Του Σταύρου Λυγερού
Η επιτυχία που είχε το μποϋκοτάζ του δημοψηφίσματος στην ΠΓΔΜ επισπεύδει τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, γεγονός που ενδέχεται να επηρεάσει τον σχεδιασμό του Τσίπρα για τον χρόνο των εκλογών. Το ίδιο και το ζήτημα της μείωσης των συντάξεων. Από την άλλη πλευρά, όμως, ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων έχει πλέον αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει πολύ έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Το γεγονός, μάλιστα, ότι το ΚΙΝΑΛ δεν κατάφερε να αποκτήσει πολιτική-εκλογική δυναμική, επέτρεψε στο κόμμα του Τσίπρα να εδραιωθεί ως ο άλλος πόλος απέναντι στη ΝΔ.
Μπορεί στο Μαξίμου να φαντασιώνονται ανατροπή των δημοσκοπικών δεδομένων, αλλά το στρατηγικό διακύβευμα δεν είναι μία ακόμα εκλογική νίκη, η οποία, άλλωστε, μοιάζει ελάχιστα πιθανή. Το στρατηγικό διακύβευμα είναι άλλο και έχει ήδη κατακτηθεί: ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος, απέναντι στη ΝΔ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν δεν προκύψουν τεκτονικές αλλαγές, κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα, ο Τσίπρας και το κόμμα του θα έχουν μελλοντικά την ευκαιρία να επανέλθουν στην εξουσία.
Παρά το γεγονός ότι και πάρα πολλοί πολίτες που το 2015 είχαν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό δυσαρεστημένοι με την κυβερνητική πολιτική, η ΝΔ, ναι μεν κερδίζει εκλογικό έδαφος, αλλά δεν έχει αναπτύξει πολιτική δυναμική. Δεν έχει πείσει πως μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά.
Εξαιρώντας τους σκληρούς πυρήνες της εκλογικής πελατείας των δύο μεγάλων κομμάτων, οι υπόλοιποι ψηφοφόροι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η αλλαγή κυβέρνησης δεν πρόκειται να τους απαλλάξει από τη μεταμνημονιακή λιτότητα. Με άλλα λόγια θεωρούν πως η επάνοδος των “γαλάζιων” στην εξουσία δεν θα αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Ο Μητσοτάκης, άλλωστε, δεν έχει κρύψει πως θα συνεχίσει να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταρρέει, επειδή υπάρχει μία μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων, οι οποίοι έχουν αντιδεξιά αντανακλαστικά. Κατά κανόνα είναι κεντροαριστερών αντιλήψεων πολίτες, οι οποίοι παραδοσιακά ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και από το 2012 κατέφυγαν ως εκλογικοί πρόσφυγες στο κόμμα του Τσίπρα, λόγω των Μνημονίων. Αν και σήμερα είναι δυσαρεστημένοι με τις κυβερνητικές πολιτικές, δεν έχουν εναλλακτική λύση, δεδομένου ότι το ΚΙΝΑΛ παραμένει γι’ αυτούς απωθητικό.
Εκλογικός μετεωρισμός
Ο λόγος είναι απλός. Εγκατέλειψαν το ΠΑΣΟΚ κυρίως λόγω των Μνημονίων. Σήμερα, είναι δυσαρεστημένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ακριβώς εφάρμοσε μνημονιακές πολιτικές και στη μεταμνημονιακή περίοδο παραμένει κατά κανόνα στο ίδιο μονοπάτι. Από την άλλη πλευρά, δεν έχουν λόγο να βρουν εκλογική στέγη σε κόμματα, τα οποία επαγγέλλονται τα ίδια και μάλιστα χωρίς την παρηγορητική ρητορική του Τσίπρα.
Επειδή, λοιπόν, δεν βλέπουν να υπάρχει πολιτική δύναμη με προοπτική εξουσίας, η οποία να επαγγέλλεται με αξιόπιστο τρόπο μία άλλη προοπτική για την Ελλάδα, οι κεντροαριστεροί αυτοί ψηφοφόροι βρίσκονται κατά κανόνα σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Η κατάσταση αυτή ναι μεν διαμορφώνει μία ασταθή ισορροπία, αλλά τελικώς εκλογικά ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η ιδιότυπη αυτή πολιτική ατμόσφαιρα εκ των πραγμάτων επέτρεψε στην κυβέρνηση Τσίπρα να φθάσει μέχρι σήμερα και να διατηρεί ακόμα την πρωτοβουλία των κινήσεων. Τώρα πλέον, την διευκολύνει και η προσδοκία της αγοράς ότι μετά και την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου, η δοκιμαζόμενη πραγματική οικονομία θα πάρει μία ανάσα.
Ο βολικός σύντροφος Τσίπρας
Παίζει ρόλο, επίσης, και το γεγονός ότι οι του ευρωιερατείου δεν ήθελαν και συνεχίζουν να μην θέλουν να βάλουν τρικλοποδιά στη σημερινή κυβέρνηση. Από τη στιγμή που πείσθηκαν ότι ο Τσίπρας ήταν αποφασισμένος να εφαρμόσει το 3ο Μνημόνιο, τον θεώρησαν καταλληλότερο να φέρει σε πέρας τη δύσκολη αυτή αποστολή. Γι’ αυτό και όσο παρέμενε στο μνημονιακό μονοπάτι τον επαινούσαν δημοσίως για τη στροφή του προς τον “ρεαλισμό”. Με άλλα λόγια, βρέθηκαν στην ίδια όχθη μαζί του.
Μπορεί ο πρωθυπουργός να έκανε αυτή την επιλογή επειδή είχε θεωρήσει ότι μόνο με φυγή προς τα εμπρός είχε ελπίδες να σταθεροποιηθεί στην εξουσία, αλλά το πρακτικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Στο ευρωιερατείο σωστά είχαν θεωρήσει πως ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καλύτερες πολιτικές προϋποθέσεις από τη ΝΔ για να περάσει τα πακέτα των επώδυνων μέτρων, χωρίς ισχυρές κοινωνικές αντιδράσεις. Επιπροσθέτως, επίσης σωστά, είχαν θεωρήσει πως έτσι εδραιώνεται στην ελληνική κοινή γνώμη το δόγμα πως το Μνημόνιο ήταν μονόδρομος.
Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, άλλωστε, η Ευρωζώνη βρέθηκε αντιμέτωπη με μείζονος σημασίας πολιτικές προκλήσεις. Ως εκ τούτου, δεν είχε συμφέρον να αναζωπυρώσει την ελληνική κρίση. Καταλυτικό ρόλο έπαιξε το Brexit, ως αποκορύφωμα των εκδηλώσεων αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά και τα εκλογικά αποτελέσματα σε μία σειρά χώρες-μέλη. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Ιταλίας.
Όλα αυτά δημιούργησαν πολιτικό χώρο για τον Τσίπρα και το κόμμα του, αλλά δεν αλλάζουν τη βασική πολιτική παράμετρο, η οποία και θα διαμορφώσει το εκλογικό αποτέλεσμα όταν θα έρθει η ώρα της κάλπης. Η ιστορία μας διδάσκει πως από ένα χρονικό σημείο και πέρα, οι ψηφοφόροι σταματούν να συγκρίνουν συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Σταδιακά αρχίζει να κυριαρχεί το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου. Με άλλα λόγια επικρατεί το δόγμα “να φύγει η κυβέρνηση και ας έλθει οποιοσδήποτε”.
Το δόγμα αυτό το είδαμε πριν 10 χρόνια, όταν η ΝΔ του Καραμανλή έχανε έδαφος στις δημοσκοπήσεις, αλλά το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που δεν έπειθε, έχανε περισσότερο! Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, κυριάρχησε το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου που το 2009 έστειλε τους “πράσινους” στην εξουσία με 44%!
Ανάρτηση από: https://slpress.gr