Του Σπύρου Γιανναρά
Μένω στη Νέα Σμύρνη, δύο τετράγωνα από το αστυνομικό τμήμα. Χθες βράδυ η αστυνομία έκλεισε τον δρόμο με κορδέλα στο ύψος του δικού μου στενού, ενώ στα διακόσια μέτρα περίμεναν, κλείνοντας επίσης τον δρόμο εγκάρσια, μια κλούβα και ένα όχημα με αντλία νερού.
Η ορδή των μαυροφορεμένων με τα κράνη και τα δοκάρια που κατέφθασαν μετά από λίγο αλαλάζοντας, δεν ήταν διαδηλωτές, ούτε είχαν σχέση με καμία πορεία. Ήταν μια αφιονισμένη μάζα που ζούσε για αυτή και μόνο τη σύγκρουση. Για την ηδονή της καταστροφής, τον ίμερο της φονικής μάχης, το κοίταγμα του θανάτου στα μάτια.
Η ορδή των βανδάλων ξεχύθηκε προς τα παραταγμένα αστυνομικά οχήματα, βάζοντας φωτιές σε κάδους στο πέρασμα της και σπάζοντας καναδυό αυτοκίνητα. Με την ίδια ορμή ξεχύθηκαν και τα ματ από την απέναντι πλευρά, σε μια κατά μέτωπον επίθεση, χωρίς καμία τακτική ή σχέδιο. Σαν να υπακούαν στο ίδιο βάρβαρο ένστικτο καταστροφής και ολέθρου.
Και πολύ σύντομα, σχεδόν αμέσως, η σύγκρουση αυτή εξελίχθηκε σε οδομαχία συμμοριών. Οι αστυνομικοί που μάζευαν τα σπασμένα μάρμαρα και τις κοτρόνες που τους εξακόντισαν οι μαινόμενοι νεαροί, για να τα πετάξουν με μανία πίσω στα τυφλά, απεμπολούσαν στη στιγμή κάθε έννοια "νόμου", αλλά και "άστεως", εκπίπτοντας σε κατάσταση εφάμιλλης προ-πολιτικής βαρβαρότητας. Οι βολίδες κρότου-λάμψης εξαπολύονταν εξίσου ανεξέλεγκτα, όσο και οι μολότοφ. Μια βολίδα κατέληξε στο μπαλκόνι πρώτου ορόφου απέναντι πολυκατοικίας, βάζοντας του φωτιά, ενώ μια μολότοφ έπεσε στον περίβολο εκκλησίας λαμπαδιάζοντας τα πεύκα που την περιέβαλλαν.Μαινομένης της μάχης η πόλη έπαυε να υπάρχει, μετατρεπόταν σε απανθρωποποιημένο σκηνικό πολεμικής σύρραξης, το οποίο παρείχε απλώς και μόνο τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της θανάσιμης συμπλοκής: πολεμοφόδια και προκαλύμματα. Αξία καμία δεν είχαν ούτε οι πολίτες, ούτε οι περιουσίες τους: είχε αναιρεθεί η ίδια η πόλη και η ιδρυτική της συνθήκη, ο πολιτισμός.
Είχες την αίσθηση ότι παρακολουθείς μια άχρονη και άτοπη βεντέτα, εκτός κάθε χρονικού και χωρικού πλαισίου. Κυρίως εκτός πολιτικής. Οι ολετήριες συμπλοκές λάμβαναν χώρα στο σημείο μηδέν της προ-κοινωνικής και προ-πολιτικής θηριωδίας, εκεί όπου θάλλει μονάχα διάπυρο, το κτηνώδες ένστικτο της εξόντωσης και της καταστροφής. Εκεί δεν υπάρχει χώρος για ιδέες, σκέψη, πολιτική, ούτε καν για τη στοιχειώδη ανθρώπινη ανταλλαγή: την έναρθρη έκφραση.
Εξ ου και είναι χυδαίος και δόλιος ο ισχυρισμός ότι αυτή η κτηνωδία την οποία ορέγονται και διαιωνίζουν τόσες δεκαετίες τώρα και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές αποτελεί έκφραση ή ζητούμενο συγκεκριμένης πολιτικής θέσης. Ούτε με την αναρχία δεν μπορεί να έχει σχέση, με τα ιδεώδη του συγγραφέα της "Αλληλοβοήθειας", Αλεξάντερ Κροπότκιν. "Αναρχία ίσον προσωπική συγκρότηση, επιμέλεια, στιλπνότητα προθέσεων και δράσεων", διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου του.
Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άτυπο πόλεμο συμμοριών, άμοιρων πολιτισμού, οι οποίες ηδονίζονται με τη βία και τον όλεθρο που σπέρνουν. Ένας μονάχα άγραφος νόμος μοιάζει να ορίζει το θανατηφόρο παιχνίδι τους: οι βάνδαλοι οι οποίοι πολεμούν με όπλα, την πέτρα, το σίδερο και τη φωτιά, δεν έχουν (και δεν μπορούν να έχουν) όριο στην φονική τους μανία, ενώ τα ματ, τα οποία είναι εξοπλισμένα σαν αστακοί, κινούνται στο ανατριχιαστικό όριο του φόνου. Το οποίο και θα υπερβούν, αρχικά λεκτικά, άπαξ και κάποιος συνάδερφός τους πέσει αιμόφυρτος στο οδόστρωμα, όπως συνέβη χθες βράδυ. Υπ' αυτές τις συνθήκες είναι θαύμα το πώς δεν θρηνούμε νεκρούς σε κάθε συμπλοκή.
Οι βάνδαλοι οι οποίοι αισθάνονται να ζουν μόνο σαν αντικρίζουν τον θάνατο κατάματα, εκτονώνονται στα γήπεδα, όταν δεν βρίσκεται εύκαιρη ομάδα των ματ. Οι αστυνομικοί όμως διαβιούν σε μια μόνιμη οιονεί σχιζοφρένεια, τύπου δρ. Τζέκιλ και μίστερ Χάυντ: Τη μέρα οφείλουν να τηρούν τον νόμο και τα κοινωνικά προσχήματα, συναγελαζόμενοι με τους πολίτες, ενώ τη νύχτα μεταμορφώνονται σε θηρία ανήμερα που ηδονίζονται με το μακελειό και τον συμμορίτικο ανταρτοπόλεμο. Γίνεται όμως ολοένα και πιο προφανές πως ισορροπία στην κτηνωδία, δεν υπάρχει. Και πως όταν βρεθεί απέναντί τους άκαπνος διαμαρτυρόμενος πολίτης, ξεσπάνε πάνω τους με το ίδιο τυφλό μένος με το οποίο συμπλέκονται με τους αιώνιους εχθρούς τους.
Το αγωνιώδες και κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει είναι για ποιο λόγο αυτός ο άχρονος, άτοπος, απολίτιστος και απολιτικός πόλεμος συνεχίζεται με απαραμείωτη ένταση τόσες δεκαετίες; Με όλες τις κυβερνήσεις, δεξιές, αριστερές, κεντρώες; Ποιον συμφέρει να επωάζει στον μυχό του το κράτος τέτοια κτηνωδία; Ποιος χειραγωγεί αυτή την θανάσιμη βία και με ποιο όφελος; Παρακολουθώντας εκ του μακρόθεν, έχει κανείς την αίσθηση ότι οι θέσεις στα δυο στρατόπεδα είναι εναλλάξιμες και πώς εύκολα ο βάνδαλος με τη μολότοφ μπορεί να ενδυθεί αστυνομική περιβολή και ο ματατζής με τα ναζιστικά συνθήματα στη στολή να την πετάξει για να ενταχθεί στους απέναντι.
Ένα μόνο είναι σίγουρο. Η χθεσινή πορεία διαμαρτυρίας στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, δεν κατέβηκε ποτέ ως το αστυνομικό τμήμα και πως οι πολίτες που διαδηλώνουν δεν έχουν διαχρονικά καμία σχέση με τους μύστες της φονικής βίας και του ολέθρου.
Καθώς επίσης πως η κτηνώδης αυτή βία χρησιμοποιείται κατά το δοκούν (όταν δεν υποθάλπεται) από τις εκάστοτε κυβερνήσεις για να εξισώσουν κάθε κοινωνική διαμαρτυρία, κάθε κοινωνική και πολιτική διεκδίκηση με την προ-πολιτική, προ-πολιτιστική συνθήκη της τυφλής και άγλωσσης βαρβαρότητας, εκμηδενίζοντάς την.
Οι διαιωνιζόμενες μάχες αστυνομικών και δήθεν αναρχικών λειτουργούν ως μικρές εστίες έμπρακτου ολοκληρωτισμού: σκοτώνουν όπου βρεθούν τη δημοκρατία, διαγουμίζοντας την πόλη, μακελεύοντας κάθε έννοια πολιτισμού.
Ανάρτηση από: https://www.facebook.com/sp.yannaras
Ευχαριστώ τον φίλο Κοσμά Τ.