Μέχρι σήμερα δεν υπήρχε κάποιος νόμος σχετικά με τη διαδικασία αλλαγής του φύλου στα νομικά έγγραφα (ληξιαρχική πράξη γέννησης, δελτίο ταυτότητας, διαβατήριο, πτυχίο κ.ά.) ενός ατόμου, μόνο αποφάσεις δικαστηρίων (Ειρηνοδικείων). Με βάση τις πρόσφατες δικαστικές αποφάσεις (12), η έγκριση της αίτησης του ατόμου συνοδευόταν από μια σειρά ιατρικές εξετάσεις, γνωματεύσεις, ιατρικές πράξεις (επεμβάσεις μαστεκτομής, ορμονοθεραπεία) που αφορούσαν τη σωματική και ψυχική υγεία του ατόμου, αλλά και από τις δηλώσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος του αιτούντος. Δεν θεωρήθηκε απαραίτητη η χειρουργική επέμβαση αλλαγής των γεννητικών οργάνων, καθώς αντιβαίνει με τα ανθρώπινα δικαιώματα, αποτελεί στείρωση. Με βάση αυτές τις προϋποθέσεις έκρινε το δικαστήριο την αίτηση. Η πλειοψηφία των χωρών (41 χώρες) έχουν νομοθετικές ρυθμίσεις στην παραπάνω λογική, με εξαίρεση τη Μάλτα, την Ιρλανδία, τη Δανία και την Αργεντινή που αρκεί μια αίτηση του ατόμου σε δικαστική ή διοικητική αρχή, χωρίς καμιά άλλη προϋπόθεση. Από χώρα σε χώρα, βέβαια, υπάρχουν διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα ηλικιακά όρια.
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, η αίτηση του ατόμου στη δικαστική αρχή δεν απαιτεί ως προϋπόθεση καμιά επιστημονική γνωμάτευση. Οι μοναδικές προϋποθέσεις που θέτει είναι το άτομο να μην είναι έγγαμο όταν κάνει την αίτηση και να έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, δηλαδή να είναι άνω των 18 ετών. Περιλαμβάνει ακόμα στις προϋποθέσεις τη δυνατότητα να αλλάξει η ταυτότητα φύλου ενός ανήλικου ατόμου 17 ετών, με τη συναίνεση των γονιών του, επικαλούμενο ότι, αφού έχει το δικαίωμα ψήφου και μια σειρά άλλα «πολιτικά δικαιώματα», μπορεί να έχει την πνευματική ωριμότητα να αποφασίσει. Υπάρχει ακόμα η ηλικιακή κατηγορία των 15 και 16 ετών, που πέρα από τη γονική συναίνεση, απαιτείται και η ιατρική γνωμάτευση από διεπιστημονικό συμβούλιο.
Με βάση τις διατάξεις του νομοσχεδίου αγνοείται σχεδόν πλήρως η ανάγκη το άτομο να διαθέτει ολόπλευρη, επιστημονική και κοινωνική στήριξη, ως προϋπόθεση για να προχωρήσει στην αλλαγή του φύλου στα νομικά έγγραφα.
Προβληματισμοί και ενστάσεις από επισημονικές ενώσεις
Προβληματισμούς σε σχέση με το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης έχουν εκφράσει εκπρόσωποι επιστημονικών ενώσεων. Διαχωρίζουν τις περιπτώσεις των μεσοφυλικών παιδιών (παιδιά που τα χρωμοσώματα ή τα γεννητικά τους όργανα παρουσιάζουν απόκλιση από τον τυπικό ορισμό του αρσενικού ή θηλυκού σώματος), που αποτελούν 1 στις 5.000 περιπτώσεις και η ολοκληρωμένη επιστημονική και κοινωνική στήριξη χρειάζεται να γίνεται σε μικρή ηλικία. Για τις υπόλοιπες περιπτώσεις της δυσφορίας φύλου στην εφηβεία, διατυπώνουν επιφυλάξεις αξιοποιώντας και τη διεθνή πείρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αλλαγή της ταυτότητας φύλου στην εφηβεία είναι αποτέλεσμα ενδοοικογενειακών συγκρούσεων, ακόμα και μίμησης αντίστοιχων περιπτώσεων συμμαθητών και συμμαθητριών τους (mainstreaming). Συνεπώς, χρειάζεται να προηγηθεί η ανάπτυξη ειδικών συμβουλευτικών ομάδων για τους εφήβους με δυσφορία φύλου, χωρίς βιασύνες. Ενώ επισήμαναν ότι η διαδικασία ορμονοθεραπείας στην εφηβεία δεν είναι αντιστρέψιμη.
Την αντίθεσή της στις προβλέψεις του νομοσχεδίου που αφορούν τα ανήλικα άτομα, εκφράζει η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος - Ένωση Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων (ΠΕΕ-ΕΝΩΨΥΠΕ). Η Εταιρεία εκφράζει την αντίθεσή της όσον αφορά «την επέκταση της δυνατότητας αλλαγής φύλου σε άτομα αυτής της ηλικίας (15 μέχρι την ενηλικίωση), ηλικία η οποία χαρακτηρίζεται από ρευστότητα της διαμορφούμενης ταυτότητας φύλου». Επισημαίνει ακόμα πως δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα «για εφήβους που έχουν κάνει νομική "μετάβαση" και για τις συνέπειες μιας τέτοιας πρακτικής». Με βάση αυτά τα δεδομένα εκφράζει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς της «ότι η εμπλοκή των εν λόγω νέων στη διαδικασία θα επιβαρύνει παρά θα βελτιώσει την ψυχική τους κατάσταση».
Αναπτύσσει τον προβληματισμό της, αξιοποιώντας τη σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία, επισημαίνοντας ότι «στα άτομα με δυσφορία φύλου παρουσιάζεται υψηλότερη ψυχοπαθολογία σε σχέση με το γενικό πληθυσμό». Επίσης, παρατηρούνται υψηλά ποσοστά «κατάθλιψης και αυτοκτονικότητας, που δεν υποχωρεί με ιατρικές διαδικασίες αλλαγής φύλου, η δυσφορία παραμένει, παρά τυχόν επιτυχείς κοινωνικές μεταβάσεις».
Αναφέρεται, ακόμη, ότι στην πρόσφατη έκδοση των κατευθυντήριων οδηγιών πρακτικής επισημαίνεται η «πολύ μεγάλη πολυπλοκότητα της Διαταραχής Ταυτότητας / Δυσφορίας Φύλου στην παιδική και εφηβική ηλικία». Παράλληλα, η επιστολή υποστηρίζει «την ανάγκη αξιολόγησης πιθανών δυσμενών ψυχολογικών και κοινωνικών εκβάσεων στη ζωή του ατόμου (ψυχική υγεία, φίλοι, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνικός ρόλος)». Εκφράζονται επιφυλάξεις σε σχέση με την προϋπόθεση της γονικής συναίνεσης καθώς «είναι γνωστό ότι η επιμένουσα στην εφηβεία Δυσφορία Φύλου, μπορεί να έχει τροφοδοτηθεί από γονεϊκή ανοχή ή και ενθάρρυνση. Επιπλέον, η γονεϊκή ψυχοπαθολογία αποτελεί ένα από τα σταθερά πλέον ευρήματα».
Ακόμα και επιστημονικές ενώσεις που θεωρούν ότι το νομοσχέδιο κινείται σε θετική κατεύθυνση, όπως η Ελληνική Ψυχιατρική Εταιρία, υπάρχουν προβληματισμοί όπως: «Έχει επιλεγεί από το νομοθέτη η παράκαμψη της ιατρικής εκτίμησης του αιτήματος και του ιατρικού πιστοποιητικού... Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, όταν συνυπάρχει ενεργή ψυχοπαθολογία (π.χ. σχιζοφρένεια ή διπολική συναισθηματική διαταραχή), αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί. Το βάρος της εκτίμησης του αιτήματος επωμίζεται ο δικαστής». Και θέτει ως ερωτήματα για το πώς θα αποφασίσει ο δικαστή: «Στη βάση ενός υπομνήματος που θα συνοδεύει την αίτηση και θα περιέχει κοινωνικές και ιατρικές πληροφορίες; Στη βάση πραγματογνωμοσύνης που θα διατάξει;».
Ανάρτηση από: http://www.902.gr