Του Ελευθερόκκοκου
Ο σημερινός ρόλος της ιατρικής επιστήμης ως μια ακλόνητη και δογματική σκέψη και η μονοθεματική προβολή μιας όψης της –μέσω του προπαγανδιστικού μηχανισμού– που βολεύει το κράτος στην επικύρωση των κατασταλτικών μέτρων και του υγειονομικού ολοκληρωτισμού έναντι των εξουσιαζόμενων, είναι ένα γεγονός που την εξευτελίζει. Δίκαια, ως εκ τούτου, μπορεί να καταταχθεί ως ένας χρήσιμος αρωγός του κράτους στην καθυπόταξη των εξουσιαζόμενων. Βέβαια, το εξουσιαστικό παρελθόν βρίθει από παραδείγματα όπου το κράτος ανέδειξε και χρησιμοποίησε, γενικά, επιστημονικές μελέτες και ανακαλύψεις εις βάρος των εξουσιαζόμενων βγάζοντας οικονομικό κέρδος, καταπιέζοντας, κατασκευάζοντας όπλα και δικαιολογώντας σφαγές πληθυσμών με βάση επιστημονικές μελέτες.
Με τον ίδιο τρόπο έχουν αποσιωπηθεί, ή ακόμα και καταστραφεί, επιστημονικές μελέτες, οι οποίες ίσως να βοηθούσαν στην απελευθέρωση των ανθρώπων και η ζωή τους να ήταν απαλλαγμένη από πολλά εξουσιαστικά βάρη τού σήμερα. Από την ιατρική μέχρι την μηχανική και από την παιδαγωγική μέχρι την ανθρωπολογία, η εξουσία επέλεγε και επιλέγει αυτό που θα προωθήσει τα συμφέροντά της και τα υπόλοιπα, στην καλύτερη, θάβονται μέσα σε βιβλιοθήκες μόνο για ειδικούς ερευνητές, λοιδορούνται ή ακόμα και καταστρέφονται. Έτσι, η επιστήμη απογυμνώνεται από τον πλουραλιστικό της ρόλο του αμφισβητία και γίνεται η μια θεϊκή αλήθεια, χρήσιμη ως όργανο του κράτους και της εξουσίας. Με αυτό τον τρόπο η άποψη περί διαχωρισμού της θρησκείας από την επιστήμη δεν ευσταθεί, αφού η μία αλήθεια η οποία εξουσιάζει, ταιριάζει και στην θρησκεία αλλά και στην επιστήμη. Μπορεί η μεθοδολογία, για να εξαχθεί ένα συμπέρασμα τόσο στην θρησκεία όσο και στην επιστήμη να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, ωστόσο η χρησιμοποίηση των συμπερασμάτων για τον έλεγχο των εξουσιαζόμενων, η προώθησή τους ως μια και μοναδική αλήθεια και η άμεση συσχέτισή τους με το κράτος τις κάνει, όσον αφορά την εξουσιαστική τους θέση, να έχουν περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές. Η συμπόρευση με την εξουσία και η εξυπηρέτησή της, δεν μπορεί παρά να εξαφανίζει τις όποιες ουσιαστικές διαφορές, μετατρέποντάς τες απλά σε διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος. Η σύμπλευση της επίσημης εκκλησίας με τα κατασταλτικά μέτρα του κράτους, ύστερα από την γνωμοδότηση της επιστήμης, φανερώνει την «Αγία Τριάδα» της εξουσίας, όπου ο κάθε πόλος από το δικό του μετερίζι προχωράει την υπόθεση της εξουσίας. Τα κατά καιρούς «μπαϊράκια» που σηκώνονται και μπορεί να προέρχονται από τον κάθε πόλο και να λειτουργούν ανταγωνιστικά έναντι των άλλων, ξεθυμαίνουν γρήγορα και εντάσσονται σε συνήθεις ενδοεξουσιαστικές διαμάχες.
Βέβαια, αυτή η εξουσιαστική συμπόρευση κράτους – εκκλησίας με την αρωγή της ιατρικής επιστήμης, δεν είναι κάτι νέο, αφού σε ανάλογες επιδημίες του παρελθόντος έχουν επιδείξει αγαστή συνεργασία. Ένα ενδιαφέρον ιστορικό παράδειγμα αυτής της συνεργασίας που συνέτεινε στην θλίψη, στην αγωνία και στον πόνο των ανθρώπων, –οι οποίοι εκτός από την επιδημία είχαν επιπλέον, υπό την αρωγή της ιατρικής επιστήμης, να αντιμετωπίσουν την εξουσιαστική μανία του κράτους και της εκκλησίας– είναι οι επιδημίες πανώλης στα Ιόνια νησιά τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι σήμερα, που η ανάπτυξη της επιστήμης είναι τεράστια σε σχέση με τις συγκεκριμένες περιόδους που αναφέρονται, η αντιμετώπιση της κρατικής εξουσίας παραμένει στη βάση της κατασταλτική, με αποκλεισμούς, απαγορεύσεις, διαχωρισμούς, απειλές και τιμωρίες. Θα περίμενε κάποιος ευκολόπιστος, ότι τα κατασταλτικά μέτρα του παρελθόντος για την αντιμετώπιση μιας επιδημίας να βασίζονταν σε ελλιπείς επιστημονικές μεθόδους. Ωστόσο, σήμερα, με την αλματώδη ανάπτυξή της επιστήμης, όχι μόνο η αντιμετώπιση παραμένει στην βάση της κατασταλτική και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την σκληρότητα του παρελθόντος, αλλά συγχρόνως, η εξουσία χρησιμοποιεί την εξέλιξη της επιστήμης για την ενίσχυση της καταστολής και την περαιτέρω νομιμοποίησή της από την ιατρική επιστήμη.Ο φόβος του Θεού στις υπηρεσίες της καταστολής
Οι επιδημίες στα Ιόνια νησιά, για σχεδόν δύο αιώνες, αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη σκληρότητα και σκληρή κοινωνική απομόνωση από πλευράς κράτους, ενώ η εκκλησία απέδιδε την επιδημία ως σημάδι από τον θεό για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ακόμα και η συνέχιση πολυπληθών εκκλησιαστικών τελετών με συγχρωτισμό, προσκύνημα εικόνων, λήψη της θείας κοινωνίας ως προστασία από τον κορωναϊό και την ταυτόχρονη απαγόρευση άλλων εκδηλώσεων, φανερώνουν τον ισχυρό δεσμό του κράτους με την Εκκλησία που έχει αναπτυχθεί στο πέρασμα των αιώνων. Στα Ιόνια νησιά, λοιπόν, τον 17ο και 18ο αιώνα, ο άγιος Χαράλαμπος, οι άγιοι Σαράντα, οι άγιοι Πάντες στη Ζάκυνθο, ο άγιος Σπυρίδωνας στην Κέρκυρα, ήταν ουσιαστικά οι μεσάζοντες μεταξύ των αμαρτωλών ανθρώπων και του Θεού και το μέσο για τον κατευνασμό της θεϊκής οργής που εκφραζόταν με την επιδημία. Ακόμα και σε κρατικά, κοσμικά έγγραφα αναφέρεται η θεϊκή νέμεση ως εξήγηση για την επιδημία και για τον λόγο αυτό το κράτος μαζί με την εκκλησία οργάνωναν μαζικές τελετές (λιτανείες, περιφορά σκηνωμάτων, λειτουργίες και τελετές θεμελίωσης ναών), όπου σε πολλές περιπτώσεις η παρουσία σύσσωμης της κοινότητας ήταν υποχρεωτική, υπό την απειλή προστίμων.
Η μαζική και συλλογική μεταμέλεια ήταν προϋπόθεση για τον θεϊκό κατευνασμό. Το ποίμνιο, με την ρητορική και την συνεργασία κράτους και εκκλησίας, αισθανόταν ένοχο για το μεγάλο κακό της επιδημίας και οδηγείτο, υποχρεωτικά, σε μαζικές εκδηλώσεις θεϊκού κατευνασμού που ουσιαστικά ήταν εκδηλώσεις υποταγής στις δύο εξουσίες. Η υποχρεωτική παρουσία σε τέτοιες τελετές που από κοινού κράτος και εκκλησία είχαν οργανώσει κατά την διάρκεια ή μετά από μια επιδημία, στόχευαν στην συνέτιση του αμαρτωλού ποιμνίου που εξ’ αιτίας του εμφανίστηκε η επιδημία, καθώς και η έμπρακτη υποταγή του σε αυτούς που το έσωσαν, δηλαδή το κράτος και την εκκλησία. Στην Κέρκυρα, για παράδειγμα, το 1630 σε προγραμματισμένη περιφορά των λειψάνων του αγίου Σπυρίδωνα, γύρω από την πόλη, την Κυριακή των Βαΐων, η οποία θα γινόταν με αφορμή τη σωτηρία της πόλης από τον κίνδυνο της πανώλης, το συμβούλιο της πόλης προέβλεπε την επιβολή προστίμου 20 δουκάτων στους επικεφαλής των αδελφοτήτων σε περίπτωση άρνησής τους να συμμετάσχουν στην περιφορά. Στη διάρκεια της ίδιας επιδημίας και υπό τον φόβο της θεϊκής οργής, όλοι οι κάτοικοι, καθολικοί και ορθόδοξοι, οδηγούν το σκήνωμα του αγίου Σπυρίδωνα στην εκκλησία του καθολικού αγίου Ρόκκου. Η πίστη και η αφοσίωση σε Κράτος και Εκκλησία δεν κάνει διακρίσεις σε ορθόδοξους ή καθολικούς εξουσιαζόμενους. Η συγκεκριμένη παράδοση της λιτανείας κρατάει ακόμα και σήμερα προς ανάμνηση του λυτρωτικού ρόλου του αγίου στην εξάλειψη της πανώλης.
Στην δεύτερη επιδημία πανώλης που έπληξε την Κέρκυρα το 1673, και πάλι ο άγιος Σπυρίδωνας «έβαλε το χέρι του» και απαλλάχτηκε το νησί από την επιδημία. Για τον λόγο αυτό πραγματοποιείται λιτανεία του λειψάνου του την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, που αποτελεί την τέταρτη και τελευταία λιτανεία του αγίου Σπυρίδωνα. Η λιτανεία αυτή καθιερώθηκε, όπως και η προηγούμενη, με απόφαση της Ενετικής Διοικήσεως. Να σημειωθεί ότι από τις τέσσερις λιτανείες του αγίου Σπυρίδωνα που γίνονται σήμερα στην Κέρκυρα, οι δύο αφορούν τον ρόλο του αγίου στο τέλος της επιδημίας.
Ο λόγος των εκπροσώπων του κράτους βρίθει από αναφορές για θεϊκή μάστιγα, θεϊκή οργή. Ο προνοητής[1] της Κεφαλονιάς Piero Contarmi, αναφέρει πως τρεις είναι οι αιτίες των επιδημιών: η ανθρώπινη κακία (la malizia degliuomini), η πλημμελής τήρηση των μέτρων για τη δημόσια υγεία και, τέλος, η θεία δίκη που έφτανε την κατάλληλη στιγμή για να συνετίσει τους ανθρώπους.
Η Εκκλησία σε συνεργασία με το Κράτος πάντα μοίραζαν και μοιράζουν φόβο και ενοχή και, ιδιαίτερα, σε περιόδους κρίσης η πρακτική αυτή γινόταν ακόμα πιο ενεργή, κάτι που συναντάται και στις μέρες μας. Όπως είναι λογικό, οι παραπάνω επίσημες πρακτικές της εκκλησιαστικής και κρατικής εξουσίας οδηγούσαν μέρος των εξουσιαζόμενων σε ανάλογες πρακτικές, οι οποίες όμως, δεν είχαν την συγκατάθεση των παραπάνω εξουσιών. Μοναχοί που έθαβαν μαύρες γάτες στην πόλη της Ζακύνθου, εξορκισμοί, «μαγικές» και παγανιστικές τελετές και άλλα πολλά, συνυπήρχαν παράνομα μαζί με τις επίσημες τελετές με στόχο τον κατευνασμό της θεϊκής οργής. Οι συγκεκριμένες πρακτικές αναφέρονταν ως «μαγικές» και αποδίδονταν από τους ιερείς και τους κρατικούς αξιωματούχους στις «δυνάμεις του κακού». Στα πλαίσια του φόβου της αρρώστιας και του θανάτου οι εξουσιαζόμενοι θα έπρεπε να ακολουθούν μόνο την επίσημη και ελεγχόμενη «μαγεία» του κράτους και της εκκλησίας και όχι οτιδήποτε ανεπίσημο που χαλούσε την συνοχή των υπηκόων. Όπου τα κατασταλτικά μέτρα του κράτους δεν απέδιδαν, έρχονταν οι απειλές της εκκλησίας για αφορισμούς. Ο αφορισμός ήταν ένα σημαντικό όπλο στα χέρια της εξουσίας αφού, εκτός της αποπομπής από την κοινότητα, υπήρχε και ο φόβος της αιώνιας τιμωρίας στην μετά θάνατο ζωή.
Εγκλεισμός, αστυνόμευση, βία
Πολλές από τις πρακτικές που χρησιμοποίησε τότε η εξουσία εφαρμόζονται και σήμερα στην αντιμετώπιση του κορωναϊού. Ο εγκλεισμός, η αστυνόμευση και η βία είναι το τρίπτυχο με το οποίο, εδώ και αιώνες, τα κράτη αντιμετωπίζουν τις επιδημίες. Η καραντίνα, οι περιπολίες, το κάψιμο σπιτιών ή και ολόκληρων χωριών, ακόμα και οι εκτελέσεις όσων δεν πειθαρχούσαν, αποτελούσαν τη νέα καθημερινότητα των περιοχών που είχαν πληγεί από πανώλη στα Ιόνια νησιά. Ο αποκλεισμός ατόμων και περιοχών, η καραντίνα, η κατασκευή ενόχων για την επιδημία, τα πρόστιμα και οι τιμωρίες όσων θεωρούνται ένοχοι ή «σπάζουν» τους περιορισμούς, τα πιστοποιητικά μετακίνησης και ο κοινωνικός κανιβαλισμός, χρησιμοποιούνται και σήμερα από την εξουσία ως πρόσχημα για την εξάλειψη της νόσου, αλλά στην ουσία ως μέτρα καθυπόταξης των εξουσιαζόμενων.
Ήταν συχνό φαινόμενο, το κράτος να χρησιμοποιεί φυλακισμένους για τον καθαρισμό σπιτιών, μεταφορά αρρώστων και ταφή νεκρών με αντάλλαγμα, αν γλίτωναν, την ελευθερία τους. Στην επιδημία πανώλης στην Κεφαλονιά το 1759 υπάρχει καταγραφή έξι κατάδικων που στάλθηκαν από τις φυλακές της Κέρκυρας προκειμένου να μεταφέρουν ασθενείς και ύποπτα κρούσματα σε απόμερες περιοχές, καθώς και για την ταφή νεκρών. Στην επιδημία πανώλης στην Κέρκυρα το 1815, μεταφέρθηκαν 64 φυλακισμένοι από τις φυλακές της Μάλτας στην Κέρκυρα για την απολύμανση χώρων και την μεταφορά ασθενών και νεκρών με αντάλλαγμα, σε περίπτωση που επιζούσαν, την ελευθερία τους. Από τους 64 φυλακισμένους μόνο 14 κατάφεραν να μην κολλήσουν και να μην πεθάνουν.
Σε πολεοδομικό επίπεδο, η αντιμετώπιση της επιδημίας περιλάμβανε αποκλεισμούς πόλεων και περιοχών. Εκτός των αποκλεισμών, όπου όλες οι πύλες εισόδου και εξόδου ελέγχονταν, οι πόλεις μπορούσαν να διχοτομηθούν όχι μόνο με νοητές διαχωριστικές γραμμές, αλλά ακόμη και με τείχη, τα οποία κατασκευάζονταν μέσα σε λίγες μέρες. Στην πανώλη της Ζακύνθου το 1728, το κράτος επιστράτευσε ντόπιους τεχνίτες για την οικοδόμηση ενός τείχους από πέτρες και ξύλα. Η πόλη της Ζακύνθου μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα διχοτομήθηκε κυριολεκτικά σε δύο κομμάτια, το υγιές και το μολυσμένο, μαζί με τους ανθρώπους τής κάθε πλευράς. Μια μοναδική πύλη ένωνε τις δύο αυτές περιοχές, η οποία φυλασσόταν από ένοπλους φρουρούς. Η καθημερινότητα οριζόταν από ειδικούς κανόνες και νόμους, τους οποίους είχε συντάξει το βενετικό κράτος για να περιορίσει τα περιθωριακά και επικίνδυνα, για την υπόλοιπη κοινωνία, στοιχεία. Οι νόμοι αυτοί είχαν πλέον προσαρμοστεί και «ντυθεί» υγειονομικά. Ίδια φιλοσοφία και πρακτική υπήρχε και στις περιπτώσεις που η επιδημία εμφανιζόταν σε χωριά. Βέβαια, ο αποκλεισμός τους ήταν πιο δύσκολος αφού πολλές φορές η γεωμορφολογία δεν βοηθούσε. Η περιοχή που εμφανιζόταν κάποια επιδημία, εκκενωνόταν από τους κατοίκους, οι οποίοι, αφού μεταφέρονταν σε λοιμοκαθαρτήρια, χωρίζονταν σε κρούσματα και σε υπόπτους. Στη συνέχεια, έμπαιναν οι λεγόμενοι pizzicamorti· αυτοί ήταν άτομα συνήθως χαμηλού κοινωνικού στρώματος, που είχαν νοσήσει και είχαν αποκτήσει κάποια ανοσία και άρχιζαν την απολύμανση στους δημόσιους χώρους, σκουπίζοντας δρόμους και μαζεύοντας ό,τι αντικείμενο θεωρούσαν ύποπτο. Στη συνέχεια άπλωναν άχυρο και έβαζαν φωτιά. Ακολουθούσε η απολύμανση στα σπίτια, τα οποία ψέκαζαν με θαλασσινό νερό και ξύδι και στο τέλος τα ασβέστωναν. Οι καλύβες των χωρικών καίγονταν εξ ολοκλήρου. Όλα τα αντικείμενα μαζεύονταν σε απομακρυσμένα μέρη ή βραχονησίδες, πλένονταν και παρέμεναν εκεί για ογδόντα μέρες. Ο φόβος της καταστροφής αλλά και του πλιάτσικου, είτε από τις κρατικές αρχές είτε από οποιονδήποτε άλλο, οδηγούσε τους κατοίκους πριν εγκαταλείψουν τα σπίτια τους να κρύβουν στην ύπαιθρο αντικείμενα που θεωρούσαν αξίας.
«Μην την πάθουμε σαν το Μαραθιά» (λαϊκή έκφραση στην Κέρκυρα)
Το 1815 εντοπίζονται στο χωριό Μαραθιά (της Κέρκυρας) κρούσματα πανώλης. Οι κάτοικοι μεταφέρονται σε λοιμοκαθαρτήρια και το χωριό καίγεται εξ ολοκλήρου από το Βενετικό κράτος. Ο στρατάρχης Campbell, στις 27 του Δεκέμβρη 1815, ανακοινώνει:
«Επειδή το κολλητικόν Πάθος, το οποίον με το χθεσινόν μας Προκήρυγμα εδημοσιεύσαμεν, και το οποίον επρωτοφάνη εις το Χωρίον Μαραθιά, το εις την περιοχή του Λευκίμου … δια τούτο η Τελεσιουργός Διοίκησις, επειδή εγνώρισε πολλά αναγκαίαν εις τούτο μία προφύλαξη της Κοινής Υγείας, επρόσταξεν αμέσως να καύσωσι το αυτό Χωρίον». […] Η τοιαύτη προασφάλεια και προφύλαζις είναι μεν αυστηρά, αλλά είναι αναπόφευκτος, επειδή ξεριζόνει το κακόν, το οποίον φοβερίζει την Νήσον και επειδή το εμποδίζει μεγάλως από του να προχωρήση και να εξαπλωθή περισσότερον». Λίγες μέρες μετά, αναφέρει σε νέο προκήρυγμα: «Μία κολλητική Αρρώστια εφανερώθη εδώ και τριάντα ημέρας εις ένα μικρόν Χωρίον της περιοχής του Λευκίμου εις την Νήσον ταύτη. Η Τελεσιουργός Διοίκησις, και κατ’ Επιταγήν της Αυτής, το Εφορείον της Υγείας του Τόπου, εμεταχειρίσθη παρευθύς την αναγκαίαν εις τούτο προσοχήν κάμνοντας τας πλέον ακριβείς έρευνας και παρατηρήσεις περί της αυτής Αρρώστιας, η οποία, αγκαλά και δεν ημπορεί τινα να την είπη αποφασιστικά Πανούκλαν, μ’ όλον τούτο έδειξε ένα χαρακτήρα πολλά ύποπτον και κάθε προφυλάξεος άξιον με τα πλέον ογλίγωρα και δραστήρια μέσα. Τωόντι το ογλιγωρότερον εβάλαμεν εις πράξιν τα μέσα αυτά, και διεκόψαμεν κάθε ανταπόκρισιν της περιοχής του Λευκίμου με κάθε άλλο μέρος της Νήσου, περιφράζοντας την με ένα κύκλον πεζών στρατευμάτων, και με άλλα παρόμοια». Συστήνεται στρατοδικείο το οποίο τιμωρεί όσους υπηκόους ακόμα και στρατιώτες παραβιάσουν τα υγειονομικά μέτρα με την ποινή του θανάτου: «επειδή όλα ταύτα γίνονται δια το μοναχόν και ωφελιμώτατον τέλος να ασφαλίσωμεν την Κοινήν Υγείαν από του Κακού την μάστιγα, δια τούτο κάθε άνθρωπος, είτε μερικός, είτε αυθεντικός, οποιουδήποτε βαθμού, ή καταστάσεως, χωρίς την παραμικρόν εξαίρεσιν, πρέπει να κάμη άκραν υποταγήν εις την τοιαύτην μας απόφασιν, ηξεύρωντας, ότι εάν κάμη διαφορετικά, πρέπει να παιδεύεται αυστηρώς, και ότι, εάν καμμίαν φοράν το καλέσει το Κοινόν όφελος, πρέπει να υποφέρει και την ποινήν του θανάτου».
Τα υπόλοιπα διπλανά χωριά αποκλείονται. Οι κάτοικοι είναι υποχρεωμένοι να μείνουν στα σπίτια τους, ενώ οι παραβάτες θα εκτελούνται. Οι προεστοί των χωριών συντάσσουν καταλόγους που περιέχουν τα σπίτια των χωριών και των ατόμων που κατοικούν σε κάθε ύποπτο σπίτι, καθώς και κατάλογο των αγαθών που χρειάζεται κάθε οικογένεια, ώστε η διοίκηση να προμηθεύσει τα αναγκαία τρόφιμα με σκοπό να μείνουν σε κατ’ οίκο περιορισμό για είκοσι μία μέρες. Το νερό παρέχεται κάθε πρωί σε αγγεία που τοποθετούνται μπροστά από τις πόρτες. Εάν σε κάποιο κλεισμένο σπίτι κάποιος αρρωστήσει, θα πρέπει να αναρτηθεί μια μικρή σημαία έξω από το παράθυρο, μέχρι να γίνει η επίσκεψη από τους ειδικούς αξιωματούχους και γιατρούς. Κάθε άρρωστος ή ύποπτος μεταφέρεται αμέσως στα έκτακτα λαζαρέττα (λοιμοκαθαρτήρια).
Η πόλη της Κέρκυρας εκείνη την εποχή ήταν κλεισμένη από τείχη. Το Βρετανικό κράτος κλείνει όλες τις πύλες εκτός από δύο, οι οποίες είναι περιφραγμένες με διπλούς πασσάλους, ώστε να αποκλειστεί η επικοινωνία της πόλης με την ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της πόλης είναι υποχρεωμένοι κάθε μέρα να αναρτούν στις πόρτες των σπιτιών τους λίστα που να αναφέρει τα άτομα που υπάρχουν μέσα στο σπίτι τους. Στις 17 Ιανουάριου 1816 ο στρατάρχης Campbell εκδίδει μια προκήρυξη για την πιστή τήρηση των κανόνων υγείας και την παρεμπόδιση της επικοινωνίας μεταξύ των κατοίκων της πόλεως και της εξοχής, που ισοδυναμούσε με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου. Σύμφωνα με την προκήρυξη αυτή, γίνεται αυστηρός αποκλεισμός της πόλεως από την υπόλοιπη χώρα. Οποιοσδήποτε βρίσκεται έξω από τα τείχη της πόλης ή πλησιάσει τα τείχη της πόλης θα ερωτάται τρεις φορές από τους φρουρούς «ποιος είναι» και εάν δεν αποκριθεί ούτε στην τρίτη ερώτηση, τότε θα τουφεκίζεται αμέσως: «Επειδή οι φρουροί στρατιώται του Περιφράγματος έχουσιν απαραίτητον χρέος να εκτελώσι. . . τας προσταγάς των Προβλεπτών, θέλει φονεύωσιν ευθύς οπού προσταχθώσιν από αυτούς, κάθε άνθρωπον όστις ήθελε πασχίση να παραβιάση τας περί της Υγείας διατάξεις, οποιασδήποτε ηλικίας και καταστάσεως και αν είναι αυτός, και είτε άνδρας είναι ακόμη ή γυναίκα». Τέλος, υπήρχε αμοιβή από την αστυνομία σε όσους κατέδιδαν παραβάτες των υγειονομικών μέτρων και σε όσους είχαν πληροφορίες για την προέλευση της ασθένειας στο νησί. Κάτι παρόμοιο σήμερα εφαρμόζει ο δήμος της αυστριακής πόλης Λιντς. Ο δήμος αναζητά άτομα που θα ψάχνουν ανεμβολίαστους και θα επιβάλουν πρόστιμα με μισθό 2.772 ευρώ!
Αν εξαιρέσουμε τις εκτελέσεις και την πυρπόληση σπιτιών και χωριών, για υγειονομικούς λόγους, η αντιμετώπιση του κράτους σήμερα δεν έχει αλλάξει και πολύ. Στην αρχή προχωρούν οι «ειδικοί», επιλεγμένοι από το κράτος που πάντα είναι της αρεσκείας του και στην συνέχεια αναλαμβάνει η αστυνομία. Η εκκλησία άλλοτε συμφωνεί και άλλοτε διαφωνεί, κυρίως για τα μέτρα που ακουμπούν τις αρμοδιότητές της και εκεί δημιουργείται ένα πεδίο εξουσιαστικής διαπραγμάτευσης όπου αργά ή γρήγορα θα επέλθει συμφωνία. Μπορεί να μην χρειάζονται πλέον τείχη για να περιοριστούν οι κάτοικοι, ούτε τουφεκισμοί και πυρπολήσεις γιατί πλέον ο έλεγχος και η επιτήρηση έχουν την συνδρομή της τεχνολογικής επιστήμης. Το γκλομπ του μπάτσου, τα δακρυγόνα και οι βασανισμοί μπορεί να παραμένουν ως πατροπαράδοτοι κρατικοί μέθοδοι ελέγχου, αλλά οι πυρπολήσεις και οι τουφεκισμοί γίνονται πλέον με το αόρατο χάδι της κατευθυνόμενης επιστήμης και χωρίς να ματώνει ή να καίγεται κανείς ορατά, χωρίς να χρειάζεται να έχει κάγκελα γύρω του, αλλά να πονά και να δημιουργεί εγκαύματα από μέσα. Φαινομενικά αργή και καθηλωτική φθορά, σαν την θάλασσα που τρώει τον βράχο. Ο «υγειονομικός» ολοκληρωτισμός δεν είναι κάτι νέο και η εξουσία προχωράει μέσα από την παρελθοντική της εμπειρία σ’ αυτό. Η εξέταση του παρελθόντος είναι η κατανόηση του παρόντος και η προετοιμασία του μέλλοντος. Μαζί με την προετοιμασία για τα χειρότερα που έρχονται οφείλουμε να αντισταθούμε, γιατί ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ.
Ελευθερόκοκκος
Βιβλιογραφία:
– Ιωάννη Γ. Λασκαράτου, Πρόληψη της αρρώστιας και κοινωνική προστασία στα Επτάνησα επί αγγλοκρατίας (1815- 1864), Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1984.
– Κατερίνα Κωνσταντινίδου, Οι επιδημίες της πανώλης στα Ιόνια Νησιά (17ο ς -18ο ς αι., Διδακτορική διατριβή, Αθήνα 2003.
[1] Ανώτερος διοικητικός υπάλληλος – αξιωματούχος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας.
Ανάρτηση από: https://anarchypress.wordpress.com/