Του Γιὠργου Κατρούγκαλου
Η ανακοίνωση της εκκίνησης της αναθεωρητικής διαδικασίας από τον πρωθυπουργό, αποτελεί ακόμη μια κίνηση επικοινωνίας χωρίς αντίκρισμα, ένα ακόμη επεισόδιο της πολιτικής μυθολογίας του success story. Όσα ανακοινώθηκαν αποτελούν ξαναστεζαμένες και άνευρες επαναλήψεις όσων υποστήριζε ο κύριος Σαμαράς ήδη από την εποχή της Πολιτικής Άνοιξης. Το σημαντικότερο: η απόπειρα είναι εξαρχής θνησιγενής. Και τούτο γιατί για να γίνει η Βουλή αναθεωρητική, απαιτούνται τουλάχιστον 151 ψήφοι βουλευτών, τις οποίες ο πρωθυπουργός δεν έχει, μετά το μεγαλοπρεπές άδειασμα του από τον Ευάγγελο Βενιζέλο.
Επί της ουσίας, όσες από τις προτάσεις δεν συνιστούν ευθέως νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση (όπως η νομιμοποίηση των ιδιωτικών πανεπιστημίων) συγκροτούν έναν άνευρο και χωρίς κεντρική ιδέα αχταρμά. Εντελώς ενδεικτικά:
• Η πρόταση για μέγιστη θητεία των συνδικαλιστών, σαν να ήταν κρατικά όργανα, μαρτυρά το πώς αντιλαμβάνεται τους κοινωνικούς θεσμούς η δεξιά: όχι ως όργανα χειραφέτησης της κοινωνίας, αλλά σαν προέκταση της κρατικής εξουσίας.
• Η παράδοξη πρόταση για «θεσμοθέτηση συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος και αντίστοιχου οργανογράμματος με απόφαση των 3/5 της Βουλής», αν εφαρμοζόταν, θα στερούσε από την εκάστοτε κυβέρνηση την δυνατότητα να σχηματίσει υπουργεία που θα προωθούσαν την πολιτική της στους τομείς που αυτή θα επέλεγε, πράγμα ευθέως αντίθετο στην δημοκρατική αρχή. Αλλοίμονο αν η πολιτική υποτάσσεται στα οργανογράμματα!
Άλλα έχει ανάγκη τη δημοκρατία μας, πολλά από τα οποία δεν χωρούν στη θεσμική μήτρα του Συντάγματος του 1975: θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, αναγκαίους για τον ανανοηματοδότηση της πολιτικής, όπως η ανακλητότητα των βουλευτών, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία για ψήφιση νόμων ή διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Για αυτό το λόγο, η αριστερά θα πρέπει να απέχει απολύτως από την θεατρική παράσταση που προσπαθεί να στήσει το σύστημα Μαξίμου. Η συμμετοχή στη αναθεωρητική διαδικασία, υπό τους παρόντες συσχετισμούς της Βουλής μπορεί να οδηγήσει μόνο σε συνταγματική παλινδρόμηση. Είναι προφανές ότι η παρούσα κυβερνητική πλειοψηφία όχι απλώς δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για καμιά προοδευτική αλλαγή, αλλά θα επιχειρήσει την πλήρη συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού.
Το πολιτικό μας σύστημα έχει ανάγκη από μια πλήρη επανεκκίνηση. Χρειαζόμαστε ένα νέο Σύνταγμα των πολιτών και όχι των επαγγελματιών πολιτικών, ένα Σύνταγμα που δεν θα προβλέπει απλώς θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, αλλά το ίδιο θα αποτελεί εφαρμοσμένη άσκησή της. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να έρθει παρά μόνον από μια νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία της αριστεράς και –πάνω από όλα- από ένα διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων στην κοινωνία. Η προοδευτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα πρέπει να θέσει στο λαό, με δημοψήφισμα, ερώτημα για το αν θέλει νέο Σύνταγμα, που θα συνταχθεί από τους πολίτες, με διαδικασίες αμεσοδημοκρατικές, όπως έγινε στην περίπτωση της Ισλανδίας.
Στο δημοψήφισμα αυτό θα πρέπει να τεθεί όχι μόνον το ερώτημα εάν πρέπει να συνταχθεί νέο Σύνταγμα, αλλά και η ίδια η διαδικασία θέσπισης του, η οποία θα πρέπει να είναι αμεσοδημοκρατική. Και μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου του Συντάγματος με τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες που θα πρέπει να εφεύρουμε, θα πρέπει και πάλι να τεθεί αυτό εκ νέου στην κρίση του ελληνικού λαού με δημοψήφισμα.
Αυτά φαίνονται σε αρκετούς από τους συναδέλφους μου συνταγματολόγους ακραία. Σε ακραίες εποχές, όμως, όπως δική μας, τίποτα λιγότερο δεν απαιτείται. Άλλωστε, όπως έγραφε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, «ο λαός, ως κυρίαρχος, δύναται να θέλη ο,τιδήποτε, αρκεί ότι το θέλει.»
Ανάρτηση από: http://katrougalos.gr