Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν είχαμε τις λεγόμενες «τζουμακίες». Οπωσδήποτε, ο Στέφανος Τζουμάκας δεν ήταν ο μοναδικός έλληνας πολιτικός που όταν άνοιγε το στόμα του προκαλούσε άφθονο γέλιο σε όλους τους πικραμένους έλληνες.
Με τις φωτεινές εξαιρέσεις ανθρώπων που έσκυψαν πάνω στο αντικείμενο του έργου τους, όπως οι Μανώλης Δρεττάκης, Αντώνης Τρίτσης και μερικοί ακόμη που μάλλον δεν ξεπερνούν τον αριθμό των δακτύλων του ενός χεριού , όλοι οι υπόλοιποι, από το 1974 τουλάχιστον, που αρχίζει η «ευρωπαϊκή» ιστορία της χώρας μας και μέχρι σήμερα, χαρακτηρίστηκαν και συνεχίζουν να χαρακτηρίζονται από την προχειρότητα, τον ερασιτεχνισμό, την ανεμελιά που φτάνει στα όρια της περιφρόνησης του αντικειμένου της δουλειάς τους και όλα αυτά διανθισμένα μ’ έναν απέραντο εγωισμό και μεγαλομανία.
Πρόσφατα, δύο χρόνια πριν, αποκτήσαμε και τις «βαρουφακίες», για να γελάμε ή να κλαίμε. Η δεύτερη φορολογική βαρουφακία, η ιδέα της κλήρωσης των αποδείξεων (η οποία πρόσφατα έγινε και νόμος του κράτους), στην πραγματικότητα δεν ανήκε στον Βαρουφάκη. Ήταν μια ιδέα των τεχνοκρατών του ΥΠΟΙΚ και είχε κατατεθεί εδώ και αρκετά χρόνια στους αρμόδιους υπουργούς.
Η προτελευταία φορά που κατατέθηκε, ήταν όταν καταρτίσθηκαν τα πρώτα μνημόνια, πρόβλεψη των οποίων ήταν ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και η αύξηση της φορολογητέας ύλης.
Με δεδομένη τη ροπή της φυλής μας στον τζόγο, από την εποχή του τρωικού πολέμου ακόμη, η εφαρμογή αυτής της πρότασης, που ήταν τεχνικά και υλικά προετοιμασμένη, θα αύξανε πράγματι τα φορολογικά έσοδα, χωρίς την καταφυγή στην κατάδοση των φοροφυγάδων, αφού το σιδερένιο χέρι της αγοράς θα ωθούσε όλους τους τζογαδόρους κάθε ηλικίας στους νομοταγείς εμπόρους και επαγγελματίες. Άλλωστε το μέτρο εφαρμόστηκε και στην Αργεντινή με αρκετή επιτυχία.
Αντί για την εφαρμογή αυτού του μέτρου, οι εξαίρετοι οικονομολόγοι Παπακωνσταντίνου, Βενιζέλος, Στουρνάρας και Χαρδούβελης προτίμησαν την πεπατημένη της συλλογής αποδείξεων και μιας ελάχιστης έκπτωσης από τον φόρο γι’ αυτές, επισείοντας ταυτόχρονα την απειλή πρόσθετου φόρου εάν κάποιος δεν είχε μαζέψει το απαραίτητο ποσόν αποδείξεων.
Καθώς όμως δεν υπήρχε κανένας έλεγχος, σε όλες τις φορολογικές δηλώσεις βρέθηκε συμπληρωμένο το απαραίτητο για την έκπτωση ποσό αποδείξεων. Το αποτέλεσμα βέβαια ήταν, το συνολικό δηλωθέν ποσόν αγορών να ξεπερνάει τον δηλωμένο τζίρο των επιχειρήσεων. Φυσικά κάτι τέτοιο ποτέ δεν ανακοινώθηκε, αφού θα προκαλούσε καγχασμούς και ειρωνείες των δανειστών και όχι μόνον.
Καθώς όμως, τα ποσοστά φορολογικής παραβατικότητας ξεπερνούν ήδη το 77% (ΤΟ ΒΗΜΑ 16/07/17 «Πανικός για το ρεκόρ φοροδιαφυγής»), η ιδέα της κλήρωσης των αποδείξεων ξαναήρθε στην επικαιρότητα. Επειδή όμως κυκλοφορούν και αποδείξεις μαϊμούδες, από ταμειακές μηχανές παραποιημένες (και μάλιστα αποδεικνύεται πως αυτές οι αποδείξεις είναι περισσότερες από τις κανονικές) τα ξεφτέρια οι τεχνοκράτες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων ετοιμάζουν «μιαν ειδική εφαρμογή που θα είναι προσβάσιμη μέσω των κινητών τηλεφώνων όπου οι πολίτες όταν θα λαμβάνουν μιαν απόδειξη θα μπορούν να διαπιστώσουν σε χρόνο μερικών δευτερολέπτων αν έχει εκδοθεί από νόμιμη – δηλωμένη ταμειακή μηχανή, αν η εταιρεία υφίσταται ή πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα» ( ΤΟ ΒΗΜΑ 16/07/17 σελ. Β5).
Γεννιούνται φυσικά πολλά ερωτήματα, στα οποία δεν απαντά το ξεφτέρι ο δημοσιογράφος που αλίευσε την είδηση, αλλά ούτε και τα ξεφτέρια οι τεχνοκράτες της ΑΑΔΕ.
Πρώτον, ο πολίτης που θα διαπιστώνει την παράβαση θα δικαιώνεται; Το ποσόν της απόδειξης θα προσμετράται στο αφορολόγητο του ή ο πολίτης θα μένει με την διαπίστωση στο χέρι; Τελικά δηλαδή, θα κερδίζει κάτι ο πολίτης από την όλη διαδικασία ή θα είναι μια επιπλέον απασχόληση με το κινητό του και μια επιπλέον επιβάρυνση στον τηλεφωνικό λογαριασμό του;
Κι αφού το ποσοστό της φοροδιαφυγής αγγίζει το 77%, τι θα γίνει με την αποκάλυψη (μέσω της εφαρμογής) όλων των παρανομούντων; Θα κλείσουν τα μαγαζιά τους ή θα υπάρξει μια καινούργια χαριστική (προεκλογική) διάταξη «σκούπα» που θα επιτρέψει στους χιλιάδες παρανόμους να ξαναρχίσουν το παιχνίδι της φοροδιαφυγής και της προεκλογικής συγχώρεσης;
Το θέμα των παρανομούντων εμπόρων ξαναμπήκε στο ΒΗΜΑ την επόμενη Κυριακή 23/7/17 από το ίδιο ξεφτέρι της δημοσιογραφίας, στον οποίο διευθυντικό στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών αποκάλυψε (άκουσον! άκουσον!) ότι «πολλοί είναι εκείνοι (έμποροι δηλ.) που εξακολουθούν να δέχονται πληρωμές με κάρτες και να μην κόβουν αποδείξεις».
Στο ίδιο ρεπορτάζ το ξεφτέρι της δημοσιογραφίας φορώντας πολεμική στολή παραλλαγής μας πληροφορεί, πως οι φορολογικές αρχές διαθέτουν ένα υπερσύγχρονο (ηλεκτρονικό) οπλοστάσιο και μπορούν πια με το πάτημα ενός κουμπιού να φανερώσουν όλους τους φοροφυγάδες και τους παρανομούντες, ενώ θα πραγματοποιηθεί όπως λέει ένα «μπαράζ» διασταυρώσεων.
Το ξεφτέρι της δημοσιογραφίας δεν έχει ακούσει φυσικά, πως τους πολέμους δεν τους κερδίζουν τα οπλοστάσια, αλλά οι άνθρωποι. Αν η υπεροπλία ήταν το καθοριστικό, ο Δράμαλης θάχε νικήσει τους άοπλους ξυπόλητους, στα Δερβενάκια, ο Μουσολίνι θάχε κάνει τον περίπατο του στο Ζάππειο, και το Βιετνάμ θα ήταν ακόμη γαλλική αποικία.
Αφού λοιπόν με την φοροδιαφυγή υπάρχει ένας πόλεμος, αυτός θα κερδηθεί μονάχα αν υπάρχει ένας στρατός αποφασισμένος να κερδίσει.
Όμως, η ιστορία του πολέμου αυτού είναι γεμάτη με «λαδώματα» για το κλείσιμο φορολογικών υποθέσεων. Ακόμη κι αυτές τις μέρες, διαβάζουμε ότι στον έλεγχο τραπεζικών καταθέσεων, ανακαλύφθηκαν εννέα εφοριακοί με καταθέσεις εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, που δεν μπορούν να τα δικαιολογήσουν.
Είναι γεμάτη με «περαιώσεις» φορολογικών εκκρεμοτήτων, δηλαδή με χαριστικές πράξεις που σημαίνουν παράδοση άνευ όρων στην φοροδιαφυγή.
Όσο για το πάτημα του κουμπιού που θα φανερώνει τα πάντα, ήταν, είναι και θα είναι το όνειρο κάθε ανίκανου ανευθυνοϋπεύθυνου, που αρνείται να δουλέψει περιμένοντας το μαγικό κουμπί, είτε αυτός λέγεται υπουργός, είτε ανώτατο διευθυντικό στέλεχος, είτε απλώς εφοριακός που λύνει το σταυρόλεξο του, αφήνοντας τον λαουτζίκο να ξεροσταλιάζει στην ουρά.
Η τεχνολογία θα μπορούσε σίγουρα να βοηθήσει αποτελεσματικά στην πάταξη της φοροδιαφυγής, αποτελεσματικότερα από τις αγορές με πιστωτικές κάρτες και τις εφαρμογές που ετοιμάζουν τα ξεφτέρια της ΑΑΔΕ.
Η ίδια τεχνολογία με των πιστωτικών – χρεωστικών καρτών, εφαρμόζεται από πολλά σουπερμάρκετ και άλλες εταιρείες, για τη συλλογή πόντων επιβράβευσης από τους πελάτες τους, με μιαν πρόσθετη έξυπνη κάρτα.
Οι αγορές με τις κάρτες αυτές, ανεξάρτητα αν πραγματοποιούνται με μετρητά, θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται στο αφορολόγητο ποσόν, αφού μπορούν εύκολα να διασταυρωθούν και κυρίως να ταυτοποιηθούν.
Η καθιέρωση τους, θα ανάγκαζε και την πλειοψηφία των εμπόρων να εφαρμόσουν το ίδιο μέτρο, με την έκδοση είτε δικών τους καρτών, είτε απαιτώντας την δημιουργία ενός εθνικού δικτύου και μιας εθνικής κάρτας, με την κατάλληλη τροποποίηση των μηχανημάτων υποδοχής καρτών (POS), τροποποίηση η οποία είναι απολύτως εφικτή και πραγματοποιήσιμη.
Οι κάρτες αυτές έχουν επιπρόσθετα τα πλεονεκτήματα πως δεν χρειάζονται κωδικούς και το κυριότερο δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο κλοπής.
Αντί γι’ αυτό, κυβέρνηση και αντιπολίτευση ψήφισαν για την χρησιμοποίηση μονάχα τραπεζικών καρτών, μια πρακτική που βοηθά στην αύξηση εσόδων και κερδών του χρηματιστικού κεφαλαίου που ελέγχει όλες τις τράπεζες μας.
Και στην απόφαση αυτή δεν εναντιώθηκε ούτε το ΚΚΕ, του οποίου η ρητορική κατευθύνεται συνεχώς κατά του κεφαλαίου, ούτε οι διάφορες αριστερίστικες ομάδες και συσπειρώσεις, ένοπλες ή άοπλες, αλλά και ούτε κάποια άλλη πολιτική ομάδα ή συσπείρωση αντιμνημονιακής κατεύθυνσης.
Μαζί με την αύξηση της φοροδιαφυγής, έχουμε και την επανεμφάνιση «τζημερικών» θεωριών, κυρίως από ανόητους σαν τον Γεωργιάδη και τον Γιακουμάτο, σύμφωνα με τις οποίες η φοροδιαφυγή είναι αποτέλεσμα της αύξησης φόρων.
Κανείς δεν βρέθηκε να τους απαντήσει ότι, στην Σουηδία μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 90, η φορολογική κλίμακα είχε σαν ανώτατο κλιμάκιο της το εξωφρενικό ποσοστό του 95% κι όμως κανείς Σουηδός δεν διανοήθηκε ποτέ να φοροδιαφύγει.
Κι ο λόγος ήταν απλός. Όλοι οι Σουηδοί πολίτες ξέρανε και μπορούσαν εύκολα να το εξακριβώσουν, ότι οι φόροι ξαναγύριζαν σ’ αυτούς με τη μορφή δημόσιων έργων και κοινωνικών παροχών που βελτίωναν τη ζωή και τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Η κατάργηση του παραπάνω μοντέλου, με την επικράτηση των μονεταριστών και στην Σκανδιναβία, είχε σαν πρώτο αποτέλεσμα την περιστολή του κράτους προνοίας.
Αντίθετα στην Ελλάδα, από την εποχή που αυτή υφίσταται σαν κράτος, οι φόροι χρησιμοποιούνται μονάχα για την εδραίωση και διεύρυνση της εξουσίας της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας.
Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής είναι λοιπόν ένας μύθος ή μάλλον ένα μέσον χειραγώγησης και άσκησης εξουσίας. Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, ελάχιστα ενδιαφέρονται για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Η φορολογική πολυνομία και οι συνεχείς εξαγγελίες και πραγματοποιήσεις νέων υπουργικών σχεδίων και προγραμμάτων, εντάσσονται στην ίδια πρακτική άσκησης εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα κρύβουν την ανικανότητα των εκάστοτε κυβερνώντων, αλλά και ολόκληρου του μηχανισμού εξουσίας.
Άλλωστε, η φοροδιαφυγή είναι κάτι σαν τις φωτιές. Όλοι τις καταδικάζουν και υποτίθεται πως παίρνονται μέτρα για την «πρόληψη» και την καταστολή – κατάσβεση τους. Όμως σ’ αυτές επενδύονται μεγάλα (αλλά και μικρά) συμφέροντα, ιδιαίτερα στην Αττική, όπου η αλματώδης αύξηση της αξίας της γης και η εμπορία της, υπήρξαν από την ανάδειξη της Αθήνας σε πρωτεύουσα, το σημαντικότερο μέσον πλουτισμού και ανάδειξης στις κυρίαρχες ελίτ.
Τα έσοδα (φόροι) του κράτους υπολείπονταν πάντοτε των εξόδων μιας σπάταλης και διεφθαρμένης και ανίκανης διοίκησης, ακριβώς λόγω της ανικανότητας της. Κατά συνέπεια, η λειτουργία του κράτους και ο πλουτισμός των κυρίαρχων ομάδων, πραγματοποιούνταν κυρίως μέσω του εξωτερικού δανεισμού, τον οποίο καλούνταν να πληρώνουν συνεχώς οι λαϊκές τάξεις.
Το ίδιο ακριβώς σενάριο ξετυλίγεται και σήμερα, καθώς πολιτική και οικονομική ηγεσία περιμένουν με αδημονία την ολοκλήρωση των αξιολογήσεων, ώστε να ξαναρχίσει ο απαραίτητος για τη λειτουργία του κράτους – και της δικής τους ύπαρξης - εξωτερικός δανεισμός.