Παλιός διάλογος σε νέες ανάγκες
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από την Ρήξη φ. 139
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απέσυρε, για να επαναφέρει εν ευθέτω χρόνω και να ψηφιστεί, τροποποίηση του συνδικαλιστικού νόμου, με την οποία, για την κήρυξη απεργίας απαιτείται το 50% των ταμειακώς εντάξει μελών των πρωτοβάθμιων σωματείων.
Το δικαίωμα στην απεργία και η απεργία η ίδια, ως βιωματική και συμβολική τελετουργία του εργατικού κινήματος, είναι μια ουσιαστική παρακαταθήκη των εργαζομένων. Εγγράφεται στις ηρωικές στιγμές των ανθρώπων να διεκδικούν το δίκιο τους και οποιαδήποτε ενοχοποίηση και συκοφαντία τους αποτελεί διαγραφή της μνήμης τους και των συλλογικών αγώνων για αντίσταση και δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής.
Σαφέστατα όμως, η αλλοτρίωση και ο εκφυλισμός του συνδικαλισμού στην Ελλάδα ακολούθησε την πολιτισμική παρακμή, την πολιτική απάθεια και την κοινωνική αμνησία της αξιοποίησης του συλλογικού μόχθου για ένα καλύτερο αύριο.
Τα χρόνια της ανέμελης ανάπτυξης, πολλές φορές ο συνδικαλισμός και οι απεργίες είχαν πιάσει ποσοστά πολύ πιο ψηλά, συγκρινόμενες με την τελευταία τριετία. Δεν είναι παράδοξο, όταν η ανεργία μαστίζει τον κόσμο και η χώρα καταρρέει, οι απεργίες και οι διαδηλώσεις να είναι μηδαμινές; Κι όμως, η κρίση και τα μνημόνια ήρθαν να αγκαλιαστούν με ένα, κατάλληλο για την πολιτική τους, συνδικαλιστικό κίνημα. Όταν η συμφωνία κράτους-εργοδοτών-εργαζομένων ικανοποιούσε την ισορροπία του συστήματος, η απεργία ήταν το αναμενόμενο επεισόδιο πριν υπογραφούν οι συλλογικές συμβάσεις.Το δικαίωμα στην απεργία και η απεργία η ίδια, ως βιωματική και συμβολική τελετουργία του εργατικού κινήματος, είναι μια ουσιαστική παρακαταθήκη των εργαζομένων. Εγγράφεται στις ηρωικές στιγμές των ανθρώπων να διεκδικούν το δίκιο τους και οποιαδήποτε ενοχοποίηση και συκοφαντία τους αποτελεί διαγραφή της μνήμης τους και των συλλογικών αγώνων για αντίσταση και δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής.
Σαφέστατα όμως, η αλλοτρίωση και ο εκφυλισμός του συνδικαλισμού στην Ελλάδα ακολούθησε την πολιτισμική παρακμή, την πολιτική απάθεια και την κοινωνική αμνησία της αξιοποίησης του συλλογικού μόχθου για ένα καλύτερο αύριο.
Αυτό το προσυμφωνημένο και αμοιβαία αποδεκτό τοτέμ της απεργίας, όπως κατάντησε, μοιάζει να διαπραγματεύονται οι δύο πλευρές: κυβέρνηση και συνδικαλιστικές παρατάξεις-κόμματα. Αυτό που είναι ενδιαφέρον είναι τα επιχειρήματα των δύο πλευρών, που μόνο απογοήτευση και θλίψη προκαλούν.
Η τροπολογία για τις απεργίες αποτελεί απαίτηση ήδη από το πρώτο μνημόνιο, αλλά τώρα είναι η κατάλληλη να περάσει, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ, «περνά τα πάντα και συμφέρει», για τους θεσμούς. Η επιχειρηματολογία κυβερνητικών στελεχών είναι ότι, το ποσοστό που θέτει η τροπολογία, θα συμβάλει στη μαζικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς και στην εξάπλωση της δημοκρατίας (sic) εντός των συνδικάτων! Για τους εργαζόμενους το κάνουν, δηλαδή. Για να μην τους εκμεταλλεύεται μια μικρή μειοψηφία.
Βέβαια, η μαζικοποίηση των εργατικών αγώνων δεν είναι ζήτημα αριθμών και ποσοστών, αλλά ουσίας, έμπνευσης και νοήματος. Έτσι, η τσαρλατάνικη οπερέτα του ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί τους συνδικαλιστές, με έναν ανορθόδοξο τρόπο: Εμείς είμαστε πιο δημοκράτες από εσάς.
Από την άλλη πλευρά, ξεσηκώθηκαν διαμαρτυρίες από όλους σχεδόν τους κομματικούς συνδικαλιστές. Οι οποίοι, στην ουσία, θέλουν να συνεχίσουν να αποφασίζουν με την ελάχιστη πλειοψηφία για κρίσιμα ζητήματα. Άλλωστε, γνωρίζουν ότι με το 50% είναι σχεδόν αδύνατο να συγκεντρώσουν τα ταμειακώς εντάξει μέλη ενός σωματείου. Το πρόβλημα, δηλαδή, για τις ηγεσίες των σωματείων, δεν είναι η παρακμή, η απομαζικοποίηση και ο αποσυνδικαλισμός, αλλά μόνο εκείνο το ελάχιστο ποσοστό που θα τους επιτρέπει να προστατεύουν την «ιερή αγελάδα» μιας άνευρης μαγικής μεταφυσικής, όπως κατάντησε η απεργία.
Συμβολικά, μοιάζει να μαλώνουν για ένα αδειανό πουκάμισο. Μια μάχη με ανεμόμυλους, μια ανάγκη να «συμφωνήσουν» οι δυο πλευρές ότι θα συνεχίσουν να διαφωνούν μέσα σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο, που ελάχιστα έχει νόημα για πολλούς ρημαγμένους οικονομικά εργαζόμενους.
Ο εγκλωβισμός στο ολοκληρωτικό μονοπώλιο της απεργίας, στις περισσότερες περιπτώσεις συμφέρει την κυριαρχία της εξουσίας. Οι τρόποι δράσης των εργαζομένων χρειάζεται να πάνε πέρα από αυτές, όπως έδειξε η αποτελεσματικότητα των διαμαρτυριών στις παρελάσεις, τα πειράματα αυτοδιαχείρισης και συνεργασίας, η Κερατέα, οι Σκουριές, ή ακόμα και η Ε.Ρ.Τ.
Η σύνδεση με τις μνήμες και τους τόπους, η εξάπλωση της δημοκρατίας στα σωματεία, όχι με νόμο, αλλά ως τρόπος συνύπαρξης, ίσως μπορεί να αποδειχτεί πιο ανησυχητικός για τους κυβερνώντες. Ίσως τότε οι απεργίες αποκτήσουν και πάλι νόημα και ίσως τότε να αποφασίζονται όχι με το 20%, ούτε με το 50%, αλλά με το 100% της πίστης σε μια δίκαιη, αγωνιστική και πολιτισμικά αναγεννημένη πατρίδα. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όλες οι πλευρές θα παίζουν το βολικό παιγνίδι μιας αντιμαχίας που θα βαθαίνει την κυριαρχία των μετααποικιοκρατών και της κυβέρνησης, των οικονομικών κοράκων και των μικρομέγαλων κομματικών εργατοπατέρων.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr