Του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη
Ήδη προβάλλεται το εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ «This is not a coup – Just another day in the EU». Εξαιρετικό το σενάριο του Άρη Χατζηστεφάνου, καθώς εξαίρετη είναι και η επιστημονική επιμέλεια του Λεωνίδα Βατικιώτη. Εξαίρετοι είναι και οι λοιποί συντελεστές του πολύ αξιόλογου από άποψη αισθητικής και ουσίας έργου, που συνδυάζει πολιτική και τέχνη.
Η όλη επιμέλεια παιδεύει με κυρίαρχο άξονα το «ευρώ» και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ, δε, αναδεικνύεται ως αιτία και αιτιατό κίνησης πολιτικών διαδικασιών. Ιδιαιτέρως όμως επισημαίνεται και ο ρόλος του Μηχανισμού Παροχής Έκτακτης Ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance / ELA) ως μέσου πίεσης επί των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Με βάση τα ερεθίσματα που προκύπτουν από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, χρήσιμο είναι να λεχθούν τα εξής:
Πώς φτάσαμε στο τραπεζογραμμάτιο
Η παγκόσμια οικονομία με το πέρασμα από τον αντιπραγματισμό («μου δίδεις σιτάρι, σου δίδω λάδι») εισήλθε στην οικονομία του χρήματος. Βάση συναλλαγής υπήρξε το «μέταλλο», με κύρια προτίμηση στον χρυσό. Έτσι προκύπτει το «υλικό χρήμα». Το «υλικό χρήμα» είχε μια «εσωτερική - πραγματική αξία». Η αξία τούτη του χρήματος υπάκουε στους γενικούς νόμους της αξίας και έκανε το συγκεκριμένο χρήμα αποδεκτό ως μέσο πληρωμής από τους συναλλασσόμενους.
Το μέταλλο (κυρίως ο χρυσός) που «ενσωμάτωνε» το αρχικό χρήμα μπορεί να είχε σπουδαία πλεονεκτήματα. Είχε όμως και μειονεκτήματα: ήταν βαρύ, είχε κόστος μεταφοράς, δυσχέρεια χρήσης και δεν ευνοούσε κυρίως τον μεγάλο όγκο συναλλαγών. Και όπως συμβαίνει συνήθως, τα «δυσκόλως μεταφερόμενα» αλλά και πολύτιμα αντικείμενα τα εμπιστευόμαστε σε χώρους ασφαλείς για να τα αναλάβουμε όποτε τα χρειαστούμε.
Το μεταλλικό χρήμα, λοιπόν, δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ αυτή τη διαδικασία. Έτσι, οι κάτοχοι του χρυσού, για παράδειγμα, εμπιστεύονταν την ιδιοκτησία τους αυτή (την κατέθεταν) στους τραπεζίτες ή χρυσοχόους (αργυραμοιβούς) και λάμβαναν μια απόδειξη κατάθεσης, ένα «αποδεικτικό χρυσού», ένα «χαρτί» δηλαδή, πάνω στο οποίο είχε αποτυπωθεί η αναγνώριση του αρχικού «τραπεζίτη» ότι δέχθηκε την κατάθεση και πως έχει υποχρέωση να αποδώσει σε πρώτη ζήτηση ό,τι του κατατέθηκε.
Έτσι γεννήθηκε το αξίωμα ότι αφού το «χαρτί» αυτό αντιπροσώπευε επακριβώς την αξία του μετάλλου, ήταν βέβαιη η υλική πράξη του κατατεθειμένου μετάλλου και βέβαιη η απόδειξη ότι ο κομιστής αυτού του «εγγράφου» ήταν πράγματι ο ιδιοκτήτης αυτής της ποσότητας του μετάλλου. Έτσι, «σιγά σιγά» έγινε κοινή συνείδηση ότι δεν υπήρχε λόγος να προστρέχει κανείς στην «Τράπεζα», να αναλαμβάνει το κατατεθειμένο μέταλλο και να το μεταφέρει για πληρωμή στους εκάστοτε πιστωτές του ή εν γένει αντισυμβαλλόμενους - συναλλασσόμενους. Επίσης, με βάση το προαναφερόμενο αξίωμα, ο δικαιούχος της πληρωμής δεν είχε λόγους να μην αποδεχθεί το «χαρτί - αποδεικτικό». Το κυριότερο ήταν δε ότι ο δικαιούχος ουδένα διέτρεχε κίνδυνο, αφού σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε, εμφανιζόμενος στην «Τράπεζα», να λάβει στην κατοχή του το μέταλλο που αντιπροσώπευε το «χαρτί» που προσκόμιζε.
Η επέκταση του συστήματος αυτού έδωσε αφορμή στην ανακάλυψη του χαρτονομίσματος (τραπεζογραμματίου), στη μετάβαση, δηλαδή, από το «αποδεικτικό χρυσού» στο μετατρέψιμο τραπεζογραμμάτιο (γραμμάτιο Τράπεζας).
Σήμερα βεβαίως δεν κυκλοφορούν «πιστωτικά χαρτονομίσματα». Τη θέση τους έλαβαν τα «μη μετατρέψιμα τραπεζογραμμάτια» (νομίσματα, δηλαδή, που με Νόμο επιβάλλεται η αναγκαστική κυκλοφορία τους). Ως εκ τούτου έπαψε να υπάρχει και η «πρακτική» της έκδοσης χαρτονομισμάτων από τις επιμέρους Εμπορικές Τράπεζες. Το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χαρτονομισμάτων και κερμάτων, ως νομισμάτων που αφορούν σε αναγκαστικό μέσο χρήματος, ανήκει πλέον στην εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα. Προκειμένου όμως για το ευρώ, το εκδοτικό προνόμιο είναι «αποκλειστική» αρμοδιότητα της ΕΚΤ, η οποία έχει και τα προνόμια του ELA.
H αρχή των πάντων
Με την ακύρωση του μεταλλικού χρήματος, όπως καταγράφεται με τα προεκτεθέντα, η παγκόσμια οικονομία εισήλθε στην εποχή της Τράπεζας και, διά του «τραπεζικού χρήματος», ζούμε πλέον στην εποχή των σύγχρονων τραπεζικών λειτουργιών και εργασιών, με τη λειτουργία του λογιστικού και πλαστικού χρήματος. Προκειμένου δε περί του ευρωσυστήματος, ζούμε στην εποχή «υπακοής» (!) στις πολιτικές επιλογές της ΕΚΤ – όπως αποδεικνύει και το προαναφερόμενο ντοκιμαντέρ.
Ο όρος «Τράπεζα» προέρχεται από το έπιπλο «τράπεζα - τραπέζι - πάγκος», πίσω από το οποίο στέκονταν οι «νομισματαλλάκτες», οι «αργυραμοιβοί». Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες η Τράπεζα εκφράζεται με τον ίδιο όρο «τράπεζα - τραπέζι»: «Bank», «Banque», «Banca». Ωστόσο, οι πρώτες Τράπεζες δημιουργήθηκαν κατά τον 8ο και 7ο π.Χ. (!) αιώνα από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους. Οι Τράπεζες αυτές εξέδιδαν συναλλαγματικές και αποδείξεις σε μικρούς δίσκους, πάνω στους οποίους ήταν «χαραγμένα» δάνεια με ενέχυρο ή (και) υποθήκη και ο τόκος που είχε «συμφωνηθεί».
Στην αρχαία Ελλάδα ως πρώτες Τράπεζες χρησίμευσαν οι Ναοί (!), τους οποίους σέβονταν και οι κατακτητές ακόμη. Περίφημοι υπήρξαν οι Ναοί των Δελφών, της Ολυμπίας και της Δήλου, στους οποίους εναπόθεταν τεράστια ποσά όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι παρεπιδημούντες. Στις ιωνικές πόλεις Μίλητο, Σμύρνη και Έφεσο οι αργυραμοιβοί διεξήγαν τραπεζικές εργασίες, ενώ η τραπεζική τέχνη μετά τους Μηδικούς Πολέμους μεταφέρθηκε από την Κόρινθο στην Αθήνα. Οι πρώτοι τραπεζίτες των Αθηνών ήσαν νομισματαλλάκτες. Αργότερα, οι νομισματαλλάκτες δέχονταν καταθέσεις ιδιωτών, προς τους οποίους δεν έδιναν καν αποδείξεις, γιατί έχαιραν τέτοιας φήμης και εκτίμησης για την εντιμότητά τους, ώστε οι πελάτες τους αρκούνταν στον λόγο τους και μόνον! Κατά τη ρωμαϊκή δε εποχή οι τραπεζίτες διενεργούσαν τις ίδιες εργασίες και έχαιραν μεγάλων τιμών, ενώ ιστορικώς είναι βέβαιον ότι η τραπεζική τέχνη «μεταδόθηκε» από την Αθήνα στη Ρώμη.
Με την παρακμή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, οπότε επήλθε το «βαρβαρικό κύμα», επακολούθησε περίοδος πολέμων και οι Τράπεζες περιέπεσαν σε παρακμή –η πίστη αναπτύσσεται μόνο σε ειρήνη–, για να εμφανιστούν και πάλι κατά τον Μεσαίωνα. Στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς η πρώτη Τράπεζα που ιδρύθηκε ήταν η Τράπεζα της Βενετίας το 1157 (που επανιδρύθηκε το 1756). Επακολούθησε η Τράπεζα του Αμβούργου το 1719. Όμως η «σύγχρονη» τραπεζική τέχνη έχει τη «βάση της» στις Τράπεζες της Αγγλίας και στους πρώτους Άγγλους τραπεζίτες, τους χρυσοχόους, με πρωταίτιους τους Λομβάρδους – εξ ου και η Lombard Street.
Στην Ελλάδα η πρώτη Τράπεζα που ιδρύθηκε ήταν η Ιονική, με έδρα το Λονδίνο, το 1839 και δύο έτη αργότερα ιδρύθηκαν η Εθνική και η Εμπορική. Στην Εθνική παραχωρήθηκε από το κράτος το προνόμιο της έκδοσης των τραπεζογραμματίων (1841). Τούτο ίσχυε μέχρι το 1928, οπότε το προνόμιο έκδοσης των τραπεζογραμματίων μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σήμερα (βεβαίως) η Τράπεζα της Ελλάδος ανήκει στο «Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών», ενώ το εκδοτικό προνόμιο (ως προεκτέθηκε) ανήκει στην ΕΚΤ.
Το χρήμα αποκτά αξία επειδή κυκλοφορεί
Με την «υπέρβαση» των δεδομένων του «καθεστώτος» του μεταλλικού χρήματος και με τη δημιουργία των πρώτων Τραπεζών εμφανίζονταν σταδιακώς και οι «πρώτες τραπεζικές τεχνικές» (τα λεγόμενα σήμερα «τραπεζικά εργαλεία - τραπεζικά προϊόντα») που, στην πορεία του χρόνου, αναμόρφωναν το εκάστοτε σύστημα πληρωμών και δημιουργούσαν νέες συνθήκες στις συναλλαγές.
Τα εκάστοτε νέα «τραπεζικά εργαλεία - τραπεζικά προϊόντα» απέδιδαν σε κάθε ιστορική φάση τις νεότερες «τεχνικές» ως μετεξέλιξη της αρχικής «τραπεζικής τέχνης», με συνέπεια την τελική διαμόρφωση - γέννηση του τραπεζικού ή λογιστικού και, εντέλει, πλαστικού χρήματος. Πάντως, επισημειώνεται ότι το «κεντρικό χρήμα» με την κατάργηση της μετατρεψιμότητας εκδίδεται πλέον χωρίς «κάλυψη» – η συνήθης δε τιμή αναφοράς γίνεται στον δείκτη που αφορά στο νομισματικό μέγεθος Μ3. Έτσι, ενώ το χρήμα αρχικώς κυκλοφορούσε επειδή είχε αξία, στην εποχή μας το χρήμα αποκτά αξία επειδή κυκλοφορεί!
Η Ελλάδα περίπου επί ένα έτος βιώνει τα περίφημα capital controls. Βεβαίως, η κυκλοφορία του χρήματος τείνει διεθνώς να περιορίζεται. Ήδη υπάρχει «υποψία» δραστικής περιστολής της κυκλοφορίας και καθιέρωσης του «πλαστικού χρήματος». Υπάρχει «υποψία» για ουσιαστική κατάργηση των μετρητών. Ο Ιβ Μερς, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατέβαλε προσφάτως προσπάθεια να καθησυχάσει όσους εμφανίζονται επικριτικοί στο ενδεχόμενο δραστικής περιστολής της κυκλοφορίας του νομίσματος. Ωστόσο, ήδη χώρες όπως ο Καναδάς, η Σουηδία, η Νότια Κορέα πίστεψαν στην αποκλειστικότητα του «πλαστικού χρήματος». Οπότε μάλλον οδηγούμαστε στην όλο και περισσότερο «έλλειψη χρήσης μετρητών»! Συνεπώς η γνωστή πινακίδα «τοις μετρητοίς» μάλλον θα θυμίζει παρελθόν. Αρκεί, βεβαίως, να το αποφασίσει η ΕΚΤ!...
Ανάρτηση από: http://www.epikaira.gr
Ήδη προβάλλεται το εντυπωσιακό ντοκιμαντέρ «This is not a coup – Just another day in the EU». Εξαιρετικό το σενάριο του Άρη Χατζηστεφάνου, καθώς εξαίρετη είναι και η επιστημονική επιμέλεια του Λεωνίδα Βατικιώτη. Εξαίρετοι είναι και οι λοιποί συντελεστές του πολύ αξιόλογου από άποψη αισθητικής και ουσίας έργου, που συνδυάζει πολιτική και τέχνη.
Η όλη επιμέλεια παιδεύει με κυρίαρχο άξονα το «ευρώ» και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η ΕΚΤ, δε, αναδεικνύεται ως αιτία και αιτιατό κίνησης πολιτικών διαδικασιών. Ιδιαιτέρως όμως επισημαίνεται και ο ρόλος του Μηχανισμού Παροχής Έκτακτης Ρευστότητας (Emergency Liquidity Assistance / ELA) ως μέσου πίεσης επί των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων. Με βάση τα ερεθίσματα που προκύπτουν από το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ, χρήσιμο είναι να λεχθούν τα εξής:
Πώς φτάσαμε στο τραπεζογραμμάτιο
Η παγκόσμια οικονομία με το πέρασμα από τον αντιπραγματισμό («μου δίδεις σιτάρι, σου δίδω λάδι») εισήλθε στην οικονομία του χρήματος. Βάση συναλλαγής υπήρξε το «μέταλλο», με κύρια προτίμηση στον χρυσό. Έτσι προκύπτει το «υλικό χρήμα». Το «υλικό χρήμα» είχε μια «εσωτερική - πραγματική αξία». Η αξία τούτη του χρήματος υπάκουε στους γενικούς νόμους της αξίας και έκανε το συγκεκριμένο χρήμα αποδεκτό ως μέσο πληρωμής από τους συναλλασσόμενους.
Το μέταλλο (κυρίως ο χρυσός) που «ενσωμάτωνε» το αρχικό χρήμα μπορεί να είχε σπουδαία πλεονεκτήματα. Είχε όμως και μειονεκτήματα: ήταν βαρύ, είχε κόστος μεταφοράς, δυσχέρεια χρήσης και δεν ευνοούσε κυρίως τον μεγάλο όγκο συναλλαγών. Και όπως συμβαίνει συνήθως, τα «δυσκόλως μεταφερόμενα» αλλά και πολύτιμα αντικείμενα τα εμπιστευόμαστε σε χώρους ασφαλείς για να τα αναλάβουμε όποτε τα χρειαστούμε.
Το μεταλλικό χρήμα, λοιπόν, δεν μπόρεσε να ξεφύγει απ’ αυτή τη διαδικασία. Έτσι, οι κάτοχοι του χρυσού, για παράδειγμα, εμπιστεύονταν την ιδιοκτησία τους αυτή (την κατέθεταν) στους τραπεζίτες ή χρυσοχόους (αργυραμοιβούς) και λάμβαναν μια απόδειξη κατάθεσης, ένα «αποδεικτικό χρυσού», ένα «χαρτί» δηλαδή, πάνω στο οποίο είχε αποτυπωθεί η αναγνώριση του αρχικού «τραπεζίτη» ότι δέχθηκε την κατάθεση και πως έχει υποχρέωση να αποδώσει σε πρώτη ζήτηση ό,τι του κατατέθηκε.
Έτσι γεννήθηκε το αξίωμα ότι αφού το «χαρτί» αυτό αντιπροσώπευε επακριβώς την αξία του μετάλλου, ήταν βέβαιη η υλική πράξη του κατατεθειμένου μετάλλου και βέβαιη η απόδειξη ότι ο κομιστής αυτού του «εγγράφου» ήταν πράγματι ο ιδιοκτήτης αυτής της ποσότητας του μετάλλου. Έτσι, «σιγά σιγά» έγινε κοινή συνείδηση ότι δεν υπήρχε λόγος να προστρέχει κανείς στην «Τράπεζα», να αναλαμβάνει το κατατεθειμένο μέταλλο και να το μεταφέρει για πληρωμή στους εκάστοτε πιστωτές του ή εν γένει αντισυμβαλλόμενους - συναλλασσόμενους. Επίσης, με βάση το προαναφερόμενο αξίωμα, ο δικαιούχος της πληρωμής δεν είχε λόγους να μην αποδεχθεί το «χαρτί - αποδεικτικό». Το κυριότερο ήταν δε ότι ο δικαιούχος ουδένα διέτρεχε κίνδυνο, αφού σε οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε, εμφανιζόμενος στην «Τράπεζα», να λάβει στην κατοχή του το μέταλλο που αντιπροσώπευε το «χαρτί» που προσκόμιζε.
Η επέκταση του συστήματος αυτού έδωσε αφορμή στην ανακάλυψη του χαρτονομίσματος (τραπεζογραμματίου), στη μετάβαση, δηλαδή, από το «αποδεικτικό χρυσού» στο μετατρέψιμο τραπεζογραμμάτιο (γραμμάτιο Τράπεζας).
Σήμερα βεβαίως δεν κυκλοφορούν «πιστωτικά χαρτονομίσματα». Τη θέση τους έλαβαν τα «μη μετατρέψιμα τραπεζογραμμάτια» (νομίσματα, δηλαδή, που με Νόμο επιβάλλεται η αναγκαστική κυκλοφορία τους). Ως εκ τούτου έπαψε να υπάρχει και η «πρακτική» της έκδοσης χαρτονομισμάτων από τις επιμέρους Εμπορικές Τράπεζες. Το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χαρτονομισμάτων και κερμάτων, ως νομισμάτων που αφορούν σε αναγκαστικό μέσο χρήματος, ανήκει πλέον στην εκάστοτε Κεντρική Τράπεζα. Προκειμένου όμως για το ευρώ, το εκδοτικό προνόμιο είναι «αποκλειστική» αρμοδιότητα της ΕΚΤ, η οποία έχει και τα προνόμια του ELA.
H αρχή των πάντων
Με την ακύρωση του μεταλλικού χρήματος, όπως καταγράφεται με τα προεκτεθέντα, η παγκόσμια οικονομία εισήλθε στην εποχή της Τράπεζας και, διά του «τραπεζικού χρήματος», ζούμε πλέον στην εποχή των σύγχρονων τραπεζικών λειτουργιών και εργασιών, με τη λειτουργία του λογιστικού και πλαστικού χρήματος. Προκειμένου δε περί του ευρωσυστήματος, ζούμε στην εποχή «υπακοής» (!) στις πολιτικές επιλογές της ΕΚΤ – όπως αποδεικνύει και το προαναφερόμενο ντοκιμαντέρ.
Ο όρος «Τράπεζα» προέρχεται από το έπιπλο «τράπεζα - τραπέζι - πάγκος», πίσω από το οποίο στέκονταν οι «νομισματαλλάκτες», οι «αργυραμοιβοί». Στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες η Τράπεζα εκφράζεται με τον ίδιο όρο «τράπεζα - τραπέζι»: «Bank», «Banque», «Banca». Ωστόσο, οι πρώτες Τράπεζες δημιουργήθηκαν κατά τον 8ο και 7ο π.Χ. (!) αιώνα από τους Ασσύριους, τους Βαβυλώνιους και τους Αιγύπτιους. Οι Τράπεζες αυτές εξέδιδαν συναλλαγματικές και αποδείξεις σε μικρούς δίσκους, πάνω στους οποίους ήταν «χαραγμένα» δάνεια με ενέχυρο ή (και) υποθήκη και ο τόκος που είχε «συμφωνηθεί».
Στην αρχαία Ελλάδα ως πρώτες Τράπεζες χρησίμευσαν οι Ναοί (!), τους οποίους σέβονταν και οι κατακτητές ακόμη. Περίφημοι υπήρξαν οι Ναοί των Δελφών, της Ολυμπίας και της Δήλου, στους οποίους εναπόθεταν τεράστια ποσά όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι παρεπιδημούντες. Στις ιωνικές πόλεις Μίλητο, Σμύρνη και Έφεσο οι αργυραμοιβοί διεξήγαν τραπεζικές εργασίες, ενώ η τραπεζική τέχνη μετά τους Μηδικούς Πολέμους μεταφέρθηκε από την Κόρινθο στην Αθήνα. Οι πρώτοι τραπεζίτες των Αθηνών ήσαν νομισματαλλάκτες. Αργότερα, οι νομισματαλλάκτες δέχονταν καταθέσεις ιδιωτών, προς τους οποίους δεν έδιναν καν αποδείξεις, γιατί έχαιραν τέτοιας φήμης και εκτίμησης για την εντιμότητά τους, ώστε οι πελάτες τους αρκούνταν στον λόγο τους και μόνον! Κατά τη ρωμαϊκή δε εποχή οι τραπεζίτες διενεργούσαν τις ίδιες εργασίες και έχαιραν μεγάλων τιμών, ενώ ιστορικώς είναι βέβαιον ότι η τραπεζική τέχνη «μεταδόθηκε» από την Αθήνα στη Ρώμη.
Με την παρακμή του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, οπότε επήλθε το «βαρβαρικό κύμα», επακολούθησε περίοδος πολέμων και οι Τράπεζες περιέπεσαν σε παρακμή –η πίστη αναπτύσσεται μόνο σε ειρήνη–, για να εμφανιστούν και πάλι κατά τον Μεσαίωνα. Στους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς η πρώτη Τράπεζα που ιδρύθηκε ήταν η Τράπεζα της Βενετίας το 1157 (που επανιδρύθηκε το 1756). Επακολούθησε η Τράπεζα του Αμβούργου το 1719. Όμως η «σύγχρονη» τραπεζική τέχνη έχει τη «βάση της» στις Τράπεζες της Αγγλίας και στους πρώτους Άγγλους τραπεζίτες, τους χρυσοχόους, με πρωταίτιους τους Λομβάρδους – εξ ου και η Lombard Street.
Στην Ελλάδα η πρώτη Τράπεζα που ιδρύθηκε ήταν η Ιονική, με έδρα το Λονδίνο, το 1839 και δύο έτη αργότερα ιδρύθηκαν η Εθνική και η Εμπορική. Στην Εθνική παραχωρήθηκε από το κράτος το προνόμιο της έκδοσης των τραπεζογραμματίων (1841). Τούτο ίσχυε μέχρι το 1928, οπότε το προνόμιο έκδοσης των τραπεζογραμματίων μεταβιβάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Σήμερα (βεβαίως) η Τράπεζα της Ελλάδος ανήκει στο «Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών», ενώ το εκδοτικό προνόμιο (ως προεκτέθηκε) ανήκει στην ΕΚΤ.
Το χρήμα αποκτά αξία επειδή κυκλοφορεί
Με την «υπέρβαση» των δεδομένων του «καθεστώτος» του μεταλλικού χρήματος και με τη δημιουργία των πρώτων Τραπεζών εμφανίζονταν σταδιακώς και οι «πρώτες τραπεζικές τεχνικές» (τα λεγόμενα σήμερα «τραπεζικά εργαλεία - τραπεζικά προϊόντα») που, στην πορεία του χρόνου, αναμόρφωναν το εκάστοτε σύστημα πληρωμών και δημιουργούσαν νέες συνθήκες στις συναλλαγές.
Τα εκάστοτε νέα «τραπεζικά εργαλεία - τραπεζικά προϊόντα» απέδιδαν σε κάθε ιστορική φάση τις νεότερες «τεχνικές» ως μετεξέλιξη της αρχικής «τραπεζικής τέχνης», με συνέπεια την τελική διαμόρφωση - γέννηση του τραπεζικού ή λογιστικού και, εντέλει, πλαστικού χρήματος. Πάντως, επισημειώνεται ότι το «κεντρικό χρήμα» με την κατάργηση της μετατρεψιμότητας εκδίδεται πλέον χωρίς «κάλυψη» – η συνήθης δε τιμή αναφοράς γίνεται στον δείκτη που αφορά στο νομισματικό μέγεθος Μ3. Έτσι, ενώ το χρήμα αρχικώς κυκλοφορούσε επειδή είχε αξία, στην εποχή μας το χρήμα αποκτά αξία επειδή κυκλοφορεί!
Η Ελλάδα περίπου επί ένα έτος βιώνει τα περίφημα capital controls. Βεβαίως, η κυκλοφορία του χρήματος τείνει διεθνώς να περιορίζεται. Ήδη υπάρχει «υποψία» δραστικής περιστολής της κυκλοφορίας και καθιέρωσης του «πλαστικού χρήματος». Υπάρχει «υποψία» για ουσιαστική κατάργηση των μετρητών. Ο Ιβ Μερς, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατέβαλε προσφάτως προσπάθεια να καθησυχάσει όσους εμφανίζονται επικριτικοί στο ενδεχόμενο δραστικής περιστολής της κυκλοφορίας του νομίσματος. Ωστόσο, ήδη χώρες όπως ο Καναδάς, η Σουηδία, η Νότια Κορέα πίστεψαν στην αποκλειστικότητα του «πλαστικού χρήματος». Οπότε μάλλον οδηγούμαστε στην όλο και περισσότερο «έλλειψη χρήσης μετρητών»! Συνεπώς η γνωστή πινακίδα «τοις μετρητοίς» μάλλον θα θυμίζει παρελθόν. Αρκεί, βεβαίως, να το αποφασίσει η ΕΚΤ!...
Ανάρτηση από: http://www.epikaira.gr