Η μοιραία συνέπεια της σοβιετικής επανάστασης για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας και του Πόντου
Του Γιώργου Καραμπελιά*
Η γραφειοκρατική σταλινική αντεπανάσταση, ως συνέχεια και ανατροπή εν πολλοίς μεγάλου μέρους των κατακτήσεων της ρωσικής επανάστασης (από τον Φλεβάρη έως τον Οκτώβρη), εγκαθίδρυσε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς που ελάχιστα έχει να ζηλέψει από εκείνα των αντιπάλων του: Κατάλυση όλων των εργατικών δικαιωμάτων, δεσποτισμός και αφαίρεση όλων των ελευθεριών, ενίσχυση των εισοδηματικών ανισοτήτων, μαζική τρομοκρατία και στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Εν τούτοις, η σοβιετική περίπτωση παρουσιάζει μια σημαντική ιδιομορφία, που τη διακρίνει ουσιωδώς από τον ιταλικό φασισμό και τον γερμανικό ναζισμό, διότι υπήρξε η μετεξέλιξη μιας αυθεντικής λαϊκής επανάστασης και μιας έκρηξης των δημοκρατικών ελευθεριών και χρειάστηκαν δέκα ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 1927-1929, για να αναιρεθούν όλες οι κατακτήσεις αυτής της επανάστασης, καθώς μάλιστα το καθεστώς εμφανιζόταν ως αυθεντικός συνεχιστής της.
Εξάλλου, πολύ διαφορετική παραμένει η λειτουργία του στην παγκόσμια σκακιέρα, όπου ο σταλινισμός ως παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα διεκδικεί την ανατροπή της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής τάξης και θα εμφανίζεται σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες ως διεκδικητής των εργατικών και λαϊκών ελευθεριών. Ενώ, αντίθετα, τα φασιστικά και ναζιστικά κινήματα, σε όλη την Ευρώπη, θα διεκδικούν την περιστολή των ελευθεριών. Πρόκειται για μια διαφορά κεφαλαιώδους σημασίας, διότι υποχρέωνε τη σοβιετική γραφειοκρατία να φέρει τα ενδύματα του Μαρξ, της παρισινής Κομμούνας και του Λένιν, και να έρχεται σε αντιπαράθεση με την παγκόσμια καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική τάξη.
Η ίδια η ύπαρξη της ΕΣΣΔ, ως αντίπαλου πόλου στο διεθνές σύστημα, προκαλούσε αποσταθεροποιητικά φαινόμενα άσχετα με την εσωτερική πραγματικότητα του σοβιετικού καθεστώτος.
Επί πλέον, στον καθυστερημένο αποικιακό κόσμο, η Οκτωβριανή Επανάσταση, και η ύπαρξη της ΕΣΣΔ αποτέλεσαν έναν αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την παγκόσμια ιμπεριαλιστική τάξη. Στην Κίνα, θα επισπεύσει κατά πολύ τις επαναστατικές εξελίξεις, ενώ, μετά τον Β΄ ΠΠ, η δημιουργία του «σοσιαλιστικού» στρατοπέδου θα ευνοήσει την ανεξαρτητοποίηση των χωρών του Τρίτου Κόσμου, ενισχύοντας τις δυνατότητές τους να αντισταθούν στις επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Στην Αίγυπτο, η σοβιετική παρέμβαση, το 1956, θα υποχρεώσει τους Αγγλογάλλους να ανακρούσουν πρύμναν , θα στηρίξει τη βιετναμέζικη επανάσταση, ενώ θα λειτουργήσει θετικά και στην περίπτωση του αντιαποικιακού αγώνα της Κύπρου.
Αυτοί είναι οι λόγοι που καθιστούν τόσο δυσχερή τη συνολική αποτίμηση του σοβιετικού καθεστώτος και δεν επιτρέπουν να ταυτίζεται με τη ναζιστική Γερμανία, παρά τον ολοκληρωτικό χαρακτήρα του οικονομικού και πολιτικού καθεστώτος. Επί πλέον, ξεχνάμε τη συμπαράταξη της Σοβιετικής Ένωσης με το παγκόσμιο αντιφασιστικό στρατόπεδο, η οποία προσέλαβε, αφ’ εαυτής, απελευθερωτικά χαρακτηριστικά. Εν πολλοίς,, ο ρόλος της Σ. Ένωσης ως του «εκπροσώπου» του διεθνούς εργατικού κινήματος την οδήγησε στην αντιπαράθεση με τον φασιστικό και ναζιστικό ολοκληρωτισμό.
Στην Ελλάδα, ιδιαίτερα μετά την είσοδο της ΣΕ στον Πόλεμο, και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θα εμπνεύσει σε μεγάλο βαθμό τον ελληνικό αντιφασιστικό αγώνα και θα επιτρέψει να αρθεί η αντίφαση ανάμεσα στην α-εθνική ιδεολογία των Ελλήνων κομμουνιστών και την πραγματικότητα της γερμανο-ιταλικής κατοχής. Στη διάρκειά της, θα καταδειχθεί, όπως είχε συμβεί και στη Ρωσία του 1917, η υπεροχή των κομμουνιστών απέναντι στον ελληνικό αστισμό, ανίκανο να εκφράσει ένα οποιοδήποτε αυθεντικό και συνεκτικό εθνικοαπελευθερωτικό πρόταγμα. Οι κομμουνιστές, επικεφαλής του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, θα πρωτοστατήσουν σ’ αυτόν τον αγώνα και θα μεταβληθούν σε μεγάλη πολιτική δύναμη, πυροδοτώντας μια κυριολεκτική επανάσταση στην ελληνική κοινωνία, αναβαθμίζοντας αποφασιστικά τον ρόλο των λαϊκών τάξεων, των γυναικών, των νέων, εδραιώνοντας την πεποίθηση της έλευσης μιας δικαιότερης κοινωνίας.
Ωστόσο, η συμμετοχή και η πρωτοπορία στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της Κατοχής με την επικουρία της ΣΕ δεν μπόρεσε να αναιρέσει μια αρνητική παράδοση απόρριψης της εθνικής ολοκλήρωσης που χαρακτήριζε τις εθνικές διεκδικήσεις ως, επεκτατικές, ή σοβινιστικές, και η οποία εν τέλει σφράγισε την ελληνική Αριστερά και στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Στο βαθμό μάλιστα που, σταδιακώς, κατά τη μεταπολίτευση, ο αγωνιστικός απελευθερωτικός χαρακτήρας της Αριστεράς υποβαθμίζεται μέχρι εξαφανίσεως, οι αρνητικές παράμετροι καθίστανται κυρίαρχες και η επίδραση της υπαρκτής Αριστεράς, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990 και μετά, γίνεται κατ’ εξοχήν αρνητική.
Ενάντια στην απελευθέρωση της Μ. Ασίας
Οι σημαντικότερες αρνητικές συνέπειες –κάποιες από τις οποίες και περιγράψαμε– δεν εμφανίζονται μετά την επικράτηση του σταλινισμού πάνω στο νεαρό ελληνικό εργατικό κίνημα, αλλά εκκινούν, στην περίπτωσή μας, από τα αρχικά στάδια της ρωσικής επανάστασης και τη στάση των μπολσεβίκων απέναντι στις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις:
Η συμμαχία του Λένιν με τον Κεμάλ απέβη καθοριστική για τη σταθεροποίησή του το 1921, επιτρέποντάς του να συνάψει στη συνέχεια συμμαχίες και με τις δυτικές δυνάμεις. Στις 16 Μαρτίου 1921, υπεγράφη μια συνθήκη, εξαιρετικά ευνοϊκή για την Τουρκία, όχι μόνο έναντι των Ελλήνων, αλλά και έναντι των Αρμενίων, οι οποίοι κλήθηκαν «να υποστούν θυσίες για το συμφέρον του κομμουνισμού» [1]! Τον Μάιο του 1921, έφθασε στην Άγκυρα ένα πρώτο «έμβασμα» 4 εκατομ. ρουβλίων που επέτρεψαν πληρωθούν οι ιταλικές προμήθειες όπλων, ενώ ακολούθησαν άλλα έξι εκατομ. και αποστολές όπλων και πολεμοφοδίων [2].
Αυτή η πολιτική των μπολσεβίκων σφράγισε αποφασιστικά και το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα στο εσωτερικό του οποίου κυριάρχησε μια κατεξοχήν α-εθνική ψευδοδιεθνιστική γραμμή επιβεβλημένη από τη Ρωσία και την Κομμουνιστική Διεθνή. Ήταν τόσο μεγάλη η αίγλη και η απήχηση της πρώτης επιτυχημένης σοσιαλιστικής επανάστασης, ώστε εκείνες οι φωνές που, στο εσωτερικό του ελληνικού σοσιαλιστικού κινήματος, έβλεπαν τη σημασία του εθνικού ζητήματος πνίγηκαν κυριολεκτικά. Οι απόψεις του Ιθακήσιου Πλάτωνα Δρακούλη, του Πόντιου, Γεώργιου Σκληρού και του Κωνσταντινουπολίτη, Νίκου Γιαννιού [3], θα εξαφανιστούν κυριολεκτικά κάτω από τη στήριξη που θα προσφέρει η Κ.Δ. στην τουλάχιστον α-εθνική Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης και τους νεαρούς μπολσεβίκους του νεοσύστατου κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο θα κάνει ό,τι μπορεί για να υπονομεύσει τη Μικρασιατική Εκστρατεία – ακόμα και με μια πρόσκαιρη εκλογική συμμαχία με το Λαϊκό Κόμμα.
Η απόρριψη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ως ιμπεριαλιστικής-επεκτατικής θα αποτελέσει την αφετηρία για την άρνηση του όποιου εθνικοαπελευθερωτικού πυρήνα της «Μεγάλης Ιδέας», που με τη σειρά της αποτελεί το σημείο-κλειδί για τη διαμόρφωση της α-εθνικής ιδεολογίας του ελληνικού κομουνιστικού κινήματος. Η καταδίκη του ελληνικού «μεγαλοϊδεατισμού» και η δαιμονοποίηση της Μικρασιατικής Εκστρατείας αποτελεί την αφετηρία του ελληνικού εθνομηδενισμού.
Η Σοβιετική Επανάσταση και ο «Μακεδονισμός»
Αμέσως μετά ή και ταυτόχρονα, η πολιτική της σοβιετικής ηγεσίας, της Κομμουνιστικής Διεθνούς (αλλά και της Κομινφόρμ μετά τον πόλεμο), θα επιβάλει μια ψευδο-διεθνιστική αντίληψη περί ελληνικού ιμπεριαλισμού και επεκτατισμού –εξαιτίας και της ανοικτά φιλοβουλγαρικής πολιτικής τους, με αφετηρία το Μακεδονικό Ζήτημα. Το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα ήταν ιδιαίτερα ασθενές και εθεωρείτο αμελητέα ποσότητα ενώ εθεωρείτο άμεσα εφικτή μια επανάσταση στη Βουλγαρία [4], με τη συνεργασία των Βουλγάρων «Μακεδόνων», η οποία θα πυροδοτούσε μια γενικευμένη έκρηξη στο σύνολο των Βαλκανίων. Η σοβιετική ηγεσία στήριζε ανοικτά τον μακεδονισμό των Βουλγάρων αγροτιστών και κομμουνιστών – που με τον Μπλαγκόεφ, τον Δημητρώφ, τον Κολάρωφ, πρωταγωνιστούσαν στο στερέωμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στη μεταπολεμική περίοδο, κάτι ανάλογο θα συμβεί για ένα διάστημα με τον Τίτο, επίσης εμβληματική μορφή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, που επιδίωκε, με τη σύμφωνη γνώμη του Στάλιν και του Δημητρώφ, να ενώσει τα Βαλκάνια –και την ενιαία «Μακεδονία»– σε μια Σοσιαλιστική Βαλκανική Ομοσπονδία. Η Ελλάδα, λοιπόν, όχι μόνο δεν είχε ζητήματα εθνικής ολοκλήρωσης, αλλά ήταν και «επεκτατική»!
Όταν αναφερόμαστε σε επιβολή της σχετικής αντίληψης της Κομμουνιστικής Διεθνούς, κυριολεκτούμε. Στο 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ, Μόσχα 17/6-8/7/1924), είχε ληφθεί η απόφαση «περί ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», απόφαση που είχαν αποδεχτεί οι αντιπρόσωποι του ελληνικού ΚΚ στο Συνέδριο, Παντελής Πουλιόπουλος και Σεραφείμ Μάξιμος, οι οποίοι και ανέλαβαν να τη μεταφέρουν στο ΣΕΚΕ-ΚΚΕ. Όμως, η τότε ηγεσία του κόμματος –ιδιαίτερα ο τότε γραμματέας, Θωμάς Αποστολίδης, καθώς και ο Γιάννης Κορδάτος– αντιδρούσε έντονα και «κωλυσιεργούσε», όπως άλλωστε και το γιουγκοσλαβικό ΚΚ, στην αποδοχή της γραμμής της «Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας», που κυριαρχούνταν από τους Βουλγάρους. Έτσι, το Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ (26/11-3/12 1924) συγκλήθηκε –μάλλον παρά τη θέληση της ηγεσίας του– από τον εκπρόσωπο της Κ.Δ., Ντιμίτρι Μανουήλσκι (ειδικό για τα βαλκανικά θέματα).
Στη συζήτηση πάνω στο εθνικό ζήτημα, ο Αποστολίδης προσπάθησε μάταια να αποκρούσει τους Μανουήλσκι και Πουλιόπουλο, καταδεικνύοντας πως, με την εγκατάσταση των προσφύγων και την ανταλλαγή των πληθυσμών, έχει πάψει να υφίσταται «Μακεδονικό Ζήτημα» στην Ελλάδα και τελικώς υιοθετήθηκε το σύνθημα της «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και της ενιαίας και ανεξάρτητης Θράκης», ενώ αντικαταστάθηκε ο Αποστολίδης, από τον «διεθνιστή» στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας και «μακεδονιστή» Παντελή Πουλιόπουλο, μελλοντικό ηγέτη του ελληνικού τροτσκισμού [5].
Έτσι, οι αντιπατριωτικές αντιλήψεις στο εσωτερικό της ελληνικής Αριστεράς μετά το 1974, θα επανεμφανιστούν και θα κυριαρχήσουν εκ νέου. Το ιδεολογικό σχήμα της «ιμπεριαλιστικής» Ελλάδας, κατ’ εξοχήν της «ιμπεριαλιστικής» Μικρασιατικής Εκστρατείας, είχε ενσταλαχθεί βαθειά στην ελληνική αριστερή παράδοση –σε Ελλάδα και Κύπρο– και αποτελούσε το σταθερό υπόστρωμα του ελληνικού εθνομηδενισμού. Και μετά από ένα πατριωτικό ιντερλούδιο, που αρχίζει με την αντίσταση εναντίον των Γερμανών και θα συνεχιστεί με τον κυπριακό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, για να διαρκέσει μέχρι το 1964-65, ο εθνικός μηδενισμός θα αρχίσει και πάλι να ενισχύεται στο εσωτερικό του, ιδιαίτερα μετά το 1967-1974, για να γίνει κυρίαρχος κατά τον αρχόμενο 21ο αιώνα.
Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις και η Ελλάδα
Αν μελετήσουμε την πορεία του ελληνικού έθνους για την απελευθέρωσή του, από τον τουρκικό, πρωτευόντως, αλλά και τον φραγκικό ζυγό, από τον 18ο αιώνα και μετά, θα διαπιστώσουμε μια εκπληκτική και συνάμα τραγική συνθήκη. Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις της Ευρώπης, η γαλλική και η ρωσική, είχαν αρνητικές συνέπειες για τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις.
Στην πρώτη περίπτωση, η γαλλική Επανάσταση προκάλεσε το τέλος του «Πολέμου των Τριών Ιμπερίων» – όταν δηλαδή η ρωσική και αυστροουγγρική αυτοκρατορία, μετά το 1788, είχαν επιχειρήσει να διαμελίσουν την οθωμανική Αυτοκρατορία, και να δημιουργήσουν ένα ελληνικό βασίλειο, αυτή διεσώθη τελικώς από τη… γαλλική Επανάσταση. Και αυτό διότι οδήγησε σε συσπείρωση των Ευρωπαίων ηγεμόνων εναντίον της (πρώτη η Αυστροουγγαρία αποχώρησε από τη συμμαχία και σύντομα ακολούθησε και η Ρωσία) και έσπρωξε αντίθετα τη Ρωσία, για πρώτη φορά στην ιστορία της, σε συμμαχία με τον σουλτάνο ενάντια στους Γάλλους. Ο Ρήγας Βελεστινλής θα προσπαθήσει να πείσει τον Ναπολέοντα να υποκαταστήσει αυτός τους Ρώσους ως δύναμη ανατροπής της οθωμανικής κυριαρχίας, και θα αποτύχει οικτρά. Και οι αντιφατικές συνέπειες της γαλλικής Επανάστασης θα φτάσουν πολύ μακριά. Από τη μία πλευρά θα πυροδοτήσουν ένα επαναστατικό-ανατρεπτικό πνεύμα σε όλη την Ευρώπη, και εν μέρει στην Ελλάδα, και από την άλλη, θα ενισχύσουν την Ιερά Συμμαχία και τη θεωρία της ακεραιότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το αποτέλεσμα ήταν πως η Ρωσία θα κινηθεί ενάντια στους Οθωμανούς μόλις το 1827, αφού πρώτα η ελληνική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια κάτω από τις οπλές των ιππέων του Ιμπραήμ.
Κατ’ αναλογία, και με ακόμα πιο δραματικές συνέπειες, το ίδιο θα συμβεί με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Από τη μια πλευρά, θα σώσει τον απειλούμενο με οριστική αποσύνθεση οθωμανισμό και, από την άλλη, θα πυροδοτήσει ένα κύμα επαναστατικού ενθουσιασμού στην Ευρώπη και την Ελλάδα.
Αυτή η αντιφατική σχέση της Ελλάδας και του ελληνικού κόσμου με τις δύο μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις καταδεικνύει –εάν χρειαζόταν κάτι τέτοιο– την ελληνική ιδιαιτερότητα. Από τη μία πλευρά, συνδεδεμένη με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διανόηση και τις εμπορικές ελίτ της χώρας, από την άλλη, σε μια ιδιότυπη αποικιακή σχέση με την οθωμανική αυτοκρατορία και τη Δύση ταυτόχρονα. Γεγονός που δεν της επέτρεψε εν τέλει να πραγματοποιήσει την εθνική της ολοκλήρωση.
* Απόσπασμα από το κείμενο του Γ. Καραμπελιά «Η Οκτωβριανή Επανάσταση και ο ελληνισμός» από το βιβλίο Γένεση του Ολοκληρωτισμού που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Σημειώσεις:
1. Βλ. A. Skacko, «Armenija: na predstyascej Konferencii» (Η Αρμενία στην προκαταρκτική Συνδιάσκεψη), Zisn nacional’ nostej, 6(104) 1921, σ. 2, πρτθ. από τον Paul Dumont, Κεμάλ, ο δημιουργός της νέας Τουρκίας, Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα 1998, σσ. 129, 230.
2. Paul Dumont, Κεμάλ, ό.π., σσ. 131, 132, 145, 146.
3. Βλ. Γ. Καραμπελιάς (επιμ.), Η αριστερά και το ανατολικό ζήτημα (Σκληρός, Γληνός Δραγούμης), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998· Παναγιώτης Νούτσος, Νίκος Γιαννιός, τυπωθήτω/Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1997.
4. Βλ. σχετικά, Χέλμουτ Γκρούμπερ, Επανάσταση στην Ευρώπη (1917-1923), Κομμούνα, Αθήνα 1985, Μέρος ΙV, «1923, Το τέλος της παγκόσμιας επανάστασης, ο Βουλγαρικός Ιούνης και ο Γερμανικός Οκτώβρης», σσ. 239-304· Joseph Rothschild, The Communist Party of Bulgaria: Origins and Development 1883-1936, Columbia UP, Νέα Υόρκη 1959.
5. Βλ. Αλέξανδρος Δάγκας, Γιώργος Λεοντιάδης, Κομιντέρν και μακεδονικό ζήτημα, Το ελληνικό παρασκήνιο, 1924, Επίκεντρο, Αθήνα 2008· «Τρίτο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ(ΚΚΕ)» – Πρακτικά, Ιστορικό Τμήμα ΚΕ του ΚΚΕ.
*Κύκλος διαλέξεων: Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης και ο ελληνικός δρόμος από τον Γ. Καραμπελιά (έναρξη 31/10/17)
Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017: Εισαγωγή, Η ελληνική επαναστατική παράδοση ως σύνθεση εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.
Είσοδος ελεύθερη
Οι διαλέξεις θα ξεκινούν στις 19.00 και θα πραγματοποιηθούν στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής», Ξενοφώντος 4, 6ος όρ., Σύνταγμα. Τηλ. επικοινωνίας: 210 3826319 και διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: perardin@gmail.com
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr