Κείμενο του Παναγιώτη Κονδύλη*
Είναι ευνόητο και αναπόφευκτο ότι οι διάφορες ερμηνείες σχετικά με την ήττα του κομμουνισμού στον Ψυχρό Πόλεμο αναμιγνύονται συχνά στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με τις ηχηρές ή διακριτικές θριαμβολογίες των νικητών. Ανθρώπινη είναι η επιθυμία των πεπεισμένων και αδιάλλακτων ψυχροπολεμικών να επικαλεστούν τα πρόσφατα γεγονότα για να παρουσιάσουν τώρα ως ετυμηγορία της ιστορικής δικαιοσύνης και ως απόδειξη της δικής τους προβλεπτικότητας ό,τι αποτελούσε προηγουμένως το περιεχόμενο της πολεμικής τους – και πάρα πολύ ανθρώπινη είναι η προσπάθεια εκείνων, οι οποίοι ακόμα πριν από λίγο μέμφονταν κάθε «τυφλό αντικομμουνισμό» ως θανάσιμο αμάρτημα του ανθρωπιστικού-προοδευτικού πνεύματος, τώρα, μετά την απροσδόκητη γι’ αυτούς τροπή των πραγμάτων, με επιδεικτικές αποκηρύξεις του «ολοκληρωτισμού» και με την ενεργή τους συμμετοχή στην αποκάλυψη και δίωξη των ενόχων, να σβήσουν από τη μνήμη και να αρνηθούν όσα τους χώριζαν μόλις χθες από τους σημερινούς νικητές, έτσι ώστε να μη συμμερισθούν την πικρή μοίρα των αποβλήτων. Μέσα στη γενική ευφορία, η οποία δημιουργείται έτσι ή αλλιώς, φαίνεται πάντως να έχει εδραιωθεί η άποψη ότι τάχα η Ιστορία, μετά από μιαν εξ ίσου αινιγματική όσο και τρομακτική απόκλιση, επιστρέφει στη βασιλική οδό της ελευθερίας και ότι η ανθρώπινη φύση μπορεί και πάλι να αναπτυχθεί ελεύθερα, αφού χάρη στην αντίστασή της απέτυχε η προσπάθεια του «ολοκληρωτισμού» να τη μετεκπαιδεύσει ριζικά.
Η άποψη αυτή ασφαλώς θα δεσπόζει στην πνευματική και πολιτική σκηνή, ώσπου η επόμενη μεγάλη ιστορική ανατροπή να επικαλύψει ψυχολογικά ή να εμφανίσει σε άλλες διαστάσεις τις χθεσινές φρικαλεότητες. Ωστόσο δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς τόσο πολύ προκειμένου να καταλάβει ότι μια τέτοια άποψη περισσότερο ενδείκνυται ως αντικείμενο μιας ιδεολογοκριτικής ανάλυσης παρά ως κλειδί για την κατανόηση του ιστορικού χαρακτήρα του κομμουνισμού. Αν το σημερινό δυτικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα δεν συνυφαίνεται οπωσδήποτε με την ανθρώπινη φύση (πώς αλλιώς θα μπορούσε να έχει επιβιώσει τούτη η φύση στο κατά πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ύπαρξής της;) και αν η Ιστορία δεν έχει ηθικούς σκοπούς και ίσως τραβά προς καταστροφές χειρότερες από όσες συνεπέφερε ο κομμουνισμός, τότε η ιστορική αποτίμηση του τελευταίου πρέπει προφανώς να επιχειρηθεί με βάση άλλα κριτήρια. Πρέπει δηλ. να ρωτήσουμε ποιες ήταν οι κινητήριες δυνάμεις της εποχής, μέσα στην οποία εκδιπλώθηκε ο κομμουνισμός, και σε ποια σχέση βρισκόταν με τις δυνάμεις αυτές, κατά πόσο τις εκπροσώπησε και τις ενίσχυσε ή τις ανέκοψε και κατά πόσο, παρ’ όλη του τη συνύφανση με παγκόσμιες τάσεις, υπηρέτησε ιδιαίτερους σκοπούς πολιτικής ισχύος και μέσα στη διαδικασία αυτή τροποποιήθηκε κάθε φορά. Σε μια τέτοια προοπτική, βέβαια, ο κοσμοϊστορικός ή μεσσιανικός τρόπος, με τον οποίο κατανοούσε ο κομμουνισμός τον εαυτό του, δεν μπορεί να ληφθεί στην ονομαστική του αξία, όπως δεν μπορεί να ληφθεί στην ονομαστική της αξία και η ιδέα που έχουν οι εχθροί του για τον εαυτό τους. Οι ηθικές-κανονιστικές ιδέες δεν επινοούνται για να κατανοηθούν και να πραγματωθούν στην ονομαστική τους αξία, παρά για να συγκροτήσουν μια ταυτότητα και να χρησιμοποιηθούν ως όπλα αυτής της ταυτότητας στην πάλη τους ενάντια στην ταυτότητα άλλων. Όποιος δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό δεν θα μπορέσει ποτέ του να καταλάβει ούτε την εσωτερική τους νοητική δομή ούτε την εξωτερική τους ιστορική επίδραση.
Οι δύο κοσμοϊστορικά καθοριστικές και μεταξύ τους στενά συνδεδεμένες διαδικασίες αυτού του αιώνα υπήρξαν η άνευ προηγουμένου πύκνωση του δικτύου της πλανητικής πολιτικής και η παγκόσμια ισοπέδωση όλων των γνωστών από το παρελθόν κοινωνικών ιεραρχιών μέσω της μαζικής δημοκρατίας. Και στις δύο ο κομμουνισμός συνέβαλε ουσιαστικά. ακριβέστερα, υπήρξε μια δύναμη που προήλθε από τις διαδικασίες αυτές και με τη σειρά του τις εντατικοποίησε. Οι θεωρητικοί και οι πρακτικοί του συνέλαβαν και σχεδίασαν εξ αρχής την πολιτική τους σε πλανητικές διαστάσεις. Πίστευαν ότι η δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς από τον καπιταλισμό σημαίνει μιαν αποφασιστική κοσμοϊστορική στροφή και ότι η Ιστορία μονάχα μετά την ενοποίησή της μπορεί να αποκαλύψει το ως τότε κρυμμένο νόημά της, δηλ. την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας. άλλωστε η κατάργηση των τάξεων θα συνεπέφερε την κατάργηση των κρατών και των συνόρων, δηλ. μιαν ακόμα βαθύτερη ενοποίηση του κόσμου. Μέσα σε τούτη την ουτοπία της αταξικής κοινωνίας ήδη αντικατοπτρίζεται εκμυστικευμένα ο πλανητικός χαρακτήρας του μέλλοντος της ανθρωπότητας. Όμως το γενικό αυτό σχέδιο ενείχε και μιαν άλλη, πολιτικά πιο συγκεκριμένη έποψη. Αν ο καπιταλισμός ήταν ο πρώτος γνήσια πλανητικός κοινωνικός σχηματισμός που γνώρισε η Ιστορία, τότε στις σημαίες των εχθρών του έπρεπε να γραφτεί το σύνθημα: «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!». Η επανάσταση ενάντια σ’ έναν παγκόσμιο εχθρό όφειλε να είναι επανάσταση παγκόσμια, και το γενικό επιτελείο της επανάστασης όφειλε να καθοδηγεί τις προλεταριακές στρατιές με βάση υπέρτερα κριτήρια, δηλ. να υποτάσσει τον αγώνα σε εθνικό επίπεδο στις τακτικές ή στρατηγικές ανάγκες του παγκόσμιου αγώνα. Ο αυταρχικός συγκεντρωτισμός που επιδίωξαν οι ιδρυτές της Πρώτης Διεθνούς ήταν η συνεπής συγκεκριμενοποίηση της αντίληψης αυτής, η οποία βέβαια αρχικά δεν καρποφόρησε και στην εποχή της Δεύτερης Διεθνούς εξασθένησε ακόμα περισσότερο. Όταν μπόρεσε να γίνει πράξη, τότε ο προλεταριακός διεθνισμός ήταν ήδη όργανο στα χέρια μιας μεγάλης Δύναμης που ήθελε να γίνει παγκόσμια Δύναμη. Όμως αυτό δεν σχετίζεται με το πρόβλημα που ενδιαφέρει εδώ. Σε όλες τις φάσεις τούτης της εξέλιξης – και ανεξάρτητα από το αν η παγκόσμια στρατηγική πρόβλεπε ως πρώτο αντικειμενικό στόχο την έφοδο εναντίον των καπιταλιστικών προπυργίων ή το σπάσιμο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας στους ασθενέστερους κρίκους της – παρέμεινε ζωντανή η συνείδηση ότι το κίνημα ως σύνολο συμμετέχει σε μια παγκόσμια διαδικασία, ότι προωθεί παγκόσμιες και κοσμοϊστορικές τάσεις κι ότι η πορεία του εξαρτάται από την παγκόσμια πολιτική κατάσταση, η οποία πρέπει να λαμβάνεται διαρκώς υπ’ όψιν. Σε όλο τον κόσμο το κίνημα επιδίωκε τους ίδιους μακροπρόθεσμους σκοπούς και σε όλο το κόσμο ο ταξικός εχθρός ένιωθε το ίδιο κρύο ρίγος. Η ιδιοποίηση και η δεσμευτική ερμηνεία του προλεταριακού διεθνισμού από τη σοβιετική μεγάλη και παγκόσμια Δύναμη ενίσχυσε την πίεση, η οποία επέτεινε την πυκνότητα της πλανητικής πολιτικής. Πράγματι, τώρα υπήρχε ένα κέντρο, το οποίο έβλεπε ολόκληρο τον πλανήτη σαν σκακιέρα και ενέτασσε σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο τις επί μέρους κινήσεις του στις πτέρυγες ή στο κέντρο. Η οικουμενική αξίωση ισχύος μετέβαλλε πραγματικά ή δυνητικά κάθε τόπο του πλανήτη σε επίμαχη θέση, όπου κάθε φορά διεξαγόταν σε σμικρογραφία ο αγώνας για το Όλο.
Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα πύκνωσε το δίκτυο της πλανητικής πολιτικής και από μιαν ακόμα σημαντική άποψη. Σε μιαν εποχή, όπου το αποικιακό σύστημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού βρισκόταν ακόμα στο ζενίθ του, αξίωσε την άρση της διαφοράς ανάμεσα σε υποκείμενα και αντικείμενα της πλανητικής πολιτικής, υποστηρίζοντας την πολιτική χειραφέτηση, την κρατική οργάνωση και τη νομική ισοτιμία των αποικιακών λαών. άλλωστε σ’ αυτούς τους λαούς επικέντρωσε την προσοχή του το γενικό επιτελείο της παγκόσμιας επανάστασης αφ’ ότου επέλεξε ως στρατηγική του το σπάσιμο των ασθενέστερων κρίκων της παγκόσμιας καπιταλιστικής αλυσίδας. Όσο κι αν το γενικό επιτελείο της Μόσχας ωθούνταν από το κίνητρο της ισχύος και ενεργούσε με κριτήριο την απόκτηση ισχύος, ωστόσο δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τα συνθήματά του άσκησαν τεράστια επίδραση πάνω στις διαμορφούμενες πνευματικές και πολιτικές ελίτ των αποικιακών λαών και ότι επί πλέον και μόνο το γεγονός της ύπαρξής του αποτέλεσε ισχυρό υλικό έρεισμα των νεαρών εθνών σε όλες τις φάσεις της κατάρρευσης του αποικιακού συστήματος. Αποικιακές Δυνάμεις, οι οποίες ως τότε δεν καταδέχονταν να προβούν σε εξισωτικές χειρονομίες, φοβούνταν τώρα τον συναγωνισμό με την κομμουνιστική μητρόπολη και βαθμηδόν ανακάλυψαν την ισότητα όλων των εθνών, όλων των φυλών και όλων των ανθρώπων. Η συλλογική αυτοπεποίθηση των πρώην αποικιακών λαών και γενικά των λαών του «Τρίτου Κόσμου», όπως εκδηλώθηκε προ παντός στις δεκαετίες της κατάλυσης του αποικιακού συστήματος, φαίνεται σήμερα να έχει εξανεμισθεί ή να εκπροσωπείται από λίγες μεσαίες και μείζονες Δυνάμεις. ωστόσο η σημασία της για τη διαμόρφωση της πλανητικής πολιτικής μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στάθηκε πρωταρχική. Στηριζόνταν όχι απλώς στις νέες δυνατότητες πολιτικής δράσης μετά την εδραίωση του σοβιετικού κομμουνισμού, αλλά και στην αίσθηση ενός κοσμοϊστορικού ρόλου, και μάλιστα μιας κοσμοϊστορικής αποστολής – αίσθημα που κι αυτό πήγαζε άμεσα ή έμμεσα από την επιρροή του κομμουνισμού. Μέσα στην προοπτική της κομμουνιστικής ερμηνείας της Ιστορίας οι προλεταριακοί λαοί έπρεπε να εκπληρώσουν σε παγκόσμιο επίπεδο ένα καθήκον ανάλογο με εκείνο του προλεταριάτου στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών εθνών. έτσι απέκτησαν για πρώτη φορά κοσμοϊστορική ταυτότητα και κοσμοϊστορικό στίγμα. Εδώ άλλωστε εντοπιζόταν η ως τώρα παραγνωρισμένη πολιτική σημασία του γνωστού σταλινικού σχήματος των πέντε σταδίων που διανύει υποχρεωτικά η πορεία της Ιστορίας. Η ακαμψία, με την οποία διατυπώθηκε και περιφρουρήθηκε αυτό το σχήμα, θεωρήθηκε απλώς ως δογματική στενοκεφαλιά, όμως το ζήτημα ήταν πολύ ουσιαστικότερο. Αν όλα τα έθνη, με τελικά ασήμαντες αποκλίσεις ή τροποποιήσεις, διατρέχουν αναγκαστικά όλα τα στάδια της ιστορικής εξέλιξης, τότε εκλείπει η διάκριση ανάμεσα σε προοδευμένους ή επιδεκτικούς προόδου και σε ες αεί καθυστερημένους λαούς. το ερώτημα της ιστορικής μοναδικότητας της Δύσης και της δυνατότητας να επαναληφθεί ή όχι το πολιτισμικό της επίτευγμα δεν μπορεί καν να τεθεί. Το ιστορικό σχήμα των πέντε σταδίων μεταβάλλεται έτσι σε αναπτυξιακό κέλευσμα, σε επαγγελία, και μάλιστα σε βεβαιότητα, συμμετοχής σε μιαν εξέλιξη, στο τέρμα της οποίας όλα τα έθνη θα στέκουν πάνω στην ίδια βαθμίδα.
Ο κομμουνισμός μπορούσε να είναι πλανητικό κίνημα και να απαιτεί τη συμμετοχή όλων των εθνών στο πλανητικό γίγνεσθαι επειδή το κοινωνικό του προσχέδιο είχε αξιώσεις οικουμενικής εφαρμογής. Οι διαφορές στο επίπεδο ανάπτυξης των διαφόρων εθνών αναγνωρίζονταν, βέβαια, και μάλιστα υπογραμμίζονταν όταν διαμορφωνόταν η κατάλληλη στρατηγική και τακτική στον τοπικό πολιτικό αγώνα, ωστόσο σε τελευταία ανάλυση εμφανίζονταν μέσα στη συνολική ιστορική προοπτική ως φαινόμενα παροδικά, τα οποία θα τα παραγκώνιζε η επιτάχυνση του ρυθμού της Ιστορίας όπως την προδιέγραφε το παραπάνω σχήμα. Η εθνική μορφή όφειλε να συνδεθεί με το σοσιαλιστικό περιεχόμενο: σ’ αυτή τη συνταγή βρήκαν οι κομμουνιστές ιδεολόγοι τη θεωρητική μέση οδό για να συμφιλιώσουν το οικουμενικό κοινωνικό προσχέδιο με επί μέρους πραγματικότητες, οι οποίες προφανώς δεν μπορούσαν να παραμερισθούν από τη μια μέρα στην άλλη. Όπως και να ‘χει, η κοινωνική κατεύθυνση ήταν σαφής. Η μελλοντική κοινωνία των ίσων εγκαινιάσθηκε τουλάχιστον με την έννοια ότι καταργήθηκαν βίαια οι ιεραρχίες πλούτου και κοινωνικής θέσης του παλαιού καθεστώτος. η ελίτ που κατέλαβε την εξουσία την ασκούσε στο όνομα της ισότητας και με κεκηρυγμένο σκοπό την πραγμάτωση της ισότητας. Μ’ αυτόν τον τρόπο συντελέστηκε μια γιγαντιαία διαδικασία μαζοποίησης προ παντός σε χώρες όπου επικρατούσαν ακόμη προκαπιταλιτικές-πατριαρχικές δομές, ενώ ο αστικός ατομικισμός ήταν ισχνός ή ξένος. Η συντριβή της κοινότητας του χωριού και της αγροτικής πατριάς, η ισότητα της γυναίκας, η ένταξη των ατόμων σε μεγάλες οικονομικές, επαγγελματικές και πολιτικές οργανώσεις – ακόμα και ο βάναυσος ξεριζωμός ή οι εκτοπίσεις προώθησαν τη διαδικασία αυτή με έννοια εκάστοτε διαφορετική. Όχι μόνο η αναδόμηση της κοινωνίας, αλλά και η αστυνόμευση, η δίωξη, η τρομοκρατία ευνόησαν την ισοπέδωση και την κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα.
Από σκοπιά οικονομιστική και εξελικτική θα μπορούσε φυσικά να παρατηρήσει κανείς ότι η αποσύνθεση των προκαπιταλιστικών κοινωνιών με τον καιρό θα γινόταν έτσι κι αλλιώς, χάρη στη βαθμιαία εκβιομηχάνιση και το άνοιγμα προς την παγκόσμια αγορά, κι ότι επομένως η τέτοια επήρεια του κομμουνισμού ήταν κατά βάση ιστορικά περιττή ή και βλαβερή λόγω της σκληρότητάς της. Με μια τέτοια κρίση θα έπρεπε να συμφωνήσουμε μόνον αν τα επί μέρους ιστορικά προβλήματα εμφανίζονταν στο προσκήνιο χωριστά και με τη σειρά, έτσι ώστε να μπορούν να ταξινομούνται και να αντιμετωπίζονται με την αντίστοιχη έλλογη σκοπιμότητα και σαφήνεια – αν δηλ. τα οικονομικά ζητήματα λ.χ. ήσαν μόνον οικονομικά ζητήματα και αν με τη λύση τους καταπιάνονταν μόνον υποκείμενα με αποκλειστικά οικονομική σκέψη εντεύθεν ή εκείθεν άλλων ενδιαφερόντων και μεριμνών. Όμως τα πράγματα διόλου δεν είναι έτσι. Κάθε ιστορικό πρόβλημα, οικονομικό ή άλλο, τίθεται και αντιμετωπίζεται μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο πλέγμα σχέσεων ισχύος, η διατύπωσή του και η λύση του συντελούνται ανάλογα με την υφή αυτού του πλέγματος, το οποίο προκύπτει από μια δυναμική ανθρώπινων σχέσεων. Η Ιστορία δεν δίνει την εξουσία σε όποιον μπορεί να λύση τα προβλήματά της κατά το δυνατόν ανώδυνα, παρά το αντίθετο: αναγκάζει όποιον έχει (κατακτήσει) την εξουσία να διοχετεύσει την ενεργητικότητά του με τον τρόπο που υπαγορεύουν τα όποια προβλήματα έθεσε αυτή. Το αποτέλεσμα είναι να αντιμετωπίζεται το κάθε πρόβλημα (λ.χ. εκείνο του οικονομικού ή κοινωνικού εκσυγχρονισμού) από τη σκοπιά και με τα μέσα του κατόχου της εξουσίας. Θα δούμε παρακάτω ότι η διαδικασία της μαζοποίησης και του εκδημοκρατισμού, την οποία προώθησαν οι κομμουνιστές στην επικράτειά τους, διαμορφώθηκε κατά τον γνωστό εν τω μεταξύ τρόπο επειδή συνδέθηκε με την επιδίωξη ορισμένων εθνών να κερδίσουν μια θέση καινούργια και ισχυρότερη μέσα στην πλανητική πολιτική.
Όμως ο κομμουνισμός επιβοήθησε και έμμεσα την επικράτηση του μαζικοδημοκρατικού κύριου ρεύματος του αιώνα μας, και μάλιστα τόσο με τη θετική όσο και με την αρνητική του επίδραση μέσα στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες του “καπιταλιστικού στρατοπέδου”. Αρνητική μπορεί να ονομασθεί η επίδραση που άσκησε πάνω στην τοποθέτηση και στη συμπεριφορά του “ταξικού εχθρού”. Ο κίνδυνος της επανάστασης και η βεβαιότητα, ότι στο εξής η εσωτερική επανάσταση θα μπορούσε να στηριχθεί στη μεγάλη κόκκινη χώρα της Ανατολής, ανάγκασαν μιαν αστική τάξη, η οποία ήδη μεταβαλλόταν και υποχρεωνόταν προοδευτικά να μοιρασθεί την κοινωνική της κυριαρχία με ανερχόμενες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, να αναπροσανατολίσει τη σκέψη της κατά τρόπο ανάλογο με την αναπροσαρμογή της στάσης των αποικιακών κυρίων απέναντι στους αποικιακούς λαούς – συχνά άλλωστε επρόκειτο για το ίδιο κοινωνικό στρώμα και για τα ίδια πρόσωπα. Τούτος ο αναπροσανατολισμός εκφράσθηκε στην προθυμία της να καταστήσει τους μετριοπαθείς σοσιαλιστές ή ό,τι ονόμαζαν οι μπολσεβίκοι “εργατική αριστοκρατία” μετόχους των κυβερνητικών καθηκόντων, και επί πλέον να αποδεχθεί θεσμούς του κοινωνικού κράτους και ανακατανομές στο πλαίσιο του εκάστοτε αναπόδραστου. Τώρα, η πίεση προς την κατεύθυνση του κοινωνικού κράτους και της δικαιότερης κατανομής των υλικών και πολιτικών αγαθών οφειλόταν κατά μέγα μέρος σ’ αυτό που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως θετική επίδραση του κομμουνισμού πάνω στο “καπιταλιστικό στρατόπεδο”. Τούτην εδώ τη συνιστούσε ο βαθμιαίος διαποτισμός μιας κοινής γνώμης, η οποία κατά τα άλλα ήταν σε μεγάλο ή μέγιστο βαθμό αντικομμουνιστική, με το ιδεώδες της υλικής ισότητας. Η απαίτηση συνεπούς κοινωνικής υλοποίησης της τυπικής-νομικής ισότητας του φιλελευθερισμού βρισκόταν στο επίκεντρο της κομμουνιστικής προπαγάνδας και άλλωστε προέκυπτε άμεσα από την παράδοση της μαρξιστικής κριτικής του καπιταλισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς αυτή η απαίτηση, αδιάφορο σε ποια παραλλαγή, έγινε κοινός τόπος της μαζικοδημοκρατικής ιδεολογίας. την ανισότητα στην απόλαυση τη νομιμοποιεί μονάχα η άνιση απόδοση, όμως ακόμα και τότε η ανισότητα της απόλαυσης δεν είναι απόλυτα ασφαλής απέναντι στην επιταγή της κοινωνικής ανακατανομής. Είναι βέβαια πασίγνωστο ότι η μαζικοδημοκρατική πραγματικότητα απέχει περισσότερο ή λιγότερο από τη συνεπή εφαρμογή της αρχής της απόδοσης – όμως είναι επίσης σίγουρο ότι σε καμιά άλλη κοινωνία του παρελθόντος δεν έχει αυτή τη γενικά αναγνωρισμένη κοινωνική περιωπή η ισότητα ως ιδεώδες που οφείλει να συγκεκριμενοποιηθεί υλικά.
Όπως και να ‘χει, οι άμεσες ή έμμεσες ανακατανομές, προ παντός όμως η υπέρβαση της σπάνης των αγαθών, κατέστησαν δυνατή εν μέρει την επίφαση κι εν μέρει την ονειροφαντασία της υλικής ισότητας. Το αντίστοιχο της οικονομικής αυτής διαδικασίας στο κοινωνικό επίπεδο ήταν η διάλυση της κλασσικής αστικής τάξης καθώς και του κλασσικού προλεταριάτου, και επί πλέον η αντικατάσταση της λίγο-πολύ κλειστής κυρίαρχης τάξης από λίγο-πολύ ανοιχτές ελίτ, των οποίων η σύνθεση συνεχώς αλλάζει. Το παράδοξο αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν μια γελοιογραφική πραγματοποίηση του αρχικού κομμουνιστικού ιδεώδους της αταξικής κοινωνίας, όπου βέβαια οι ηθικές-ανθρωπιστικές επόψεις του ξεχάσθηκαν ή διασώθηκαν μόλις και μετά βίας ως ατομική “αυτοπραγμάτωση”. η κοινωνική “αλλοτρίωση” παρέμεινε, και οι αγώνες ισχύος παρέμειναν επίσης. Παρατηρώντας αυτό το ιστορικό παράδοξο πρέπει βέβαια να θέσουμε το πολύ ενδιαφέρον ερώτημα κατά πόσον οι ουτοπίες προκαταλαμβάνουν πραγματικές τάσεις της ιστορικής εξέλιξης, δηλ. κατά πόσον το εκάστοτε ουτοπικό σχέδιο καταρτίζεται έτσι ώστε να καθρεφτίζει σε εξιδανικευμένη μορφή την πολύ πιο τετριμμένη πραγματικότητα ενός ήδη διαμορφούμενου κοινωνικού σχηματισμού. Αν η Ουτοπία προσδιορίζεται ιστορικά υπ’ αυτή την έννοια και χωρίς η ίδια να το γνωρίζει, τότε δεν είναι απλώς ο αντίποδας του “πολιτικού ρεαλισμού”, παρά καταλύτης ενεργειών, οι οποίες πραγματώνουν το ιστορικά δυνατό ως σύντμηση ή ως γελοιογραφία του αρχικού σχεδίου. Μόλις η Ουτοπία εκπληρώσει αυτή της τη λειτουργία, εγκαταλείπει το προσκήνιο. Και μόνο μια οπτική απάτη ή μια πνευματικά νωθρή εμμονή σ’ ένα απαρχαιωμένο λεξιλόγιο μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι ο κομμουνισμός ως ουτοπία και ως πολιτική κατέρρευσε όταν πια οι αρχικοί του εχθροί, δηλ. η αστική τάξη και ο φιλελευθερισμός, είχαν ήδη πεθάνει μ’ έναν αργό και ήσυχο θάνατο (βλ. κεφ. V, 2). Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου σημάδεψε και το ορατό τέλος των ιδεών και των δυνάμεων που σε τελευταία ανάλυση προέρχονταν από τον 19ο αιώνα. Ό,τι αρχίζει τώρα κι ό,τι έρχεται κινείται πάνω σ’ ένα άλλο ιστορικό επίπεδο και μπορεί να συλληφθεί μονάχα με τη βοήθεια διαφορετικών κατηγοριών και εννοιών.
Υπαινιχθήκαμε ήδη ότι ο κομμουνισμός προώθησε κεντρικές κοσμοϊστορικές τάσεις όχι αφηρημένα και γενικά, αλλά στη συνύφανσή του με την προσπάθεια μεγάλων εθνών να ενισχύσουν τη θέση τους μέσα σε μια παγκόσμια κοινωνία που γίνεται ολοένα και πυκνότερη. Αυτό αποτελεί ένα σημείο ύψιστης σπουδαιότητας, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την ιστορική εξέλιξη και να αποφύγουμε ιδεολογικά εμπνευσμένες θέσεις, οι οποίες επιχειρούν μέσα σ’ ένα ιστορικό κενό συγκρίσεις μεταξύ “κοινωνικών συστημάτων” για να συμπεράνουν ακολούθως την υπεροχή του “δυτικού συστήματος” με βάση εγγενή δομικά κριτήρια. Συγκρίσεις μπορούν να γίνουν μονάχα μεταξύ συγκεκριμένων εθνών και κοινωνιών με ιδιαίτερες παραδόσεις, πολιτισμικά καθορισμένες νοοτροπίες και αντίστοιχες τεχνικές-οικονομικές δυνατότητες. Ο κομμουνισμός, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από το 1917 και μετά, ήταν πάντοτε δεμένος μ’ ένα τέτοιο δεδομένο πλαίσιο και τα μειονεκτήματά του καθώς και οι επιτεύξεις του έφεραν πάντοτε τη σφραγίδα ενός μακρού και άκρως χαρακτηριστικού ιστορικού παρελθόντος. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, τότε είναι ευλογότερο – και δικαιότερο – να μη μιλάμε για τη νίκη του ρεαλισμού πάνω στην Ουτοπία, παρά για τη νίκη των σημαντικά πλουσιότερων και παραγωγικότερων βιομηχανικών εθνών της Δύσης πάνω στη φτωχότερη και λιγότερο παραγωγική Σοβιετική Ένωση. Γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μια καπιταλιστική Ρωσσία, αν ληφθούν υπ’ όψιν οι λοιποί κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες, θα μπορέσει ποτέ να συναγωνισθεί σοβαρά τις Ηνωμένες Πολιτείες στο οικονομικό επίπεδο, και μπορούμε επίσης να αμφιβάλλουμε αν μια ελεύθερη οικονομία σ’ ένα πολιτικά ανεξάρτητο Πακιστάν θα υπερφαλάγγιζε ποτέ μια σχεδιασμένη οικονομία σε μια πολιτικά ανεξάρτητη Γερμανία. Συχνά διατυπώνεται ο ισχυρισμός, ότι ακριβώς ο κομμουνισμός υπήρξε η αιτία της πτώχευσης και της οικονομικής αποτυχίας. Όμως μπορεί να έχει συμβεί και το αντίστροφο. Με εξαίρεση ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες κατακτήθηκαν από τον Ερυθρό Στρατό και έτσι ανέκοψαν την ήδη διαφορετική τους εξέλιξη οπισθοδρομώντας κοινωνικά, ο κομμουνισμός επικράτησε με τις δικές του ιθαγενείς δυνάμεις μονάχα σε έθνη που έτσι κι αλλιώς είχαν διανύσει σύντομα μόνο διαστήματα πάνω στον τεχνικό και πολιτισμικό δρόμο της σύγχρονης εποχής. Η αντίληψη, ότι η ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας μπορεί ν’ αποτελέσει πανάκεια ανεξάρτητα από άλλες ιστορικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις, διαψεύδεται πάντως από τη μαζική αθλιότητα σε πολλές λατινοαμερικανικές, αφρικανικές και ασιατικές χώρες.
Για να τεκμηριώσουμε επαρκώς αυτή μας τη θέση θα έπρεπε να εξετάσουμε την ιστορία του κομμουνισμού στα δύο μεγάλα έθνη, στα οποία νίκησε αυτοδύναμα και κράτησε ή κρατά επί μακρότερο χρονικό διάστημα την εξουσία. και τούτη την ιστορία θα έπρεπε πάλι να τη θεωρήσουμε όχι ως την ιστορία της αποτυχίας της Ουτοπίας, παρά μάλλον ως ιστορία απαντήσεων σε φλέγοντα εθνικά προβλήματα. Είναι προφανές ότι όταν δύο έθνη με το γεωπολιτικό βάρος και με την παραδοσιακά έντονη αυτοπεποίθηση της Ρωσσίας και της Κίνας οικειοποιούνται μια κοσμοϊστορική ιδέα και μια ιδεολογία οικουμενικού χαρακτήρα, αυτόματα δηλώνουν την αξίωσή τους να γίνουν παγκόσμιες δυνάμεις και ν’ αποτελούν υποκείμενα – όχι αντικείμενα – της πλανητικής πολιτικής. άλλωστε ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εμφανισθούν στον ρόλο μιας παγκόσμιας Δύναμης χωρίς μιαν ιδεολογία με οικουμενικές απαιτήσεις. Η λίγο-πολύ συμμετρική σχέση ανάμεσα στο φυσικό μέγεθος αυτών των εθνών (ως ένδειξη της δυνητικής τους θέσης μέσα στον κόσμο) και στο βεληνεκές της κοσμοϊστορικής ιδέας που οικειοποιήθηκαν ήταν θεμελιώδης και απολύτως απαραίτητος όρος για την ιστορία του κομμουνισμού. Αν δηλ. ο κομμουνισμός είχε επικρατήσει μονάχα στην Αλβανία ή στη Ζανζιβάρη, τότε θα παρέμενε ένα αξιοπερίεργο για εθνολόγους. μόνο η πλανητική ισχύς και η πλανητική φιλοδοξία των φορέων της προσέδωσε στην κοσμοϊστορική ιδέα του κομμουνισμού την τρανή, απειλητική της σοβαρότητα. Κι από τη στιγμή που αποκαταστάθηκε αυτή η σχέση ανάμεσα σε φορέα και ιδέα, το μεγάλο έθνος όφειλε να ενεργεί στο όνομα της Ιστορίας, να ντύνει εθνικές επιδιώξεις με δογματικές αποφάνσεις. Ό,τι εμφανιζόταν ως πράξη υπαγορευομένη από τη θεωρία προέκυπτε στην ουσία από αναγκαιότητες της εσωτερικής ή της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό όμως σημαίνει ότι πολλά φαινόμενα, τα οποία από τη σκοπιά του αντιπάλου φαίνονται ως αποκυήματα ιδεολογικής παράνοιας και εγκλήματα με αντίστοιχα κίνητρα, μπορούν να εξηγηθούν αβίαστα μέσα στην εθνική προοπτική και διόλου δεν είναι δυνατό να αποδοθούν στην εσωτερική λογική της Ουτοπίας, ανεξάρτητα από τους συγκεκριμένους εθνικούς όρους και σκοπούς. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα κεντρικό συμβάν της σοβιετικής ιστορίας, το νόημα του οποίου παρανοείται σχεδόν πάντοτε, μολονότι υπάρχουν επανειλημμένες και σαφέστατες σχετικές δηλώσεις της τοτινής σοβιετικής ηγεσίας – κι ας μην αναφερθούμε καθόλου στην εσωτερική λογική της ιστορικής κατάστασης. Η ραγδαία εκβιομηχάνιση από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 επιχειρήθηκε σε πρώτη γραμμή επειδή αναμενόταν, και δικαιολογημένα, ένας νέος μεγάλος πόλεμος, στον οποίο η Σοβιετική Ένωση θα βρισκόταν στο έλεος των βιομηχανικά κατά πολύ υπέρτερων εχθρών της, αν μέσα σε συντομότατο χρονικό διάστημα δεν κάλυπτε την καθυστέρησή της στον τομέα της βαρειάς βιομηχανίας και της παραγωγής σύγχρονου εξοπλισμού. Όμως η εκβιομηχάνιση δεν σήμαινε απλώς άρματα μάχης και αεροπλάνα, αλλά και πολυάριθμους ανθρώπους ικανούς να χειρισθούν μηχανές και σύγχρονες συσκευές γενικά (συμπεριλαμβανομένων όσων χορήγησαν κατόπιν οι σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου) – σήμαινε δηλ. σε τελευταία ανάλυση καταστροφή της προβιομηχανικής κοινότητας του χωριού, στην οποία ακόμα ζούσε η μεγάλη μάζα του λαού. Έχοντας πλήρη γνώση των βιαιοπραγιών και των δεινών που συνεπέφεραν όλα αυτά, μπορούμε σήμερα να διαπιστώσουμε νηφάλια: χωρίς τη βίαιη κολλεκτιβοποίηση και τη ραγδαία εκβιομηχάνιση η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία θα είχε κερδίσει τον πόλεμο ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Οι ηθικολόγοι ας λύσουν, αν μπορούν, αυτόν τον γόρδιο δεσμό. οι μπολσεβίκοι ήσαν υποχρεωμένοι να τον κόψουν.
Αναγκαιότητες της πολιτικής εθνικής ισχύος γέννησαν επίσης ένα καθοριστικό δομικό γνώρισμα των κομμουνιστικών καθεστώτων: τον άκρο συγκεντρωτισμό τους, δηλ. ό,τι τους προσέδωσε χαρακτήρα «ανατολικών δεσποτειών». Σε χώρες όπως η Αλβανία ο συγκεντρωτισμός σήμαινε, εκτός από την εδραίωση του κομματικού ελέγχου, διαμόρφωση ενός σύγχρονου έθνους, δηλ. βίαιη υπαγωγή ανεξάρτητων πατριών με τοπικές και προσωπικές νομιμοφροσύνες κάτω από ένα οδοστρωτήρα ονομαζόμενο έθνος. το έθνος αυτό, πάλι, είχε κομμουνιστικά πρόσημα, γιατί όλα τα άλλα (π.χ. τα θρησκευτικά) είχαν συνδεθεί με τις παλιές πατριαρχικές νομιμοφροσύνες ελλείψει μιας εθνικής αστικής τάξης. Τα δύο μεγάλα έθνη, στα οποία επικράτησε ο κομμουνισμός, χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν άλλα προβλήματα με τη βοήθεια του συγκεντρωτισμού. Στην Κίνα ήταν και είναι ζωντανή η τραυματική μνήμη του κατακερματισμού της χώρας σε κάμποσες μικρές, εν μέρει ημιφεουδαλικές κι εν μέρει στρατιωτικές δεσποτείες – η τραυματική μνήμη μιας αδυναμίας που πληρώθηκε με βαρειές ταπεινώσεις. Η Δύση ίσως βαυκαλίζεται πιστεύοντας ότι με τη σημερινή της ρητορική για τα ανθρώπινα δικαιώματα έλαβε κιόλας άφεση αμαρτιών για το αποικιακό της παρελθόν, όμως θα απατηθεί οικτρά αν νομίζει ότι ένας παλαιός και υπερήφανος λαός όπως οι Κινέζοι θα ξεχάσει ποτέ τη διπλωματία των κανονιοφόρων και τους πολέμους του οπίου. Πάντως η συγκεντρωτική ενοποίηση του κράτους και του έθνους αποτελούσε εδώ απαραίτητη προϋπόθεση τόσο για την ανεξαρτησία όσο και για την απαιτητική συμμετοχή σε μια πυκνή πλέον πλανητική πολιτική. Μιαν ακόμα απαιτητικότερη συμμετοχή επιθυμούσε η Ρωσσία. όμως για να την επιτύχει έπρεπε να εξασφαλίσει τη συνοχή του εξουσιαζόμενου απ’ αυτήν γιγαντιαίου πολυεθνικού κράτους με έναν αυστηρό συγκεντρωτισμό, ο οποίος άλλωστε διέθετε ήδη μακρά παράδοση. Για την πολιτική και ηθική αξία ή απαξία ενός τέτοιου κράτους μπορεί να διχάζονται οι γνώμες, ένα όμως είναι βέβαιο στο φως των πρόσφατων εξελίξεων: αν κάποιος, καλώς ή κακώς, ήθελε να διατηρήσει τη συνοχή του αυτό μπορούσε να το κάμει μόνο με συγκεντρωτικές και αυταρχικές μεθόδους – αδιάφορο πού θα χάραζε σε κάθε περίπτωση τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «αναπόδραστο» και «άσκοπο» καταναγκασμό. Η εσωτερική συνάφεια αυταρχικού συγκεντρωτισμού και ισχυρής παγκόσμιας πολιτικής παρουσίας στην περίπτωση της Ρωσσίας φάνηκε ακόμα εντονότερα όταν ο Ερυθρός Στρατός κατέκτησε μεγάλα τμήματα της Ευρώπης. Ενώ όμως η Ρωσσία χάρη στον κομμουνισμό μπόρεσε τουλάχιστον να διασφαλίσει την ηγεμονική της θέση μέσα στη Σοβιετική Ένωση και ταυτόχρονα να ασκήσει αυτοκρατορική παγκόσμια πολιτική, οι λαοί της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, οι οποίοι δεν είχαν τη δυνατότητα να τρέφουν παρόμοιες φιλοδοξίες, συνολικά ζημιώθηκαν από την κομμουνιστική κυριαρχία. Αυτοί είναι τα μεγαλύτερα, και μάλιστα τα αληθινά θύματα μιας κοσμοχαλασιάς, οι συνέπειες της οποίας ίσως να μην εξαλειφθούν ποτέ. Ωστόσο και εδώ δεν πρέπει να λησμονούμε τη συνύφανση του κομμουνισμού με μια πολιτική εθνικής ισχύος: ο κομμουνισμός στις χώρες αυτές ήταν σοβιετική κατοχή.
Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου τονίσθηκε πολλές φορές η εσωτερική συνάρτηση του κομμουνισμού με την παγκόσμια πολιτική ισχύος του ρωσσικού έθνους, γιατί η πολεμική της Δύσης ενδιαφερόταν έντονα να ξεσκεπάσει το συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο του συνθήματος του «προλεταριακού διεθνισμού». Αλλά μετά τη διάλυση του ανατολικού στρατοπέδου και της Σοβιετικής Ένωσης υπάρχει στη Δύση λιγότερη προθυμία να ερμηνεύσει κανείς την εξέλιξη των πραγμάτων ως νίκη εθνών πάνω σε άλλα έθνη. θα φαινόταν ίσως πεζό και δεν θα έμοιαζε με ιδιαίτερα ένδοξο κατόρθωμα, αν κανείς έλεγε απλούστατα ότι το πιο πολυάριθμο και κατά πολύ υπέρτερο στρατόπεδο επικράτησε τελικά ενάντια στη Ρωσσία. Είναι παλαιά συνήθεια να πανηγυρίζεται κάθε μεγάλη νίκη ως νίκη ανώτερων ιδεωδών ή ανώτερων κοινωνικών συστημάτων και να ερμηνεύεται η υποτιθέμενη αναγκαιότητά της ως αναγκαιότητα της επικράτησης αυτών ακριβώς των ιδεωδών ή των συστημάτων. Η επιθυμία να υπογραμμισθεί εμφατικά η υπεροχή του δυτικού συστήματος στον κεντρικό τομέα της οικονομίας ωθεί τώρα e contrario (και μολονότι αυτό διόλου δεν είναι λογικά αναγκαίο) στο να αποδίδεται η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου, και μάλιστα του σοβιετικού κομμουνισμού, σε μια σοβαρή δυσλειτουργία της σχεδιασμένης οικονομίας, η οποία, πέρα από τις συνήθεις δυσκαμψίες και αποφράξεις, κορυφώθηκε αναπόδραστα στην ολική παράλυση. Η εξήγηση αυτή, που βέβαια προδίδει έναν οικονομιστικό τρόπο σκέψης, μπορεί να επικαλεσθεί ως επιχείρημα την κατάρρευση της σοβιετικής σχεδιασμένης οικονομίας, όπως την είδαμε να συντελείται πράγματι, και τη γνωστή από καιρό χαμηλότερη αποδοτικότητά της σε σύγκριση με τη δυτική οικονομία. Όμως η αναγκαιότητα της ολοκληρωτικής κατάρρευσης διόλου δεν συνάγεται λογικά από τις δύο αυτές ορθές παρατηρήσεις, ούτε και την πρόβλεψε με απόλυτη σιγουριά κάποιος εμπειρογνώμονας στη δεκαετία του 1970 – απεναντίας: μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν οι αντιδράσεις στη Δύση πρόδιδαν πολύ περισσότερο φόβο μπροστά στην υπεροπτική εμφάνιση μιας παγκόσμιας Δύναμης, η οποία μετά από τρομερή προσπάθεια βρισκόταν τουλάχιστον στο όριο της στρατιωτικής ισοδυναμίας με τη Δύση, παρά αυτοπεποίθηση και ξεγνοιασιά επειδή αναμενόταν από ώρα σε ώρα η οικονομική της πανωλεθρία.
Αν αφήσουμε στην άκρη οικονομιστικές προκαταλήψεις και απολογητικές ή πανηγυρικές ανάγκες, θα διαπιστώσουμε ότι την κατάλυση του κομμουνιστικού συστήματος δεν την προκάλεσε η κατάρρευση της σοβιετικής σχεδιασμένης οικονομίας, αλλά ότι έγινε ακριβώς το αντίθετο: με δεδομένη τη θεσμικά διασφαλισμένη υποταγή της οικονομίας στην πολιτική μέσα στο σοβιετικό σύστημα, η ανασφάλεια, ο κλονισμός και τελικά η αποσύνθεση του οργανωμένου φορέα της πολιτικής ισχύος προξένησε οικονομικό χάος – εντελώς ανεξάρτητα από το αν αυτή η εξέλιξη στο χώρο της πολιτικής προετοιμάσθηκε (και) από διχογνωμίες όσον αφορά στην πορεία της οικονομίας. Όπου ο πολιτικός παράγοντας, δηλ. ο κομματικός μηχανισμός, ελέγχει τη διοίκηση και το σύστημα κατανομής, όπου δηλ. είναι άγνωστες οι διαχωριστικές γραμμές του δυτικού κράτους δικαίου ανάμεσα σε κόμμα, κράτος και οικονομία – εκεί η οικονομική κατάρρευση θα ακολουθήσει αναγκαία την πολιτική. Και η πολιτική κατάρρευση προήλθε από την – επί πλέον αδέξια – προσπάθεια μεταρρύθμισης ενός συστήματος, το οποίο δεν ήταν δυνατό να μεταρρυθμισθεί χωρίς να καταργηθεί. Δεν θα βοηθούσε πολύ αν χρησιμοποιούσαμε έναν κλασσικό μεταφυσικό όρο και ισχυριζόμαστε ότι το σύστημα ως εκ της «ουσίας» του δεν επιδεχόταν μεταρρύθμιση: κάθε σύστημα θα απεμπολήσει την «ουσία» του αν η μεταρρύθμισή του υπερβεί ένα ορισμένο όριο. Η αδυναμία μεταρρύθμισης του σοβιετικού συστήματος πρέπει πάλι να ιδωθεί σε στενή συνάφεια με την εθνικά προσδιορισμένη διαμόρφωσή του, με τις εθνικές πολιτικές παραδόσεις και τους εθνικούς πολιτικούς σκοπούς: τι θα μπορούσε να σημαίνει «μεταρρύθμιση» και τι επιπτώσεις θα είχε αυτή σε ένα πολυεθνικό κράτος, όπου οι κεντρόφυγες δυνάμεις στην πολιτική χαλιναγωγούνταν (και) με την κεντρική διεύθυνση της οικονομίας;
Κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί με απόλυτη βεβαιότητα αν η μεταρρυθμιστική διαδικασία στη Σοβιετική Ένωση εγκαινιάσθηκε λόγω αφόρητων εμπράγματων πιέσεων ή με μιαν υποκειμενική απόφαση, η οποία είχε τεράστιες συνέπειες ακριβώς επειδή εξ αιτίας της ιεραρχικής δομής του συστήματος αποφάσεις λαμβανόμενες στην κορυφή διαπερνούσαν το κοινωνικό σύνολο απ’ άκρη σ’ άκρη. Πιθανότατα, το τέλος του κομμουνισμού στη Σοβιετική Ένωση δεν αποτελούσε κάποια ιστορική αναγκαιότητα, όπως και διόλου δεν ήταν ιστορικά αναγκαία η επικράτησή του χάρη στο πραξικόπημα του 1917. Οι δυτικοί παρατηρητές θα όφειλαν πάντως να μην υιοθετούν με άλλα πρόσημα τον μακαρίας μνήμης εγελιανό-μαρξιστικό ντετερμινισμό προκειμένου να αποδείξουν ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν επιταγή του κοσμοϊστορικού Λόγου ή σιδερένιων οικονομικών νόμων. Μετά από μερικά χρόνια ίσως να κρίνονται με περισσότερη κατανόηση τα επιτεύγματα της σχεδιασμένης οικονομίας στη Ρωσσία, αν αποδειχθεί ότι και κάτω από τις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς η οικονομική δραστηριότητα των Ρώσσων δεν θα βελτιωθεί σημαντικά. Και επίσης θα αποτιμηθούν διαφορετικά τα ιστορικά επιτεύγματα της συγκεντρωτικής διεύθυνσης του πολυεθνικού σοβιετικού κράτους, αν η εξέλιξη στην πρώην επικράτειά του γεννά αδιάκοπα εκ νέου την παλιά απορία της πολιτικής φιλοσοφίας, αν δηλ. η δεσποτεία είναι προτιμότερη ή όχι από τον εμφύλιο πόλεμο.
Έτσι ή αλλιώς, ο κομμουνισμός με την αρχική του έννοια είναι νεκρός. Στην Κίνα μπορεί ακόμη να εκπληρώνει εθνικές και εσωτερικές πολιτικές λειτουργίες, όμως η ουτοπική ορμή και η φιλοσοφικοϊστορική νομιμοποίηση έσβησαν αμετάκλητα. Ωστόσο οι «ρεαλιστές» δεν θα έκαναν καθόλου καλά αν θριαμβολογούσαν γι’ αυτό. Κάθε φορά πεθαίνει μια μεμονωμένη ουτοπία, όχι η Ουτοπία. Και σβήνουν μέσα στον χρόνο μεμονωμένες αγριότητες και εγκλήματα, όχι η αγριότητα και το έγκλημα. Οι κομμουνιστές ήσαν προσωρινά οι τελευταίοι που ενσάρκωσαν και τις δύο αυτές πλευρές του ανθρώπινου παραδόξου σε στενότατη συνάφεια μεταξύ τους. Ως υπέρμαχοι μιας ανθρωπιστικής ουτοπίας και ως εκτελεστές στυγνής τρομοκρατίας σφράγισαν όσο κανένα άλλο κίνημα το μεγαλείο και την τραγικότητα της εποχής τους. Υπήρξαν ταυτόχρονα ονειροπόλοι και πολιτικοί διψασμένοι για ισχύ, desperados και στρατηγικά πνεύματα, δημεγέρτες και μυστικοί πράκτορες, σταυροφόροι και τεχνοκράτες, αιρετικοί και ιεροεξεταστές, θύματα και δήμιοι. Η παγκόσμια ιστορία δεν θα λησμονήσει εύκολα τους ασυνήθιστους αυτούς ανθρώπους, που τόσο βίαια εισέβαλαν στον εικοστό αιώνα.
Πηγή: Παναγιώτης Κονδύλης, Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο, εκδ. Θεμέλιο, 2011.
Ανάρτηση από: http://eranistis.net