Του Δαμιανού Βασιλειάδη, εκπαιδευτικού, συγγραφέα
Από τη στιγμή που στις δημοσκοπήσεις αναδεικνύεται ο κ. Τσίπρας ως καταλληλότερος πρωθυπουργός, όπως έχει ήδη αναγγελθεί στην πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και στις επόμενες που θα το επιβεβαιώσουν, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, όπως γινόταν πάντα. Στις επόμενες ή το αργότερο στις μεθεπόμενες εκλογές Ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κυβέρνηση, γιατί έτσι το έχει προγραμματίσει το σύστημα.
Μόνο πατριωτικές δυνάμεις μπορούν να ανακόψουν αυτήν την πορεία.
Η ανάλυση που ακολουθεί εξηγεί πώς προκύπτει αυτό το συμπέρασμα.
«Για να καταλάβει κανείς την ιστορία της Ελλάδας μετά τον εμφύλιο πόλεμο», αναφέρει ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 29.9.1973 σ’ ένα σεμινάριο του ΠΑΚ (Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος), «πρέπει να έχει υπόψη του ότι η πολιτική ζωή της χώρας ελεγχόταν συστηματικά, όταν δεν διευθύνονταν, από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η συνταγή της Ουάσιγκτον για την Ελλάδα ήταν απλή: Άμεση διείσδυση στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό, σ’ όλη την έκταση και σ’ όσο το βάθος μέχρι το παλάτι. Πλήρης υποστήριξη ενός προσαρτημένου, εξαρτημένου πολιτικού κόμματος, του κόμματος της δεξιάς, που έπρεπε να κερδίζει σ’ όλες τις εκλογές, ανεξάρτητα από ποια μέσα θα χρησιμοποιούσε για το σκοπό αυτό. Ανάπτυξη ενός αστικού κόμματος αντιπολίτευσης, που σκοπός του θα ήταν να ασκεί “δημιουργική” κριτική της πολιτικής της κυβέρνησης της δεξιάς, ένα ρόλο που προόριζαν για το κόμμα της Ένωσης Κέντρου. Τελικά εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς».1
Ο Σάκης Καράγιωργας είναι πιο συγκεκριμένος στο θέμα αυτό. Αποτιμώντας τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση τo 1981 και τον άκρατο ενθουσιασμό για την «αλλαγή», παλεύοντας θαρραλέα ενάντια στο λαϊκιστικό ρεύμα, που έβλεπε το ΠΑΣΟΚ ως πανάκεια και προσπαθώντας να «προσγειώσει» μάταια τους Έλληνες πολίτες στην αντικειμενική πραγματικότητα, αποφαίνεται τα ακόλουθα: «Τα κέντρα εξουσίας προετοίμασαν μια πολιτική διάρθρωση του εξής τύπου: Δύο αστικά κόμματα, που να έχουν βασικό στρατηγικό σκοπό τη διαχείριση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και κυρίως τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής αστικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα. Αυτά τα κόμματα θα εναλλάσσονταν στην εξουσία. Γιατί δύο κόμματα; Γιατί κάθε εκσυγχρονισμός έχει ένα κόστος που πέφτει στις πλάτες κάποιας κοινωνικής ομάδας. Αυτή την κοινωνική δυσαρέσκεια θα την απορροφά μια το ένα μια το άλλο».2
Ο Σάκης Καράγιωργας στον όρο «εκσυγχρονισμός» έδινε θετικό πρόσημο, όπως και πράγματι είναι. Όμως ο «εκσυγχρονισμός» που εφαρμόστηκε από το ΠΑΣΟΚ και κυρίως από την κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, κάθε άλλο παρά εκσυγχρονισμός ήταν. Μάλλον θα τον αποκαλούσαμε «καταστροφικό παρασιτικό αναχρονισμό», όπως πάλι το απέδειξε η πράξη.
Παρεμπιπτόντως πολλοί μιλούν για το τέλος του δικομματισμού. Αυτοί φυσικά πλανώνται πλάνην οικτράν, γιατί στα πλαίσια του δικομματικού κοινοβουλευτικού συστήματος εκείνο που μπορεί να κάνει κάποιο «προοδευτικό» κόμμα, για να μη μιλήσουμε για ριζοσπαστικό ή επαναστατικό, είναι το πολύ ο εκσυγχρονισμός, με την έννοια των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων σ’ όλα τα επίπεδα δηλαδή το αυτονόητο που δεν έχει κάνει καμιά ελληνική κυβέρνηση.3
Τι έχει αλλάξει από τότε, που ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας διατύπωναν αυτές τις σκέψεις και τι παραμένει, με μικρές ή μεγάλες παραλλαγές σήμερα, επίκαιρο από την αλήθεια αυτή, εκφρασμένη με τόσο σκληρό κυνισμό για την εποχή εκείνη; Θα ισχύσει αυτό που έλεγε ο Ανδρέας Παπανδρέου: «Τελικά εξαφάνιση κάθε κόμματος της Αριστεράς»;
Βρισκόμαστε και σήμερα σε μια αντίστοιχη κατάσταση ή υπάρχει διαφοροποίηση;
Έχει τεράστια σημασία η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, γιατί μπορούν να ερμηνεύσουν τόσο την κατανόηση της πραγματικής πολιτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα, όσο και να προδιαγράψουν την πολιτική εξέλιξη, η οποία μας περιμένει στο μέλλον.
Ότι τα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, δεν πρέπει να υπάρχει κανένας πολίτης, τουλάχιστον με ανεξάρτητη κριτική σκέψη, να το αμφιβάλει. Θα ήταν βλάκας με περικεφαλαία, όποιος θα διατύπωνε αντίθετη άποψη, κι ας προβάλλει αλαζονική αυτή η άποψη. Εκτός βέβαια, αν η σκέψη του είναι εξαρτημένη από ιδεοληψίες, ψευδαισθήσεις και στερεότυπα. Και ο νους χρειάζεται απελευθερωτικά κίνητρα, για να επικρατήσει η ανεξάρτητη κριτική σκέψη και βέβαια θάρρος ψυχής, για να πει την αλήθεια και να αντέξει την κριτική.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου μίλησε τότε για «συνταγή της Ουάσιγκτον». Μήπως τώρα ισχύει η συνταγή της Γερμανίας ή ένα μείγμα και των δύο; Στο ερώτημα αυτό μπορούν να υπάρχουν αντιτιθέμενες απόψεις. Η δική μου άποψη, σύμφωνα με τη δική μου θεωρητική και πρακτική εμπειρία, είναι ότι η «συνταγή, με οποιαδήποτε μορφή, ισχύει ακόμη κι ας απατούν ίσως τα φαινόμενα. (Κι όμως για το «χάλι μας» δεν μας φταίνε οι ξένοι. Η αιτία της κακοδαιμονίας είναι εντός των τειχών).
Η Ελλάδα βρίσκεται στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, που διαδέχτηκαν την Μεγάλη Βρετανία και μάλιστα ως ζωτικός χώρος της Δύσης και κυρίως φυσικά των ΗΠΑ στον χώρο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Μια πραγματικότητα που δεν ήθελε να αποδεχτεί το ΚΚΕ και οδηγηθήκαμε στον καταστροφικό εμφύλιο, του οποίου τις συνέπειες βιώνουμε και σήμερα ακόμη.
Πιστεύω ότι σταδιακά, όπως έγινε και με την πρώην Γιουγκοσλαβία, οι ΗΠΑ θα παραμερίσουν την Γερμανία ή θα της αφήσουν εν μέρει ένα τομέα δράσης, τον οικονομικό π.χ. και δεν γνωρίζουμε για πόσο χρονικό διάστημα, αλλά τα θέματα που άπτονται της γεωπολιτικής και γεωστρατηγικής σημασίας θα τα ελέγχει απόλυτα η Αμερική και δεν θα τα αφήσει για χειρισμό στην διακριτική ευχέρεια της Γερμανίας.
Στο δεύτερο και καίριο ζήτημα του δικομματισμού δεν υπάρχει, κατά την άποψή μου, «απολύτως» καμία αμφιβολία, μα καμία «απολύτως» αμφιβολία. Το δικομματικό σύστημα θα είναι ο κυρίαρχος στην πολιτική αρένα. Θα συνεχιστεί και στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει παντού στη Δύση και σε όλον τον αστικό (καπιταλιστικό) κόσμο, όπου λειτουργεί, με τον τρόπο που λειτουργεί, η κοινοβουλευτική δημοκρατία και όπως χαρακτηριστικά λειτούργησε και στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση: Το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα πρέπει να λειτουργεί. Ένα κόμμα «δεξιό» και ένα κόμμα «προοδευτικό», λίγο ως πολύ, όπως το περιγράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας, ριζοσπαστικό ή μη, αλλά πάντοτε στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος, δηλαδή του συστήματος.
Πολιτικός φορέας που να είναι δεμένος ιδεολογικά και οργανωτικά με ένα δυναμικό και αποφασιστικό Λαϊκό Κίνημα, τουλάχιστον στη φάση αυτή που περνάει ο τόπος, δεν υπάρχει για να αμφισβητήσει, πόσο μάλλον για να ανατρέψει ή να έχει προοπτική να ανατρέψει αυτό το σύστημα, με τις πολιτικές δυνάμεις του παρελθόντος. Όσοι το επιχείρησαν ή το επιχειρούν γίνεται προσπάθεια να ωθηθούν στο περιθώριο ή οδηγούνται με νόμιμα η με παράνομα ή ημιπαράνομα μέσα στο περιθώριο και ίσως στην αφάνεια. Όσοι προσαρμόζονται έχουν προοπτική. Θα παραμείνουν στην εξουσία, όσο εξυπηρετεί τα συμφέροντα του αστικού συστήματος, που μπορεί να εμπεριέχουν στο πρόγραμμα τους και εθνικές καταστροφές.
Ούτως ή άλλως κυριαρχεί παγκόσμια το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ενώ το εργατικό η, αν θέλουμε, το Λαϊκό Κίνημα, βρίσκεται σε υποχώρηση ή πλήρη ήττα.
Η εναλλαγή λοιπόν μέσα στα αστικά (συστημικά) κοινοβουλευτικά πλαίσια είναι δεδομένη. Εξαρτάται όμως πάντοτε από τα εξωθεσμικά κέντρα, που αποφασίζουν για μας, χωρίς εμάς (κι ας μην αυταπατώμεθα), πότε θα το αποφασίσουν, ώστε η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια και αγανάκτηση από το ένα κόμμα, να απορροφηθεί κάποια στιγμή από το άλλο, όταν η δυσαρέσκεια αυτή φτάσει σε ένα οριακό σημείο.
Το κυρίαρχο αστικό συγκρότημα εξουσίας είναι αυτό που προδιαγράφει και καθορίζει τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Λες και ισχύει κάποια νομοτέλεια της αστικής τάξης!
Με αυτή την έννοια και με τα σημερινά αρνητικά πολιτικά δεδομένα, θωρώ και θεωρώ ότι η αλλαγή της κυβερνητικής εξουσίας θα συντελεστεί από τα εξωθεσμικά κέντρα, όταν εφαρμοστούν όλα τα μέτρα του μνημονίου, (όχι οι συνέπειες φυσικά), έτσι όπως συμφέρει σ’ αυτά τα κέντρα, οπότε δεν θα έχει νόημα μνημόνιο ή αντιμνημόνιο. Τότε και εφόσον διογκωθεί αυτή η δυσαρέσκεια, αλλά αφού πρώτα βγει η Ελλάδα στις αγορές, θα αναλάβει στα πλαίσια του δικομματισμού το άλλο κόμμα, για να ζει και βασιλεύει για άλλη μια φορά ο δικομματισμός με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Αυτό θα γίνει στις επόμενες ή μεθεπόμενες εκλογές το αργότερο. Την ένδειξη για την αλλαγή πορείας, θα την έχουμε όταν τα Μέσα Μαζικής Αποβλάκωσης (οι γνωστοί νταβατζήδες) θα βγάλουν καταλληλότερο πρωθυπουργό τον Τσίπρα, τον οποίο και θα στηρίξους, κάτι ανάλογο με το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία. Τότε θα ξεκινήσει η αντίστροφη πορεία.
Η καταναλωτική νοοτροπία ακόμη καλά κρατεί. «Λεφτά υπάρχουν»!
Αυτό το άλλο κόμμα δεν είναι βέβαια κανένα άλλο από τον ΣΥΡΙΖΑ -ΕΚΜ.
Κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη με το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Πρώτα άκρατος ενθουσιασμός, μετά συγκρατημένη αισιοδοξία και κατόπιν πλήρης απογοήτευση!
Κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη με το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Πρώτα άκρατος ενθουσιασμός, μετά συγκρατημένη αισιοδοξία και κατόπιν πλήρης απογοήτευση!
Αυτή θα είναι η εξέλιξη των πραγμάτων και αυτή είναι η πάσα αλήθεια! Το υπάρχον κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα στην πατρίδα μας δεν έχει τίποτε να φοβάται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα αποτελέσει εναλλακτική λύση του συστήματος, όπως υπονοεί ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Σάκης Καράγιωργας ή θα αποτελέσει υπέρβαση; Άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει διαφορετική πορεία, απ’ ότι αναλογικά το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου; Με την έννοια ότι δεν θέλουμε να είμαστε μάντεις κακών, διατυπώνουμε παρ’ όλα αυτά μόνο το ερώτημα. Τα φαινόμενα δείχνουν ότι στραβός είναι ο γιαλός, οι αιτίες όμως καταμαρτυρούν αδιάψευστα ότι στραβά αρμενίζουμε!
Εν κατακλείδι: Τόσο η «εκσυγχρονιστική» και «ανανεωτική» Αριστερά, (αναθεωρητική κατά βάση), όσο και η «εκσυγχρονιστική» σοσιαλφιλελεύθερη και συντηρητική Κεντροαριστερά καθώς και ένα μεγάλο τμήμα της Δεξιάς, που ασκούν ηγεμονική ιδεολογική εξουσία, από διαφορετικές αφετηρίες, αλλά σε συγκλίνουσα πορεία, αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Αυτής της παγκοσμιοποίησης που θέλει να διαλύσει το έθνος -κράτος που λέγεται Ελλάδα και ελληνικός πολιτισμός και όλο το αξιακό –πολιτιστικό σύστημα που το εκφράζει. Ο εμφύλιος, με τα εγκληματικά του λάθη, του Λιβάνου, της Γκαζέρτας, και της Βάρκιζας, που προηγήθηκαν, αποδείχτηκε ανίκανος να διδάξει την Αριστερά, η οποία συνεχίζει, με βάση τις «αποχρώσες ενδείξεις», την ίδια πορεία.
Πολλοί βέβαια, είμαστε βέβαιοι, θα πουν ότι όλα αυτά τα επιγραμματικά, είναι ανοησίες ή αποκυήματα νοσηρής φαντασίας η κάποιου τρελού που στο παραλήρημά του δεν ξέρει τι λέει. Αυτοί θα ξυπνήσουν κάποια μέρα σε πλήρη κατάθλιψη και απογοήτευση, γιατί τα όνειρα τους τα πλάνα, θα αποδειχτούν έωλα, σε βάρος όμως όπως πάντα του λαού, όπως πάντα (των φτωχών και καταφρονεμένων λαϊκών στρωμάτων), ο οποίος πάντοτε πληρώνει τα σπασμένα! Έως σήμερα και στο απώτερο μέλλον, απ’ ότι φαίνεται!
Όποιος θέλει να λέει την αλήθεια στο λαό είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει αυτή την πραγματικότητα και να έχει απόθεμα ψυχής. Το πρόβλημα είναι η υποτέλεια της Ελλάδας, που είναι έρμαιο της θέλησης των εξωθεσμικών κέντρων. Το πρόβλημα λοιπόν είναι πρόβλημα εθνικής ανεξαρτησίας και όχι πρωταρχικά «ταξικής πάλης» (Η εξάρτηση καθορίζει τους κοινωνικούς αγώνες και την έκβασή τους) και η πηγή του εντοπίζεται στην Αθήνα και στο πολιτικό σύστημα γενικά που παραμένει παρά τα αντιθέτως λεγόμενα σ’ αυτά τα πλαίσια εξάρτησης. Όταν μιλούμε για εθνική ανεξαρτησία δεν ισχυριζόμαστε ότι πρέπει να φύγουμε από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και να περιπέσουμε στην εθνική απομόνωση, έκθετοι σε κάθε εξωτερικό κίνδυνο, που απειλεί την Ελλάδα, αλλά να διεκδικήσουμε την ισοτιμία και την ισονομία ανάμεσα στους εταίρους μας, με βάση την αμοιβαιότητα.
Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η χρέωση της Ελλάδας δεν ξεκίνησε με το ευρώ, αλλά πολύ πιο πριν (επί εποχής Ανδρέα Παπανδρέου).
Αν θέλουμε να δούμε προκοπή, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε μια για πάντα το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο, που μας έφερε στην καταστροφή.
Απαραίτητη προϋπόθεση για ανατροπή είναι η δημιουργία από τα κάτω ενός Πανεθνικού – Παλλαϊκού Κινήματος, ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, που δεν υπάρχει ακόμη και που θα έχει τη δύναμη της ρήξης και ανατροπής, αλλά και της δημιουργίας των αρχών της συλλογικότητας, της κοινωνικότητας και του κοινοτικού πνεύματος.
Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι πρωταρχικά οικονομικό και μ’ αυτή την έννοια ταξικό, αλλά εθνικοαπελευθερωτικό. Η οικονομική κρίση δεν είναι το αίτιο, όπου την εντοπίζει λανθασμένα η αριστερά και άλλες δυνάμεις, αλλά το αποτέλεσμα μιας ολοκληρωτικής κατάρρευσης αξιών και ιδεών. Η βασική αιτία της παρακμιακής πορείας της Ελλάδας είναι η διαφθορά, δηλαδή η πλήρης απαξίωση και ισοπέδωση όλων των πολιτισμικών αγαθών που συνιστούν ένα έθνος και συντελούν στην προκοπή του. Μιλάμε κυριολεκτικά, για ηθική και πνευματική σήψη. Χωρίς αναστροφή αυτής της παρακμιακής ηθικής και πνευματικής πορείας, καμία αναστροφή και καμία ανασυγκρότηση δεν μπορεί να υπάρξει σε κανέναν τομέα. Όσο επικρατεί ακόμη το παρασιτικό καταναλωτικό μοντέλο και δεν αντικαθίσταται από ένα παραγωγικό μοντέλο, που θα έχει ως απλή, βασική και απαράβατη αρχή ότι θα καταναλώνουμε αυτά που παράγουμε, δεν υπάρχει σωτηρία.
Αλλαγή πολιτικής και πολιτικών είναι η προϋπόθεση. Για το λόγο αυτό χρειάζεται ένα νέο Πανεθνικό – Παλλαϊκό Κίνημα (σύζευξή εθνικού και κοινωνικού), που θα αναδιατάξει την χώρα εθνικά και κοινωνικά, πρωταρχικά βέβαια στον ηθικό και πνευματικό τομέα, για να υπάρχει δυνατότητα ανασυγκρότησης και στους άλλους τομείς.
Χωρίς απαλλαγή από την εκφυλισμένη «παρασιτική» νοοτροπία δεν υπάρχει διέξοδος. Η διέξοδος από την οικονομική κρίση προϋποθέτει αλλαγή συνείδησης.
1 Α. Γ. Παπανδρέου, Η σημασία της Νοεμβριανής λαϊκής εξέγερσης, εφημ. «Αγώνας», 29.9.1973. Ο
Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να εφάρμοσε το γνωστό «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», όμως είχε πει πολλές αλήθειες που ισχύουν και σήμερα.
2 Σάκης Καράγιωργας, Μελέτες –Άρθρα – Ομιλίες, 3ος τόμος, σ. 204.
3 Υπάρχει η γνωστή θεωρία των ρήξεων και των ανατροπών, με την έννοια ότι οι ποσοτικές ρήξεις θα οδηγήσουν κάποτε και στην ποιοτική αλλαγή των ανατροπών, δηλαδή της ριζικής αλλαγής των δομών μιας κοινωνίας.
Ανάρτηση από: http://seisaxthia.wordpress.com