Ιδεολογικός αναχρονισμός και καλλιέργεια ψευδαισθήσεων χαρακτηρίζει τις πνευματικές και πολιτικές ελίτ
Του Σάββα Μαστραππά από την Ρήξη φ. 139
Πριν από μερικές μέρες συζητούσα με έναν παραδοσιακό ψηφοφόρο του Νίκου Αναστασιάδη. Προσπάθησα να του αναλύσω τους λόγους για τους οποίους η επανεκλογή του κ. Αναστασιάδη στο τιμόνι της Κυπριακής Δημοκρατίας θα είχε ολέθριες συνέπειες για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Ο συνομιλητής μου, όπως και αρκετοί Κύπριοι πολίτες, δεν φάνηκε να συμμερίζεται τους φόβους μου. Η εκλογή του εκάστοτε Κυπρίου προέδρου έχει κατά τη γνώμη τους να κάνει με άλλα, «ουσιαστικότερα» προβλήματα, που αντιμετωπίζει ο τόπος.
Δεν εξεπλάγην, λοιπόν, όταν ο συνομιλητής μου μού ανακοίνωσε τον λόγο για τον οποίο θα ξαναψηφίσει τον απερχόμενο πρόεδρο! Ο λόγος, λοιπόν, είναι: «Να δώσει την ευκαιρία στον Νίκο να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για την κατασκευή τελεφερίκ στο Τρόοδος! Δεν εξεπλάγην, διότι γνωρίζω με ποιον ανθρωπολογικό τύπο συναλλασσόμουν. (Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σε προηγούμενο κείμενό μου με τίτλο: «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» Ρήξη φ. 131.)
Εν τούτοις, νομίζω ότι πρέπει να καταθέσω και τις παρακάτω σκέψεις. Θεωρώ λοιπόν ότι το κυπριακό εκλογικό σώμα μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες. Η διάκριση θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνει με βάση την ηλικία. Δεν εστιάζω στην ταξική δομή της κοινωνίας ούτε στην διάκριση πρόσφυγας και μη διότι οι διακρίσεις αυτές, ειδικά μετά το 1980, υπέστησαν τις ισοπεδωτικές επιδράσεις του ευδαιμονισμού. Οι συνέπειες δε του ευδαιμονισμού έχουν τέτοια επίδραση στην κοινωνία που αν κάποιος ανατρέξει στο κλασικό πια βιβλίο του Κρίστοφερ Λας H κουλτούρα του ναρκισσισμού (εκδ. Νησίδες) θα αναρωτηθεί αν οι περιγραφές και οι διαπιστώσεις του συγγραφέα αναφέρονται στην αμερικάνικη κοινωνία ή μήπως στην κυπριακή…
Δεν μπορεί να εστιάσουμε επίσης στη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς, αν και ακόμα παίζει κάποιον ρόλο στην πρώτη ηλικιακή κατηγορία, διότι η κατηγοριοποίηση αυτή τείνει, με τις κοσμογονικές κοινωνικές – τεχνολογικές αλλαγές που συντελούνται σε πλανητικό επίπεδο τα τελευταία χρόνια, να ξεπεραστεί ακόμα και στην Κύπρο.Δεν εξεπλάγην, λοιπόν, όταν ο συνομιλητής μου μού ανακοίνωσε τον λόγο για τον οποίο θα ξαναψηφίσει τον απερχόμενο πρόεδρο! Ο λόγος, λοιπόν, είναι: «Να δώσει την ευκαιρία στον Νίκο να υλοποιήσει τη δέσμευσή του για την κατασκευή τελεφερίκ στο Τρόοδος! Δεν εξεπλάγην, διότι γνωρίζω με ποιον ανθρωπολογικό τύπο συναλλασσόμουν. (Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει σε προηγούμενο κείμενό μου με τίτλο: «Καμία πατρίδα για τους μελλοθάνατους» Ρήξη φ. 131.)
Εν τούτοις, νομίζω ότι πρέπει να καταθέσω και τις παρακάτω σκέψεις. Θεωρώ λοιπόν ότι το κυπριακό εκλογικό σώμα μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες. Η διάκριση θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να γίνει με βάση την ηλικία. Δεν εστιάζω στην ταξική δομή της κοινωνίας ούτε στην διάκριση πρόσφυγας και μη διότι οι διακρίσεις αυτές, ειδικά μετά το 1980, υπέστησαν τις ισοπεδωτικές επιδράσεις του ευδαιμονισμού. Οι συνέπειες δε του ευδαιμονισμού έχουν τέτοια επίδραση στην κοινωνία που αν κάποιος ανατρέξει στο κλασικό πια βιβλίο του Κρίστοφερ Λας H κουλτούρα του ναρκισσισμού (εκδ. Νησίδες) θα αναρωτηθεί αν οι περιγραφές και οι διαπιστώσεις του συγγραφέα αναφέρονται στην αμερικάνικη κοινωνία ή μήπως στην κυπριακή…
Οι δύο κατηγορίες
Θα αφήσω τελευταία τη μεσαία κατηγορία, διότι θεωρώ ότι είναι η σημαντικότερη. Έχει η κατηγορία αυτή, των 35 – 60 ετών, το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών για τη μέχρι τώρα πορεία του Κυπριακού και κρατάει βέβαια για τελευταία φορά το κλειδί (πριν αυτό παραδοθεί στην Τουρκία) που αφορά το μέλλον της Κύπρου.
Στην πρώτη λοιπόν ηλικιακή κατηγορία εμπίπτουν οι ψηφοφόροι άνω των 65 ετών. Οι εκλογικές τους επιλογές επηρεάζονται σε πολύ πολύ μεγάλο βαθμό από τις τραυματικές εμπειρίες του κομβικού έτους 1974. Η προ πραξικοπήματος περίοδος, πραξικόπημα, τουρκική εισβολή και τα αποτελέσματά της, απώλεια συγγενικών προσώπων και περιουσιών, οι περισσότεροι δε αρένες έλαβαν μέρος σε μάχες κατά του Αττίλα. Οι άνθρωποι αυτοί δοκιμάστηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων σε ακραίο βαθμό. Φέρουν τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό τις όποιες εμμονές έχουν σε ό,τι αφορά τις εκλογικές τους επιλογές. Είναι μια γενιά που δούλεψε πολύ και στερήθηκε ακόμα πιο πολύ. Είναι σχεδόν λογικό η κατηγορία αυτή να ενεργεί ως επί το πλείστον συναισθηματικά, διατηρώντας (ας μου επιτραπεί η έκφραση) τις αγκυλώσεις της φυλετικής κοινωνίας.
Όμως… δεν θα πρέπει να υποβαθμίζουμε και έναν ωφελιμιστικό παράγοντα (εκτός των άλλων), το γεγονός της αύξησης ή της μείωσης κάποιων ευρώ της σύνταξης της εν λόγω κατηγορίας από κάποιον υποψήφιο πρόεδρο μπορεί να ρίξει στον κάλαθο των αχρήστων τις όποιες συναισθηματικές αγκυλώσεις διατηρεί!
Η τρίτη ηλικιακή κατηγορία εστιάζεται στους νέους μέχρι 35 ετών. Είναι μια γενιά που, όπως και η αντίστοιχη γενιά σε πλανητική κλίμακα, βιώνει τον ιδιότυπο διχασμό της μεγάλης ιστορικής μεταβατικής περιόδου που περνά η σύγχρονη ανθρωπότητα. Είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, φέρουν την τοπική κουλτούρα, φέρουν στο υποσυνείδητό τους ιστορικά τραύματα του τόπου που ζουν αλλά ταυτόχρονα η αποικιοποίηση του φαντασιακού τους, τους κάνει να πιστεύουν ότι ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Μέσα από τα τάμπλετ και τα κινητά τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας που διαθέτουν, πιστεύουν ότι αφού ταυτόχρονα είναι πολίτες μιας «εικονικής αυτοκρατορίας» δεν τους χρειάζεται το έδαφος. Όμως πρέπει να έχουν υπόψιν τους ότι, για να συνεχίσουν να «απολαμβάνουν» τα καλά του «θαυμαστού καινούργιου κόσμου», θα πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα της ελευθερίας της επιλογής, άρα τους χρειάζεται η Κυπριακή Δημοκρατία να παραμείνει ελεύθερο κράτος.
Θα αφήσω τελευταία τη μεσαία κατηγορία, διότι θεωρώ ότι είναι η σημαντικότερη. Έχει η κατηγορία αυτή, των 35 – 60 ετών, το μεγαλύτερο μέρος των ευθυνών για τη μέχρι τώρα πορεία του Κυπριακού και κρατάει βέβαια για τελευταία φορά το κλειδί (πριν αυτό παραδοθεί στην Τουρκία) που αφορά το μέλλον της Κύπρου.
Στην πρώτη λοιπόν ηλικιακή κατηγορία εμπίπτουν οι ψηφοφόροι άνω των 65 ετών. Οι εκλογικές τους επιλογές επηρεάζονται σε πολύ πολύ μεγάλο βαθμό από τις τραυματικές εμπειρίες του κομβικού έτους 1974. Η προ πραξικοπήματος περίοδος, πραξικόπημα, τουρκική εισβολή και τα αποτελέσματά της, απώλεια συγγενικών προσώπων και περιουσιών, οι περισσότεροι δε αρένες έλαβαν μέρος σε μάχες κατά του Αττίλα. Οι άνθρωποι αυτοί δοκιμάστηκαν στις περισσότερες των περιπτώσεων σε ακραίο βαθμό. Φέρουν τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες δικαιολογούν σε μεγάλο βαθμό τις όποιες εμμονές έχουν σε ό,τι αφορά τις εκλογικές τους επιλογές. Είναι μια γενιά που δούλεψε πολύ και στερήθηκε ακόμα πιο πολύ. Είναι σχεδόν λογικό η κατηγορία αυτή να ενεργεί ως επί το πλείστον συναισθηματικά, διατηρώντας (ας μου επιτραπεί η έκφραση) τις αγκυλώσεις της φυλετικής κοινωνίας.
Όμως… δεν θα πρέπει να υποβαθμίζουμε και έναν ωφελιμιστικό παράγοντα (εκτός των άλλων), το γεγονός της αύξησης ή της μείωσης κάποιων ευρώ της σύνταξης της εν λόγω κατηγορίας από κάποιον υποψήφιο πρόεδρο μπορεί να ρίξει στον κάλαθο των αχρήστων τις όποιες συναισθηματικές αγκυλώσεις διατηρεί!
Η τρίτη ηλικιακή κατηγορία εστιάζεται στους νέους μέχρι 35 ετών. Είναι μια γενιά που, όπως και η αντίστοιχη γενιά σε πλανητική κλίμακα, βιώνει τον ιδιότυπο διχασμό της μεγάλης ιστορικής μεταβατικής περιόδου που περνά η σύγχρονη ανθρωπότητα. Είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας, φέρουν την τοπική κουλτούρα, φέρουν στο υποσυνείδητό τους ιστορικά τραύματα του τόπου που ζουν αλλά ταυτόχρονα η αποικιοποίηση του φαντασιακού τους, τους κάνει να πιστεύουν ότι ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Μέσα από τα τάμπλετ και τα κινητά τηλέφωνα τελευταίας τεχνολογίας που διαθέτουν, πιστεύουν ότι αφού ταυτόχρονα είναι πολίτες μιας «εικονικής αυτοκρατορίας» δεν τους χρειάζεται το έδαφος. Όμως πρέπει να έχουν υπόψιν τους ότι, για να συνεχίσουν να «απολαμβάνουν» τα καλά του «θαυμαστού καινούργιου κόσμου», θα πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα της ελευθερίας της επιλογής, άρα τους χρειάζεται η Κυπριακή Δημοκρατία να παραμείνει ελεύθερο κράτος.
Η επίμαχη κατηγορία
Αν έρθουμε τώρα στην επίμαχη ηλικιακή κατηγορία των 35 – 60 ετών, τη γενιά της ευμάρειας και του αλόγιστου καταναλωτισμού, που πούλησε την ψυχή της και υποθήκευσε τα πάντα για το οικονομικό όφελος. Η πολιτική κουλτούρα υποβαθμίστηκε και ποδοσφαιροποιήθηκε. Το ήθος μετατράπηκε σε κενό λόγο που αφορά τους απροσάρμοστους και τους χαζούς που ακόμα προσπαθούσαν να βρουν νοήματα. Η κάθε της κίνηση συνδέθηκε με έναν αχόρταγο ωφελιμισμό. Τα ρουσφέτια με το κράτος, τα κόμματα τους πολιτικούς, έδωσαν έδαφος στην κομματοκρατία να ανδρωθεί και να εξελιχθεί σε καρκίνωμα για τον τόπο. Ανήγαγε την οικονομική απάτη σε αξίωμα. Χαρακτήρισε φασίστα τον οποιονδήποτε της χαλούσε το πάρτι, ή έλεγε απλώς κάτι διαφορετικό ή κάτι που η κουστουμαρισμένη αγραμματοσύνη της δεν το καταλάβαινε.
Η εξεζητημένη απαιδευσιά της έδωσε έδαφος να αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος κυπριακός λαϊκισμός.
Έπνιξαν το αίτημα για απελευθέρωση, ή έστω το δικαίωμα των προσφύγων για επιστροφή, και το μετέτρεψαν σε μικρόψυχο δικαιωματισμό (οι πρόσφυγες πρέπει να παίρνουν επιδόματα, αποζημιώσεις κ.λπ.). Μετέτρεψαν τους προσφυγικούς δήμους από απελευθερωτικά άρματα που έπρεπε να είναι, σε καφέ μπαρ εκδηλώσεων και γραφεία τελετών. Παράλληλα όμως ανήγαγαν τα «δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων» σε μείζον πολιτικό θέμα
Βέβαια, απαραίτητα μέσα στα «καθήκοντά» τους ήταν η «επίσκεψη» στα κατεχόμενα για φθηνό φαγητό, φθηνά ψώνια, φθηνές πόρνες, καζίνα κ.λπ.
Όταν η σήψη προχώρησε και οι κοινωνικοί ιμάντες ξεχείλωσαν απελπιστικά και η παρακμή έγινε εμφανής τόσο στην κοινωνία όσο και στις κρατικές δομές, ενεθάρρυναν τους κανακάρηδές τους να μην κατατάσσονται στην Εθνική Φρουρά «για να μη χάνουν τα χρόνια τους άδικα».
Τέλος, προσπάθησαν να θέσουν εκτός μάχης, ενοχοποιώντας, την εθνική ιδέα, η οποία παρέμενε ακόμα ως ανάχωμα στην πλήρη πολτοποίηση που επεδίωκαν. Πέρα όμως από την καπηλεία της, την περίοδο του 1974 η εθνική ιδέα ήταν η μόνη προωθητική ιδέα ΚΑΙ για τον ελληνισμό της Κύπρου. Ήταν αυτή που ώθησε σε ό,τι μεγάλο πέτυχε αυτός ο λαός, διότι, ας μην γελιόμαστε, η πάλη κατά των κατακτητών μας των Τούρκων και των Εγγλέζων στο παρελθόν και των Τούρκων και των μετα-αποικιοκρατών σήμερα, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν δεν υπήρχε η εμμονή στην ελληνική μας ιδιοπροσωπία.
Αν έρθουμε τώρα στην επίμαχη ηλικιακή κατηγορία των 35 – 60 ετών, τη γενιά της ευμάρειας και του αλόγιστου καταναλωτισμού, που πούλησε την ψυχή της και υποθήκευσε τα πάντα για το οικονομικό όφελος. Η πολιτική κουλτούρα υποβαθμίστηκε και ποδοσφαιροποιήθηκε. Το ήθος μετατράπηκε σε κενό λόγο που αφορά τους απροσάρμοστους και τους χαζούς που ακόμα προσπαθούσαν να βρουν νοήματα. Η κάθε της κίνηση συνδέθηκε με έναν αχόρταγο ωφελιμισμό. Τα ρουσφέτια με το κράτος, τα κόμματα τους πολιτικούς, έδωσαν έδαφος στην κομματοκρατία να ανδρωθεί και να εξελιχθεί σε καρκίνωμα για τον τόπο. Ανήγαγε την οικονομική απάτη σε αξίωμα. Χαρακτήρισε φασίστα τον οποιονδήποτε της χαλούσε το πάρτι, ή έλεγε απλώς κάτι διαφορετικό ή κάτι που η κουστουμαρισμένη αγραμματοσύνη της δεν το καταλάβαινε.
Η εξεζητημένη απαιδευσιά της έδωσε έδαφος να αναπτυχθεί ένας ιδιότυπος κυπριακός λαϊκισμός.
Έπνιξαν το αίτημα για απελευθέρωση, ή έστω το δικαίωμα των προσφύγων για επιστροφή, και το μετέτρεψαν σε μικρόψυχο δικαιωματισμό (οι πρόσφυγες πρέπει να παίρνουν επιδόματα, αποζημιώσεις κ.λπ.). Μετέτρεψαν τους προσφυγικούς δήμους από απελευθερωτικά άρματα που έπρεπε να είναι, σε καφέ μπαρ εκδηλώσεων και γραφεία τελετών. Παράλληλα όμως ανήγαγαν τα «δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων» σε μείζον πολιτικό θέμα
Βέβαια, απαραίτητα μέσα στα «καθήκοντά» τους ήταν η «επίσκεψη» στα κατεχόμενα για φθηνό φαγητό, φθηνά ψώνια, φθηνές πόρνες, καζίνα κ.λπ.
Όταν η σήψη προχώρησε και οι κοινωνικοί ιμάντες ξεχείλωσαν απελπιστικά και η παρακμή έγινε εμφανής τόσο στην κοινωνία όσο και στις κρατικές δομές, ενεθάρρυναν τους κανακάρηδές τους να μην κατατάσσονται στην Εθνική Φρουρά «για να μη χάνουν τα χρόνια τους άδικα».
Τέλος, προσπάθησαν να θέσουν εκτός μάχης, ενοχοποιώντας, την εθνική ιδέα, η οποία παρέμενε ακόμα ως ανάχωμα στην πλήρη πολτοποίηση που επεδίωκαν. Πέρα όμως από την καπηλεία της, την περίοδο του 1974 η εθνική ιδέα ήταν η μόνη προωθητική ιδέα ΚΑΙ για τον ελληνισμό της Κύπρου. Ήταν αυτή που ώθησε σε ό,τι μεγάλο πέτυχε αυτός ο λαός, διότι, ας μην γελιόμαστε, η πάλη κατά των κατακτητών μας των Τούρκων και των Εγγλέζων στο παρελθόν και των Τούρκων και των μετα-αποικιοκρατών σήμερα, δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα αν δεν υπήρχε η εμμονή στην ελληνική μας ιδιοπροσωπία.
Και τώρα, τι;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λύση που προοιωνίζεται αν ξαναβγεί πρόεδρος ο κ. Αναστασιάδης, παραπέμπει σε κοινωνικό – εθνικό εξανδραποδισμό και καταστροφή κάθε κανονικότητας όπως τη βιώσαμε τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο.
Ο απερχόμενος πρόεδρος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, όποτε του δίνεται η ευκαιρία ότι θα προσπαθήσει να πείσει την Τουρκία για κάποιες «βελτιώσεις» και μετά θα υπογράψει. Να υπογράψει τι; Το πλαίσιο λύσης είναι στο σύνολό του μη λειτουργικό και ταυτόχρονα τόσο ασαφές, που θα οδηγήσει σε κατάργηση της Κ.Δ πριν στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών.
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να γίνει κάτι. Και η απάντηση είναι ότι «ναι, μπορεί», αλλά αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η γενιά των 35- 60, αν αναλογιστεί τις ιστορικές της ευθύνες. Για να μη θεωρητικολογώ άλλο, θα καταθέσω τις εμπειρίες που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια όσοι διαμένουμε στην μητροπολιτική Ελλάδα.
Η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα δεν ήρθε ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση. Ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιων πολιτικών. Ήταν όμως και το αποτέλεσμα της ανοχής και της συμμετοχής αρκετών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες ευνοήθηκαν την περίοδο της μεταπολίτευσης, σιώπησαν και απόλαυσαν τους καρπούς της ανοχής.
Οι επιπτώσεις που έχει η κρίση στη νέα γενιά, των 18 – 35 ετών, είναι καταστρεπτικές. Ανεργία, φυγή στο εξωτερικό, στέρηση κάθε δικαιώματος στη ζωή και στο όνειρο. Το αποτέλεσμα είναι μια χαμένη γενιά, η οποία διακρίνεται από έντονο αρνητισμό και αποστροφή προς τη γενιά των πατεράδων και των μανάδων τους, που είναι σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνοι για αυτή την αφόρητη κατάσταση που βιώνουν καθημερινά αυτά τα παιδιά.
Ο παραλληλισμός είναι προφανής. Οι γενιές είναι οι ίδιες, ο παραλογισμός από τη συμμετοχή στο καταναλωτικό πάρτι και τα οφέλη περίπου τα ίδια. Το διακύβευμα διαφέρει.
Στη μητροπολιτική Ελλάδα υπάρχει το έδαφος, υποθηκευμένο μεν, αλλά ίσως και να μπορεί να ανακτηθεί στο μακρινό μέλλον. Η Κύπρος δεν έχει αυτή την πολυτέλεια, διότι έχει να κάνει με τον νεο-οθωμανικό βαρβαρισμό.
Αν στον λίγο χρόνο που απομένει, η επίμαχη γενιά δει απολογητικά, αυτοκριτικά και με διάθεση μεταμέλειας την προηγούμενη περίοδο, ίσως να μπορέσουμε να αποτρέψουμε το χειρότερο. Και το χειρότερο είναι μια λύση Διζωνικής – Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Με την Κ.Δ να διατηρείται, όπως είναι σήμερα, τουλάχιστον τα παιδιά των 18 – 35 ετών θα έχουν ένα περιβάλλον ελευθερίας, στο οποίο θα μπορούν να δραστηριοποιηθούν με σχετική ασφάλεια για τα επόμενα χρόνια.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λύση που προοιωνίζεται αν ξαναβγεί πρόεδρος ο κ. Αναστασιάδης, παραπέμπει σε κοινωνικό – εθνικό εξανδραποδισμό και καταστροφή κάθε κανονικότητας όπως τη βιώσαμε τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο.
Ο απερχόμενος πρόεδρος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, όποτε του δίνεται η ευκαιρία ότι θα προσπαθήσει να πείσει την Τουρκία για κάποιες «βελτιώσεις» και μετά θα υπογράψει. Να υπογράψει τι; Το πλαίσιο λύσης είναι στο σύνολό του μη λειτουργικό και ταυτόχρονα τόσο ασαφές, που θα οδηγήσει σε κατάργηση της Κ.Δ πριν στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών.
Το ερώτημα είναι αν μπορεί να γίνει κάτι. Και η απάντηση είναι ότι «ναι, μπορεί», αλλά αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η γενιά των 35- 60, αν αναλογιστεί τις ιστορικές της ευθύνες. Για να μη θεωρητικολογώ άλλο, θα καταθέσω τις εμπειρίες που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια όσοι διαμένουμε στην μητροπολιτική Ελλάδα.
Η οικονομική κρίση που μαστίζει την Ελλάδα δεν ήρθε ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση. Ήταν το αποτέλεσμα μακροχρόνιων πολιτικών. Ήταν όμως και το αποτέλεσμα της ανοχής και της συμμετοχής αρκετών κοινωνικών ομάδων, οι οποίες ευνοήθηκαν την περίοδο της μεταπολίτευσης, σιώπησαν και απόλαυσαν τους καρπούς της ανοχής.
Οι επιπτώσεις που έχει η κρίση στη νέα γενιά, των 18 – 35 ετών, είναι καταστρεπτικές. Ανεργία, φυγή στο εξωτερικό, στέρηση κάθε δικαιώματος στη ζωή και στο όνειρο. Το αποτέλεσμα είναι μια χαμένη γενιά, η οποία διακρίνεται από έντονο αρνητισμό και αποστροφή προς τη γενιά των πατεράδων και των μανάδων τους, που είναι σε μεγάλο βαθμό συνυπεύθυνοι για αυτή την αφόρητη κατάσταση που βιώνουν καθημερινά αυτά τα παιδιά.
Ο παραλληλισμός είναι προφανής. Οι γενιές είναι οι ίδιες, ο παραλογισμός από τη συμμετοχή στο καταναλωτικό πάρτι και τα οφέλη περίπου τα ίδια. Το διακύβευμα διαφέρει.
Στη μητροπολιτική Ελλάδα υπάρχει το έδαφος, υποθηκευμένο μεν, αλλά ίσως και να μπορεί να ανακτηθεί στο μακρινό μέλλον. Η Κύπρος δεν έχει αυτή την πολυτέλεια, διότι έχει να κάνει με τον νεο-οθωμανικό βαρβαρισμό.
Αν στον λίγο χρόνο που απομένει, η επίμαχη γενιά δει απολογητικά, αυτοκριτικά και με διάθεση μεταμέλειας την προηγούμενη περίοδο, ίσως να μπορέσουμε να αποτρέψουμε το χειρότερο. Και το χειρότερο είναι μια λύση Διζωνικής – Δικοινοτικής Ομοσπονδίας.
Με την Κ.Δ να διατηρείται, όπως είναι σήμερα, τουλάχιστον τα παιδιά των 18 – 35 ετών θα έχουν ένα περιβάλλον ελευθερίας, στο οποίο θα μπορούν να δραστηριοποιηθούν με σχετική ασφάλεια για τα επόμενα χρόνια.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr