Η λανθάνουσα διάθεση ρήξης και η «δημοκρατικότητα» της εξουσίας
Tου Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου*
Κορυφώνονται, εσχάτως, οι κοσμοπολίτικες, «εκσυγχρονιστικές» φωνές των μεταμοντέρνων αριστερών και δεξιών, κατά του «λαϊκισμού». Οι πρώτοι, εμπνέονται από κάποιο αφηρημένο «πνευματικό προλεταριάτο» (sic), και οι δεύτεροι από μια αστική ιδεολογία εκσυγχρονισμού, προβιά της εξαρτημένης σχέσης με τα αφεντικά τους. Αποφεύγουν, μετά βδελυγμίας, να μιλήσουν απλά ή τη γλώσσα του λαού (για τον οποίον άλλωστε κόπτονται). Προτιμούν, να μιλούν με ενοχικές ευγένειες και εντός επικοινωνιακής θολούρας, καθώς κάποια λόγια δεν ταιριάζουν στην… «κουλτούρα και τον πολιτισμό της Αριστεράς» ή στον ευρωπαϊκό «διαφωτισμό».
Η κοινή συνισταμένη
Ειδικά, οι καθωσπρέπει αριστεροί, προτιμούν τη «δημοκρατικότητα», καθώς ο «λαϊκισμός» παραπέμπει στον Αυριανισμό, τον Τόμπρα, ή στον Τράγκα. Στα εύκολα επιχειρήματα, θυμίζουν μόνο τους λαϊκιστικούς φασισμούς του Μεσοπολέμου ή το λαϊκισμό της Λατινικής Αμερικής, ταυτίζοντάς τον με την δημαγωγία. Ξεχνούν, τον «ανώνυμο λαϊκισμό» (Guy Hermet) του 17ουαιώνα, προεργασία για το κίνημα των Ισοπεδωτών της Αγγλικής Επανάστασης ή τους Ναρόντνικους, τους Ρώσους λαϊκιστές του 19ου αιώνα, στους οποίους η σοσιαλιστική ουμανιστική τάση, θεωρείται για πολλούς, πρόδρομος του πολιτικού ρεύματος που οδήγησε στην Σοβιετική Επανάσταση. Τους διαφεύγει, ότι στις αρχές του 20ου αιώνα, στην Αμερική, το προοδευτικό κίνημα που εισήγαγε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, είχε τις ρίζες του στον αγροτικό λαϊκισμό. Ενώ, η εθνικοαπελευθερωτική αθυροστομία του Καραϊσκάκη, είναι γι’ αυτούς μάλλον προθάλαμος της Χρυσής Αυγής!
Ο Ernesto Laclau, θεωρεί ότι «…ο λαϊκισμός είναι ένα φαινόμενο παρέκκλισης, προϊόν του ασυγχρονισμού των διαδικασιών μετάβασης από μια παραδοσιακή κοινωνία σε μια βιομηχανική κοινωνία». Ο Pierre Adre’ Taguieff, αναφέρει ότι η συνύπαρξη της διαμαρτυρίας με τη χειραγώγηση, της αλληλεγγύης με τον αυταρχισμό, αποτελεί διπλή φύση του λαϊκισμού. Στην παρέκκλιση και τον ασυγχρονισμό, αλλά και στη μετάβαση από περιορισμένες μορφές αντιπροσώπευσης στη διευρυμένη αντιπροσώπευση, αναφέρονται και οι Νίκος Μουζέλης, Gino Germani και Torcuato di Tella. Εισάγοντας, έτσι και την πολιτική διάσταση του λαϊκισμού, καθώς οι λαϊκές μάζες, επιθυμούν να γίνουν πολιτικοί πρωταγωνιστές. Ο Guy Hermet, τέλος, αμφισβητεί την επιχειρούμενη ταύτιση, ανάμεσα στον δημαγωγό και τον λαϊκιστή. Η διαφορά βρίσκεται στο είδος της σχέσης που διατηρεί ο καθένας με τον πολίτη-λαό. Ο λαϊκιστής, έχει σχέση άμεση και ισότιμη ενώ ο δημαγωγός προβάλλεται ως ευεργέτης, προστάτης ή σωτήρας του λαού, με σχέση πατερναλιστική και άνιση.
Η αμφισημία του λαϊκισμού, κρίνεται από τις συνθήκες, το περιεχόμενο και τους στόχους κάθε εποχής και κινήματος. Εξάλλου, από τη στιγμή που τα πολιτικά καθεστώτα και συστήματα, έπαυσαν να αναφέρονται στο Θεό, αλλά επικαλούνται τον λαό, θα λέγαμε πως ο «λαϊκισμός» είναι κοινή συνισταμένη όλων των μορφών πολιτικής εξουσίας.
Λαϊκισμός και κρίση
Η παρέκκλιση και ο ασυγχρονισμός του λαϊκισμού, δηλαδή μια έστω λανθάνουσα αντίσταση ενσωμάτωσης στην κοινωνία του «εκσυγχρονισμού», του κέρδους και της παγκοσμιοποίησης, φαντάζει αποκρουστική, ιδιαίτερα στους «αριστερούς» μας, από την ίδια την ύπαρξή της κοινωνίας αυτής. Γι’ αυτούς, μετρά το… στυλ, το design, η «δημοκρατικότητα», η ευγένεια του διαλόγου στο… πάνελ και όχι στο πεζοδρόμιο, καθώς εκεί ο λαός αγανακτεί και εκφράζεται ελεύθερα.
Έτσι, ο λαϊκισμός, αποτελεί μια λανθάνουσα διάθεση ρήξης του λαού, ενάντια στις πολιτικές αποφάσεις και το κατεστημένο που ορίζουν τη ζωή του, χωρίς να τον ρωτούν. Συχνά, είναι ρήξη χωρίς αντίκρισμα, μια διάχυτη εχθρότητα στην εξουσία, μια κυριαρχία της αντιπαλότητας, αντί της σύνθεσης. Την ίδια στιγμή, εκφράζει μια απελευθερωτική ανάγκη μέσω της καθυστέρησης, της άμυνας, της αντίστασης, στην αποσύνθεση της ζωής του. Είναι μια από τις φωνές του λαού, απέναντι στη «δημοκρατικότητα» (και όχι τη δημοκρατία) των εξουσιαστικών ελίτ, ως αποθέωση της επικοινωνίας και της «διαδικασίας», της συναίνεσης με κάθε κόστος, της ισορροπίας κομματικών συμφερόντων, της διατήρησης της «υπάρχουσας τάξης πραγμάτων» και του συμφωνημένου πλαισίου συνεννόησης.
Ζούμε στιγμές πανεθνικής κρίσης, μεγάλα στρώματα των μικρομεσαίων και των κατώτερων οικονομικών τάξεων αποσυντίθενται κοινωνικά, εκφράζοντας την αντιπαλότητα με το «καθεστώς», άμεσα, εχθρικά, με πολιτικά ασχημάτιστο τρόπο. Ο «λαϊκισμός» αυτός, κατευθύνεται σε φασιστικούς ή κοινωνικά δημοκρατικούς απελευθερωτικούς δρόμους, ανάλογα με τη συνειδητοποίηση των ανθρώπων, αλλά και τον πειστικό, κοντινό λόγο που μπορεί να εκφέρουν όσοι νοιάζονται πραγματικά γι’ αυτή την πατρίδα και τον λαό της. Όμως, καταρχάς, η αντίδραση αυτή είναι ένα θετικό γεγονός και αποτελεί μια ανεπεξέργαστη κοινωνική πάλη.
Από την άλλη, στην ελληνική κοινωνία, τα διευρυμένα μεσοστρώματα και οι κάθε λογής «επαναστάτες», αναφέρονταν σε μια αριστερή οικογενειακή καταγωγή, αλλά η κοινωνική και επαγγελματική τους θέση (τεχνοκράτες, καλλιτέχνες, σύμβουλοι επιχειρήσεων, διανοούμενοι, μάνατζερς, διδάσκοντες, «αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες», κ.α.) τους έφερνε πιο κοντά στον στρογγυλεμένο «δημοκρατικό» λόγο, της πολιτικής ορθότητας που διεκδικούσε την πολιτική φίμωση του λαού, σε αντιστοιχία με την ωμή λογοκρισία της δεξιάς. Ενταγμένοι στο εποικοδόμημα του κυρίαρχου αστικού κατεστημένου, μεράκλωναν σε ρεμπετάδικα, απομονώνονταν στις «πρωτόγονες» Κυκλάδες, εξυμνούσαν τον λαϊκό πολιτισμό και τον απλό άνθρωπο, ο οποίος μεταμορφωνόταν σε φασίστα, ρατσιστή, απολιτικό, θεοσεβούμενο, σεξιστή μικροαστό, μόλις τον συναντούσαν στις «πλατείες» να μουντζώνει, να φωνάζει ΟΥΣΤ, ή να διαλύει τις παρελάσεις θέλοντας να αποκαταστήσει ένα νέο πατριωτικό νόημα σ’ αυτές, χωρίς να είναι εθνικιστής.
Η συγκεκριμένη παγκοσμιοποιημένη φιλελεύθερη Αριστερά στην Ελλάδα και την Ευρώπη, από τη συμπόρευση με τον λαό και τον «λαϊκισμό» του, προτιμά ένα πένθιμο σόλο, κλίνοντας σε όλες τις κλίσεις τη λέξη Αριστερά, επαναλαμβάνοντας τα ίδια κλισέ, αδυνατώντας να διδαχτεί από τον έστω «πρωτόγονο» ριζοσπαστισμό του λαού.
Καθολική απειλή
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό που έλειπε από την ελληνική αριστερά, δεν ήταν η «δημοκρατικότητα», αλλά η δημοκρατία που θα έφερνε τον λαό στο προσκήνιο. Της έλειπε, ταυτόχρονα, ένας κάποιος «λαϊκισμός», μια κάποια ιδιόμορφη «ταξικότητα», καθώς ο κόσμος των μεσαίων και χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων θέλει να είναι κυρίαρχος στον τόπο του, στο βιός, που χάνει. Ο λαϊκισμός, είναι γι’ αυτόν τον κόσμο ένα πρωτόλειο υποκατάστατο της ταξικότητας, η «δημοκρατικότητα» που του προσφέρουν είναι μια ξεκάθαρη στρατηγική του εγχώριου υποδουλωμένου αστισμού.
Ας χαλαρώσουν, οι θιασώτες του εξευρωπαϊσμού και των «δικαιωμάτων» και ας διδαχτούν από τον αυθορμητισμό των απλών ανθρώπων. Ο καπιταλισμός και η ιμπεριαλιστική στρατηγική του, είναι μια καθολική απειλή και δεν αφορά απλά και μόνο την εργατική τάξη (με ποια μορφή, άλλωστε;). Αποτελεί έναν φασισμό νέου τύπου, όπου η νεοαποικιοκρατία και το μεγάλο κεφάλαιο, επιτίθενται συνολικά ενάντια στην πατρίδα μας και την κοινωνία, έχοντας υπηρέτες τις δεξιές και αριστερές ηγεσίες. Οποιαδήποτε μορφή αντίστασης ξεπερνά το φαντασιακό και το συμβολικό πνεύμα της νέας υποδούλωσής μας, είναι δυνατόν να δημιουργείται και να εκφέρεται έξω από «εργολαβική αποκλειστικότητα» και «πρωτοπορία».
Αυτός ο λαϊκισμός, είναι μια παραφρασμένη πλευρά πατριωτικού -αντικαπιταλιστικού αγώνα, πολύ πιο κοντά στην κοινωνική πραγματικότητα της χώρας μας, από τον αυταρχικά συμφωνημένο, «δημοκρατικό λόγο». Ο αγώνας για πραγματική δημοκρατία και ανεξαρτησία είναι ο μόνος δρόμος για την πνευματική αναγέννηση του λαού μας, μακριά από τους… «λαϊκισμούς» των εγχώριων πολιτικών ελίτ.
* Ο Δημήτρης Ναπ. Γιαννάτος είναι κοινωνιολόγος και εργάζεται στο ΚΕΘΕΑ
Ανάρτηση από:http://www.e-dromos.gr