανλή από το λαϊκό κίνημα. Άνοιξε θεματολογίες και μέτωπα σε πολλά επίπεδα και συγκρούστηκε ιδεολογικά με τις θεωρίες που πρόβαλλε η επίσημη Αριστερά.
Δεν μπόρεσε να παράξει πολιτική, «υπήρχε» μέσα από ένα διογκωμένο πλέγμα υπερπολιτικής και υπεριδεολογικοποίησης όλων των ζητημάτων (στις καλές εποχές), σεχταρισμού και αυτοαναφορικότητας, δεν διέθετε μια μαζική πολιτική και μια πολιτική συμμαχιών κι ανοιγμάτων, κατασπαταλήθηκε και σε μικρούς εμφύλιους. Γνώρισε κρίσεις και από την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος αλλά και των διαφόρων κέντρων του. Μπήκε σε κρίση και ένοιωσε κύματα διάλυσης στην δεκαετία του ’80. Τα τμήματα που αποσπάστηκαν από τους επίσημους φορείς ιδιαίτερα αυτά που προέρχονταν από το ΚΚΕ δεν μπόρεσαν ποτέ να δουν αυτοκριτικά και σε βάθος το ρόλο τους σε ολόκληρη την μεταπολίτευση και έφεραν-έμπασαν από το παράθυρο τη μέθοδο του καπελώματος και του ελέγχου διαφόρων εγχειρημάτων.
Ο ακτιβισμός, ο εμπειρισμός και ο πρακτικισμός ήταν ορισμένες βασικές ασθένειες που εμπόδισαν το πολιτικό προχώρημα και την πολιτική ωρίμανση αυτού του χώρου. Όταν εξέλιπαν οι προγραμματικές τοποθετήσεις και ορισμένοι ιδεολογικοί όροι, τότε ο δρόμος για τη ενσωμάτωση ήταν διάπλατος ειδικά για ηγετικά στελέχη των χώρων αυτών. Ο αντιδιανοουμενισμός και ο δογματισμός εμπόδισαν και τους χώρους αυτούς να παράξουν αναλύσεις και υποθέσεις για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Αργότερα, οι όποιες εργασίες χρησίμευαν περισσότερο σε μια προσωπική ακαδημαϊκή ανέλιξη, παρά στο να φωτίσουν ορισμένα συλλογικά εγχειρήματα.
Το σημείωμα αυτό δεν υπεισέρχεται στην πολιτική συμπεριφορά, τις ευκαιρίες, τις αποτυχίες όλης της Αριστεράς στα μνημονιακά χρόνια.
Ανάρτηση από: https://www.e-dromos.gr