Του Αθανάσιου Γκότοβου
Όχι, δεν αναφέρομαι στο ομότιτλο βιβλίο του αγαπητού συναδέλφου στο πανεπιστήμιο του Bates, Loring Danforth, αν και θα άξιζε τον κόπο[1]. Αναφέρομαι στο ότι ο καιρός τα έφερε έτσι ώστε ένας πολιτικός φορέας που προγραμματικά απορρίπτει ως «ιδεολόγημα» την έννοια του έθνους και της εθνότητας πρόκειται να διαχειριστεί ένα ζήτημα το οποίο οι δύο πολιτικοί σχηματισμοί (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) με κυβερνητική θητεία δεν μπόρεσαν να διευθετήσουν στο πλαίσιο των δικών τους παραδοχών για το εθνικό συμφέρον, υιοθετώντας τη στρατηγική της μετάθεσής του στο μέλλον, με την ελπίδα ότι μια ευνοϊκότερη περιφερειακή και διεθνής συγκυρία θα υποχρέωνε τη γειτονική χώρα με το προσωρινό επίσημο όνομα «FYROM» να αναδιπλωθεί και να εγκαταλείψει το (συνηθισμένο σε όλες τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες) εθνικιστικό της πρόγραμμα. Έτσι μια εκκρεμότητα που άφησε η παλαιά τάξη πραγμάτων, όπου η κομμουνιστική ή κομμουνιστογενής Αριστερά είχε περιθωριακό ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικής, μάλλον θα διευθετηθεί στο εγγύς μέλλον από την κυβερνώσα πλέον Αριστερά με την πιθανή σύμπραξη και άλλων εταίρων. Το ερώτημα δεν είναι πώς θα διευθετηθεί το ζήτημα – η κατεύθυνση είναι ήδη γνωστή – αλλά πώς θα αιτιολογηθεί πολιτικά η συγκεκριμένη επιλογή, πώς θα νομιμοποιηθεί η «λύση».
Η γενιά μου έχει ζήσει από πρώτο χέρι την τελευταία φάση του λεγόμενου «μακεδονικού», από το 1989 και μετά, με την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» στη γειτονιά μας, μέχρι σήμερα. Διότι υπάρχει και η προϊστορία του ζητήματος, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν ήταν μόνον ο Ζαχαριάδης που στην τελευταία φάση του Εμφυλίου λόγω έλλειψης εφεδρειών δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αναγνωρίσει μακεδονική εθνότητα και μακεδονικό λαό που θα εύρισκε την πλήρη εθνική του αποκατάσταση μετά την κατάρρευση του αστικού ελληνικού κράτους και την ίδρυση του σοσιαλιστικού. Η ιδέα ότι υπάρχει μακεδονικός λαός ή μακεδονικό έθνος,ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ή όχι κράτος με το ίδιο όνομα, ότι Έλληνες και Μακεδόνες είναι δύο διαφορετικές ιστορικές εθνότητες με παροντικούς εκπροσώπους των τους δύο αντίστοιχους λαούς, τον ελληνικό και τον μακεδονικό, διατρέχει τη θεωρητική σκέψη της ελληνικής Αριστεράς εδώ και έναν αιώνα. Η θέση αυτή γίνεται ορισμένες φορές και επίσημη θέση των πολιτικών φορέων της Αριστεράς, ενώ σε κάποιες περιόδους απλά συνυπάρχει με άλλες θέσεις για το ίδιο ζήτημα.
Ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια ενδημεί μέσα στη λεγόμενη διανόηση της ελληνικής ανανεωτικής Αριστεράς η άποψη ότι στην Ελλάδα υπάρχει μακεδονική μειονότητα που ομιλεί τη μακεδονική γλώσσα και έχει μακεδονική εθνική συνείδηση.Ακόμη ότι το ελληνικό κράτος οφείλει να αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη μειονότητα – και όχι μόνον αυτή – και να σεβαστεί έμπρακτα, π.χ. μέσω της εκπαίδευσης, τα πολιτισμικά και γλωσσικά της δικαιώματα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η διανόηση της ανανεωτικής Αριστεράς που πρεσβεύει τις θέσεις αυτές αξιοποιήθηκε δεόντως και από τα δύο «αστικά» κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που υποτίθεται ότι ήταν πολιτικοί αντίπαλοι του φορέα στον οποίο ανήκαν οργανικά οι εν λόγω διανοούμενοι. Έτσι η εμβέλεια των θέσεών τους γύρω από το έθνος, τον πολυπολιτισμό και τις μειονότητες ούτε περιορίστηκε ποτέ, ούτε και σήμερα περιορίζεται μέσα στον στενό πολιτικό χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς.
Με την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης από τον πολιτικό φορέα της ανανεωτικής Αριστεράς, μεγάλο μέρος των στελεχών που περιγράψαμε θα γίνουν πλέον οργανικοί διανοούμενοι σε σημαντικά κυβερνητικά και διοικητικά πόστα, προωθώντας τις ίδιες ιδέες από καλύτερες θέσεις.
Επομένως σε ιδεολογικό επίπεδο η κυβερνώσα ανανεωτική Αριστερά είναι έτοιμη από καιρό να λύσει τη μακεδονική εκκρεμότητα, που κατά την αντίληψή της οφείλεται στον ελληνικό εθνικισμό, και όχι στον εθνικισμό της FYROM. Από τη σκοπιά της οι Μακεδόνες της FYROM (δεν είναι σαφές αν μέσα σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι Αλβανοί της ίδιας χώρας) έχουν το δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους απόγονο και κληρονόμο του Μεγαλέξανδρου, όσο και οι Έλληνες. Πώς συμβαίνει αυτό;
Σύμφωνα με την αποδομητική αντίληψη της Ιστορίας, οι ιδέες περί έθνους και εθνότητας είναι σχετικά πρόσφατες στην ιστορική εξέλιξη. Δεν τίθεται, επομένως, ζήτημα συνέχειας του έθνους, ούτε βιολογικής, ούτε πολιτισμικής. Η παράδοση και η συνέχειά της επινοούνται, είναι εργαλεία πολιτικής για το παρόν και το μέλλον, και όχι αντικειμενικές ιστορικές καταστάσεις. Έτσι οι Μακεδόνες της ΦΥΡΟΜ έχουν εξίσου δικαίωμα στην επινόηση μιας καταγωγικής συνέχειας από την αρχαία Ελλάδα και τη Μακεδονία, όπως και οι Έλληνες. Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης δεν μπαίνει καν στον κόπο να εξετάσει αν οι ισχυρισμοί περί πολιτισμικής (τουλάχιστον) συνέχειας τεκμηριώνονται ή όχι ιστορικά. Ούτως ή άλλως όλη η παράδοση είναι επινοημένη και τα έθνη είναι απλά φαντασιακές κοινότητες, ιδέες (και μάλιστα πεπλανημένες) περί κοινών χαρακτηριστικών μεταξύ των μελών μιας υποτιθέμενης εθνότητας, και όχι πραγματικές καταστάσεις συνέχειας και κοινότητας γνωρισμάτων. Έθνη, παράδοση και συνέχεια είναι κοινωνικές κατασκευές, τίποτε περισσότερο.
Πρόκειται αφ’ ενός για τη μεταφορά των θεωριών του αυστριακού διανοούμενου των αρχών του 19ου αιώνα Jacob Philipp Fallmerayer από το βιολογικό στο πολιτισμικό πεδίο. Με τη διαφορά ότι ο τελευταίος ξεκινώντας από την πολιτισμική ασυνέχεια (όπως τη διαπίστωνε ο ίδιος με τον δικό του ιδεολογικό φακό) «αποδείκνυε» τη βιολογική ασυνέχεια, αφού ως κλασικός φυλετιστής της εποχής θεωρούσε ότι τα στοιχεία του πολιτισμού προϋποθέτουν συγκεκριμένο, ειδικό για κάθε έθνος, βιολογικό υπόβαθρο. Αφ’ ετέρου, πρόκειται για τη μετακένωση στα καθ’ ημάς κακοχωνευμένων θεωριών περί κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, με τις οποίες Έλληνες διανοούμενοι ήρθαν σε επαφή όταν σπούδαζαν πριν από δεκαετίες σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και στις οποίες έκτοτε έμειναν πιστοί, σαν να είχε έλθει το τέλος των κοινωνικών θεωριών μετά την παλιννόστησή τους στην Ελλάδα…
Από την αποδομητική σκοπιά, αν οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους και κληρονόμους του Μεγαλέξανδρου, και εν γένει ενός σπουδαίου πολιτισμού από το παρελθόν, τότε και οι Μακεδόνες της ΦΥΡΟΜ έχουν το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο. Αυτή είναι η ουσία των πρόσφατων δηλώσεων κυβερνητικών παραγόντων ένθεν κακείθεν των συνόρων με τη γειτονική χώρα ότι κανείς από τους δύο λαούς δεν πρέπει να διεκδικεί με αποκλειστικότητα την ιδιότητα του κληρονόμου του αρχαίου πολιτισμού. Που σημαίνει σε απλά ελληνικά:εμείς – επειδή το θέλουμε και το αποφασίσαμε, και όχι επειδή η ιστορική γνώση το επιβάλλει – είμαστε κληρονόμοι του Μεγαλέξανδρου, αλλά έχετε το δικαίωμα και σεις – αν το επιθυμείτε και το αποφασίσετε – να κάνετε το ίδιο. Δεν διεκδικούμε αποκλειστικότητα στην κληρονομιά, αρκεί και σεις να μην τη διεκδικείτε. Ούτως ή άλλως περί «επινόησης» πρόκειται και στη δική μας περίπτωση, και στη δική σας.
Σύμφωνα πάντοτε με την ίδια λογική, εφόσον κάθε χώρα έχει το δικαίωμα της επινόησης του παρελθόντος της, δεν τίθεται ζήτημα σφετερισμού της παράδοσης κάποιου άλλου. Μπορούν αεροδρόμια και πλατείες να φέρουν ονόματα προσώπων που προέρχονται από την παράδοση ενός άλλου έθνους, εν ονόματι της άρσης της αποκλειστικότητας στην επινόηση και χρήση της παράδοσης – αρκεί αυτά μην είναι προκλητικά. Μπορεί να ανατρέπεται η ιστορική γνώση, η γνώση για το παρελθόν, και στη θέση της να συνυπάρχουν παράλληλες αφηγήσεις. Αν κάποια από τις αφηγήσεις αυτές σκοντάφτει στα ιστορικά δεδομένα, στην ιστορική πραγματικότητα, αυτό δεν μας απασχολεί. Όλες οι αφηγήσεις είναι εντέλει προϊόντα βουλήσεως. Αν θέλουμε (ή έχουμε αποφασίσει) να παρουσιάσουμε την ιστορική πραγματικότητα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεν θα σκαλώσουμε στα γεγονότα. Επί το λαϊκότερον: πετάει ο γάιδαρος, πετάει… (όταν η συναίνεση γύρω από τον παράδοξο αυτό ισχυρισμό λογίζεται ως αμοιβαία επωφελής).
Πραγματικοί ενδοιασμοί, συνεπώς, σε σχέση με μια ολική υποχώρηση της ελληνικής πλευράς στη διμερή και διεθνή διαπραγμάτευση γύρω από το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά και από μια σειρά άλλων ζητημάτων που σχετίζονται με αυτό, δεν φαίνεται να υπάρχουν, τουλάχιστον στο εσωτερικό του μείζονος κυβερνητικού εταίρου σήμερα. Η ευρωπαϊκή και διεθνής συγκυρία, μάλιστα, φαίνεται να είναι ευνοϊκή για μια τέτοια ελληνική υποχώρηση, καθώς αυτό που ενδιαφέρει τους παίκτες της διεθνούς σκηνής είναι πρωτίστως η παροντική και κυρίως η μελλοντική συμπεριφορά ενός κράτους στα Βαλκάνια, και όχι τόσο το όνομά του ή το αν ορθώς ή εσφαλμένα διεκδικεί να είναι κληρονόμος (αποκλειστικός ή εξ ημισείας) του Μεγαλέξανδρου. Το όνομα «Μακεδονία» (Macedonia, Mazedonien) έχει ήδη επικρατήσει διεθνώς και, όπως φαίνεται, ο χρόνος δεν λειτούργησε υπέρ της ελληνικής θέσης. Υπάρχουν, άλλωστε, και ιστορικά παραδείγματα κρατών που για ένα διάστημα αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το όνομα γειτονικού κράτους, έτσι όπως εκείνο το είχε αποφασίσει, εγκατέλειψαν όμως την αρνητική τους στάση εξ αιτίας τετελεσμένων. Ως γνωστόν η “Ostzone” αναγνωρίστηκε κάποια στιγμή και από την Δυτική Γερμανία ως ”Deutsche Demokratische Republik”, αν και το συγκεκριμένο κράτος εξαφανίστηκε μαζί με το όνομά του το 1990 μέσα στα κομμουνιστικά χαλάσματα.
Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι, όπως είπαμε στην αρχή, ότι η Ιστορία έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ένα μικρό και περιθωριακό πριν λίγα χρόνια κόμμα που θεωρούσε εξ αρχής την άρνηση της επίσημης Ελλάδας να δεχθεί τη ονομασία «Μακεδονία» για το γειτονικό κράτος, αλλά και την άσκηση πίεσης στο κράτος αυτό να διαφοροποιήσει την ονομασία του, ως έκφανση ενός επικίνδυνου ελληνικού εθνικισμού, καλείται σήμερα να διαχειριστεί την ήττα των πολιτικών δυνάμεων του παρελθόντος στη διαχείριση αυτής της εκκρεμότητας υπέρ των ελληνικών θέσεων. Μάλιστα πρέπει την ήττα να την εμφανίσει ως προϊόν ενός έντιμου και επωφελούς συμβιβασμού, παρότι σύμφωνα με την πάγια ιδεολογία του περί έθνους και μειονοτήτων δεν πρόκειται για ήττα της Ελλάδας, αλλά για ήττα του ελληνικού εθνικισμού.
Αυτό, όμως, ακόμη και αν το πιστεύει, δεν μπορεί να το πει επισήμως. Γι αυτό από τώρα και μέχρι την επίλυση της εκκρεμότητας θα ακούμε εκ μέρους της κυβερνώσας Αριστεράς, αλλά και εκ μέρους όσων από τους εκπροσώπους της παλαιάς τάξης πραγμάτων έχουν εσωτερικεύσει τις ιδέες της λεγόμενης αριστερής διανόησης και συνοδοιπορούν ιδεολογικά, δύο διακριτά «αφηγήματα» σε σχέση με το «μακεδονικό».Το ένα θα παρουσιάζει την ελληνική υποχώρηση από τις προηγούμενες θέσεις ως επωφελή συμβιβασμό προς όφελος των δύο λαών, ελληνικού και μακεδονικού. Το άλλο, πιο «πρωτοποριακό», θα πανηγυρίζει την ήττα του ελληνικού εθνικισμού που εμπόδιζε για δεκαετίες την ανάπτυξη αγαθών σχέσεων με τη γειτονική χώρα με τη μέχρι τώρα άρνησή του να της αναγνωρίσει το δικαίωμα να ονομάζεται όπως αυτή επιθυμεί και να θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο του Μεγαλέξανδρου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων είναι παρήγορο που οι πέντε από τους έξι σημαντικούς διανοουμένους του λεγόμενου «αστικού χώρου», οι οποίοι το 1992 σε επιστολή τους προς την τότε ΕΟΚ για το «μακεδονικό» έγραφαν το γνωστό «Για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας…», δεν θα βιώσουν την ακύρωση της ψυχής τους από τους εκπροσώπους και τους θιασώτες μιας αριστερής Realpolitik, καθώς έχουν ήδη φύγει από τη ζωή. Εύχομαι στην έκτη της συντροφιάς, που βρίσκεται εν ζωή, να την βιώσει ως κυβερνητική απόφαση με την οποία ενδεχομένως θα διαφωνήσει, και όχι ως αποτέλεσμα λαϊκής ετυμηγορίας στην οποία ενδέχεται να οδηγηθούμε, αν το κομματικό παίγνιο αναχθεί τελικά, όπως και στο παρελθόν, σε υπέρτατο κριτή της πολιτικής ευθύνης.
[1] Danforth, Loring (1997) The Macedonian Conflict. Ethnic Nationalism in a Transnational World. Princeton University Press.
Ανάρτηση από: http://www.huffingtonpost.gr
Η γενιά μου έχει ζήσει από πρώτο χέρι την τελευταία φάση του λεγόμενου «μακεδονικού», από το 1989 και μετά, με την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού» στη γειτονιά μας, μέχρι σήμερα. Διότι υπάρχει και η προϊστορία του ζητήματος, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Δεν ήταν μόνον ο Ζαχαριάδης που στην τελευταία φάση του Εμφυλίου λόγω έλλειψης εφεδρειών δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αναγνωρίσει μακεδονική εθνότητα και μακεδονικό λαό που θα εύρισκε την πλήρη εθνική του αποκατάσταση μετά την κατάρρευση του αστικού ελληνικού κράτους και την ίδρυση του σοσιαλιστικού. Η ιδέα ότι υπάρχει μακεδονικός λαός ή μακεδονικό έθνος,ανεξαρτήτως του εάν υφίσταται ή όχι κράτος με το ίδιο όνομα, ότι Έλληνες και Μακεδόνες είναι δύο διαφορετικές ιστορικές εθνότητες με παροντικούς εκπροσώπους των τους δύο αντίστοιχους λαούς, τον ελληνικό και τον μακεδονικό, διατρέχει τη θεωρητική σκέψη της ελληνικής Αριστεράς εδώ και έναν αιώνα. Η θέση αυτή γίνεται ορισμένες φορές και επίσημη θέση των πολιτικών φορέων της Αριστεράς, ενώ σε κάποιες περιόδους απλά συνυπάρχει με άλλες θέσεις για το ίδιο ζήτημα.
Ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια ενδημεί μέσα στη λεγόμενη διανόηση της ελληνικής ανανεωτικής Αριστεράς η άποψη ότι στην Ελλάδα υπάρχει μακεδονική μειονότητα που ομιλεί τη μακεδονική γλώσσα και έχει μακεδονική εθνική συνείδηση.Ακόμη ότι το ελληνικό κράτος οφείλει να αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη μειονότητα – και όχι μόνον αυτή – και να σεβαστεί έμπρακτα, π.χ. μέσω της εκπαίδευσης, τα πολιτισμικά και γλωσσικά της δικαιώματα. Το ενδιαφέρον είναι ότι η διανόηση της ανανεωτικής Αριστεράς που πρεσβεύει τις θέσεις αυτές αξιοποιήθηκε δεόντως και από τα δύο «αστικά» κόμματα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που υποτίθεται ότι ήταν πολιτικοί αντίπαλοι του φορέα στον οποίο ανήκαν οργανικά οι εν λόγω διανοούμενοι. Έτσι η εμβέλεια των θέσεών τους γύρω από το έθνος, τον πολυπολιτισμό και τις μειονότητες ούτε περιορίστηκε ποτέ, ούτε και σήμερα περιορίζεται μέσα στον στενό πολιτικό χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς.
Με την ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης από τον πολιτικό φορέα της ανανεωτικής Αριστεράς, μεγάλο μέρος των στελεχών που περιγράψαμε θα γίνουν πλέον οργανικοί διανοούμενοι σε σημαντικά κυβερνητικά και διοικητικά πόστα, προωθώντας τις ίδιες ιδέες από καλύτερες θέσεις.
Επομένως σε ιδεολογικό επίπεδο η κυβερνώσα ανανεωτική Αριστερά είναι έτοιμη από καιρό να λύσει τη μακεδονική εκκρεμότητα, που κατά την αντίληψή της οφείλεται στον ελληνικό εθνικισμό, και όχι στον εθνικισμό της FYROM. Από τη σκοπιά της οι Μακεδόνες της FYROM (δεν είναι σαφές αν μέσα σε αυτούς συγκαταλέγονται και οι Αλβανοί της ίδιας χώρας) έχουν το δικαίωμα να θεωρούν τον εαυτό τους απόγονο και κληρονόμο του Μεγαλέξανδρου, όσο και οι Έλληνες. Πώς συμβαίνει αυτό;
Σύμφωνα με την αποδομητική αντίληψη της Ιστορίας, οι ιδέες περί έθνους και εθνότητας είναι σχετικά πρόσφατες στην ιστορική εξέλιξη. Δεν τίθεται, επομένως, ζήτημα συνέχειας του έθνους, ούτε βιολογικής, ούτε πολιτισμικής. Η παράδοση και η συνέχειά της επινοούνται, είναι εργαλεία πολιτικής για το παρόν και το μέλλον, και όχι αντικειμενικές ιστορικές καταστάσεις. Έτσι οι Μακεδόνες της ΦΥΡΟΜ έχουν εξίσου δικαίωμα στην επινόηση μιας καταγωγικής συνέχειας από την αρχαία Ελλάδα και τη Μακεδονία, όπως και οι Έλληνες. Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης δεν μπαίνει καν στον κόπο να εξετάσει αν οι ισχυρισμοί περί πολιτισμικής (τουλάχιστον) συνέχειας τεκμηριώνονται ή όχι ιστορικά. Ούτως ή άλλως όλη η παράδοση είναι επινοημένη και τα έθνη είναι απλά φαντασιακές κοινότητες, ιδέες (και μάλιστα πεπλανημένες) περί κοινών χαρακτηριστικών μεταξύ των μελών μιας υποτιθέμενης εθνότητας, και όχι πραγματικές καταστάσεις συνέχειας και κοινότητας γνωρισμάτων. Έθνη, παράδοση και συνέχεια είναι κοινωνικές κατασκευές, τίποτε περισσότερο.
Πρόκειται αφ’ ενός για τη μεταφορά των θεωριών του αυστριακού διανοούμενου των αρχών του 19ου αιώνα Jacob Philipp Fallmerayer από το βιολογικό στο πολιτισμικό πεδίο. Με τη διαφορά ότι ο τελευταίος ξεκινώντας από την πολιτισμική ασυνέχεια (όπως τη διαπίστωνε ο ίδιος με τον δικό του ιδεολογικό φακό) «αποδείκνυε» τη βιολογική ασυνέχεια, αφού ως κλασικός φυλετιστής της εποχής θεωρούσε ότι τα στοιχεία του πολιτισμού προϋποθέτουν συγκεκριμένο, ειδικό για κάθε έθνος, βιολογικό υπόβαθρο. Αφ’ ετέρου, πρόκειται για τη μετακένωση στα καθ’ ημάς κακοχωνευμένων θεωριών περί κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, με τις οποίες Έλληνες διανοούμενοι ήρθαν σε επαφή όταν σπούδαζαν πριν από δεκαετίες σε πανεπιστήμια του εξωτερικού και στις οποίες έκτοτε έμειναν πιστοί, σαν να είχε έλθει το τέλος των κοινωνικών θεωριών μετά την παλιννόστησή τους στην Ελλάδα…
Από την αποδομητική σκοπιά, αν οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να θεωρούν τους εαυτούς τους απογόνους και κληρονόμους του Μεγαλέξανδρου, και εν γένει ενός σπουδαίου πολιτισμού από το παρελθόν, τότε και οι Μακεδόνες της ΦΥΡΟΜ έχουν το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο. Αυτή είναι η ουσία των πρόσφατων δηλώσεων κυβερνητικών παραγόντων ένθεν κακείθεν των συνόρων με τη γειτονική χώρα ότι κανείς από τους δύο λαούς δεν πρέπει να διεκδικεί με αποκλειστικότητα την ιδιότητα του κληρονόμου του αρχαίου πολιτισμού. Που σημαίνει σε απλά ελληνικά:εμείς – επειδή το θέλουμε και το αποφασίσαμε, και όχι επειδή η ιστορική γνώση το επιβάλλει – είμαστε κληρονόμοι του Μεγαλέξανδρου, αλλά έχετε το δικαίωμα και σεις – αν το επιθυμείτε και το αποφασίσετε – να κάνετε το ίδιο. Δεν διεκδικούμε αποκλειστικότητα στην κληρονομιά, αρκεί και σεις να μην τη διεκδικείτε. Ούτως ή άλλως περί «επινόησης» πρόκειται και στη δική μας περίπτωση, και στη δική σας.
Σύμφωνα πάντοτε με την ίδια λογική, εφόσον κάθε χώρα έχει το δικαίωμα της επινόησης του παρελθόντος της, δεν τίθεται ζήτημα σφετερισμού της παράδοσης κάποιου άλλου. Μπορούν αεροδρόμια και πλατείες να φέρουν ονόματα προσώπων που προέρχονται από την παράδοση ενός άλλου έθνους, εν ονόματι της άρσης της αποκλειστικότητας στην επινόηση και χρήση της παράδοσης – αρκεί αυτά μην είναι προκλητικά. Μπορεί να ανατρέπεται η ιστορική γνώση, η γνώση για το παρελθόν, και στη θέση της να συνυπάρχουν παράλληλες αφηγήσεις. Αν κάποια από τις αφηγήσεις αυτές σκοντάφτει στα ιστορικά δεδομένα, στην ιστορική πραγματικότητα, αυτό δεν μας απασχολεί. Όλες οι αφηγήσεις είναι εντέλει προϊόντα βουλήσεως. Αν θέλουμε (ή έχουμε αποφασίσει) να παρουσιάσουμε την ιστορική πραγματικότητα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δεν θα σκαλώσουμε στα γεγονότα. Επί το λαϊκότερον: πετάει ο γάιδαρος, πετάει… (όταν η συναίνεση γύρω από τον παράδοξο αυτό ισχυρισμό λογίζεται ως αμοιβαία επωφελής).
Πραγματικοί ενδοιασμοί, συνεπώς, σε σχέση με μια ολική υποχώρηση της ελληνικής πλευράς στη διμερή και διεθνή διαπραγμάτευση γύρω από το όνομα της γειτονικής χώρας, αλλά και από μια σειρά άλλων ζητημάτων που σχετίζονται με αυτό, δεν φαίνεται να υπάρχουν, τουλάχιστον στο εσωτερικό του μείζονος κυβερνητικού εταίρου σήμερα. Η ευρωπαϊκή και διεθνής συγκυρία, μάλιστα, φαίνεται να είναι ευνοϊκή για μια τέτοια ελληνική υποχώρηση, καθώς αυτό που ενδιαφέρει τους παίκτες της διεθνούς σκηνής είναι πρωτίστως η παροντική και κυρίως η μελλοντική συμπεριφορά ενός κράτους στα Βαλκάνια, και όχι τόσο το όνομά του ή το αν ορθώς ή εσφαλμένα διεκδικεί να είναι κληρονόμος (αποκλειστικός ή εξ ημισείας) του Μεγαλέξανδρου. Το όνομα «Μακεδονία» (Macedonia, Mazedonien) έχει ήδη επικρατήσει διεθνώς και, όπως φαίνεται, ο χρόνος δεν λειτούργησε υπέρ της ελληνικής θέσης. Υπάρχουν, άλλωστε, και ιστορικά παραδείγματα κρατών που για ένα διάστημα αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το όνομα γειτονικού κράτους, έτσι όπως εκείνο το είχε αποφασίσει, εγκατέλειψαν όμως την αρνητική τους στάση εξ αιτίας τετελεσμένων. Ως γνωστόν η “Ostzone” αναγνωρίστηκε κάποια στιγμή και από την Δυτική Γερμανία ως ”Deutsche Demokratische Republik”, αν και το συγκεκριμένο κράτος εξαφανίστηκε μαζί με το όνομά του το 1990 μέσα στα κομμουνιστικά χαλάσματα.
Το παράδοξο στην όλη υπόθεση είναι, όπως είπαμε στην αρχή, ότι η Ιστορία έφερε έτσι τα πράγματα, ώστε ένα μικρό και περιθωριακό πριν λίγα χρόνια κόμμα που θεωρούσε εξ αρχής την άρνηση της επίσημης Ελλάδας να δεχθεί τη ονομασία «Μακεδονία» για το γειτονικό κράτος, αλλά και την άσκηση πίεσης στο κράτος αυτό να διαφοροποιήσει την ονομασία του, ως έκφανση ενός επικίνδυνου ελληνικού εθνικισμού, καλείται σήμερα να διαχειριστεί την ήττα των πολιτικών δυνάμεων του παρελθόντος στη διαχείριση αυτής της εκκρεμότητας υπέρ των ελληνικών θέσεων. Μάλιστα πρέπει την ήττα να την εμφανίσει ως προϊόν ενός έντιμου και επωφελούς συμβιβασμού, παρότι σύμφωνα με την πάγια ιδεολογία του περί έθνους και μειονοτήτων δεν πρόκειται για ήττα της Ελλάδας, αλλά για ήττα του ελληνικού εθνικισμού.
Αυτό, όμως, ακόμη και αν το πιστεύει, δεν μπορεί να το πει επισήμως. Γι αυτό από τώρα και μέχρι την επίλυση της εκκρεμότητας θα ακούμε εκ μέρους της κυβερνώσας Αριστεράς, αλλά και εκ μέρους όσων από τους εκπροσώπους της παλαιάς τάξης πραγμάτων έχουν εσωτερικεύσει τις ιδέες της λεγόμενης αριστερής διανόησης και συνοδοιπορούν ιδεολογικά, δύο διακριτά «αφηγήματα» σε σχέση με το «μακεδονικό».Το ένα θα παρουσιάζει την ελληνική υποχώρηση από τις προηγούμενες θέσεις ως επωφελή συμβιβασμό προς όφελος των δύο λαών, ελληνικού και μακεδονικού. Το άλλο, πιο «πρωτοποριακό», θα πανηγυρίζει την ήττα του ελληνικού εθνικισμού που εμπόδιζε για δεκαετίες την ανάπτυξη αγαθών σχέσεων με τη γειτονική χώρα με τη μέχρι τώρα άρνησή του να της αναγνωρίσει το δικαίωμα να ονομάζεται όπως αυτή επιθυμεί και να θεωρεί τον εαυτό της κληρονόμο του Μεγαλέξανδρου.
Ούτως εχόντων των πραγμάτων είναι παρήγορο που οι πέντε από τους έξι σημαντικούς διανοουμένους του λεγόμενου «αστικού χώρου», οι οποίοι το 1992 σε επιστολή τους προς την τότε ΕΟΚ για το «μακεδονικό» έγραφαν το γνωστό «Για μας η ψυχή μας είναι το όνομά μας…», δεν θα βιώσουν την ακύρωση της ψυχής τους από τους εκπροσώπους και τους θιασώτες μιας αριστερής Realpolitik, καθώς έχουν ήδη φύγει από τη ζωή. Εύχομαι στην έκτη της συντροφιάς, που βρίσκεται εν ζωή, να την βιώσει ως κυβερνητική απόφαση με την οποία ενδεχομένως θα διαφωνήσει, και όχι ως αποτέλεσμα λαϊκής ετυμηγορίας στην οποία ενδέχεται να οδηγηθούμε, αν το κομματικό παίγνιο αναχθεί τελικά, όπως και στο παρελθόν, σε υπέρτατο κριτή της πολιτικής ευθύνης.
[1] Danforth, Loring (1997) The Macedonian Conflict. Ethnic Nationalism in a Transnational World. Princeton University Press.
Ανάρτηση από: http://www.huffingtonpost.gr