Του Θεόδωρου Ζιάκα
Αναφερόμενοι, ορισμένοι από μας τους νεώτερους, στην κοσμοθεωρητική προσκόλληση των αρχαίων στην κοσμική Ανάγκη, υπογραμμίζουμε τον ανελεύθερο χαρακτήρα της αρχαιοελληνικής οντολογίας, προκειμένου να την διαστείλουμε από τη χριστιανική οντολογία, την θεμελιωμένη στην ελευθερία. Η προσέγγιση αυτή είναι σωστή, αλλά αν δεν συνοδεύεται από ορισμένες διευκρινίσεις, αδικεί κατάφορα την αρχαιοελληνική ελευθερία, χώρια που παρανοεί την αρχαιοελληνική οντολογία, ως προς τα κοινωνικά της τέλη.
Δεν υποψιαζόμαστε, όταν θέτουμε έτσι την οντολογική διαφορά κλασικού και χριστιανικού Ελληνισμού, ότι η Ανάγκη προσλαμβάνει οντολογική σημασία στους αρχαίους κυρίως για λόγους πολιτειακούς και όχι για λόγους «μεταφυσικούς» (ατομικούς-υπαρξιακούς). Αν περιοριστούμε στη διαπίστωση, ότι ο χριστιανισμός ελευθέρωσε υπαρκτικά τους Έλληνες από την υποταγή στην κοσμική Ανάγκη, απλώς δεν καταλαβαίνουμε για τι πράγμα μιλούμε.
Όταν οι Έλληνες προσέφευγαν στη λατρεία της κοσμικής Ανάγκης, δεν το έκαναν γιατί η ορμή τους προς την ελευθερία ήταν δεσμευμένη σε μεταφυσικούς νάρθηκες, με αποτέλεσμα να προβάλουν έτσι την «αναπηρία» τους αυτή ως «δουλεία» στην κοσμική Ανάγκη. Απεναντίας, προσέφευγαν στην κοσμική Ανάγκη (την «ανάγκα» στην οποία «και θεοί πείθονται»), για να κατοχυρώσουν την ατομική ελευθερία τους και να την επεκτείνουν σε κοινωνική και πολιτική, δηλαδή καθολική: την ελευθερία του «μη άρχεσθαι υπό μηδενός», κατά τον Αριστοτέλη. -Την μόνη ελευθερία που τους «ανάπαυε». Πολλαπλώς παθόντες και μαθόντες, ήξεραν πολύ καλά ότι η πολιτική ελευθερία δεσμεύεται από την πολιτειακή αταξία και όχι από την κοσμική τάξη. Επομένως: αν ο χριστιανισμός κόμιζε κάποια απελευθέρωση στους Έλληνες, αυτή δεν πρέπει να εστιαστεί στη σχέση με την κοσμική Ανάγκη, αφού κάθε άλλο παρά ως υποδούλωση βίωναν οι Έλληνες την μίμηση της κοσμικής τάξης.
Το θέμα ήταν πώς θα ισορροπήσει σταθερά μια κοινότητα ελευθέρων ατόμων, -ατόμων με εξ ορισμού αλληλοσυγκρουόμενες προσωπικές επιδιώξεις. Μια κοινότητα όπου «πάντες» είναι «ισόψηφοι» (Άτομα) και όχι «ομόφυλοι» (κολεκτιβιστικά «μέλη»). Οπότε προς «το εφ’ εαυτόν έκαστος σπεύδη» (από τα ατομικά του «καλά και συμφέροντα» οιστρηλατείται), κατά τον Θουκυδίδη. Με άλλα λόγια: Το πρόβλημα ήταν η Δικαιοσύνη. Τα άστρα δεν πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο κι ο κόσμος τους είναι θαυμαστά σταθερός, επειδή υπακούουν στην Ανάγκη-Δικαιοσύνη. Επειδή οι αντίθετες κινήσεις τους εναρμονίζονται. Το ανάλογο πρέπει να κατορθωθεί και στον κόσμο της πόλεως. Άρα: μίμηση της κοσμικής Δικαιοσύνης - «υποταγή» στην κοσμική Ανάγκη. Αλλά: Αν ο νόμος είναι προϋπόθεση της ελευθερίας, ο σεβασμός του δεν είναι πλήρης και αποτελεσματικός, όταν είναι μόνο καταναγκαστικός. Εξ ου και η Αρετή, ως προϋπόθεση της Δικαιοσύνης. Η ψυχή-κόσμος πρέπει να παραδειγματιστεί από την ουράνια κοσμική τάξη και να εναρμονιστεί εσωτερικά, ώστε να καταστεί ενδογενώς δίκαιη. Η εξωτερική Δικαιοσύνη θεμελιώνεται στην εσωτερική Δικαιοσύνη. Να πού απευθύνεται και πού δρα (τελειο-ποιητικά) η μίμηση της κοσμικής τάξης: στην ανωριμότητα της ατομικής ψυχής. Δηλαδή στον πυρήνα του προβλήματος της Ελευθερίας.
Μόνο το διαλυμένο άτομο της ελληνικής παρακμής και ειδικά ο γραικύλος, θα αισθανθεί το αποτέλεσμα της εσωτερικής εναρμόνισης, την Αρετή, ως «δουλεία στην Ανάγκη», ως απαράδεκτη δέσμευση της «ελευθερίας» του. Αλλά το άτομο αυτό είναι ήδη δούλο της ιδιωτείας του, έρμαιο των παθών του και άμεσα υποψήφιο για υποζύγιο του ανατολικού δεσποτισμού. Αν δεν αλλάξει δεν μπορεί να αναγνωρίσει τον χριστιανισμό ως απάντηση στο πρόβλημά του. Δεν είναι δηλαδή «αυτό» που προσέλαβε τον χριστιανισμό. Επίσης: Η υπαρκτική ελευθερία (από τον θάνατο ή από το γεγονός της γεννήσεως) είναι «αγωνία» που θα ανακύψει στην ελληνιστική εποχή, ως σύμπτωμα της αποσύνθεσης της ελληνικής ατομικότητας. Επομένως ο χριστιανισμός, θεωρούμενος μόνο ως απάντηση στην υπαρξιακή αγωνία, δεν είναι επαρκής απάντηση, αφού προηγείται του υπαρξιακού προβλήματος το πολιτικό: η κατάρρευση της θεμελιώδους νοηματοδότησης της ελληνικής ατομικής ελευθερίας ως πολιτικής. Το υπαρξιακό «κενό» δείχνει το πολιτικό κενό, το οποίο αν δεν «πληρωνόταν», η χριστιανική απάντηση δεν μπορούσε να εισχωρήσει στην ελληνική ιστορία και δι’ αυτής στην παγκόσμια ιστορία. Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε το πώς, αλλά αυτό είναι που έκανε η πρωτοχριστιανική Κοινότητα, και γι’ αυτό άλλωστε ονομάστηκε «Εκκλησία». Δεν ήταν απλώς ατομικό-υπαρξιακό το «κενό» που κάλυψε ο χριστιανισμός, ώστε να «ενδημοποιηθεί» στα Κοινά του οικουμενικού πλέον ελληνικού πολιτισμού και να στήσει εκεί «το θέατρο της ενεργείας του» –κατά τις καίριες διατυπώσεις του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου. Σήμερα, σε εποχή παγκοσμιοποίησης του ανθρωπολογικού μηδενισμού, όλα αυτά αντιστρατεύονται το political correct και οι ολιγόψυχοι κάμπτονται και ρευστοποιούνται. Αλλά αυτό δεν είναι λόγος να μην ομολογούμε μετά παρρησίας -μεταξύ μας τουλάχιστο- τους άλλοτε κοινούς μας τόπους.
Οι παρανοήσεις τροφοδοτούνται γνωσιολογικά από την νεωτερική συσκότιση του ανθρωπολογικού διακυβεύματος και την συνδυασμένη μ' αυτήν εσφαλμένη ερμηνεία του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζουν οι τραγικοί την ισχύ της κοσμικής Ανάγκης. Η Τραγωδία (όπως και η σωκρατική φιλοσοφία) είναι το ανάχωμα που υψώνει το υγιές ελληνικό Άτομο, για να αποσοβήσει την κατολίσθησή του στον ηθικό και γνωσιολογικό σχετικισμό κι από εκεί στον γραικυλισμό και τον μηδενισμό. Το ανάχωμα στήνεται όταν η δύναμη του Μύθου έχει πάψει να τροφοδοτεί την κοινωνική συνοχή. Όταν η «απομυθοποίηση» έχει ήδη εξασθενίσει το «ιερό δέος» που συνέχει την πόλι. «Πώς μπορεί να σταθεί πόλις χωρίς τον ιερό φόβο;» (που φυλάει τα έρημα), θα αναρωτηθεί ο Αισχύλος. Είναι ολοφάνερη η σωφρονιστική σκοπιμότητα της Τραγωδίας. Γι' αυτό, άλλωστε, η αθηναϊκή κυβέρνηση καθιερώνει επιμίσθιο, ώστε όλοι οι πολίτες να προσέρχονται στις θεατρικές παραστάσεις. Γι’ αυτό και η δημοκρατία είναι «θεατροκρατία», κατά τον ιεροφάντη των «μεγάλων μυστηρίων» της ελληνικής φιλοσοφίας. Τη διαρκή απειλή της υποστροφής στο χάος (στο «μηδέν») υπενθυμίζει άλλωστε και η γιγαντομαχία στα αετώματα του Παρθενώνα, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Κώστας Παπαϊωάννου.
Ο χριστιανισμός δεν απελευθέρωσε το ελληνικό πνεύμα από την «υποταγή στην κοσμική Ανάγκη», καθώς δεν ετίθετο τέτοιο θέμα. Του πρότεινε, ως εναλλακτική λύση, κάτι άλλο: να βάλει τον τράχηλό του κάτω από τον ζυγό της Αγάπης. Μόνο αυτή η υποταγή μπορούσε να του εξασφαλίσει την σταθερότητα του ζητουμένου, που ήταν η ηθική και η πολιτειακή Δικαιοσύνη, η βάση της ατομικής ελευθερίας. «Αγαπήσωμεν αλλήλους ίνα εν ομονοία ομολογήσωμεν»! –«Ομολογία» δεν σήμαινε, τότε, αυτό που νομίζουμε εμείς σήμερα: την «δήλωση» που αποσπά ο ανακριτής-βασανιστής-ιεροεξεταστής κλπ, αλλά την μετοχή στον ιερό Κοινό Λόγο.
Ανάρτηση από: http://www.antifono.gr