Του Ευάγγελου Κοροβίνη
Υπάρχει μια σαφής συσχέτιση μεταξύ των μεταβαλλόμενων διεθνών ισορροπιών και της εξωτερικής πολιτικής των κρατών. Στα πλαίσια αυτά η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μπορεί μερικώς να αναγνωσθεί ως προσπάθεια αυτής της χώρας να προσαρμόζεται στο εκάστοτε διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον. Το χρονικό διάστημα στο οποίο αναφερόμαστε αφορά μια δεκαπενταετία, από το 2003 έως το 2018, την περίοδο δηλαδή που τα ηνία της εξουσίας στην Τουρκία κατέχει είτε ως πρωθυπουργός είτε ως πρόεδρος ο Ερντογάν.
Πριν την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, καθώς ο συσχετισμός δυνάμεων των δυτικών χωρών έναντι των αναδυόμενων ανταγωνιστών τους είναι ευνοϊκός για τις πρώτες και η φιλελεύθερη διεθνής τάξη παραμένει ακμαία, η Τουρκία εμφανίζεται να θέλει να «συνθέσει το Ισλάμ με τη δημοκρατία και την ισχυρή οικονομία» σύμφωνα με ένα ενθουσιώδες άρθρο των Τάϊμς της Νέας Υόρκης. Η Τουρκία διατηρεί ως το 2008 το συνηθισμένο ρόλο της ως γέφυρας ανάμεσα στον δυτικό ιμπεριαλισμό και τον μουσουλμανικό κόσμο.
Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση η αμερικανική μονοκρατορία άρχισε σταδιακά να διαβρώνεται. Στα πλαίσια αυτά η διαπραγματευτική ικανότητα περιφερειακών δυνάμεων όπως η Τουρκία αυξήθηκε σημαντικά. Την εξέλιξη αυτή την ενίσχυσε, όπως θα δούμε, και η νίκη του Ερντογάν επί του «βαθέως» κράτους. Στο διάστημα από το 2008 έως το 2015 η Τουρκία περηφανεύεται ότι θα φέρει μια νέα οθωμανική ειρήνη στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο, μια προσέγγιση «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες.
Η επιτυχής και άνευ προηγουμένου αποτελεσματική στρατιωτική και διπλωματική ανάμειξη της Ρωσίας στη Συρία από το 2015 και εντεύθεν, η εκλογή του Ντόναλντ Τράμπ, το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 στην Τουρκία και η αυξανομένη ανησυχία για το κουρδικό πρόβλημα εγκαινίασαν μια νέα, τρίτη, φάση της εξωτερικής πολιτικής του Ερντογάν. Η δυνατότητα ελιγμών σε αυτήν τη φάση περιορίζεται. Με δεδομένη τη συνεχιζόμενη και ολοένα διευρυνόμενη αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας των δυτικών κρατών στη διεθνή σκακιέρα, η Τουρκία προσπαθεί να αναπτύξει σχέσεις πραγματιστικές και ει δυνατόν εγκάρδιες με τις μη δυτικές μεγάλες δυνάμεις.
Συνολικά σε αυτήν την δεκαπενταετία περνάμε σταδιακά από την «Ρax-Americana», σε μια μετα-Αμερικανική διεθνή τάξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα άλλαξαν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μέχρι το 2008 οι στρατηγικές ασφάλειας των ΗΠΑ και της ΕΕ αντανακλούσαν ακόμη τη διάχυτη αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση του δυτικού κόσμου. Η Ρωσία και η Κίνα δεν χαρακτηρίζονταν ως αντίπαλες δυνάμεις. Λίγα χρόνια μετά ηττημένη η Αμερική του Τράμπ εμφανίζεται να θέλει να απεμπλακεί, έστω και σταδιακά, από τα ανοιχτά μέτωπα της Συρίας και του Αφγανιστάν.
Η φιλοδυτική περίοδος της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, 2003-2008
Την περίοδο αυτή, με δεδομένη την αμερικανική μονοκρατορία, η Τουρκία δεν επιδιώκει απλώς την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά προσπαθεί γενικότερα να προβληθεί ως γέφυρα μεταξύ Δύσης και Ανατολής και να αναδείξει το δικό της «μετριοπαθές» Ισλάμ σε πρότυπο για όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Στη διάρκεια αυτής της πενταετίας προωθείται επίμονα ο «εκδημοκρατισμός», ώστε να υπονομευθεί η κυριαρχία των αυταρχικών κοσμικών ελίτ και να ενισχυθούν οι αποκλεισμένοι της κεμαλικής Τουρκίας, οι ευσεβείς μουσουλμάνοι δηλαδή. Ταυτόχρονα γίνεται προσπάθεια να αξιοποιηθούν οι μεταρρυθμιστικές προϋποθέσεις που έθετε η ενταξιακή διαδικασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να εξασφαλισθεί ο πολιτικός έλεγχος επί της στρατογραφειοκρατίας. Ανάλογη στόχευση έχει και η ακολουθούμενη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, μέσω της οποίας επιδιώκεται να αποδυναμωθούν οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματικοί όμιλοι της κεμαλικής εποχής.
Σε ότι αφορά τις σχέσεις της Τουρκίας με την ΕΕ, η χώρα αυτή προσπάθησε να γίνει αποδεκτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως έχει, με τις ιδιαιτερότητές της δηλαδή, όπως ήταν και οι επεκτατικές αξιώσεις και διεκδικήσεις της εις βάρος της Ελλάδος. Είναι αλήθεια βέβαια ότι ενώ μέχρι την εκλογή του Ερντογάν στην πρωθυπουργία το 2003 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν εκατέρωθεν απόλυτη προτεραιότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, μετά το έτος αυτό η Ελλάδα παύει σταδιακά να αποτελεί τη βασική προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Ο λόγος είναι ότι βαθμιαία η Τουρκία μετατρέπεται σε υπολογίσιμη περιφερειακή δύναμη. Η αναβάθμιση του περιφερειακού ρόλου της Τουρκίας στηρίχθηκε στην οικονομική της ευρωστία και στην πολιτική σταθερότητα, και αυτές με τη σειρά τους στη συσπείρωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού της γύρω από τον νέο-οθωμανισμό, μία σύνθεση κεμαλισμού και ισλαμισμού.
Το τουρκικό Ισλάμ, πράγματι, αυτοκατανοείται ως φυσικός ηγέτης του αναγεννώμενου Μουσουλμανικού κόσμου. Οι Τούρκοι εμφανίστηκαν στο προσκήνιο της ιστορίας ως μισθοφόροι αράβων και περσών ηγεμόνων, ως το «σπαθί» του Ισλάμ. Η τουρκική εθνική συνείδηση είναι πρωτογενώς μιλιταριστική, ταυτισμένη με το πρότυπο του κυρίαρχου πολεμιστή και μετέπειτα, επί οθωμανικής αυτοκρατορίας, και του «βοσκού» λαών. Πρέπει να είναι σαφές ότι το πολιτικό Ισλάμ έχει την τάση να εργαλειοποιεί τη μουσουλμανική θρησκεία, να την ωθεί δηλαδή να υπηρετεί τα στενά κρατικά συμφέροντα της κάθε μουσουλμανικής χώρας χωριστά, διασπώντας και κατακερματίζοντας την Ούμα, την πάλαι ποτέ οικουμενική κοινότητα των πιστών μουσουλμάνων. Απ’ αυτήν την άποψη το πολιτικό Ισλάμ αποτελεί εθνοκρατική μετάλλαξη του μωαμεθανισμού και μία από τις εκδοχές του είναι και ο νέο-οθωμανισμός.
Επιστρέφοντας, μετά από αυτήν την σύντομη αναφορά στον χαρακτήρα του νεο-οθωμανισμού, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις της πρώτης περιόδου της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί Ερντογάν, θα πρέπει να προστεθεί ότι η Τουρκία εμφανίσθηκε υπέρμαχος του σχεδίου Ανάν για την επίλυση του Κυπριακού. Το σχέδιο αυτό καταψηφίσθηκε από τους Ελληνοκύπριους καθώς προωθούσε ένα δυσλειτουργικό κρατικό μόρφωμα εύκολα χειραγωγήσιμο από την Τουρκία.
Η ίδια περίοδος της τουρκικής πολιτικής χαρακτηρίζεται από μία κάποια αναγνώριση της κουρδικής πολιτισμικής ταυτότητας. Είναι φανερό ότι γίνεται προσπάθεια να ενσωματωθούν οι Κούρδοι στη δημόσια ζωή της Τουρκίας μέσω της ομπρέλας που προσφέρει το Ισλάμ, καθώς απέτυχε η στρατιωτική λύση του προβλήματος που προωθούσαν μέχρι τότε οι Κεμαλιστές.
Στη λήξη αυτής της περιόδου, το 2008, ο Ερντογάν θα αποκτήσει απόλυτη και όχι σχετική απλώς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, θα τοποθετήσει τον στενό του συνεργάτη Αμπντουλάχ Γκιουλ στην προεδρία της Δημοκρατίας και θα αποκτήσει τον έλεγχο της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, μέσω του ισλαμικού κινήματος του Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο στρατός το τελευταίο και σημαντικότερο οχυρό του «βαθέως» κράτους, θα αλωθεί στη δεύτερη φάση της κυριαρχίας του Ερντογάν στα πολιτικά πράγματα της Τουρκίας (2008-2015).
Το νέο-οθωμανικό όραμα στην πράξη. Από το ζενίθ στο ναδίρ, 2008-2015.
Το 2008 για τους παραπάνω λόγους οι ηγέτες του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) νοιώθοντας έντονη αυτοπεποίθηση θέτουν σε εφαρμογή τη δική τους πλέον καθαρή ατζέντα εσωτερικών και εξωτερικών επιδιώξεων και στοχεύσεων. Προς τούτο στο εσωτερικό της χώρας αξιοποιούν την υπόθεση Εργκενεκόν και της Βαριοπούλας, για να εκκαθαρίσουν το στράτευμα, αρχικά από κατώτερους και στη συνέχεια από ανώτερους αξιωματικούς ως εμπλεκόμενους στην υπόθεση. Οι πιστοί σουνίτες μουσουλμάνοι θα πάρουν έτσι, μέσω του ΑΚΡ, τη ρεβάνς απέναντι στη κεμαλική Ελίτ. Τα πρώην θύματα γίνονται τώρα θύτες. Η νίκη του Ερντογάν κατά της στρατογραφειοκρατίας θα ανοίξει το δρόμο για την οικοδόμηση ενός υπέρ-προεδρικού καθεστώτος, με μεσοσταθμό την εκλογή του Τούρκου ηγέτη ως προέδρου της Δημοκρατίας, άμεσα από το λαό, το 2014.
Στον ρεβανσισμό των σουνιτών απέναντι στη κεμαλική ελίτ που εξέφρασε το ΑΚΡ θα προστεθεί ο σταδιακός παραμερισμός όσων από τους παλιούς συνεργάτες του Ερντογάν ήταν αυτόφωτοι (Αμπντουλάχ Γκιούλ, Μεχμέτ Νταβούτογλου και Μπουλέντ Αρίτς). Ταυτόχρονα με αφορμή τις αποκαλύψεις για σκάνδαλα διαφθοράς του περιβάλλοντος του Ερντογάν, πίσω από τις οποίες βρίσκονταν το θρησκευτικό κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν, ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2013 εκκαθαρίσεις των γκιουλενιστών από τον κρατικό μηχανισμό, οι οποίες θα πάρουν μαζικές διαστάσεις μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15/7/2016.
Βλέπουμε ότι και στην περίπτωση των παλιών συνεργατών του Ερντογάν και ιδιαίτερα απέναντι στην αδελφότητα του Γκιουλέν, εφαρμόζεται το γνώριμο από την ιστορία της Τουρκίας πρότυπο θυματοποίησης του άλλου, του έστω και λίγο αποκλίνοντος. Γίνεται λόγος για τα διαδοχικά κύματα εκκαθαριστικής και αφομοιωτικής βίας που χαρακτήρισαν την κεμαλική Τουρκία.
Πρώτο θύμα ήταν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας (Αρμένιοι, Έλληνες, Ασσύριοι). Η γενοκτονία αυτών των πληθυσμών ξεκινάει επί Νεότουρκων και ολοκληρώνεται μετά την άφιξη του Κεμάλ στον Πόντο το 2019. Το κίνημα των Νεοτούρκων και ο Κεμαλισμός ως συνέχεια του, υπήρξε η απάντηση του μιλιταριστικού τουρκισμού απέναντι στη σταδιακή ενδυνάμωση της θέσης των χριστιανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρόκειται για ένα συστηματικά εφαρμοσμένο σχέδιο εξόντωσης των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, για «πρόβα τζενεράλε» των γενοκτονιών του 20ου αιώνα, για επιχείρηση οριστικής νίκης του τουρκικού εξουσιασμού επί των χριστιανικών πληθυσμών και των σταυρωμένων - αυτοθυσιαστικών αξιών τους.
Ο κατάλογος των θυμάτων της Κεμαλικής Τουρκίας θα διευρυνθεί γρήγορα και πέραν αυτών των πληθυσμών. Οι Κούρδοι πρώτα, μετά οι ετερόδοξοι μουσουλμάνοι, οι Αλεβίτες δηλαδή, και τέλος και οι ίδιοι οι σουνίτες μουσουλμάνοι, που όταν προωθούν αυτόνομες (από τη Γενική Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων) πρακτικές θα καταστούν παράνομοι και διωκόμενοι.
Φαίνεται τελικά ότι ο τουρκισμός δεν μπορεί να αναπαραχθεί χωρίς «ραγιαδοποίηση» κάθε φορά και διαφορετικών τμημάτων του πληθυσμού. Οι αντιθέσεις τείνουν να οξύνονται και να γίνονται ασυμφιλίωτες, πράγμα που ωθεί στην αναζήτηση ενός κοινού εξωτερικού εχθρού για να διασφαλισθεί μια μίνιμουμ κοινωνική συνοχή. Η ραγιαδοποίηση δηλαδή προς τα μέσα ωθεί στον επεκτατισμό προς τα έξω.
Επιστρέφοντας στις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας το διάστημα 2008-2015 σημειώνουμε ότι τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από μία νέα καμπή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Η σταδιακή διάβρωση της δυτικής πρωτοκαθεδρίας στην παγκόσμια σκακιέρα, μετά την κρίση του 2008, συμπίπτει με την εκπνοή του μεταρρυθμιστικού ζήλου του ΑΚΡ και την άμβλυνση του θερμού αισθήματος απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Την εικόνα τα παγώματος των σχέσεων με την Ε.Ε. συμπληρώνουν οι ολοένα αυξανόμενες διαφορές με τις ΗΠΑ.
Είναι φανερό ότι η Τουρκία, ιδιαίτερα μετά την «αραβική άνοιξη» νοιώθει ότι ήρθε η ώρα της και βρίσκεται σε αναζήτηση μιας καθαρά αυτόνομης στρατηγικής. Μίας στρατηγικής που αποβλέπει στην διαμόρφωση μιας περιφερειακής τάξης με την Τουρκία στο κέντρο της, ως κράτος μοντέλο. Οι ιθύνοντες στην Άγκυρα θεωρούν ότι αν η Τουρκία γίνει πιστότερη προς το ισλαμικό και οθωμανικό της παρελθόν θα καταστεί μία πιο δυνατή συνολικά χώρα στη διεθνή αρένα. Στα πλαίσια αυτά η απόφαση του Ομπάμα να μειώσει σταδιακά την Αμερικανική παρουσία στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και να μείνει μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία άνοιξε την όρεξη της Τουρκίας να παίξει ένα πιο αποφασιστικό ρόλο στην περιοχή. Σημειωτέον ότι ο Ομπάμα δεν διέταξε μεν αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις να αναμειχθούν στον συριακό εμφύλιο, ενορχήστρωσε όμως την υποστήριξη των τζιχαντιστών από τη Σαουδική Αραβία και την Τουρκία.
Θα πρέπει να τονισθεί επίσης ότι στη διάρκεια αυτής της φάσης ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα αμφισβητούν ακόμα τα αμερικανικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Οι φιλοδοξίες της Τουρκίας γιγαντώνονται λοιπόν στο πλαίσιο της αμερικανικής αναδίπλωσης και της απουσίας εμπλοκής μη δυτικών δυνάμεων στην περιοχή. Την τουρκική ευφορία και τον ενθουσιασμό θα προσγειώσουν ανώμαλα η ανατροπή του Μόρσι στην Αίγυπτο το 2013 (το ΑΚΡ τοποθετείται στο ίδιο «κλαμπ» των κομμάτων της Μουσουλμανικής Αδερφότητας με τους υποστηρικτές του Μόρσι), η μη αναμενόμενη αντοχή του Άσαντ την Συρία (η Τουρκία θεωρούσε βέβαιη την πτώση του και ενίσχυε παντοιοτρόπως το ισλαμικό κράτος για να την επιταχύνει) και η ανάδειξη του αξιόμαχου των Κούρδων του Ιράκ και κυρίως της Συρίας απέναντι στους τζιχαντιστές. Η πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες και η προσπάθεια επιβολής μιας νέο-οθωμανικής ειρήνης θα καταρρεύσει.
Η κατάρρευση αυτή πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Η αναβίωση του Ισλάμ γενικότερα συνδέεται με την κρίση της νεωτερικότητας και αντλεί από αυτήν το νόημα της. Οι ελπίδες των μουσουλμάνων να προφθάσουν τις δυτικές χώρες μέσω του σοσιαλισμού (της οραματικής διεξόδου της νεωτερικότητας) αποδείχθηκαν μάταιες στην περίπτωση και του Μπααθισμού και του Νασερισμού. Μάταιες πολύ σύντομα θα αποδειχθούν και οι προσδοκίες να το πετύχουν μέσω δημοκρατικών απαναστάσεων (βλέπε Αραβική άνοιξη). Η πολυπληθής νεολαία του αραβικού κόσμου συνεχίζει να είναι στερημένη από δυνατότητες κοινωνικής ανόδου και καταναλωτικής ευχέρειας. Ο ισλαμισμός γεννιέται ακριβώς από το μπλοκάρισμα των δρόμων (σοσιαλιστικού και δημοκρατικού) εκνεωτερισμού του μουσουλμανικού κόσμου.
Το μπλοκάρισμα αυτό λοιπόν προσπαθεί να διαχειρισθεί ο ισλαμισμός, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, με εξαίρεση πιθανώς την περίπτωση του σιϊτικού Ιράν. Η αμηχανία του ισλαμισμού συνδέεται μεταξύ των άλλων με το γεγονός ότι τα πνευματικά πρότυπα των προνεωτερικών ισλαμικών παραδόσεων είναι κολεκτιβιστικά. Αποβλέπουν με λίγα λόγια στην εξάλειψη του εγώ, της ατομικότητας, πράγμα που τα θέτει σε ρήξη με το ανθρωπολογικό αίτημα που αναδύεται από την κρίση της νεωτερικότητας. Γίνεται λόγος για την αποκατάσταση της αποσαρθρωμένης ατομικότητας σε ένα ανώτερο, μετανεωτερικό επίπεδο, την οποία κάθε άλλο παρά μπορεί να προσφέρει ο ισλαμισμός.
Αυτή η αδυναμία του ισλαμισμού βρίσκεται πίσω από την αποτυχία των μεγαλεπίβολων τουρκικών στοχεύσεων. Τα διαθέσιμα μέσα για την επίτευξή τους αποδείχθηκαν πτωχά. Οι πνευματικές ιδίως «αποσκευές» ήταν εντελώς αναντίστοιχες με τα ζητούμενα της συγκυρίας.
Μετά την παρέκβαση αυτή στο Ισλάμ και τις δυνατότητές του και γυρίζοντας στα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, λίγο πριν το 2010 σημειώνεται μια σημαντική εξέλιξη ευρύτερου αλλά και ελληνικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται για τη ρήξη μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ με αφορμή την προσπάθεια του τουρκικού σκάφους Μαβί Μαρμαρά να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό της Γάζας. Έκτοτε έγιναν προσπάθειες επαναπροσέγγισης Τουρκίας και Ισραήλ που απέβησαν άκαρπες εξαιτίας, μεταξύ των άλλων, του έντονου αντισημητισμού του Ερντογάν.
Στο τέλος της δεύτερης περιόδου της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, το 2015, θα αναζωπυρωθεί και η στρατιωτική σύγκρουση με τους Κούρδους στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είχε προηγηθεί η παύση των ειρηνευτικών συνομιλιών με το ΡΚΚ το οποίο ενθαρρύνθηκε σε μια πιο τολμηρή στάση από την προοπτική δημιουργίας ενός ακόμη (πέραν εκείνου στο Ιράκ) κουρδικού κράτους στη Βόρεια Συρία. Η οικοδόμηση αυτόνομων δομών στα βόρεια σύνορα της Συρίας συνδέθηκε με την απόφαση τα Άσαντ το 2012 να αποσύρει τις δυνάμεις του από την περιοχή. Η πολιτοφυλακή των Κούρδων (YPG) ανέλαβε τον έλεγχο μιας σειράς από κουρδικά εδάφη.
Η προσγείωση στο έδαφος ενός πολυπολικού κόσμου, 2015-2018
Η σχετική αμερικανική αναδίπλωση από τη Μέση Ανατολή που χαρακτήρισε την προεδρία Ομπάμα, έγινε κάποια προσπάθεια να αναστραφεί από τον Τραμπ, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον. Η προεδρία Τραμπ έδειξε να επιδιώκει να παίξει έναν πιο αποφασιστικό ρόλο στη Μέση Ανατολή μέσω της υποστήριξης των Κούρδων της Συρίας μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 και επίσης της προσπάθειας περιορισμού της ρωσικής και ιρανικής επιρροής στη Συρία και στην ευρύτερη περιοχή.
Εκείνο που άλλαξε όμως δραματικά τα δεδομένα στη Συρία και γενικότερα στη Μέση Ανατολή είναι η στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσία στο πλευρό του Άσαντ μετά το 2015. Ο Άσαντ συνεπικουρούμενος από τη Ρωσία και το Ιράν κατόρθωσε να απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της χώρας του από τους τζιχαντιστές.
Λόγω αυτών των εξελίξεων οι βαθμοί ελευθερίας στη χάραξη της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής περιορίσθηκαν αρκετά. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Τουρκίας από το 2015 και μετά θα είναι η διαχείριση των κουρδικών πληθυσμών εκτός και εντός της χώρας. Όταν ο Αχμέτ Νταβούτογλου αντικατασταθεί από τον Μπιναλί Γιλντιρίμ στην πρωθυπουργία την άνοιξη του 2016, ο ιδεολογικός ζήλος να μεταμορφωθεί η περιοχή ώστε να αντανακλά τις αξίες του ΑΚΡ δίνει τη θέση του γρήγορα στο στόχο διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας και της κοινωνικής συνοχής της χώρας.
Στα πλαίσια αυτά η βελτίωση των σχέσεων με τον νικηφόρο, όπως, θα αρχίσει να αποδεικνύεται, συνασπισμό της Ρωσίας, του Άσαντ και του Ιράν θα προβάλλει ως αδήριτη και αυτονόητη αναγκαιότητα. Το παλιό όνειρο της ανατροπής του Άσαντ και της μετατροπής της Συρίας σε δορυφόρο της Τουρκίας θα ξεχασθεί πλήρως, ενώ οι στενές σχέσεις με την Ρωσία αναδεικνύονται ως ζωτική προϋπόθεση για αποτελεσματική αντιμετώπιση του κουρδικού προβλήματος.
Την εικόνα των μεταβολών που επήλθαν σε αυτά τα τελευταία τρία χρόνια συμπληρώνει και η αλλαγή των πολιτικών συμμαχιών στο εσωτερικό της χώρας. Χάνοντας από ένα σημείο και πέρα ο Ερντογάν την υποστήριξη μέρους των Κούρδων και των δημοκρατικών στοιχείων που χαρακτήρισε την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της Τουρκίας από αυτόν (2003-2008) και σε ένα περιορισμένο βαθμό και τη δεύτερη (2008-2015), θα προσπαθήσει με αρκετή επιτυχία να συμπήξει μια συμμαχία μεταξύ της παραδοσιακής θρησκευόμενης βάσης του κόμματός του με τους ακροδεξιούς εθνικιστές.
Σε ότι αφορά τώρα τα καθ’ ημάς θα πρέπει να υπογραμμισθεί η κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας απέναντι μας τα τελευταία τρία χρόνια (συνεχείς παραβιάσεις του εναέριου χώρου, πτήσεις πάνω από κατοικημένα νησιά, δεσμεύσεις περιοχών για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, δηλώσεις του Ερντογάν για ανάγκη τροποποίησης της συνθήκης της Λωζάνης κλπ). Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η αδυναμία της Άγκυρας να παρεμποδίσει τη γεώτρηση της Exxon Mobil στο τεμάχιο 10 σηματοδοτεί την αποτυχία της να επαναλάβει στην κυπριακή ΑΟΖ όσα έχει καταφέρει στο Αιγαίο, τις τελευταίες δεκαετίες, το «γκριζάρισμα» δηλαδή πολλών περιοχών του.
Οι κινήσεις της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο περιορίζονται λόγω της παρουσίας πολλών διεθνών παικτών. Γι’ αυτό και προσπαθεί να μεταφέρει τη σύγκρουση στο Αιγαίο όπου οι διαφορές είναι σε διμερές επίπεδο. Η Τουρκία μάλιστα θεωρεί ως αδύνατο κρίκο των ελληνικών θαλασσών την περιοχή του Καστελόριζου και συγκεντρώνει εκεί την προσοχή της.
Επίλογος
Μετά την απόφαση του προέδρου Τραμπ να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από τη βορειοανατολική Συρία, πολλοί στην Ελλάδα φοβήθηκαν ότι οι Κούρδοι της χώρας αυτής θα βρεθούν στο έλεος των Τούρκων. Σύντομα όμως ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποδείχθηκε αδύνατο. Και τα δύο, αντίπαλα κατά τα άλλα, σχέδια αντιμετώπισης του κουρδικού ζητήματος που κατατέθηκαν προς συζήτηση κάθε άλλο παρά εμπεριέχουν την εθνοκάθαρση της βορειοανατολικής Συρίας από τους κουρδικούς πληθυσμούς. Το πρώτο σχέδιο που προτάθηκε από τις ΗΠΑ σε συνεννόηση με την Τουρκία είναι το σαφώς λιγότερο φιλικό προς τους Κούρδους και προβλέπει τη δημιουργία ζώνης ασφάλειας στα σύνορα μεταξύ Τουρκίας και Συρίας, εποπτευόμενης από τους Τούρκους. Το δεύτερο, που συζητούν οι Κούρδοι με τη Δαμασκό και τη Ρωσία, προβλέπει την επανένταξη των περιοχών που ελέγχονται από τους πρώτους στην συριακή επικράτεια και την ενσωμάτωση της κουρδικής πολιτοφυλακής στον συριακό στρατό. Το δεύτερο αυτό σχέδιο συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες εφαρμογής καθώς αποσπά την προτίμηση των περισσότερων εμπλεκομένων.
Γενικότερα η επόμενη μέρα της απόφασης για απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων καθιστά τη Ρωσία τον μόνο αξιόπιστο διαμεσολαβητή μεταξύ των διαφόρων «παικτών» της περιοχής, περιλαμβανομένου και του ίδιου του Ισραήλ. Η Ρωσία με τους συμμάχους της (Συρία και Ιράν) κατήγαγε μια στρατηγικού χαρακτήρα νίκη που όχι μόνο της επιτρέπει να έχει βαρύνοντα λόγω στα πράγματα της Μέσης Ανατολής αλλά την αναβαθμίζει κατά πολύ και διεθνώς. Αντίθετα οι εξελίξεις αυτές φέρνουν στην επιφάνεια την αμερικανική παρακμή που σχετίζεται με την κρίση της νεωτερικότητας και βαθαίνει ολοένα και περισσότερο.
Πηγές
Turkish Foreign Policy in a Changing World Order. By H. Tarik Oguzlu. All Azimuth, VO, NO, 1-13,19 October 2018.
Continuity or Change in Turkish Foreign Policy? Analyzing the Policy Fluctations during the Justice and Development Party Era. By Murat Ulgul. Journal of Global Analysis Vol. 7, No 1, January 2017.
The Decline and Resurgence of Turkish Islamism. The story of Taygip Erdogan’s AKP. By Ihsan Yilmaz, Greg Borton, James Barry. Journal of Citizenship and Globalization studies, 2017; 1 (1): 48-62.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις του Άγγελου Μ. Συρίγου. Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Φεβρουάριος 2015.
Η νέα Τουρκία του Ερντογάν. Από το δημοκρατικό όνειρο στην αυταρχική εκτροπή. Του Αχμέτ Ινσέλ. Εκδόσεις Διάμετρος, 2017.
Η Τουρκία του Ερντογάν. Νέο Οθωμανισμός, Ισλαμικός ολοκληρωτισμός και Ελλάδα. Επιμέλεια και εισαγωγή από τον Γιώργο Καραμπελιά. Εναλλακτικές εκδόσεις, 2018.
Για την Τουρκία. Του Άρη Ζεπάτου. Antifono.gr, 3 Ιουνίου 2016.
Μπορεί ο φουνταμενταλισμός να απαντήσει στα προβλήματα; Του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα. Antifono gr. 13 Νοεμβρίου 2018.
Η Τουρκία σε κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι. Του Σωτήρη Δημόπουλου. Ardin-rixi.gr, 16 Ιανουαρίου 2018.
Σε δυο ταμπλό η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας Του Σταύρου Λυγερού. Slpress.gr, Ιανουάριος 2019.
Ο Τράμπ, ο Ερντογάν και τα μυστήρια. Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου. Καθημερινή 30 Δεκεμβρίου 2018.
2019: Εκατό χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων. Του Σάββα Καλεντερίδη. Pontos News. Ιανουάριος 2019.
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας: "Ενετοί στην Υψηλή Πύλη". Πίνακας του 19ου αι.
Ανάρτηση από: http://antifono.gr