Του Ανδρέα Ζαφείρη
Πριν από τις 22 Ιανουαρίου, ελάχιστοι πολίτες της Βενεζουέλας είχαν ακούσει το όνομα Juan Guaidó. Η ιστορία του άγνωστου «πολιτικού» ξεκίνησε δεκατέσσερα χρόνια πριν, όταν μια ομάδα από δεξιούς φοιτητέςτης αντιπολίτευσης επιλέχθηκαν για «εκπαίδευση», από ένα «πρόγραμμα» αποκατάστασης της «Δημοκρατίας» στη Βενεζουέλα.
Στις 5 Οκτωβρίου 2005, με τη δημοτικότητα του Τσάβες στο αποκορύφωμά της, οι πέντε φοιτητές έφτασαν στο Βελιγράδι, στη Σερβία, για να ξεκινήσουν την εκπαίδευση τους.
Οι φοιτητές εκπαιδεύτηκαν από το Κέντρο Εφαρμοσμένων Μη Βίαιων Δράσεων και Στρατηγικών, (CANVAS). Η ομάδα αυτή χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από το Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία, παράρτημα της CIA, σε συνεργασία με το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο και το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο για τις Διεθνείς Υποθέσεις. Το CANVAS, το οποίο έχει στενή σχέση και με την «αντιεξουσιαστική» Otpor, (που χρηματοδοτούνταν από Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία, το USAID και το Ινστιτούτο Albert Einstein, με σκοπό την ανατροπή Μιλόσεβιτς), καθοδηγείται ιδεολογικά από τον Gene Sharp, (τον λεγόμενο «Clausewitz του μη βίαιου αγώνα»), συνεργάτη του αναλυτή της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Άμυνας, (DIA), Robert Helvey. Βασικό θέμα της συνεργασίας τους ήταν η εκπόνηση ενός σχεδίου υβριδικού πολέμου, με στόχο κράτη που αντιστέκονται στην μονοπωλιακή κυριαρχία της Ουάσινγκτον.
Το 2007 ο Guaidó μετακόμισε στην Ουάσιγκτον για να εγγραφεί στο Πρόγραμμα Διακυβέρνησης και Πολιτικής Διαχείρισης στο Πανεπιστήμιο George Washington υπό την κηδεμονία του οικονομολόγου Luis Enrique Berrizbeitia, ενός από τους κορυφαίους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους της Λατινικής Αμερικής. Ο Berrizbeitia ήταν πρώην εκτελεστικός διευθυντής του ΔΝΤ, ο οποίος πάνω από μια δεκαετία εργάστηκε στον ενεργειακό τομέα της Βενεζουέλας υπό το ολιγαρχικό καθεστώς που απομακρύνθηκε από τον Τσάβες.
Εκείνη τη χρονιά, ο Guaidó οργάνωνε βίαιες συγκεντρώσειςμετά την άρνηση της κυβέρνησης της Βενεζουέλας να ανανεώσει την άδεια του Radio Caracas Televisión (RCTV), ενός ιδιωτικού σταθμού που διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στο πραξικόπημα του 2002 εναντίον του Τσάβες.
Τότε δημιουργήθηκε και μια ομάδα στελεχών», η «Generation 2007», με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος της Βενεζουέλας. Βασικός συνεργάτης του Guaidó ήταν ο «ακτιβιστής» Yon Goicoechea, ο οποίος την επόμενη χρονιά, ανταμείφθηκε για τις προσπάθειές του με το βραβείο Milton Friedman του Ινστιτούτου Cato για την προώθηση της ελευθερίας, μαζί με ένα βραβείο αξίας 500.000 δολαρίων, το οποίο επένδυσε στην οικοδόμηση του πολιτικού δικτύου Liberty First (Primero Justicia).
(Ο Φρίντμαν, βέβαια, ήταν ο νονός των διαβόητων νεοφιλελεύθερων Chicago Boys που εργάσθηκαν στη Χιλή, υπό τον ηγέτη της δικτατορίας Πινοσέτ, για να εφαρμόσουν τις πολιτικές ριζικής δημοσιονομικής λιτότητας «δόγμα σοκ». Και το Ινστιτούτο Cato είναι το ερευνητικό think tank , που ιδρύθηκε από τους αδερφούς Koch, δυο κορυφαίους δωρητές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι οποίοι έχουν γίνει επιθετικοί υποστηρικτές της άκρας δεξιάς στην Λατινική Αμερική).
Η «Generation 2007»συνεργαζόταν στενά με την ακροδεξιά ομάδα JAVU. Εκείνη τη χρονιά ο Guaidó εντάχθηκε στο κόμμα Voluntad Popular του Leopoldo López, πρώτου ξαδέρφου του Thor Halvorssen, ιδρυτή του Αμερικανικού Ιδρύματος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο επίσης χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ.
Το 2010, η Voluntad Popular και οι ξένοι υποστηρικτές της επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τη χειρότερη ξηρασία που είχε χτυπήσει τη Βενεζουέλα για δεκαετίες. Μεγάλη έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας είχε αναστατώσει τη χώρα εξαιτίας της έλλειψης νερού, που ήταν απαραίτητη για την υδροηλεκτρική ενέργεια. Η παγκόσμια οικονομική ύφεση και η πτώση των τιμών του πετρελαίου επιδείνωσαν την κρίση, προκαλώντας δημόσια δυσαρέσκεια.
Σε αυτό τη συγκυρία, η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας επιδοτήθηκε με 40-50 εκατομμύρια δολάρια από αμερικανικές κυβερνητικές οργανώσεις όπως η USAID και το Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία, σύμφωνα με έκθεση του ισπανικού think-tank, του Ινστιτούτου FRIDE. Πολλά εκατομμύρια επίσης διακινήθηκαν μέσω προσωπικών λογαριασμών.
Τον Νοέμβριο του 2010, σύμφωνα με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που υπέκλεψαν οι υπηρεσίες ασφαλείας της Βενεζουέλας και παρουσίασε ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Miguel Rodríguez Torres, ο Guaidó, ο Goicoechea, επικεφαλής ομάδας από «ακτιβιστές» παρακολούθησαν πενθήμερο σεμινάριο στο ξενοδοχείο Fiesta Mexicanaστην πόλη του Μεξικού, από εκπαιδευτές της Otpor και τον Ότο Ράιτ, ενός φανατικού Κουβανέζου εξόριστου που εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών του Τζορτζ Μπους και του δεξιού Κολομβιανού προέδρου Αλβάρο Ουρίμπε.
Στο ξενοδοχείο Fiesta Mexicana, τα ηλεκτρονικά μηνύματα ανέφεραν ότι ο Guaidó και οι συνάδελφοί του εργάσθηκαν γύρω από ένα σχέδιο για την ανατροπή του προέδρου Hugo Chavez δημιουργώντας χάος μέσω βίαιων διαδηλώσεων.
Τρεις προσωπικότητες της βιομηχανίας πετρελαίου – Gustavo Torrar, Eligio Cedeño και Pedro Burelli – φέρεται ότι κάλυψαν τα έξοδα των 52.000 δολλαρίων για τη διεξαγωγή της συνάντησης. Ο Torrar είναι ένας αυτοαποκαλούμενος «ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», του οποίου ο μικρότερος αδελφός Reynaldo Tovar Arroyo είναι εκπρόσωπος στη Βενεζουέλα της ιδιωτικής μεξικανικής εταιρείας πετρελαίου Petroquimica del Golfo, η οποία έχει συνάψει σύμβαση παλιά με το κράτος της Βενεζουέλας.
Ο Cedeño, είναι ένας φυγάς επιχειρηματίας της Βενεζουέλας που διεκδικεί άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Pedro Burelli πρώην σύμβουλος της JP Morgan και πρώην διευθυντής της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας Βενεζουέλας της Βενεζουέλας (PDVSA).
Επιστρέφοντας στο Καράκας, ο Guaidó ,οργάνωσε τα guarimbas, σημεία ελέγχου σε γειτονιές, ελεγχόμενα από την αντιπολίτευση. Περίπου 43 πολίτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των guarimbas του 2014. Τρία χρόνια αργότερα, το 2017, οργανώθηκαν πάλι, προκαλώντας μαζική καταστροφή δημόσιων υποδομών και προχωρώντας σε σειρά δολοφονιών υποστηρικτών της κυβέρνησης. 126 άτομα δολοφονήθηκαν, πολλοί από τους οποίους ήταν Τσαβίστας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι υποστηρικτές της κυβέρνησης κάηκαν ζωντανοί από τις ένοπλες συμμορίες.
Συνηθισμένη τακτική των guarimbas ήταν η guaya, ο αποκεφαλισμός ή θανάσιμος τραυματισμός μοτοσικλετιστών, με τη χρήση ατσάλινων συρμάτων κατά μήκος των δρόμων.
Ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν για δολοφονίες, χρήση και κατοχή εκρηκτικών υλών και όπλων, ενώ ο Leopoldo López, σύμφωνα με σημειώματα διπλωματών των ΗΠΑ, που διέρρευσαν στα Wikileaks, ήταν «τόσο αλαζονικός, που δεν θα μπορούσε να συσπειρώσει την αντιπολίτευση». Είχε έρθει η ώρα του Guaidó.
Το Δεκέμβριο του 2018 ο Guaidó «επισκέφθηκε» την Ουάσιγκτον για το χρίσμα.
Στις 11 Ιανουαρίου, τη σελίδα Wikipedia του Guaidó την επεξεργάστηκαν 37 φορές profile makers των ΗΠΑ, ώστε να σβήσουν τα ίχνη των προηγούμενων «δραστηριοτήτων» του.
Το κόμμα του έχει όμως απαξιωθεί εντελώς και στο εσωτερικό της Βενεζουέλας και στα πλαίσια της αντιπολίτευσης καθώς θεωρείται κυρίως υπεύθυνο για την κατάτμηση της, έτσι κι αλλιώς, έντονα αποδυναμωμένης αντιπολίτευσης. Στις δημοσκοπήσεις δεν ξεπερνάει ποτέ το 20%, καθώς, σύμφωνα με αναλυτές η πλειοψηφία του πληθυσμού «δεν θέλει πόλεμο, αυτό που θέλουν είναι μια λύση».
Αλλά γι ‘αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέχθηκε από την Ουάσιγκτον: Σκοπός των ΗΠΑ δεν είναι μια, οποιουδήποτε τύπου πολιτική λύση, στη Βενεζουέλα, αλλά η πλήρης καταστροφή της χώρας και μετατροπή της σε «μη κράτος»,κατά τα πρότυπα των σχεδίων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια.
Και ο πράκτορας-δολοφόνος Guaidó είναι το κατάλληλο πρόσωπο.
Ανάρτηση από: https://iskra.gr
Πριν από τις 22 Ιανουαρίου, ελάχιστοι πολίτες της Βενεζουέλας είχαν ακούσει το όνομα Juan Guaidó. Η ιστορία του άγνωστου «πολιτικού» ξεκίνησε δεκατέσσερα χρόνια πριν, όταν μια ομάδα από δεξιούς φοιτητέςτης αντιπολίτευσης επιλέχθηκαν για «εκπαίδευση», από ένα «πρόγραμμα» αποκατάστασης της «Δημοκρατίας» στη Βενεζουέλα.
Στις 5 Οκτωβρίου 2005, με τη δημοτικότητα του Τσάβες στο αποκορύφωμά της, οι πέντε φοιτητές έφτασαν στο Βελιγράδι, στη Σερβία, για να ξεκινήσουν την εκπαίδευση τους.
Οι φοιτητές εκπαιδεύτηκαν από το Κέντρο Εφαρμοσμένων Μη Βίαιων Δράσεων και Στρατηγικών, (CANVAS). Η ομάδα αυτή χρηματοδοτείται κατά κύριο λόγο από το Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία, παράρτημα της CIA, σε συνεργασία με το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο και το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο για τις Διεθνείς Υποθέσεις. Το CANVAS, το οποίο έχει στενή σχέση και με την «αντιεξουσιαστική» Otpor, (που χρηματοδοτούνταν από Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία, το USAID και το Ινστιτούτο Albert Einstein, με σκοπό την ανατροπή Μιλόσεβιτς), καθοδηγείται ιδεολογικά από τον Gene Sharp, (τον λεγόμενο «Clausewitz του μη βίαιου αγώνα»), συνεργάτη του αναλυτή της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Άμυνας, (DIA), Robert Helvey. Βασικό θέμα της συνεργασίας τους ήταν η εκπόνηση ενός σχεδίου υβριδικού πολέμου, με στόχο κράτη που αντιστέκονται στην μονοπωλιακή κυριαρχία της Ουάσινγκτον.
Το 2007 ο Guaidó μετακόμισε στην Ουάσιγκτον για να εγγραφεί στο Πρόγραμμα Διακυβέρνησης και Πολιτικής Διαχείρισης στο Πανεπιστήμιο George Washington υπό την κηδεμονία του οικονομολόγου Luis Enrique Berrizbeitia, ενός από τους κορυφαίους νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους της Λατινικής Αμερικής. Ο Berrizbeitia ήταν πρώην εκτελεστικός διευθυντής του ΔΝΤ, ο οποίος πάνω από μια δεκαετία εργάστηκε στον ενεργειακό τομέα της Βενεζουέλας υπό το ολιγαρχικό καθεστώς που απομακρύνθηκε από τον Τσάβες.
Εκείνη τη χρονιά, ο Guaidó οργάνωνε βίαιες συγκεντρώσειςμετά την άρνηση της κυβέρνησης της Βενεζουέλας να ανανεώσει την άδεια του Radio Caracas Televisión (RCTV), ενός ιδιωτικού σταθμού που διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στο πραξικόπημα του 2002 εναντίον του Τσάβες.
Τότε δημιουργήθηκε και μια ομάδα στελεχών», η «Generation 2007», με στόχο την ανατροπή του καθεστώτος της Βενεζουέλας. Βασικός συνεργάτης του Guaidó ήταν ο «ακτιβιστής» Yon Goicoechea, ο οποίος την επόμενη χρονιά, ανταμείφθηκε για τις προσπάθειές του με το βραβείο Milton Friedman του Ινστιτούτου Cato για την προώθηση της ελευθερίας, μαζί με ένα βραβείο αξίας 500.000 δολαρίων, το οποίο επένδυσε στην οικοδόμηση του πολιτικού δικτύου Liberty First (Primero Justicia).
(Ο Φρίντμαν, βέβαια, ήταν ο νονός των διαβόητων νεοφιλελεύθερων Chicago Boys που εργάσθηκαν στη Χιλή, υπό τον ηγέτη της δικτατορίας Πινοσέτ, για να εφαρμόσουν τις πολιτικές ριζικής δημοσιονομικής λιτότητας «δόγμα σοκ». Και το Ινστιτούτο Cato είναι το ερευνητικό think tank , που ιδρύθηκε από τους αδερφούς Koch, δυο κορυφαίους δωρητές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, οι οποίοι έχουν γίνει επιθετικοί υποστηρικτές της άκρας δεξιάς στην Λατινική Αμερική).
Η «Generation 2007»συνεργαζόταν στενά με την ακροδεξιά ομάδα JAVU. Εκείνη τη χρονιά ο Guaidó εντάχθηκε στο κόμμα Voluntad Popular του Leopoldo López, πρώτου ξαδέρφου του Thor Halvorssen, ιδρυτή του Αμερικανικού Ιδρύματος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, το οποίο επίσης χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ.
Το 2010, η Voluntad Popular και οι ξένοι υποστηρικτές της επιχείρησαν να εκμεταλλευτούν τη χειρότερη ξηρασία που είχε χτυπήσει τη Βενεζουέλα για δεκαετίες. Μεγάλη έλλειψη ηλεκτρικής ενέργειας είχε αναστατώσει τη χώρα εξαιτίας της έλλειψης νερού, που ήταν απαραίτητη για την υδροηλεκτρική ενέργεια. Η παγκόσμια οικονομική ύφεση και η πτώση των τιμών του πετρελαίου επιδείνωσαν την κρίση, προκαλώντας δημόσια δυσαρέσκεια.
Σε αυτό τη συγκυρία, η αντιπολίτευση της Βενεζουέλας επιδοτήθηκε με 40-50 εκατομμύρια δολάρια από αμερικανικές κυβερνητικές οργανώσεις όπως η USAID και το Εθνικό Ταμείο για τη Δημοκρατία, σύμφωνα με έκθεση του ισπανικού think-tank, του Ινστιτούτου FRIDE. Πολλά εκατομμύρια επίσης διακινήθηκαν μέσω προσωπικών λογαριασμών.
Τον Νοέμβριο του 2010, σύμφωνα με μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας που υπέκλεψαν οι υπηρεσίες ασφαλείας της Βενεζουέλας και παρουσίασε ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Miguel Rodríguez Torres, ο Guaidó, ο Goicoechea, επικεφαλής ομάδας από «ακτιβιστές» παρακολούθησαν πενθήμερο σεμινάριο στο ξενοδοχείο Fiesta Mexicanaστην πόλη του Μεξικού, από εκπαιδευτές της Otpor και τον Ότο Ράιτ, ενός φανατικού Κουβανέζου εξόριστου που εργάστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών του Τζορτζ Μπους και του δεξιού Κολομβιανού προέδρου Αλβάρο Ουρίμπε.
Στο ξενοδοχείο Fiesta Mexicana, τα ηλεκτρονικά μηνύματα ανέφεραν ότι ο Guaidó και οι συνάδελφοί του εργάσθηκαν γύρω από ένα σχέδιο για την ανατροπή του προέδρου Hugo Chavez δημιουργώντας χάος μέσω βίαιων διαδηλώσεων.
Τρεις προσωπικότητες της βιομηχανίας πετρελαίου – Gustavo Torrar, Eligio Cedeño και Pedro Burelli – φέρεται ότι κάλυψαν τα έξοδα των 52.000 δολλαρίων για τη διεξαγωγή της συνάντησης. Ο Torrar είναι ένας αυτοαποκαλούμενος «ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», του οποίου ο μικρότερος αδελφός Reynaldo Tovar Arroyo είναι εκπρόσωπος στη Βενεζουέλα της ιδιωτικής μεξικανικής εταιρείας πετρελαίου Petroquimica del Golfo, η οποία έχει συνάψει σύμβαση παλιά με το κράτος της Βενεζουέλας.
Ο Cedeño, είναι ένας φυγάς επιχειρηματίας της Βενεζουέλας που διεκδικεί άσυλο στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Pedro Burelli πρώην σύμβουλος της JP Morgan και πρώην διευθυντής της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας Βενεζουέλας της Βενεζουέλας (PDVSA).
Επιστρέφοντας στο Καράκας, ο Guaidó ,οργάνωσε τα guarimbas, σημεία ελέγχου σε γειτονιές, ελεγχόμενα από την αντιπολίτευση. Περίπου 43 πολίτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια των guarimbas του 2014. Τρία χρόνια αργότερα, το 2017, οργανώθηκαν πάλι, προκαλώντας μαζική καταστροφή δημόσιων υποδομών και προχωρώντας σε σειρά δολοφονιών υποστηρικτών της κυβέρνησης. 126 άτομα δολοφονήθηκαν, πολλοί από τους οποίους ήταν Τσαβίστας. Σε πολλές περιπτώσεις, οι υποστηρικτές της κυβέρνησης κάηκαν ζωντανοί από τις ένοπλες συμμορίες.
Συνηθισμένη τακτική των guarimbas ήταν η guaya, ο αποκεφαλισμός ή θανάσιμος τραυματισμός μοτοσικλετιστών, με τη χρήση ατσάλινων συρμάτων κατά μήκος των δρόμων.
Ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν για δολοφονίες, χρήση και κατοχή εκρηκτικών υλών και όπλων, ενώ ο Leopoldo López, σύμφωνα με σημειώματα διπλωματών των ΗΠΑ, που διέρρευσαν στα Wikileaks, ήταν «τόσο αλαζονικός, που δεν θα μπορούσε να συσπειρώσει την αντιπολίτευση». Είχε έρθει η ώρα του Guaidó.
Το Δεκέμβριο του 2018 ο Guaidó «επισκέφθηκε» την Ουάσιγκτον για το χρίσμα.
Στις 11 Ιανουαρίου, τη σελίδα Wikipedia του Guaidó την επεξεργάστηκαν 37 φορές profile makers των ΗΠΑ, ώστε να σβήσουν τα ίχνη των προηγούμενων «δραστηριοτήτων» του.
Το κόμμα του έχει όμως απαξιωθεί εντελώς και στο εσωτερικό της Βενεζουέλας και στα πλαίσια της αντιπολίτευσης καθώς θεωρείται κυρίως υπεύθυνο για την κατάτμηση της, έτσι κι αλλιώς, έντονα αποδυναμωμένης αντιπολίτευσης. Στις δημοσκοπήσεις δεν ξεπερνάει ποτέ το 20%, καθώς, σύμφωνα με αναλυτές η πλειοψηφία του πληθυσμού «δεν θέλει πόλεμο, αυτό που θέλουν είναι μια λύση».
Αλλά γι ‘αυτόν ακριβώς τον λόγο επιλέχθηκε από την Ουάσιγκτον: Σκοπός των ΗΠΑ δεν είναι μια, οποιουδήποτε τύπου πολιτική λύση, στη Βενεζουέλα, αλλά η πλήρης καταστροφή της χώρας και μετατροπή της σε «μη κράτος»,κατά τα πρότυπα των σχεδίων των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια.
Και ο πράκτορας-δολοφόνος Guaidó είναι το κατάλληλο πρόσωπο.
Ανάρτηση από: https://iskra.gr