Του Άγγελου Συρίγου
Από το 1974 υπάρχει διαρκώς στο Κυπριακό μία ανισορροπία ισχύος εις βάρος της ελληνικής πλευράς. Πήγε να ανατραπεί το 2004 με την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Η μεθόδευση του σχεδίου Ανάν εξουδετέρωσε το δυνητικό πλεονέκτημα. Επέτρεψε στην Τουρκία να ξεκινήσει ενταξιακές συνομιλίες παρά την εισβολή στο νησί. Αντιστοίχως, η ανεύρεση υδρογονανθράκων το 2011 νοτίως της Κύπρου έχει διαμορφώσει κάποιες συμμαχίες. Τα κοιτάσματα όμως είναι (ακόμη) μικρά για να γείρουν την πλάστιγγα. Επειδή η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη σημασία ανευρέσεως και νέων κοιτασμάτων, αμφισβητεί και με στρατιωτικά μέσα το σύνολο σχεδόν των θαλασσίων περιοχών της κυπριακής ΑΟΖ προκειμένου να εμποδίσει τη διενέργεια νέων ερευνών.
Σήμερα, η Ελλάδα, ο μόνος σύμμαχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, είναι πρακτικώς εξουδετερωμένη από την οικονομική κρίση. Η αλαζονική Τουρκία του Ερντογάν δεν δείχνει διατεθειμένη να προβεί σε παραχωρήσεις και δεν πιέζεται από κανέναν προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ευρώπη τρέμει πιθανά νέα μεταναστευτικά ρεύματα. Οι ΗΠΑ λόγω του Συριακού, του Ισλαμικού Κράτους και των Κούρδων κρατούν ισορροπίες. Παράλληλα υποστηρίζουν την επίλυση του Κυπριακού, διότι θεωρούν ότι θα βοηθήσει την προσέγγιση Ισραήλ-Τουρκίας και θα δημιουργήσει ένα τοπικό σύστημα ασφαλείας στην Ανατολική Μεσόγειο. Τέλος, υπάρχουν και οι ισχυρές πετρελαϊκές εταιρείες που θέλουν σταθερό περιβάλλον για να προχωρήσουν σε μακροχρόνιες επενδύσεις.
Ακούγεται ότι η οικονομική κρίση που βιώνει το νησί έχει περιορίσει διαφωνίες και αμβλύνει αντιστάσεις. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, πως μπορεί να αγνοηθεί η πραγματικότητα του 76% των Ελληνοκυπρίων που ψήφισαν το 2004 κατά του σχεδίου Ανάν. Οι όροι του νέου σχεδίου θα πρέπει να είναι, εάν όχι ριζικά διαφορετικοί, τουλάχιστον εμφανώς καλύτεροι από τους απορριφθέντες το 2004.
Δεν ξέρουμε εάν θα είναι, αλλά οφείλουμε να επισημάνουμε κάποια σοβαρά θέματα. Η διεθνώς αναγνωρισμένη προσωπικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί το βασικότερο διαπραγματευτικό χαρτί της ελληνοκυπριακής πλευράς. Οι προτάσεις για το νέο ομοσπονδιακό κράτος (και τα συνιστώντα κρατίδια) στο οποίο θα μετεξελιχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία ενέχουν τον κίνδυνο να μην υπάρχει επιστροφή στη σημερινή κατάσταση, σε περίπτωση που η προτεινόμενη λύση δεν περπατήσει. Θα πρέπει να διασφαλισθεί ότι η μετεξέλιξη στο νέο κράτος θα συμβεί μόνον τη στιγμή που θα συντελείται και η μεταβίβαση εδαφών στους Ελληνοκυπρίους. Τουλάχιστον να μείνουν στην ελληνοκυπριακή πλευρά κάποια από τα εδάφη. Το 2004 οι Τούρκοι το είχαν αρνηθεί.
Το θέμα της κυπριακής ΑΟΖ φαίνεται ότι είναι εκτός πλαισίου λύσεως και θα διευθετηθεί από κάποιες τεχνικές επιτροπές. Δεν πρόκειται περί τεχνικού θέματος. Η Τουρκία αμφισβητεί το σύνολο των συμφωνημένων οριοθετήσεων γύρω από το νησί και προβάλλει μία «συμφωνία» οριοθετήσεως που έχει υπογράψει με τα κατεχόμενα (δηλ. με τον εαυτό της…) τον Σεπτέμβριο του 2011. Δεν πρέπει να δούμε επανάληψη του σχεδίου Ανάν όπου στις 1.134 διεθνείς συμφωνίες που θα δέσμευαν το νέο κράτος περιλαμβάνονταν και 56 συμφωνίες που είχε «υπογράψει» το ψευδοκράτος με την Τουρκία.
Επίσης το νέο κράτος θα χρειασθεί κάποια δισεκατομμύρια ευρώ για αποζημιώσεις περιουσιών και ανεγέρσεις νέων κατοικιών προκειμένου να επιστραφούν κάποια εδάφη στην ελληνοκυπριακή πολιτεία. Χρήματα, όμως, δεν υπάρχουν στον ορίζοντα.
Βασικότατη ένσταση ως προς τη διαδικασία που ακολουθείται είναι ότι η τελική λύση θα διαμορφωθεί μέσα από μία διαδικασία ανατολίτικου παζαριού στις 12 Ιανουαρίου στη Γενεύη. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι σε τέτοιες διασκέψεις οι πιέσεις στρέφονται προς τον αδύνατο, ενώ ο ισχυρός παίρνει τη μερίδα του λέοντος.
Αυτά είναι κάποια από τα σοβαρά προβλήματα πολιτικής στο Κυπριακό. Θα περίμενε κανείς ότι οι πολιτικοί που τα διαχειρίζονται, θα αντιλαμβάνονταν την κρισιμότητα των στιγμών και θα λειτουργούσαν με νηφαλιότητα. Αντ’ αυτού οι διαφορετικές απόψεις, όσο σοβαρές και επιστημονικά εδραίες και εάν είναι, αποσκορακίζονται με ταμπελίτσες: υπερπατριώτες, ενδοτικοί, απορριπτικοί, νενέκοι. Σε μία θλιβερή επανάληψη του 2004 είμαστε ξανά στο ίδιο έργο θεατές, ενώ όλοι βουλιάζουμε στον ίδιο βάλτο.
Το διακύβευμα όσων θα συζητηθούν τις πρώτες ημέρες του 2017, ξεπερνάει τα όρια των επόμενων προεδρικών εκλογών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σε τέτοιες κρίσιμες περιστάσεις οφείλουμε να βρισκόμαστε δίπλα στον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο συγκεκριμένα: δίπλα στον εκάστοτε πρόεδρο). Το κύριο μέλημά μας τώρα πρέπει να είναι να τον βοηθήσουμε να διαμορφώσει ένα σχέδιο λύσεως που να μπορεί να περάσει σε δημοψήφισμα από τον κυπριακό Ελληνισμό.
Πρέπει, όμως κι εκείνος να καταλάβει ότι δεν είναι προσωπικό του παιχνίδι. Επανάληψη τετελεσμένων, όπως η διενέργεια της πενταμερούς/πολυμερούς διασκέψεως της 12ης Ιανουαρίου, είναι απλά ανεπίτρεπτη. Στις επερχόμενες συνομιλίες δεν συζητείται μόνον η επιστροφή της Μόρφου. Η Τουρκία προσπαθεί να δημιουργήσει το πλαίσιο για τη νέα πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο. Μία πολιτική που επηρεάζει άμεσα τον Ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο. Εάν οι όροι που διαμορφώνονται δεν περνούν σε δημοψήφισμα, ο πρόεδρος δεν θα πρέπει να προχωρήσει σε συμφωνία. Διότι όλα αυτά που θέλει να αποφύγει με τη διαπραγμάτευση (αναγνωρίσεις ψευδοκράτους ακόμη και η απομακρυσμένη πιθανότητα ενσωματώσεως των κατεχομένων στην Τουρκία) θα τα βρούμε μπροστά μας μετά την απόρριψη για δεύτερη φορά ενός σχεδίου επιλύσεως του Κυπριακού.
*Ο κ. Αγγελος Μ. Συρίγος είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Ανάρτηση από: http://www.kathimerini.gr