Του Γεράσιμου Δεληβοριά
Αφορμή γι’ αυτό το σημείωμα, στάθηκε η ξενάγηση στον αρχαιολογικό χώρο
της αρχαίας Μεσσήνης. Εκεί, η αρχαιολόγος ξεναγός εξηγούσε πως οι Σπαρτιάτες φορούσαν
πορφυρούς μανδύες πάνω από τις χάλκινες πανοπλίες τους, για να μην φαίνεται λέει
το αίμα από τις πληγές τους και δειλιάζουν οι συμπολεμιστές τους.
Ήταν δυνατόν; Άντρες που από τα έξη τους χρόνια ασκούνταν σε επικίνδυνα
αγωνίσματα, όπου οι τραυματισμοί και οι πληγές ήταν μια καθημερινότητα, που από
μικρά παιδιά τρέχανε πάνω στον Ταϋγεττο και τον Πάρνονα κυνηγώντας αγριόχοιρους
και ζαρκάδια να λιποθυμάνε σαν αρσακειάδες στη μάχη μόλις κάποιος σύντροφος τραυματιζόταν;
Και όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες, για να μην λογαριάσουμε τους βάρβαρους,
ήτανε πιο ατρόμητοι από τους σκληροτράχηλους Σπαρτιάτες, αντέχανε καλύτερα τη θέα
του αίματος στους συμπολεμιστές τους;
Το λαμπερό κόκκινο, το πορφυρό, είναι το χρώμα της
προτίμησης των περισσότερων μικρών παιδιών, των νηπίων κυρίως.
Αυτό φαίνεται στις ζωγραφιές τους, όπου τα αντικείμενα που θέλουν να τονίσουν,
είναι πάντα με κόκκινο χρώμα. Σε μια πρωϊνή εκπομπή για παιδιά, ένα κοριτσάκι ζωγράφισε κόκκινο χιόνι!
Όχι το χιόνι το στρωμένο στη γή, αλλά τις νιφάδες που πέφτουν πυκνές όταν χιονίζει.
Και οι μεγαλύτεροι άνθρωποι, δείχνουν μιαν ακούσια και ασυνείδητη
προτίμηση στο κόκκινο χρώμα. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες που έχουν κόκκινες φανέλες, έχουν επιτυχίες και πρωταθλήματα πάνω
από το μέσο όρο. Μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα, εντυπωσιάζει τους αρσενικούς ακόμη κι αν δεν είναι ιδιαίτερα όμορφη,
ακόμη κι αν δίπλα της βρίσκονται άλλες ομορφότερες. Στο πόκερ, το φλος ρουαγιάλ
είναι το κόκκινο της κούπας. Το δέκα το καλό, είναι το κόκκινο καρό. Στην Αλίκη που βρίσκεται στη Χώρα των Θαυμάτων, βασίλισσα είναι η ντάμα Κούπα.
Κάτι συμβαίνει λοιπόν με το κόκκινο χρώμα, κάτι που επηρεάζει τον
ανθρώπινο ψυχισμό. Κι όσο πιο ανώριμο ψυχολογικά είναι το άτομο, τόσο η επιρροή είναι εντονότερη. Η ίδια η ονομασία «πορφυρό»
(πύρ και φόρεμα), ίσως να κρύβει και την εξήγηση. Αυτός που φορούσε πορφυρή τήβεννο, κυριολεκτικά φορούσε τη φωτιά
κι αυτό στους προϊστορικούς προγόνους μας πρέπει να προκαλούσε τεράστια εντύπωση. Έμοιαζε με τον ήλιο τη ώρα
της δύσης. Άλλωστε το ηλιοβασίλεμα ακόμη προκαλεί και θα προκαλεί το δέος κι οι άνθρωποι πάντοτε θα το θαυμάζουν.
Την ώρα εκείνη ο ήλιος «πυρί φύρεται», ντύνεται τη φωτιά, γίνεται βασιλιάς, «βασιλεύει».
Έτσι το πορφυρό χρώμα καθιερώθηκε σαν βασιλικό ένδυμα. Οι βασιλιάδες
φορούσαν πορφυρούς μανδύες, αυτοί και μόνον, σ’ όλους τους άλλους απαγορεύονταν. Την ημέρα των
τρελλών, όταν ο πιο τρελλός αναγορεύονταν ψευτοβασιλιάς, του φορούσαν έναν κόκκινο μανδύα, αλλά κόκκινο πρόστυχο, καμμία σχέση
με το πορφυρό των βασιλιάδων. Το ίδιο κι οι
Ρωμαίοι λεγεωνάριοι, «ψευδή πορφύραν περιβάλλουν» τον Ιησού, όταν τον περιγελάνε
και τον κοροϊδεύουνε σαν βασιλιά των Ιουδαίων.
Κι επειδή στην πολύ αρχαία Ελλάδα τουλάχιστον, τα βασιλόπουλα και οι βασιλιάδες
ήτανε πάρα πολλοί, το πορφυρό χρώμα έγινε περιζήτητο. Κι αν οι βασιλιάδες και τα βασιλόπουλα περίσσευαν, υπήρχε
και μια πόλη με κατοίκους τόσο φαντασμένους, ώστε όλοι οι άνδρες της να τυλίγονται σε πορφυρούς, όχι μόνο
μανδύες, αλλά και χιτώνες. Σύμφωνα με τη μυθολογία τους οι Σπαρτιάτες – γι’ αυτούς πρόκειται – κατάγονταν όλοι από
τον Ηρακλή και αυτοαποκαλούνταν Ηρακλείδες.
Κι αφού ο Ηρακλής ήτανε γιός του Δία, όλοι τους είχαν θεϊκή καταγωγή.
Γύρω στα 700 π.χ. μάλιστα, εντοπίστηκε «τυχαία» ο τάφος της Ωραίας Ελένης. Αστραπιαία η σπαρτιατική αριστοκρατία άρχισε
να κατασκευάζει νέα γενεαλογία, που κι αυτή έφτανε στον Δία σαν πατέρα της Ελένης. Δεν ξέρουμε αν αυτές οι γενεαλογίες
είναι που υπαγόρευσαν την προσταγή του Λυκούργου για να παρουσιάζονται οι Σπαρτιάτες ολοπόρφυροι στη μάχη. Ο Ξενοφώντας
όμως, μιλώντας για τον σπαρτιατικό στρατό, λέει πως ξεπρόβαλλε μέσα απ’ τον κουρνιαχτό της μάχης, σαν ένα
εκθαμβωτικό τείχος από χαλκό και πορφύρα.
Ίσως το ακαταμάχητο των Σπαρτιατών να οφείλονταν εν μέρει στο δέος που
προκαλούσε στους αντιπάλους τους αυτό το «πορφυρό τείχος». Το δίχως άλλο, οι Σπαρτιάτες φαίνεται να ήσαν οι πρώτοι
Έλληνες που χρησιμοποίησαν τα ειδικά εφφέ για τον εντυπωσιασμό και την τρομοκράτηση των αντιπάλων τους.
Τα χρόνια εκείνα, η κόκκινη βαφή έβγαινε από ένα θαλασσινό κοχύλι,
τον φοίνικα και φυσικά αυτοί που την εμπορευόντουσαν και τη διακινούσαν, ήταν οι ….. Φοίνικες. Δεν ξέρουμε
ποιος έδωσε το όνομα του στον άλλο, το κοχύλι ή οι άνθρωποι. Οι ίδιοι οι Φοίνικες ήταν ένας αινιγματικός λαός. Σύμφωνα
με νεότερες επιστημονικές αντιλήψεις, ήσαν Κρήτες που αυτονομήθηκαν, μετανάστευσαν στις ακτές του Λιβάνου και σχημάτισαν
έναν καινούργιο λαό. Ίσως να επρόκειτο για κάποια θρησκευτική-επαγγελματική ή στρατιωτική ένωση όπως
οι Κουρήτες, οι Κένταυροι και οι Αμαζόνες.
Σε κατοπινές εποχές είχαμε τους Έρουλους και τους Βάραγγους, ανδρικές συμμορίες
Βίκινγκς, που έκαναν επιδρομές στα βυζαντινά εδάφη και προσλαμβάνονταν σαν μισθοφόροι από τους βυζαντινούς.
Ίσως λοιπόν και οι Φοίνικες να ήταν μια τέτοια κλειστή επαγγελματική
ένωση που καλλιεργούσε στα ελληνικά νησιά το πολύτιμο όστρακο. Σε πολλά απ’ τα νησιά μας, αλλά και σε παραθαλάσσια μέρη
της ηπειρωτικής Ελλάδας, υπάρχει ένας κόλπος που ονομάζεται Φοίνικας, Φοινίκη, Φοινικούντα κλπ. Εκεί μάλλον καλλιεργούνταν
το όστρακο και γινόταν η παραγωγή της κόκκινης βαφής και φυσικά ήταν εμπορικός σταθμός για τη διακίνηση
της.
Στην διπλανή μας Ιταλία, το κόκκινο ήταν κι εκεί το αγαπημένο χρώμα.
Μετά την εκδίωξη του τελευταίου βασιλιά της Ρώμης, του Ταρκύνιου του Υπερήφανου, την πορφυροκέντητη βασιλική
τήβεννο κληρονόμησαν οι ύπατοι, που ασκούσαν την βασιλική εξουσία, με ετήσια θητεία όμως. Από κοντά και οι συγκλητικοί
με τις πορφυρές τους τόκες. Το να φοράς πορφυροκέντητη τήβεννο, χωρίς να έχεις
κάποιο αξίωμα, ήταν ύψιστη τιμή. Το δικαίωμα αυτό απονεμήθηκε στον Κάτωνα για την τιμιότητα του, αυτός όμως το απέρριψε. Οι στρατηλάτες όμως
που γυρίζανε από νικηφόρες εκστρατείες, στον θρίαμβο που πραγματοποιούσαν μέσα στην πόλη, εκτός απ’ την πορφυροκέντητη
τήβεννο έβαφαν και το πρόσωπο τους κόκκινο. Έμοιαζαν έτσι με το άγαλμα του Δία που βρισκόταν
μέσα στο Καπιτώλιο. Λές κι ο θεός ο ίδιος κατέβαινε απ’ το βάθρο του και παρήλαυνε στην πόλη.
Το 44 π.χ., λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Ιούλιος Καίσαρας
ισόβιος δικτάτορας ήδη, άρχισε να φορά εκτός απ’ την πορφυρή τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια που φορούσαν οι παλιοί βασιλιάδες
της Ρώμης. Αυτό φυσικά ενέτεινε τις υποψίες για τις βασιλικές προθέσεις του κι έκανε τον Βρούτο και τους άλλους
συνωμότες να βιαστούν.
Στην Ρώμη υψώθηκε πιθανότατα για πρώτη φορά και η κόκκινη σημαία.
Τις μέρες που διεξάγονταν εκλογές στο Αύλειον, μια κόκκινη σημαία κυμάτιζε στον Ιανίκουλο λόφο. Ήταν σημάδι πως η πόλη
είχε η ίδια την κυριαρχία της και πως κανένας εχθρός δεν την απειλούσε.
Μια «φοινικίδα», κόκκινη πολεμική σημαία δηλαδή, σκέπαζε και την
σαρκοφάγο του Αλέξανδρου, στο ταξίδι για την ταφή του στην έρημο της Σίβα.
Την πορφυρή τήβεννο και τα κόκκινα σανδάλια, κληρονόμησε ο
Αύγουστος και όλοι οι Αύγουστοι και Καίσαρες που ακολούθησαν. Μάλιστα από κεί και πέρα μόνον αυτοί κάνανε χρήση του προνομίου.
Κανένας άλλος. Φυσικά το έθιμο μεταφέρθηκε και στη Νέα Ρώμη, την Κωνσταντινούπολη. Τον τελευταίο Ρωμαίο
αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, προσπαθούσαν να τον εντοπίσουν μέσα στους
σκοτωμένους από τα κόκκινα σανδάλια του. Εδώ έχουμε ακόμη πορφυρογέννητους, αλλά και σκούφους πορφυρούς για τους
αυτοκράτορες της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Εδώ, έχουμε και μερικές ακρότητες σχετικά με τη χρήση του κόκκινου χρώματος.
Οι αυτοκράτορες υπογράφουν με κόκκινο χρώμα! Τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου που έγινε στη Νίκαια,
η Ειρήνη (η γνωστή σαν Αθηναία) και ο γιός της Κωνσταντίνος ΣΤ’ υπογράφουν με κόκκινη
μελάνη.
Σήμερα στη Ρώμη, οι μόνοι άνθρωποι που φορούν κόκκινη τήβεννο είναι
ο Πάπας και οι Καρδινάλιοι. Πιθανότατα, ο Πάπας και οι Καρδινάλιοι του, οικειοποιήθηκαν την πορφύρα μετά την κατάρρευση
της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως το ίδιο έπραξαν και ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και οι Μητροπολίτες
του, μετά την Άλωση.
Υπάρχει και κάτι περίεργο σχετικά με τη σημαία της σημερινής Τουρκίας.
Με δεδομένο ότι το χρώμα του Ισλάμ είναι το πράσινο, το κόκκινο χρώμα της είναι μάλλον παράξενη επιλογή και θυμίζει έντονα
τα κόκκινα μπαϊράκια των Σουλτάνων. Ξέρουμε όμως ότι ο Πορθητής, εκτός
από Σουλτάνος και Χαλίφης, πήρε και τον τίτλο του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων, σε μια προσπάθεια συνέχισης της Ρώμης. Τον τίτλο αυτό διατήρησαν όλοι οι Σουλτάνοι,
μέχρι την εκθρόνιση τους, το 1922. Ίσως λοιπόν, τα κόκκινα μπαϊράκια και η σημαία της σημερινής Τουρκίας να είναι
μια ασυνείδητη προσπάθεια συνέχειας του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού μεγαλείου. Βέβαια, το 1924 επινοήθηκε κάποιος μύθος
για να δικαιολογηθεί η επιλογή της κόκκινης σημαίας, όμως οι μύθοι δημιουργούνται για να συσκοτίζουν τα πραγματικά
γεγονότα και προθέσεις. Ανάλογους μύθους κατασκεύασαν και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, για να δικαιολογήσουν
τα πορφυρά άμφια των δεσποτάδων.
Η πορφυρή τήβεννος διατηρήθηκε και στους βασιλιάδες της Ευρώπης,
σιγά σιγά όμως άρχισε να εμφανίζεται μόνον στις ενθρονίσεις και στις επίσημες παρελάσεις. Επιβιώνει ακόμη και σήμερα και
όχι μόνο στις μοναρχίες, με τα κόκκινα χαλιά που στρώνονται κατά την υποδοχή των επισήμων.
Το κρίσιμο έτος για την καθιέρωση του κόκκινου χρώματος σαν
χρώματος της εξέγερσης, ήταν το 1791. Μέχρι τότε, το χρώμα της εξέγερσης, της ανταρσίας, ήταν το μαύρο, εξ
ού και οι πειρατική (και η αναρχική) σημαία. Τη χρονιά όμως εκείνη, ο Λουδοβίκος ΙΣΤ παρασπόνδησε στον όρκο που έδωσε στην Εθνοσυνέλευση
και προσπάθησε να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος με την οικογένεια του στο εξωτερικό. Στα σύνορα όμως αναγνωρίστηκε
από τους κατοίκους και οδηγήθηκε όλη η οικογένεια με λαϊκή συνοδεία στο Παρίσι και τον θάνατο. Η είδηση
όμως της βασιλικής προδοσίας, είχε ήδη προκαλέσει πολιτικό αναβρασμό και μια πρωτοφανή λαϊκή κινητοποίηση. Λίγο
αργότερα μαθεύτηκε πως οι ξένοι μονάρχες, ετοίμαζαν εισβολή για την απελευθέρωση του Λουδοβίκου και της οικογένειας
του. Η λαϊκή κινητοποίηση μετατράπηκε σε εξέγερση. Στο Δημαρχείο του Παρισιού υψώθηκε κόκκινη σημαία,
σημάδι πως ο λαός παίρνει την βασιλική εξουσία. Το κόκκινο, από χρώμα υποταγής του λαού, γίνεται το χρώμα της
Ισότητας κι αυτήν συμβολίζει στην τρίχρωμη σημαία, ενώ το λευκό συμβολίζει την Αδελφοσύνη και το μπλέ την Ελευθερία.
Από κεί και πέρα, σ’ όλες τις επαναστάσεις, το 1830, το 1832, το
1848 και κυρίως το 1871, μαζί με τις τρίχρωμες, οι επαναστάτες υψώνουν και κόκκινες σημαίες. Και καθώς, οι εργαζόμενες τάξεις
σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος αυτών των επαναστάσεων, η κόκκινη σημαία γίνεται σιγά
- σιγά η σημαία της εργατικής τάξης, των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, των κομμουνιστικών κρατών, αλλά και της χιτλερικής Γερμανίας,
με τη σβάστικα καρφωμένη στο κέντρο της.
Σήμερα επιχειρείται μια αποστασιοποίηση από τα σύμβολα του παρελθόντος.
Μόνο το ανθρώπινο ασυνείδητο δεν λέει ν’ αποστασιοποιηθεί και συνεχίζει και μάλλον
θα συνεχίζει να εντυπωσιάζεται από ένα ολοκόκκινο ηλιοβασίλεμμα, μιαν εντεκάδα
με κόκκινες φανέλες, ένα κόκκινο χαλί και προπαντός, από μια όμορφη γυναίκα ντυμένη
στα κόκκινα.