Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

Ένα ανθρωπάκι στον Αϊ – Στράτη

Κυριάκος Μητσοτάκης, πρωθυπουργός της Ελλάδας (6-1-2022): «Θέλησα σήμερα αυτή την πολύ σημαντική ημέρα για την Ορθοδοξία να βρεθώ στον ακριτικό Αϊ-Στράτη, έναν τόπο με βαριά ιστορία, ένα τοπόσημο διχασμού και δοκιμασίας το οποίο μετατρέπεται σε ένα ορόσημο ενότητας και αισιοδοξίας».
Ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να γνωρίζει – ως «πολιτικός κρατούμενος 6 μηνών από τη χούντα» – λίγη Ιστορία για τους τόπους εξορίας. Από την άλλη, βέβαια, το ίδιο πρόσωπο (ο Μητσοτάκης) έχει αποδείξει πως έχει «ασθενή» μνήμη όταν πρόκειται για τους «Γκοτζαμάνηδες» της Ιστορίας.

Ακούστε κύριε Μητσοτάκη και μην ταράζεστε. Ο Αϊ – Στράτης δεν ήταν «τοπόσημο διχασμού». Ήταν τόπος εξορίας και βασανιστηρίων από τα καθεστώτα των πολιτικών προγόνων των Μητσοτάκηδων.

Καταλάβατε; Το ξεκαθαρίσαμε αυτό; Πάμε παρακάτω.

Κοιτάξτε την εικόνα επάνω κύριε Μητσοτάκη: Στις φωτογραφίες βλέπετε το καράβι για τον Αϊ – Στράτη ανάμεσα στους εξόριστους ο Γληνός και ο Βάρναλης, ο Μάνος Κατράκης και ο Γιάννης Ρίτσος στον Αϊ – Στράτη, ένα σωζόμενο συρματόπλεγμα του στρατοπέδου, σωζόμενα ερείπια κτιρίων του στρατοπέδου, εξόριστοι να παλεύουν να ξαναστήσουν τις πεσμένες σκηνές τους.
Στην ίδια εικόνα θα παρατηρήσετε κι ένα ανθρωπάκι, που βρήκε το πολιτικό και ιστορικό θράσος να προσπαθήσει να κρύψει το απάνθρωπο παρελθόν της πολιτικής του παράταξης και του κράτους της πλουτοκρατίας με ένα… «τοπόσημο».
Και εδώ δύο "διχαστές", Τάσος Λειβαδίτης και Μάνος Κατράκης στον Άη Στράτη.
Αυτά τα λίγα για τον κύριο Μητσοτάκη. Το μάθημα Ιστορίας – καθότι ανεπίδεκτος – τέλειωσε.

***

Παρακάτω λίγες γραμμές από την τεράστια ιστορία ηρωισμού και ανθρωπιάς των κομμουνιστών και των άλλων αγωνιστών που πέρασαν από τον Αϊ Στράτη.

Και κάτι κάτι ακόμα. Ένα τραγούδι.

«…Θά ‘ρθουν καιροί, καιροί ευτυχισμένοι
σκλάβοι δε θα `ναι τότε οι λαοί
θα ζούμε τότε πια αδελφωμένοι
σε μια ελεύθερη ειρηνική ζωή.

Εγώ Αϊ Στράτη δεν φοβάμαι
είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά
τα μαύρα τα μαλλιά μας κι αν ασπρίσαν
δε μας τρομάζει η βαρυχειμωνιά»
   
Αϊ Στράτης

Αναδημοσιεύουμε τα κείμενα- αφιερώματα Βράχος ταξικής αδιαλλαξίας και ηρωισμού και Το «βασανιστήριο της ασιτίας» των πολιτικών εξορίστων του Αη Στράτη (από τον «Ριζοσπάστη):

Οι πρώτοι πολιτικοί εξόριστοι στάλθηκαν στον Αη Στράτη τη δεκαετία του 1920, σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του ΚΚΕ (ΣΕΚΕ) και ήταν κατά κύριο λόγο εργάτες και συνδικαλιστικά στελέχη, μέλη και στελέχη του Κόμματος. Η δικτατορία του Πάγκαλου αυξάνει τον αριθμό των εξορίστων, ενώ ο Βενιζέλος με το «Ιδιώνυμο» θεσμοθετεί τις εξορίες. Στη δικτατορία του Μεταξά, οι πολιτικοί εξόριστοι στον Αη Στράτη ξεπερνούν τους 250. Παραδίδονται στους ναζί και παρά την προσπάθεια εξόντωσής τους με πείνα, στις 17 Ιούνη του 1943, με καΐκι του ΕΛΑΝ οι εξόριστοι περνούν στην Ελεύθερη Ελλάδα! Ο Αη Στράτης πλημμυρίζει και πάλι από εξόριστους από το 1946 έως και το 1949 (5.000 άντρες και 500 γυναίκες). Από το 1950 έως και το 1962 είναι η τρίτη περίοδος ενεργοποίησης του στρατοπέδου. Αρχικά μεταφέρθηκαν εκεί 1.800 «αμετανόητοι» από τη Μακρόνησο. Αριθμός που αυξάνεται ραγδαία για να φτάσει στους 4.500 πολιτικούς εξόριστους. Το στρατόπεδο κλείνει οριστικά το 1962. Υπολογίζεται ότι στην Ιστορία του στρατοπέδου πάνω από 10.000 άντρες, γυναίκες και μικρά παιδιά εξορίστηκαν εκεί.

Η μάχη με την πείνα

Ξεχωριστή στιγμή της Ιστορίας των εξορίστων του Αη Στράτη είναι η μάχη με την πείνα στη διάρκεια της Κατοχής. Κατά την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά ναζιστικά στρατεύματα, το αστικό κράτος όχι μόνο δεν ελευθέρωσε τους πολιτικούς κρατούμενους, αλλά τους μεταβίβασε με πρωτόκολλο στις νέες αρχές κατοχής. Η κράτησή τους συνέχισε να βρίσκεται στην ευθύνη των ελληνικών αρχών με τη βοήθεια και των κατοχικών. Οι εξόριστοι του Αη Στράτη συνέχισαν να κρατούνται από την Ελληνική Χωροφυλακή, η οποία δεν περιορίστηκε μόνο στη φύλαξή τους, αλλά ενέτεινε τις προσπάθειες να τους κάμψει, να τους οδηγήσει στην υπογραφή δηλώσεων μετανοίας – αποκήρυξης του ΚΚΕ. Μάλιστα, στον Αη Στράτη την περίοδο των γεγονότων υπήρχε μόνο Ελληνική Χωροφυλακή, η οποία βοηθήθηκε και από τους παπάδες του νησιού.

Το «βασανιστήριο της ασιτίας» των πολιτικών εξορίστων

Συγκλονιστικά είναι τα στοιχεία που καταγράφονται στο βιβλίο του εξόριστου στο νησί Γιώργη Καζάκου «Αη Στράτης», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»: Το χειμώνα του 1941- 42 πείνα και θανάτους από πείνα γνώρισε όλη η χώρα – κυρίως η Αθήνα. Αυτό είχε τραγικές επιπτώσεις και στους πολιτικούς κρατούμενους, οι οποίοι οδηγήθηκαν σε μόνιμο υποσιτισμό, παρά τις προσπάθειες για βοήθεια και λαϊκή αλληλεγγύη. Πολύ δύσκολα πέρασαν οι φυλακισμένοι στην Ακροναυπλία, οι εξόριστοι της Ανάφης και αλλού.

Η περίπτωση του Αη Στράτη διαφέρει, γιατί εκεί δεν υπήρχε έλλειψη τροφίμων. Οι ίδιοι οι εξόριστοι εκείνη τη χρονιά, όπως και τις προηγούμενες, είχαν παράξει τρόφιμα σε επάρκεια με δικά τους μέσα. Η Χωροφυλακή με δόλο τούς αφαίρεσε τα τρόφιμα, τάζοντάς τους ότι θα τους ελευθέρωνε και στη συνέχεια τους εξανάγκασε με τη βία στην πείνα. Η πείνα και οι δεκάδες θάνατοι υπήρξαν αποτέλεσμα ενός οργανωμένου βασανιστηρίου, στο οποίο οι εναπομείνασες ελληνικές κρατικές αρχές (Χωροφυλακή, Ασφάλεια) υπέβαλαν τους πολιτικούς κρατούμενους – υποχρεωτική ασιτία – προκειμένου να υπογράψουν «δηλώσεις μετανοίας», δηλαδή να αποκηρύξουν το ΚΚΕ. Για το σκοπό αυτό, σύντομα τους περιόρισαν σε ένα μεγάλο θάλαμο και απαγόρευσαν την έξοδο από αυτόν. Με τα ελάχιστα τρόφιμα που είχαν εκεί και δίχως καυσόξυλα, λίγο – λίγο εξαντλούνταν και πέθαιναν από την πείνα. Η ταφή των νεκρών ήταν άλλο ένα μαρτύριο, από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να κρατηθούν καν στα πόδια τους. Οι μυστικές έξοδοι τη νύχτα 1-2 ατόμων για να εξασφαλίσουν ελάχιστα τρόφιμα ήταν ολόκληρη περιπέτεια, άλλοι δολοφονήθηκαν στην προσπάθειά να μαζέψουν λίγα χόρτα.

Οι πολιτικοί κρατούμενοι τελικά βγήκαν νικητές, αφήνοντας πίσω ηρωικούς νεκρούς λόγω της καταναγκαστικής ασιτίας, όμως στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν υποχώρησαν – δεν υπέγραψαν «δηλώσεις μετανοίας».

Για την ίδια περίοδο γράφει σχετικά ο Κώστας Μπόσης (Πουρνάρας): «Το ’41-’42 ήταν άλλος χειμώνας. Απ’ τις πρώτες μέρες άρχισαν τα ζώα να ψοφάνε. Πρόβατα, βόδια, άλογα, γαϊδούρια. Γέμισαν οι ρεματιές και τότε έγινε η έξοδος του Μεσολογγιού. Οσοι σάλευαν, έτρεξαν. Τραβούσανε ψοφίμια απ’ τα πόδια, τα σέρνανε πάνω στο χιόνι κρυφά τη νύχτα και τα φέρνανε στην ομάδα. Ετσι η πρώτη βδομάδα του Γενάρη πέρασε με ψοφίμια. Στις 8 του μήνα, πάθαμε εκείνο που φοβόμαστε: γενική δηλητηρίαση. Η ζωή μας είναι κόλαση. Ο χάρος τριγυρίζει το “Θάλαμο”». Ομως, «στις 27 Φλεβάρη η πολιορκία έσπασε. Τριάντα τρεις σύντροφοι (νεκροί) ήταν ο απολογισμός της μάχης. Το Κόμμα κέρδισε κι άλλη μια μεγάλη νίκη» (στο βιβλίο του με τίτλο «Αη Στράτης. Η μάχη της πείνας των πολιτικών εξορίστων στα 1941», που εκδόθηκε από το Εκδοτικό Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ τον Μάρτη του 1947).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: «Σου γράφω από τον Αη Στράτη»

Το Νοέμβρη του 1950, ο Γιάννης Ρίτσος γράφει το ποίημα «Γράμμα στον Ζολιό – Κιουρί», που ξεκινά με τη φράση «Αγαπημένε μου Ζολιό, σου γράφω από τον Αη Στράτη». Παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
«(…) Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες

άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι

με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας

μ’ ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κ’ ένα ξεροκόμματο φως στο ταγάρι μας

άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο

άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας

εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ

τη λευτεριά και την ειρήνη.

(…) Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας

στον Ερεμπουργκ, στον Αραγκόν και στο Νερούντα,

στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια

πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι

όχι για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου,

παρά μονάχα, να, γιατί και ‘μεις όπως και ‘σεις

σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας

να χτίσουμε για κείνους που θα ‘ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα

πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή

να μη νυχτώνει από νωρίς η καρδιά των μανάδων

να μην κοιμούνται κάθε βράδυ τα παιδιά δίπλα στο θάνατο.

Και πού θα πάει, Ζολιό; – θα λιώσουμε μια μέρα τις οβίδες

να φτιάξουμε σφυριά κι αλέτρια και μπαλκόνια και φτερά

κ’ ένα άγαλμα Αφτερης Χαράς στη στάση, εκεί, των λεωφορείων, στη φτωχογειτονιά μας

στη γειτονιά μας που θα μερμηγκιάζει απ’ τα γιαπιά

κάτου απ’ τ’ ασίγαστο χωνί του χεροδύναμου μεγάφωνου των συνδικάτων

που όλο θα λέει, θα λέει σταράτα και με νούμερα

για τις τεράστιες καταχτήσεις των λαών στο πλάνο της ανοικοδόμησης

και θ’ απαγγέλλει ποιήματα των νέων προλετάριων ποιητών

για το χαρούμενο έρωτα

για τους υδατοφράχτες

και για τον εξηλεκτρισμό του κόσμου.

Αχ, έτσι, αδέρφια μου, να μην υπάρχουν πια καμένα σπίτια

μα να ‘ναι όλος ο κόσμος ένα σπίτι ασβεστωμένο με τη βούρτσα του ήλιου

κι αχ, έτσι, αδέρφια μου, τούτο το σπίτι να το συγυρνάει μονάχα

η μάνα μας η Λευτεριά κ’ η πρωτοθυγατέρα της η Ειρήνη».
Η ομάδα συμβίωσης πολιτικών εξορίστων Αη Στράτη το 1935. Στην πρώτη γραμμή διακρίνονται ο Βάρναλης και ο Γληνός

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Χαλάλι της η εξορία! Αυτή μάς έκανε πραγματικά «επικίνδυνους»

Την 1η Γενάρη του 1936 η εφημερίδα «Ανεξάρτητος» στην Αθήνα δίνει σ’ ένα άρθρο της τον τίτλο «Με τους εξόριστους της Αθήνας εις τα νησιά του θανάτου – Μια ζωή φρίκης και ηρωισμού» και στον πλάγιο σημειώνει: «Του επανελθόντος εκ της εξορίας επιφανούς συγγραφέως και ποιητού κ. Κώστα Βάρναλη»

Αντιγράφουμε ένα απόσπασμα: «Μια μέρα ήρθε ο πατέρας του Τάκη του Κόντου. Γέρος 90 χρονώ. Ολόασπρος μ’ ένα υπογένειο στυλ Ναπολέοντα του Γ΄ (μόδα της νεότητάς του, του 1870!). Ηρθε με μια μαύρη βελάδα και παναμά. Μισοκάθησε στο περβάζι ενός παραθυριού στο διπλανό μας κελλί κι ακουμπώντας τα δυο του χέρια στο ραβδί του έπιασε μια σιγανή κουβέντα με το γιο του τον Τάκη. Λες και δεν έτρεχε τίποτα το εξαιρετικό. Λες και δεν είχανε καιρούς και ζαμάνια να ιδωθούνε. Ούτε σχετλιασμοί, ούτε δάκρυα, ούτε αγκαλιάσματα. Είχε ο γέρος τη σεβάσμια αξιοπρέπεια των αρχαίων συγκλητικών στις ώρες της δυστυχίας. Ανθρωπος, που γνώρισε κι έπαθε πολλά στη μακρυόχρονη ζωή του, άνθρωπος, που είτανε κι αυτός στον καιρό του …επαναστάτης ή καλύτερα …αποστάτης. Τον είχε αφορίσει δω και πενήντα χρόνια ο πατριάρχης Ιωακείμ ο Γος. Γιατί; Γιατί ο γέρο-Κόντος είτανε τότε στα νιάτα του, επί τουρκοκρατίας δάσκαλος και τόλμησε να τα βάλει με το πατριαρχείο, αν και δάσκαλος! (…)

Οσοι δεν μπορούσανε ή δεν τολμούσανε να έρθουν οι ίδιοι να μας ιδούνε και να μας χαιρετήσουν, μας στέλνανε με άλλους προφορικά ή γραφτά σημειώματα. Πόσο μας συγκινούσαν όλα αυτά! Νιώθαμε, πως δεν είμαστε μοναχοί μας. Υπήρχαν άνθρωποι, που μας σκεφτότανε και μας συμπαθούσαν και μας φροντίζανε από μακριά. Αόρατοι. Αγνωστοι και γνωστοί (…)

Μιαν άλλη μέρα μάς ήρθε το ακόλουθο σημείωμα από τους μαθητές κάποιου ανώτερου δημόσιου σκολειού: “Μεγάλοι πνευματικοί ηγέτες και λοιποί αγωνιστές της τάξης μας Βάρναλη, Γληνέ, Κόντε κτλ. Ο βούρδουλας του χωροφύλακα μας αναγκάζει να σας σφίξουμε από μακριά τα χέρια. Οι νέοι όλοι είνε στο πλευρό σας”.

Χαλάλι της η εξορία! Αυτή μάς έκανε πραγματικά “επικίνδυνους”!».

Ανάρτηση από: https://www.imerodromos.gr/