Η απαίτηση για πραγματική ισότητα είναι ένα αίτημα διαρκές
Της Ελένης Προκοπίου
Στις δημοκρατικές καπιταλιστικές κοινωνίες, ο νόμος αναγνωρίζει την δικαιική ισότητα και την ελευθερία των πολιτών ως απόλυτα και απαραβίαστα δικαιώματα, όμως όπως γνωρίζουμε πλέον όλοι η ηθική – δικαιική ισότητα είναι μία ισότητα αφηρημένη, τυπική, «νομική» ισότητα, δεν είναι δηλαδή ισότητα «πραγματική», με κοινωνικό περιεχόμενο.
Το εξισωτικό αίτημα είχε τεθεί από την εποχή του Ρουσό ως οικουμενικό αίτημα της «προσωπικής αξίας», δηλαδή ως απαίτηση της κοινωνικής αναγνώρισης κάθε ατόμου με τις ιδιαιτερότητές του. Η αναγνώριση λοιπόν του κάθε προσώπου ετέθη ως προϋπόθεση της «πραγματικής» ισότητας που είναι κοινωνικής φύσεως: είναι δηλαδή δικαίωμα στην κοινωνική αναγνώριση των προσωπικών ικανοτήτων με σκοπό την κοινωνική εκπλήρωση του ατόμου και της προσωπικότητάς του.
Ο μαρξισμός επισημαίνει την ανάγκη της οικονομικής αναγνώρισης των ανισοτήτων ή διαφορών των ατόμων, ασκώντας κριτική στην αστική αρχή του ίσου δικαιώματος, διότι δεν λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες της παραγωγής, καθώς και τις υποκειμενικές ικανότητες των ατόμων, που είναι άνισες, θεωρεί δε ότι το ίσο δικαίωμα είναι «άνισο δικαίωμα για άνιση εργασία» (βλ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα), γι’ αυτό και η μαρξιστική κριτική στρέφεται εναντίον της αφηρημένης, τυπικής ισότητας των δικαιωμάτων.
Όμως, το αίτημα της ισότητας δεν είναι υπόθεση των δικαιωμάτων, αφού η πραγματική, ουσιαστική ισότητα, δεν είναι ισότητα όρων ή ισότητα ευκαιριών, ούτε ισότητα δικαιωμάτων. Το αίτημα της ισότητας είναι στενά συνυφασμένο με την ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το εξισωτικό αίτημα της δικαιοσύνης εκφράζεται σε «δίκαιες σχέσεις» των ατόμων, σε ό,τι αφορά την «δίκαιη διανομή», δηλαδή την ισότητα στην κατανομή ωφελημάτων και βαρών, που θεμελιώνεται στην έννοια του κοινού αγαθού. Η ισότητα αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη, «αριθμητική» ισότητα, αλλά θα είναι «αναλογική» ισότητα, όπως την ανέλυσε ο Αριστοτέλης. Αναλογική ισότητα με βάση την αξία των προσώπων που είναι διαφορετικά. Το δίκαιον είναι το ίσον, όχι όμως μεταξύ όλων, αλλά μεταξύ των ίσων. Το μεταξύ ποίων είναι το κρίσιμο σημείο, διότι, «για τους διαφέροντες διάφορον είναι το δίκαιον, διότι δεν είναι απλώς το ίσον, αλλά το κατ’ αξίαν ίσον» (Πολιτικά).Το εξισωτικό αίτημα είχε τεθεί από την εποχή του Ρουσό ως οικουμενικό αίτημα της «προσωπικής αξίας», δηλαδή ως απαίτηση της κοινωνικής αναγνώρισης κάθε ατόμου με τις ιδιαιτερότητές του. Η αναγνώριση λοιπόν του κάθε προσώπου ετέθη ως προϋπόθεση της «πραγματικής» ισότητας που είναι κοινωνικής φύσεως: είναι δηλαδή δικαίωμα στην κοινωνική αναγνώριση των προσωπικών ικανοτήτων με σκοπό την κοινωνική εκπλήρωση του ατόμου και της προσωπικότητάς του.
Ο μαρξισμός επισημαίνει την ανάγκη της οικονομικής αναγνώρισης των ανισοτήτων ή διαφορών των ατόμων, ασκώντας κριτική στην αστική αρχή του ίσου δικαιώματος, διότι δεν λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες της παραγωγής, καθώς και τις υποκειμενικές ικανότητες των ατόμων, που είναι άνισες, θεωρεί δε ότι το ίσο δικαίωμα είναι «άνισο δικαίωμα για άνιση εργασία» (βλ. Κριτική του Προγράμματος της Γκότα), γι’ αυτό και η μαρξιστική κριτική στρέφεται εναντίον της αφηρημένης, τυπικής ισότητας των δικαιωμάτων.
Συνεπώς, η αρχή της ισότητας ως ίση μεταχείριση σε όλους θα πρέπει να λάβει υπόψιν ότι οι άνθρωποι είναι ίσοι ή άνισοι κάτω από κάποιες σχέσεις, δηλαδή με σχετικό και όχι απόλυτο τρόπο, σε σχέση δηλαδή με καθορισμένες ιδιότητες.
Η θεμελιώδης αρχή της δικαιοσύνης, το jus suum cuique tribuere ( να αποδίδουμε στον καθένα αυτό που του ανήκει) όπως εκφράζεται με την αναλογική ισότητα, εγκαθιδρύει την στενή συνάφεια ισότητας και διανεμητικής δικαιοσύνης με την επιδίωξη της εξίσωσης ανάμεσα στον καθένα και στο μερίδιο που του αναλογεί, σε μία «δίκαιη σχέση» που αφορά τα εξωτερικά αγαθά, σχέση δηλαδή προσώπων και πραγμάτων.
Η αποδοχή της διαφορετικότητας των προσώπων, η οποία εισάγει την διαφορετική μεταχείρισή τους, αφού κάθε άτομο ως διαφορετικό χρήζει ιδιαίτερης μεταχείρισης, δεν μπορεί να οδηγεί στην ιδεολογία της ικανότητας του δόγματος του οικονομικού φιλελευθερισμού, το οποίο, με την αποδοχή ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι από την φύση, εγκαθιδρύει ως «φυσικό» τον χαρακτήρα της αγοράς, δηλαδή έναν «αναπόδραστο» οικονομικό μηχανισμό, εντός του οποίου η αξία και η τιμή παίρνουν τον χαρακτήρα μιας οιονεί «φυσικής δύναμης», που κατευθύνει τους μηχανισμούς της αγοράς ποδηγετώντας όλο το αξιακό σύστημα της κοινωνίας και της πολιτικής.
Η τάχα «φυσική» αυτή λειτουργία της αγοράς καθιστά εμπορεύματα τα πάντα με καταστροφή των ατόμων, αποστερώντας τα από την ανθρώπινη διάστασή τους, προκαλεί δε συνεχώς νέες τεράστιες ανισότητες, που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το δόγμα της φυσικής ισότητας των ανθρώπων, το οποίο διακήρυξε άλλωστε η εποχή του χριστιανισμού και το οποίο αφορά την ίδια την αξία της ανθρώπινης ζωής (dignitas) και την αξία διατήρησης της ανθρώπινης ύπαρξης, που συνιστούν φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου.
Η αναζήτηση λοιπόν της δικαιοσύνης εκφράζεται στην «θεωρία της δίκαιης τιμής», του δίκαιου μισθού ή της δίκαιης αμοιβής και κατ’εξοχήν της δίκαιης διανομής μεταξύ προσώπων και πραγμάτων.
Συνεπώς, η αναγνώριση των «διαφορών» γίνεται δεκτή μόνο στην προοπτική της «ουσιαστικής» δικαιοσύνης που αφορά πραγματικούς ανθρώπους και δεν μπορεί να οδηγεί στην εγκαθίδρυση της ανισότητας ως «φυσικής», οδηγώντας στην επικράτηση του νόμου του ισχυροτέρου, αφού η «φύση» δεν είναι το χάος της φυσικής κυριαρχίας του ισχυρού αλλά είναι μία «τάξις», ένας κόσμος ως ολότητα, εντός του οποίου αναζητείται η ισορροπία, η οποία εγκαθιστά το δίκαιο «μέσα στον κόσμο».
Σε τελική ανάλυση, η απαίτηση για πραγματική ισότητα είναι ένα αίτημα διαρκές, το μόνο απόλυτα συμβατό με την αρχή της δημοκρατίας βάσει της οποίας όλοι υπόκεινται στο δημοκρατικό σύμφωνο ισότητας, το οποίο δεν επιτρέπει την φυσική κυριαρχία των ισχυρών και την δημιουργία μεγάλων ανισοτήτων, γι’ αυτό η ισότητα μόνο σε στενή σχέση με την διανεμητική δικαιοσύνη μπορεί να αποκτήσει το πραγματικό της περιεχόμενο.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr