Του Ιάκωβου Ιωάννου
Η χώρα μας είναι ίσως η μοναδική στην ιστορία που βίωσε μία συντονισμένη κρίση δημοσίου χρέους, ελλειμμάτων, χρηματιστηρίου, ακινήτων και τραπεζών – τα οδυνηρά αποτελέσματα της οποίας θα διαρκέσουν για πάρα πολλά χρόνια.
Άποψη
Αρκετοί θεωρούν ότι, οι οικονομικές κρίσεις είναι το αποτέλεσμα χρηματιστηριακών κραχ – κάτι που δεν ισχύει, αφού ακόμη και για την κρίση της δεκαετίας του 1930, γνωστή ως Μεγάλη Ύφεση, οι τραπεζικές αναταράξεις του 1931 ήταν σημαντικότερες από το κραχ του 1929, όπως επίσης το 1987. Ως εκ τούτου, η κρίση των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης του 2007 στις Η.Π.Α. ήταν πολύ πιο καταστροφική, από το κραχ των εταιρειών διαδικτύου του 2000 (φούσκα dotcom) – επειδή προκάλεσε μία τραπεζική κρίση, αφού τα ενυπόθηκα δάνεια είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις τράπεζες.
Σε κάθε περίπτωση οι κρίσεις ακινήτων, με αρκετά υποψήφια κράτη σήμερα όπως η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Σουηδία, ως αποτέλεσμα της υπερβολικής ανόδου των τιμών τους, είναι πάντοτε πολύ επικίνδυνες – επειδή στις βιομηχανικές χώρες τα ακίνητα αποτελούν το 50% περίπου των ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, ενώ χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον με τραπεζικά δάνεια.
Στα πλαίσια αυτά, οι μεγάλες μειώσεις των τιμών των ακινήτων έχουν άμεσο αντίκρισμα στις τράπεζες – κάτι που μπορεί να συμβεί ακόμη και όταν δεν έχει προηγηθεί φούσκα, όπως στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου οι τιμές τους μειώθηκαν λόγω της προσαρμογής τους στη μεγάλη πτώση των μισθών και εισοδημάτων. Η πτώση αυτή δεν προκάλεσε πάντως μόνο των περιορισμό των τιμών των ακινήτων αλλά, επίσης, δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην εξυπηρέτηση των τραπεζικών δανείων – με αποτέλεσμα να εκτιναχθούν οι τραπεζικές επισφάλειες (κόκκινα δάνεια), υπερβαίνοντας τα 100 δις €.
Κάτι αντίστοιχο παρατηρείται σε ορισμένες άλλες χώρες της Ευρωζώνης, όπως στην Ιταλία, παρά το ότι δεν προηγήθηκε φούσκα ακινήτων – ως αποτέλεσμα της πολιτικής λιτότητας που επέβαλλε η Γερμανία, κυρίως των μειώσεων των μισθών, καθώς επίσης της αύξησης των φόρων (ειδικά στην ακίνητη περιουσία).
Περαιτέρω, η κρίση των ενυπόθηκων αμερικανικών δανείων το 2007 είχε παγκόσμιες συνέπειες, λόγω της τιτλοποίησης τους – με την έννοια ότι, τα δάνεια αυτά είχαν συγκεντρωθεί πολλά μαζί σε πακέτα που στη συνέχεια πουλήθηκαν διεθνώς σε τράπεζες, οι οποίες πρακτικά δεν διέθεσαν καθόλου δικά τους κεφάλαια.
Λόγω αυτού ακριβώς του γεγονότος, πολλές τράπεζες αντιμετώπισαν προβλήματα φερεγγυότητας και κινδύνευσαν να χρεοκοπήσουν – κάτι που δεν συνέβη το 2000 με το κραχ των εταιρειών του διαδικτύου, παρά το ότι οι ζημίες ήταν πολλαπλάσιες, επειδή αφορούσαν κυρίως τα επενδυτικά κεφάλαια, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, οπότε ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας επηρεάσθηκε πολύ λιγότερο.
Ουσιαστικά πάντως η κρίση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2006, όταν άρχισαν να μειώνονται οι τιμές των ακινήτων στις Η.Π.Α. και οι ενυπόθηκοι οφειλέτες των τραπεζών έπαψαν να πληρώνουν τις δόσεις των δανείων τους εμπρόθεσμα – με αποτέλεσμα στα τέλη του 2006 οι τιμές πολλών τιτλοποιημένων δανείων να βυθιστούν στο ναδίρ.
Στις αρχές τώρα του 2007 υπήρχαν πάρα πολλές εκθέσεις που ανέλυαν την κρίση των ενυπόθηκων δανείων – θεωρούνταν όμως ως ένα μη σημαντικό μέγεθος, σε σχέση με το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η εικόνα αυτή άλλαξε μετά τον Αύγουστο του 2007, ενώ κορυφώθηκε το Σεπτέμβριο του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers – η οποία είχε περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 639 δις $ και δάνεια 619 δις $.
Εν προκειμένω αρκετοί αναρωτούνται εάν οι τράπεζες έμαθαν τελικά από τα λάθη τους και δεν πρόκειται να τα επαναλάβουν – με την απάντηση να είναι αρνητική, θεωρώντας πως το μόνο που έμαθαν είναι το ότι, εφόσον υπάρξει ξανά πρόβλημα θα διασωθούν από τα κράτη. Ως εκ τούτου ο ηθικός κίνδυνος ή, ακόμη καλύτερα, το ετεροβαρές ρίσκο, όπου άλλος αναλαμβάνει τον κίνδυνο εισπράττοντας τα οφέλη και άλλος πληρώνει τις ζημίες, εδραιώθηκε, αποτελώντας μία διαρκή απειλή για το σύστημα – κάτι που φαίνεται από την πρόσφατη διάσωση των δύο ιταλικών τραπεζών από το κράτος, καθώς επίσης από την αύξηση της συμμετοχής του γερμανικού δημοσίου στην HSH NORDBANK που βρίσκεται σε διαρκή κρίση, στην αρχή από τα ενυπόθηκα αμερικανικά δάνεια και στη συνέχεια από τα δάνεια στη ναυτιλία.
Λύση φυσικά υπάρχει και δεν είναι άλλη από την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών στο 20-30% του ισολογισμού τους – κάτι που μπορούν μεν οι τράπεζες αλλά δεν θέλουν, επειδή θα δημιουργούνταν προβλήματα στους μετόχους τους από την έκδοση νέων μετοχών. Εν τούτοις, όταν οι τράπεζες δίνουν δάνεια απαιτούν τουλάχιστον 20% ίδια κεφάλαια από τους δανειολήπτες τους – οπότε θα ήταν λογικό να ισχύει κάτι ανάλογο και για τις ίδιες.
Συνεχίζοντας με κριτήριο τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα πως η κρίση του χρηματιστηρίου, των ακινήτων, καθώς επίσης των τραπεζών στην Ελλάδα ήταν πολύ πιο καταστροφική, από ότι η κρίση δημοσίου χρέους και ελλειμμάτων, η οποία προηγήθηκε – ενώ, εάν είχε καταπολεμηθεί η αρχική κρίση, με την άμεση αναδιάρθρωση του χρέους σε συνδυασμό με τον περιορισμό των ελλειμμάτων, δεν θα είχε προκύψει η δεύτερη που ουσιαστικά ισοπέδωσε την οικονομία της χώρας μας. Με δεδομένο δε το ότι, η Ελλάδα δεν είχε φούσκα ακινήτων, ενώ οι τράπεζες της ήταν υγιείς και μη εκτεθειμένες στα αμερικανικά ακίνητα μέσω χρηματοοικονομικών προϊόντων, θα ήταν πολύ απλή η αποφυγή της κρίσης – κάτι που δυστυχώς δεν συνέβη.
Ακόμη χειρότερα, με την υπογραφή του PSI χρεοκόπησαν οι τράπεζες, όταν την ίδια περίοδο τα μέτρα που λήφθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία μείωση των μισθών και των συντάξεων – οπότε αφενός μεν κατάρρευσαν το χρηματιστήριο και οι τιμές των ακινήτων (ακολουθούν πάντοτε τα εισοδήματα των Πολιτών), αφετέρου εκτοξεύθηκαν στα ύψη τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δημιουργώντας επί πλέον προβλήματα στις ήδη χρεοκοπημένες τράπεζες.
Επειδή δε πολλοί ισχυρίζονται πως δεν υπήρχε άλλη λύση λόγω του μεγάλου ύψους των ελλειμμάτων (-15,1% με βάση τα νέα στοιχεία), θα έπρεπε ίσως να τα συγκρίνουν με τα αντίστοιχα της Ιρλανδίας το 2009 (-15%) και το 2010 (άνω του -30%) – έτσι όπως φαίνονται από το γράφημα που ακολουθεί.
Επεξήγηση γραφήματος: Έλλειμμα προϋπολογισμού της Ελλάδας (μπλε στήλες, αριστερή κάθετος), σε σύγκριση με την Ιρλανδία (διακεκομμένη γραμμή, δεξιά κάθετος).
Σε τελική ανάλυση λοιπόν η Ελλάδα βίωσε μία τέλεια καταιγίδα, τη συντονισμένη κρίση δηλαδή δημοσίου χρέους, ελλειμμάτων, χρηματιστηρίου, ακινήτων και τραπεζών, οι οδυνηρές συνέπειες της οποίας θα διαρκέσουν πάρα πολλά χρόνια – ενώ άλλες χώρες, οι οποίες είχαν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, υπέφεραν λιγότερο και τα κατάφεραν τελικά επειδή δεν τους επιβλήθηκε η ίδια πολιτική, αφού αντέδρασαν τόσο οι κυβερνήσεις, όσο και οι Πολίτες τους.
Ολοκληρώνοντας, εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί αντιμετωπίσθηκε με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα και όχι οι άλλες χώρες – γιατί ήταν το μοναδικό θύμα δηλαδή του εκ προμελέτης εγκλήματος των μνημονίων, παρά το ότι είχε πολλές διαφορετικές λύσεις στη διάθεση της. Η απάντηση εν προκειμένω είναι πολύ απλή, εάν δεν θέλει κανείς να υιοθετεί θεωρίες συνομωσίας: επειδή οι κυβερνήσεις της ήταν εντελώς ανίκανες, αδυνατώντας ακόμη και να κατανοήσουν τις βασικές αιτίες της κρίσης, πόσο μάλλον τα μέτρα που απαιτούνταν.
Ως εκ τούτου κατάφεραν να οδηγήσουν τη χώρα μας σε ένα θανατηφόρο καθοδικό σπιράλ εν μέσω μίας συλλογικής αποχαύνωσης που, όταν ολοκληρωθεί, η Ελλάδα δεν θα ανήκει πια στους Έλληνες, αλλά στους νέους ιδιοκτήτες της – οι οποίοι, έναντι δανείων της τάξης των 250 δις €, θα εξαγοράσουν τα περιουσιακά στοιχεία της αξίας πολλών τρις € σε εξευτελιστικές τιμές, επωφελούμενοι επί πλέον από ένα πάμφθηνο εργατικό δυναμικό που θα τους παράγει υπέρογκα κέρδη.
Υστερόγραφο: Ορισμένοι θεωρούν πως η σημερινή ελληνική κυβέρνηση είναι αριστερή, προωθώντας μία «ταξική πολιτική». Εν προκειμένω θα είχαν δίκιο, εάν θεωρήσει κανείς πως η αριστερά είναι συνώνυμη με το κρατισμό – με τη δημόσια διοίκηση δηλαδή, καθώς επίσης με όλους όσους κερδίζουν τα προς το ζην από τη συνεργασία τους με το κράτος (κρατικοδίαιτοι).
Η πραγματική αριστερά όμως είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, ενώ η κυβέρνηση δεν έχει καμία σχέση μαζί της – εφαρμόζοντας μία άλλου είδους ταξική πολιτική υπέρ του δημοσίου και εις βάρος της ιδιωτικής οικονομίας, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο από την εδραίωση του δικού της πελατειακού κράτους, για αμιγώς ιδιοτελείς σκοπιμότητες.
Ανάρτηση από: http://www.analyst.gr