Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2016

Η κατανόηση της υφιστάμενης κατάστασης των πραγμάτων

Σύμφωνα με όσα ίσχυαν τότε, παλιά, και προκειμένου να κατανοήσουν τελείως οί άνθρωποι τήν υφιστάμενη κατάσταση των πραγμάτων αναζήτησαν νόμους πού να τήν εξηγούσαν για να καταλάβουν και νά χωνέψουν π ώ ς, με ποιόν δηλαδή
ακριβώς τρόπο κατέστη δυνατόν νά υπάρχει αυτό πού ήδη διαπιστωμένα υπήρχε.
*
Όποιοι θρηνούν και οδύρονται ότι θα τους ληστευτεί η ζωή, έχουν στον νου τους τήν αρπαγή και τή ληστεία πού οί ίδιοι και υπέστησαν και χρησιμοποίησαν,
διότι και αυτή η ζωή, πού τους ληστέψανε, ήταν ζωή προερχόμενη από αρπαγή και ληστεία.
Αχ, με βία οί λυσσασμένοι έμποροι άρπάζουνε άπ’ τον ψαρά το ψάρι, πού με βία άπό τή θάλασσα το είχε και λόγου του αρπάξει·
μα τή γυναίκα πού το τηγανίζει, τή βλέπεις νά ρίχνει απρόθυμα τό λάδι στο τηγάνι κοιτάζοντας με πόνο πόσο λίγο της έχει μείνει ακόμα στο μπουκάλι. Τί φόβος, νά ξεμείνεις από λάδι! Τί τρόμος, και νά μήν έχεις τίποτα και τίποτα νά μήν περιμένεις πιά νά πάρεις! Και τί αγωνία κι αυτή, μήν και σ’ τ’ αρπάξουν όλα!
Καμία βιαιοπραγία δεν απέφυγαν οί πατεράδες. Με χίλιους κόπους διατηρούν τήν κληρονομιά πού τους έπεσε οί κληρονόμοι, και δεν εγκληματούνε.
Με φόβο κρύβει ό Μπογιατζής τήν πολύτιμη του συνταγή άπ’ τους πελάτες του·
και τί θα γίνει, άμα μαθευτεί! Και στην παρέα των συνευωχούμενων καλλιτεχνών
δαγκώνει ό ποιητής τή γλώσσα του: του ξέφυγε και είπε κάποια ξαφνική του έμπνευση!
Ό άντρας κολακεύει το κορίτσι και με τα λόγια κρύβει πονηρά πίσω από τήν ανθοδέσμη, πού της προσφέρει, της συνουσίας τον πόθο·
ό παπάς δελεάζει πεινασμένους πακτωτές νά προβούν σεπροσφορές θυσίας·
και ό γιατρός χρησιμοποιεί τις ασθένειες του σώματος ως πηγή αποκτήσεως χρημάτων.
Σ’ έναν τέτοιο κόσμο ποιος θ’ άντεχε τή σκέψη του θανάτου;
Ανάμεσα στο «Πέτα το!» και στο «Κράτα το!» κινείται η ζωή, και ανάμεσα σ’ αυτόν πού κρατάει κάτι και σ’ εκείνον πού πετάει κάτι βγαίνει ενα χέρι κυρτωμένο σαν νύχι πουλιού αρπακτικού.

*
Οί άνθρωποι, επειδή καταπιέζονται από τον καπιταλισμό είναι εναντίον του μέ τον ίδιο ακριβώς τρόπο πού είναι κανείς εναντίον κάποιου εχθρού του και τον κυνηγάει νά τον σκοτώσει.
Αυτό όμως —όχι!— δεν φτάνει.
Διότι έτσι δεν καταφέρνεις ούτε αυτόν να απομακρύνεις ούτε να είσαι εσύ μακριά του.
Έξ άλλου δεν είναι μόνο βλαβερός· κάνει και καλά.
Οι άνθρωποι όμως φαντάζονται ότι είχαν πάρει λάθος δρόμο και ότι τώρα θα μπορέσουν να γυρίσουν και να πορευτούν σωστά, προς κατεύθυνση άλλη.
Τέτοια πράγματα πιστεύοντας, φανερώνουν απλώς τήν πίστη τους πώς είναι ανεπίδεκτοι αλλαγής και ότι θα μείνουν στους αιώνες τών αιώνων ίδιοι ανεξαρτήτως του πώς πράττουν, όταν υπακούουν τήν εσωτερική φωνή τους πού τους λέει πώς μπορούν να γυρίσουν και ν’ ακολουθήσουν όποιον νέο δρόμο αγαπά η ψυχή τους, άκόμα-άκόμα και κάποιον από τους παλιούς τους δρόμους.
Αλλά και γυρνώντας, δεν πήραν ανάποδα τον δρόμο πού είχαν κάνει, να φτάσουν πίσω, εκεί άπ’ όπου είχαν ξεκινήσει, αλλά, βάζοντας άλλους δρόμους στή θέση του παλιού για να μή χαθούν και πάρουν λάθος δρόμο, το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν σε λάθος δρόμους, παρ’ όλο πού γυρνούσαν πίσω.
Αλλά και ο τόπος, άπ’ όπου είχαν ξεκινήσει, είχε στο μεταξύ κι αυτός αλλάξει.
Το χωράφι, πού παράγει καλαμπόκι και τόκους, έχει αλλάξει τους ανθρώπους. Γι’ αυτούς τουλάχιστον δεν έχει μείνει το ίδιο.

Ό τρόπος, ωστόσο, πού φτιάχτηκε η βιομηχανία δεν ήταν απλώς ό εσφαλμένος, αλλά ό πραγματικός. Οί μηχανές της στήθηκαν και μπήκαν σε λειτουργία στο μέτρο του δυνατού.
Όποιος τρώει κάθε μέρα κυνήγια φτηναίνει και το ίδιο το κυνήγι ως πράξη.
Και οποίος φοράει το φόρεμα φτηναίνει το ρούχο και βεβαίως φτηναίνει τουλάχιστον ό,τι ήταν απολύτως απαραίτητο για να φτιαχτεί. Άπό που όμως
κατάγεται αυτή του εσφαλμένου και του ορθού η παράσταση; Οί άνθρωποι βλέπουν μπροστά τους έναν κύριο πού δίνει μία εντολή πού είναι ή εσφαλμένη ή σωστή’ και αν είναι εσφαλμένη, τότε βλάπτει· κι αν το καταλάβει ό κύριος, τότε
ίσως τήν ανακαλέσει, αρκεί βεβαίως να μήν του το απαγορεύει η τιμή του.
Κι έτσι μπρος στους ανθρώπους εμφανίζεται ό κόσμος δομημένος δια των ανθρώπων ως σειρά καλών και κακών εντολών, ως αλυσίδα νεωτερικών και σκουριασμένων ιδεών.
Στην πραγματικότητα οί κύριοι, εν τούτοις, δεν ήσαν και τόσο κυρίαρχοι.
Και όταν η συνεχώς προοδεύουσα ανθρωπότητα φάνηκε ότι ήταν έτσι, όπως μας τή δείχνουνε οι κλασικοί, και ότι είχε φτάσει σε εκείνη τήν κατάσταση όπου κάθε περαιτέρω πρόοδος και κάθε νέα επινόηση, πού χαλκεύουν οί άνθρωποι, τους έριχνε σε όλο και βαθύτερη απανθρωπία, τότε άρχισε να χάνεται γρήγορα και η γλώσσα, κι έτσι κάθε κατανόηση κατέστη πλέον αδύνατη.


Bertoldt Brecht, η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων [έκδοση GUTENBERG, 2014, μετάφραση Γιώργου Κεντρωτή, σελίδες 525-529].

Ανάρτηση από: https://fragoulisg.wordpress.com