Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Σκέψεις με αφορμή τα προαπαιτούμενα και ένα σχόλιο για το εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα και το ζήτημα της απεργίας

Του Βασίλη Ασημακόπουλου

Συνοψίζοντας...
Η χώρα το 2010, μεσούσης της κρίσης του διεθνοποιημένου καπιταλισμού και της επεκτεινόμενης παγκόσμιας αστάθειας λόγω αποσταθεροποίησης του αποεδαφοποιημένου χρηματιστικού κεφαλαίου και του διασυνδεμένου τραπεζικού συστήματος, αντιμετώπισε κρίση δανεισμού του δημοσίου χρέους, σ’ έναν άγριο οικονομικό πόλεμο με οξυμένες τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με όλα τα χαρακτηριστικά της πειρατίας στις σύγχρονες συνθήκες. Η τότε κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου είχε κατά βάση τρεις επιλογές: 1). Να διαπραγματευθεί υπό την -πραγματική- απειλή παύσης πληρωμών όταν το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους ήταν στις γαλλογερμανικές τράπεζες και το εφαρμοστέο δίκαιο ελληνικό (αυτό που έκανε πράξη ο Ελ. Βενιζέλος το 1932), 2). Να πραγματοποιήσει κούρεμα στις καταθέσεις των εγχώριων τραπεζών, όταν υπήρχαν 220 δις ευρώ καταθέσεις, με κριτήριο αναλογικότητας, προκειμένου να πληρώσει μέρος του χρέους ή να προχωρήσει σε μια μορφή αναγκαστικού εσωτερικού δανεισμού. 3). Να εντάξει τη χώρα σε μια μορφή διεθνούς οικονομικού ελέγχου, μέσα από μια διεθνική δομή που θα δημιουργούνταν. 
Καμία από τις επιλογές δεν θα απέφευγε τη ραγδαία οικονομική ύφεση, τον βίαιο υλικό και θεσμικό μετασχηματισμό, ακριβώς επειδή το γεγονός της χρεοκοπίας ήταν πραγματικό. Η αναπαραγωγή του «συστήματος Ελλάδα», του παραγωγικού (και θεσμικού) παραδείγματος με τα χαρακτηριστικά που είχε οικοδομηθεί από τη δεκαετία του ’50 και μετά (με -στρεβλή- οικονομική ανάπτυξη και θεσμικό χειμώνα ή βαρβαρότητα την περίοδο ‘50-‘74) με μια σοβαρή προοδευτική-δημοκρατική τομή την περίοδο 74-89 και απέτυχαν οι κυρίαρχες – κοινωνικές και πολιτικές- δυνάμεις να το προσαρμόσουν στις σύγχρονες συνθήκες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού την περίοδο 1990-2009 (μολονότι δήλωναν πίστη σ’ αυτόν, για αυτό και την περίοδο 2010-2012 γνώρισαν μια πρωτοφανούς έντασης διαδικασία λαϊκής απονομιμοποίησης που καταγράφηκε στις εκλογές του 2012), δεν μπορούσε πλέον να αναπαραχθεί ομαλά. Η κανονικότητα του που είναι η διευρυμένη αναπαραγωγή του κατέστη αδύνατη. Οι αντιφάσεις εκδηλώθηκαν με ένταση χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της χώρας, τουλάχιστον στα χρόνια από τον Εμφύλιο και μετά, τουλάχιστον όπως καταγράφηκαν στα οικονομικά μεγέθη. Διαφορετικά ειπωμένο η γνωστή φράση-προειδοποίηση του Α.Π. στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 2-12-1993 «ή το έθνος θα εξαφανίσει το χρέος ή το χρέος θα αφανίσει το έθνος», δεν θεωρήθηκε μια αφετηρία αναστοχασμού, ανασχεδιασμού και αναπροσαρμογής του ελληνικού παραγωγικού και θεσμικού συστήματος στις νέες δυναμικές συνθήκες που χαρακτηρίζονταν από την ένταση των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα λόγω των διεθνοπολιτικών ανατροπών και την απελευθέρωση των αγορών κίνησης κεφαλαίου, τροποποιώντας ριζικά – εκτός όλων των άλλων - τους όρους διαχείρισης δημοσίου χρέους, αλλά θεωρήθηκε από τους διαδόχους του και την κοινωνικο-πολιτική ελίτ της χώρας, ως μια δύσθυμη, απαισιόδοξη οπτική ενός κόσμου που φεύγει και δυσκολεύεται να αποδεχθεί ή να παρακολουθήσει τις νέες συνθήκες ενός παγκοσμιοποιημένου - ή ορθότερα με κυρίαρχες τις υπεριμπεριαλιστικές τάσεις - κόσμου (η γνωστή διάκριση μεταξύ αισιόδοξων και απαισιόδοξων της εποχής της παγκοσμιοποίησης που νομίζω είχε επισημάνει ο Ραμονέ -και άλλοι- σ’ ένα βιβλίο του που διαβάστηκε πολύ στα μέσα της δεκαετίας του ’90, η Γεωπολιτική του χάους). 

Επιστρέφοντας στο 2010 και στην αντιμετώπιση από την τότε κυβέρνηση της κρίσης δανεισμού- αναχρηματοδότησης του χρέους, οι δύο πρώτες επιλογές ήταν προδήλως συγκουσιακές, πολύ πιο δραστικές, αλλά απαιτούσαν ριζικά διαφορετικό κοινωνικο-πολιτικό συσχετισμό (ίσως και διεθνοπολιτικό).

Η πρώτη επιλογή (παύση πληρωμών διεθνών πιστωτών-τραπεζών) θα οδηγούσε πιθανόν σε μια εθνικο-λαϊκή συσπείρωση (σε πρώτη φάση) με οξυμένη την αντιιμπεριαλιστική αιχμή και θα αντιμετώπιζε την άγρια αντίθεση του πολυεθνικού μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου και των υπεριμπεριαλιστικών μορφοποιήσεών του Ε.Ε.-ΕΚΤ, με άμεσες επιπτώσεις εμπορικού πολέμου, εκβιασμούς για έξοδο από την Ε.Ε. και πιθανότατα θερμό πολεμικό επεισόδιο (πάντα υπάρχει το ζήτημα αυτό, που αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊσμού και το αντίστοιχο όριο της αντιιμπεριαλιστικής-σοσιαλιστικής προοπτικής, όσο η προοπτική ενός περιφερειακού διεθνισμού, αντίστοιχου των λαών της Νότιας Αμερικής, είναι όνειρο μακρινό για τους λαούς των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου και ιστορικό έλλειμμα-αποτυχία για τις δυνάμεις που διεκδικούν μια άλλη προοπτική για τα έθνη, τους λαούς, τις κοινωνίες). 

Η δεύτερη επιλογή (κούρεμα καταθέσεων με αναλογικό τρόπο ή γενικευμένος αναγκαστικός εσωτερικός δανεισμός) είχε το θετικό ότι δεν κλόνιζε σε πρώτη φάση τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, καθώς θα εμφανιζόταν με ‘πρόσωπο’ σοβαρού/υπεύθυνου οφειλέτη και όχι στρατηγικού κακοπληρωτή, απέφευγε τον άμεσο διεθνή έλεγχο και την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, θα αποπληρωνόταν σημαντικό μέρος του δημοσίου χρέους και το υπόλοιπο θα ήταν μάλλον διαχειρίσιμο ως ποσοστό έστω ενός αναπόφευκτα συρρικνούμενου ΑΕΠ, αλλά είχε το πολύ αρνητικό ότι οδηγούσε σε βίαιη υποχώρηση-απώλεια πολύ σημαντικού μέρους των εισοδημάτων των πολιτών (αν λ.χ. οι καταθέσεις από 220 δις γίνονταν μονομιάς 130 δις), σε γενικευμένη κρίση και απώλεια αξιοπιστίας του τραπεζικού συστήματος και προφανώς σε εκτεταμένες πάνδημου χαρακτήρα ακόμα και με βίαια χαρακτηριστικά κινητοποιήσεις κατά της κυβέρνησης (πολύ μεγαλύτερες ακόμα και απ’ αυτές που έλαβαν χώρα την περίοδο 2010-2012), που μετά βεβαιότητας δεν θα μπορούσε να αντέξει και θα οδηγούσαν στην άμεση πτώση της, αλλά και στην πολιτική εξαφάνιση του κυβερνώντος κόμματος. 

Η τρίτη επιλογή, που ακολουθήθηκε οδήγησε βραχυ-μεσοπρόθεσμα σε όλα τα αρνητικά της δεύτερης επιλογής (ήτοι απώλεια – σταδιακή όμως- των εισοδημάτων των πολιτών, συρρίκνωση των τραπεζικών καταθέσεων από 220 δις σε 120 δις, βίαιη εσωτερική υποτίμηση, ανεργία κλπ), χωρίς κανένα από τα θετικά της (δεδομένου ότι η χώρα απώλεσε την εθνική-λαϊκή της κυριαρχία), ενώ τελικά η κυβέρνηση δεν απέφυγε ούτε την πτώση της, ούτε το ΠΑΣΟΚ τη ραγδαία απομείωση της εκλογικής του απήχησης. Κεντρικής σημασίας ήταν να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος στις γαλλογερμανικές τράπεζες να απαλλαγούν από τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο της ελαχιστοποίησης του κινδύνου και της προστασίας του ευρώ, τροποποιώντας παράλληλα το εφαρμοστέο δίκαιο, μέσα από τις δανειακές συμβάσεις. Όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε, η συγκυβέρνηση Παπαδήμου προχώρησε σε κούρεμα (PSI), το οποίο δύο χρόνια πριν θεωρούνταν και ήταν απαγορευμένο. Μόνον που δεν αφορούσε πια τις γαλλογερμανικές τράπεζες, αλλά κατά βάση τους εγχώριους πιστωτές διαφόρων μορφών. 

Για την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου (τις σκέψεις, τη γλώσσα, τα πρόσωπα) η τρίτη επιλογή ήταν ουσιαστικά μονόδρομος (οι άλλες ήταν εκτός ημερήσιας διάταξης), λόγω του τρόπου που είχε μετεξελιχθεί στο πέρασμα των χρόνων το ΠΑΣΟΚ, από αφετηριακά ένα κόμμα αντιμπεριαλιστικής-εθνικοανεξαρτησιακής γραμμής και σοσιαλιστικής προοπτικής στην ανολοκλήρωτη και αντιφατική κίνησή του είχε μεταμορφωθεί μέσα από την κρατικοποίηση-αστικοποίησή του (με αφετηρία της διαδικασίας μεταμορφισμού ήδη από τη δεκαετία του ’80) στον πυρήνα αυτού που ονομάστηκε το 2015 ‘Μένουμε Ευρώπη’. Αυτός ήταν ο υπαρκτός εκσυγχρονισμός του και ο κυρίαρχος ρόλος στη διαδικασία του εξευρωπαϊσμού, όπως συγκεκριμένα μορφοποιήθηκε και υπήρξε η ηγεμονική αστική στρατηγική της άρχουσας τάξης της χώρας και των κοινωνικών της συμμάχων από το ’74 και μετά. Οργανικό σχήμα εσωτερίκευσης της κυρίαρχης υπεριμπεριαλιστικής τάσης του σύγχρονου διεθνοποιημένου καπιταλισμού στις συγκεκριμένες μορφές και σχέσεις του απέναντι στην τάση της εθνικής-λαϊκής κυριαρχίας, που η κρίση τις οδήγησε σε αλληλοαποκλειόμενη κατεύθυνση σύγκρουσης, καθώς η κυρίαρχη υπεριμπεριαλιστική τάση επιδιώκει όχι μόνον την ανακατομή ισχύος απέναντι στα έθνη-κράτη αλλά ουσιαστικά την υποβάθμιση έως κατάργησή τους σε μια μεταβεστφαλιανή πλανητική οργάνωση με κυρίαρχες τις γεωοικονομικές συγκρούσεις που επιδρούν καταλυτικά στις προσφυγικές ροές και τις μετακινήσεις πληθυσμών (βλ. Συρία και ευρύτερα Μέση Ανατολή, η λεγόμενη αραβική άνοιξη, Λιβύη/Βόρεια Αφρική, το κουρδικό ζήτημα, η εσωτερική διαπάλη στην Τουρκία, ακόμα και η κινητικότητα γύρω από Κυπριακό ή η ανακίνηση του ζητήματος των Σκοπίων κ.α. πρέπει να ειδωθούν μέσα απ’ αυτό την αναλυτική οπτική). Η υπόθεση μιας εθνικής- δημοκρατικής γραμμής με ανοιχτή την κοινωνική προοπτική παραμένει ζητούμενη (τουλάχιστον για κάποιους από μας). 
Από τότε (2010) και μετά (και ανεξαρτήτως κυβέρνησης με τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις που αποτυπώνονται σε διαφορές έμφασης στον εκάστοτε κυβερνητικό λόγο και πράξη και απορρέουν από τις ιδιαίτερες σχέσεις εκπροσώπησης κάθε κομματικού σχηματισμού, τις διαφορετικές ιδεολογικο-πολιτικές προελεύσεις, τους διαφοροποιημένους χρόνους ενσωμάτωσης στο υπεριμπεριαλιστικό προτσές) παρακολουθούμε και υφιστάμεθα τη σειρά μνημόνια-μεσοπρόθεσμα-προαπαιτούμενα-αξιολογήσεις-δόσεις. Νομοθετήματα εκατοντάδων ή και χιλιάδων σελίδων, τα οποία ψηφίζονται εντός ολίγων ωρών, με μια προδήλως ανορθολογική μεθοδολογία, που διακωμωδεί τη δημοκρατική κοινοβουλευτική διαδικασία. Τα λεγόμενα προαπαιτούμενα αποτελούν σημαντικό τμήμα των καλούμενων μεταρρυθμίσεων, που στοχεύουν κατά τις διακηρύξεις σε μια σύγχρονη ανταγωνιστική οικονομία, που θα μπορεί να σταθεί μόνη της στο σύγχρονο κόσμο. Στην πράξη – και πέραν της μετωνυμικής γραφειοκρατικής τροϊκανής και κυβερνητικής γλώσσας- ένας βίαιος κοινωνικός μετασχηματισμός βρίσκεται σε εξέλιξη, μια κοινωνική μηχανική η οποία στον πυρήνα της έχει την εσωτερική υποτίμηση, την ακύρωση του πλέγματος των εργασιακών σχέσεων, την υποχώρηση της δύναμης της μισθωτής εργασίας, τη συρρίκνωση της μικροϊδιοκτητικής κοινωνικής δομής, την εκκαθάριση από την αγορά σημαντικών τμημάτων της αυτοαπασχόλησης και της απλής εμπορευματικής παραγωγής, καθώς και την εκποίηση φορέων δημόσιου χαρακτήρα ή περιουσίας υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου και όσων δυνάμεων συνδέονται μ’ αυτό. Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία, χρησιμοποιώντας έναν παλιό στίχο του Σαββόπουλου, έτσι ώστε η τυπική αποχώρηση της Τρόικας και των θεσμών το 2018 (που κατά τα φαινόμενα οι ίδιοι πρωτίστως το επιδιώκουν), να έχει παγιώσει τη νέα κανονικότητα – μιας μάλλον χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης με υποτίμηση μισθών/τιμών/αξιών, με απαλλοτριωμένο σημαντικό μέρος των περιουσιακών στοιχείων των μικροαστικών στρωμάτων και οριστικό φραγμό στην ανοδική κοινωνική κινητικότητα των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων, με σημαντικές ροές μετανάστευσης επιστημονικού δυναμικού και εξόδου από τη χώρα, μια εικόνα κοινωνικού σχηματισμού ανατολικής Ευρώπης - και τις εσωτερικευμένες διαδικασίες ελέγχου αυτής. Στα προαπαιτούμενα που ψηφίζονται αυτές τις μέρες τα ανωτέρω λαμβάνουν τη μορφή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών για οφειλές και στο δημόσιο (από Πρωτομαγιά ακούστηκε, φαντάζομαι ότι είναι μαύρο χιούμορ ή fake news), η υποχρεωτική διαμεσολάβηση που εκτοξεύει το κόστος προσφυγής στη δικαιοσύνη για αστικές διαφορές, υψώνοντας τείχη σε βάρος των λαϊκών κυρίως τάξεων, οι περικοπές στα οικογενειακά επιδόματα, η λειτουργία καζίνο (ασχολίαστο..), η ένταξη οργανισμών και φορέων του ευρύτερου δημοσίου φορέα στο υπερταμείο προς εκποίηση-αξιοποίηση (sic) και πολλά άλλα. 

Ανάμεσα στα «προαπαιτούμενα» περιλαμβάνεται και η αλλαγή στη διαδικασία προκήρυξης απεργίας από τα πρωτοβάθμια σωματεία. Πρόκειται για νέα ρύθμιση και τροποποίηση ενός σημαντικού στοιχείου της κανονικότητας του παραγωγικού-θεσμικού μεταπολιτευτικού παραδείγματος, που ενέταξε ουσιαστικά τις δυνάμεις της (εξασφαλισμένης κατά βάση) μισθωτής εργασίας στο κοινωνικό σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης συμβόλαιο υπέρ του φιλελεύθερου-μνημονιακού παραδείγματος, το οποίο στον πυρήνα του έχει την υποχώρηση των δυνάμεων της οργανωμένης μισθωτής εργασίας. Ορισμένα σχόλια επ’ αυτού. 

Μέχρι τη δεκαετία του ’60 το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα ήταν κατά βάση κλαδικό και ομοιοεπαγγελματικό, προφανώς ελεγχόμενο στο μεγαλύτερο μέρος του από το κυρίαρχο τότε καθεστώς. Οι αγώνες σ’ εκείνη τη φάση (όπως και στην επόμενη τη μεταπολιτευτική, που όμως είχαν μεγαλύτερο εύρος) έθεταν στο επίκεντρο το αίτημα του εκδημοκρατισμού του συνδικαλιστικού κινήματος (115 ΣΕΟ). Παράλληλα την περίοδο 1961-1973 παρατηρείται μια φάση έντονης καπιταλιστικής ανάπτυξης, ιδίως στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας (βιομηχανία-μεταποίηση), με αποτέλεσμα να εντείνεται μια τάση συγκέντρωσης-συγκεντροποίησης κεφαλαίου-παραγωγής και να διαμορφώνονται μεγάλες – για τα ελληνικά δεδομένα-βιομηχανικές μονάδες. Σχηματοποιούνται δηλαδή για πρώτη φορά οι υλικοί όροι για την ανάπτυξη βιομηχανικού εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος τύπου δυτικής Ευρώπης. Απόμενε να δημιουργηθεί και η κατάλληλη ιδεολογική και θεσμική ατμόσφαιρα. Πράγματι, με την πτώση της δικτατορίας και το έντονο κλίμα δημοκρατικών διεκδικήσεων και φιλελευθεροποίησης των θεσμών κεντρικά, την περίοδο 1974-1976 ξεσπούν μαζικοί και πρωτοφανούς έντασης απεργιακοί αγώνες στα εργοστάσια, συγκροτώντας μια νέα μορφή εργατικού αγώνα, τα εργοστασιακά σωματεία. Τα εργοστασιακά σωματεία ουσιαστικά δεν αναγνωρίζονται θεσμικά εκείνη την εποχή, αμφισβητούν στην πράξη το διευθυντικό δικαίωμα (το οποίο μέχρι τότε ασκούνταν με όρους δεσποτείας), στηρίζονται κατά βάση στις γενικές συνελεύσεις και στις απεργιακές επιτροπές και όχι στα Δ.Σ., έχουν εξισωτικές-αντιεραρχικές τάσεις στο εσωτερικό τους. Οι αγώνες τους χτυπιούνται σκληρά από την κυβέρνηση Καραμανλή, που με το ν. 330/76 επιχειρεί να επιβάλλει εργασιακή ειρήνη στα εργοστάσια, οδηγώντας σε μαζικές απολύσεις χιλιάδες πρωτοπόρους αγωνιστές συνδικαλιστές (Για το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων και την εξέλιξή του την περίοδο 1974-1981, βλ. Μανίκας Ν., Το εργοστασιακό κίνημα ’74-’81 : συνοπτικός απολογισμός, στο Χαραλαμπίδης Μ.- Μανίκας Ν., Συμβούλια για τον εργατικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση, 1982). Από τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς, το ΚΚΕ στάθηκε απέναντι και πολέμησε τον εργοστασιακό συνδικαλισμό (που δεν τον ήλεγχε και δεν τον εμπιστευόταν κατ’ επέκταση) υπέρ του κλαδικού, ενώ οι δυνάμεις του ΚΚΕ εσωτερικού δεν είχαν πρόσβαση στο εργατικό κίνημα, καθώς είχαν πολύ περιορισμένη απήχηση στις λαϊκές τάξεις και τις εργατικές συνοικίες. Οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, είτε τροτσκιστικής, είτε μαοϊκής προέλευσης επιχείρησαν μια σοβαρή και συστηματική παρέμβαση στους χώρους των εργοστασιακών σωματείων και της εργατικής πάλης, αλλά ο χώρος που δομεί οργανικές σχέσεις εκπροσώπησης και ακόμα πολιτικο-οργανωτικής ένταξης με τα οργανωμένα ιδίως στρώματα της βιομηχανικής εργατικής τάξης είναι το δυναμικά εμφανιζόμενο και θυελλωδώς ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ, κυρίως μετά το 1977-78 (είναι χαρακτηριστικό ότι η ΟΒΕΣ, δευτεροβάθμια οργάνωση εργοστασιακών σωματείων ιδρύεται το 1979, με ηγεμονικό ρόλο της ΠΑΣΚΕ/ΠΑΣΟΚ). Το εργατικό στοιχείο αυτό, που η έλλειψή του αποτελεί μια από τις εξηγήσεις γιατί δεν είχε εμφανιστεί σοσιαλιστική αριστερά μαζικού χαρακτήρα (με τα ιδιαίτερα εργατικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατικής μορφής) στην Ελλάδα πριν το 74 (μια ιδιαιτερότητα της χώρας σε σχέση με την αντίστοιχη κίνηση του εργατικού κινήματος και τις πολιτικές μορφές του στους δυτικοευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς) και η δυναμική εμφάνισή του από την άλλη είναι μια εξήγηση γιατί ακριβώς τότε εμφανίζεται σοσιαλιστικός φορέας με μαζικά οργανωμένα χαρακτηριστικά, αποτελεί δε μια βασική συνιστώσα του διαμορφούμενου χώρου ΠΑΣΟΚ, συμπληρώνοντας τις άλλες δύο που κατά τη γνώμη μου ήταν αφενός η αντιιμπεριαλιστική-εθνικοανεξαρτησιακή ιδεολογία (που αντανακλά την κίνηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ως κυρίαρχου-κυριαρχούμενου), αφετέρου το κοινωνικο μπλοκ των μη προνομιούχων, η στρατηγική της Εθνικής Λαϊκής Ενότητας, η οποία στον πυρήνα της έχει τη διάσπαρτη μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή, σε μια ενότητα εθνικού-κοινωνικού. Η τρίτη συνιστώσα του εργατικού στοιχείου, στην οποία αναφερθήκαμε, έχει την εργοστασιακή διάσταση, αλλά και τη συνδικαλιστική διάσταση του ευρύτερου δημοσίου τομέα (τράπεζες - κρατικές τότε σχεδόν στο σύνολό τους- και οργανισμοί κοινής ωφέλειας), οι οργανωμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις του οποίου λαμβάνουν την πρωτοβουλία στους κοινωνικούς αγώνες σε σχέση με τα εργοστασιακά σωματεία στα τέλη της δεκαετίας ’70- αρχές δεκαετίας ’80, προσδιορίζοντας ουσιαστικά και σημαντικά πολιτικο-οργανωτικά στοιχεία της σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα κατεύθυνσης (ο λεγόμενος μαχητικός ρεφορμισμός) που θα πάρει η υπόθεση της Αλλαγής καθώς οι δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ έχουν ήδη ηγεμονικό ρόλο. Ο συνδικαλιστικός αγώνας στις ΔΕΚΟ-Τράπεζες είναι κυρίως διεκδικητικός μισθολογικός, αλλά και θεσμικός εντός της κυρίαρχης δομής, δεν αμφισβητεί τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αποδέχεται ουσιαστικά τον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας, δίνει μάχη για τη διανομή και έχει τη δύναμή του στα Δ.Σ. και όχι τόσο στις Γενικές Συνελεύσεις. 

Η νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 συμπυκνώνει ακριβώς την άνοδο των δυνάμεων της οργανωμένης μισθωτής εργασίας. Αυτό αποτυπώνεται στον εμβληματικό ν. 1264/82 «Για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων» αξίζει κανείς να διαβάσει την αιτιολογική έκθεση και τα πρακτικά της συζήτησης στη Βουλή κατά την ψήφιση του σχετικού ν/σ γνωστού άλλωστε και ως αντί-330 (Για την ιστορία δύο από τα πιο ριζοσπαστικά νομοθετήματα της πρώτης αριστερής κυβέρνησης της χώρας-μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο- δηλαδή ο συνδικαλιστικός ν. 1264/82 και ο ν-π 1268/82 για τη Δομή και λειτουργία των ΑΕΙ, αμφότερα τα υπογράφει ως αρμόδιος υπουργός, ένας από τους ανθρώπους που γνωρίζουν όσο λίγοι την πολιτική στην Ελλάδα από άποψη προσώπων, πρακτικών και καταστάσεων, ο Απόστολος Κακλαμάνης. Ο 1264 ψηφίστηκε την 1/7/82, μεσολάβησε ο πρώτος ανασχηματισμός της κυβέρνησης 5/7/82 που έμεινε στην ιστορία ως αναδόμηση σύμφωνα με το νεολογισμό του Α.Π. και ο 1268/82 ψηφίστηκε στις 16/7/82. Ο Κακλαμάνης δεν προερχόταν από την αριστερή -άτυπη- πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, αλλά από το προδικτατορικό κέντρο, που ήταν βεβαίως συγκρουσιακό και ριζοσπαστικό, ασυμβίβαστα αντιδεξιό στα χρόνια της δεκαετίας του ’60 και που καμία σχέση δεν έχει μ’ αυτό που σήμερα αποκαλείται κέντρο ή ακόμα περισσότερο ακραίο κέντρο, που αποτελεί τον ορισμό του καθεστωτισμού). Ο ν. 1264/82 κατοχύρωνε τη θέση της οργανωμένης μισθωτής εργασίας, του σωματείου των εργαζομένων μέσα στην επιχείρηση, προστάτευε τους συνδικαλιστές από την εκδικητικότητα της εργοδοτικής πλευράς, απαγόρευε το λοκ άουτ, προχωρούσε σε εκδημοκρατισμό της οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος καθιερώνοντας (σχεδόν) απλή αναλογική-συνδικαλιστικό εκλογικό βιβλιάριο, επανέφερε στην εργασία τους χιλιάδες απολυμένους του 330/76 κλπ. Ουσιαστικά μαζί με τις μισθολογικές αυξήσεις που δόθηκαν εκείνη την περίοδο, αποτέλεσε τη βασική (αλλά όχι τη μόνη) θεσμική κατάκτηση των εργαζομένων και ενσωμάτωσης της οργανωμένης μισθωτής εργασίας στο μεταπολιτευτικό κοινωνικό συμβόλαιο. Τα εργοστασιακά σωματεία , λόγω ακριβώς της ήδη από το 79-80 σοβούσας κρίσης των υπερχρεωμένων στην Εθνική Τράπεζα επιχειρήσεων, αλλά και της ισχυροποίησης της δύναμής τους μέσα στον κοινωνικό ανταγωνισμό όπως καταγράφηκε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ουσιαστικά κρατικοποιήθηκαν, αφού οι προβληματικές επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν εντασσόμενες στον ΟΑΕ που συστάθηκε με τον ν. 1386/83 (Για το ζήτημα των προβληματικών επιχειρήσεων βλ. Σακελλαρόπουλος Θ., Προβληματικές επιχειρήσεις, κράτος και κοινωνικά συμφέροντα στη δεκαετία του ’80, εκδ. Κριτική, 1992). 

Στην κρίση του 85-86, λόγω της αλλαγής της οικονομικής πολιτικής και την επιβολή των μέτρων λιτότητας, ξέσπασε εσωτερική σύγκρουση εντός ΓΣΕΕ-ΠΑΣΚΕ-ΠΑΣΟΚ, με αποχωρήσεις και διαγραφές κυρίως των εργοστασιακών σωματείων, αλλά και ριζοσπαστικών συνδικαλιστικών τμημάτων του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Οι χώροι αυτοί συγκρότησαν τη Σ.Σ.Ε.Κ., ένα πρωτότυπο – για την ελληνική ιστορία της πάλης των τάξεων- υβριδικό σχήμα προσπάθειας συγκρότησης πολιτικού χώρου με πυρήνα και αφετηρία τμήματα του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, που όμως ηττήθηκε για διάφορους λόγους (Για το ζήτημα της πάλης των εργοστασιακών σωματείων την περίοδο 1974-1976, τη διαμόρφωση της εργατοσυνδικαλιστικής εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 83-85, την ίδρυση και εξέλιξη της Σ.Σ.Ε.Κ., βλ. Β.Α., Πρώτη φορά Αριστερά. Αντιθέσεις, αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1990 και οι βάσεις του πολιτικού μεταμορφισμού του, εκδ. Andy’s Publishers, 2017, σελ. 165-170, 294-296, 389-399). 

Το συνδικαλιστικό κίνημα στις κεντρικές κατευθύνσεις του την περίοδο 1990-2010 θα στηρίξει τις κυρίαρχες κυβερνητικές επιλογές (αποδοχή και υποστήριξη της κατεύθυνσης της ΟΝΕ), με ορισμένες στιγμές σύγκρουσης και επαναδιαπραγμάτευσης (κυρίως ασφαλιστικό, 2001), αρνούμενο να διεκδικήσει έναν πιο κομβικό ρόλο, αποδεχόμενο το μερικό και κλαδικό, έναν καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στο κόμμα και το συνδικάτο. Στο αντιμνημονιακό κίνημα την περίοδο 2010-2013, η κεντρική συνδικαλιστική γραφειοκρατία ξεπεράστηκε κατά πολύ από τις αγωνιστικές διαθεσιμότητες. Υπήρξαν τμήματα του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος που κινητοποιήθηκαν (κυρίως όταν οι κλάδοι χτυπήθηκαν όπως μετρό, ΕΡΤ, τμήματα της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ κλπ). Κυρίως, όπως όλη την περίοδο από το 1990 και μετά, τα πιο μαχητικά τμήματα δεν αφορούσαν επιχειρησιακά-εργοστασιακά σωματεία του ιδιωτικού τομέα, αφού αυτά είναι λίγα και αδύναμα για διάφορους λόγους (μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, υποχώρηση μεγάλων συσσωρεύσεων στον δευτερογενή τομέα-αποβιομηχάνιση, περαιτέρω ενίσχυση του τριτογενούς τομέα-υπηρεσίες, υποχώρηση της αριστεράς κλπ), αλλά κυρίως τμήματα του ευρύτερου δημοσίου τομέα και κυρίως τα συνδικάτα των αστικών συγκοινωνιών (με πιο χαρακτηριστική την πολύμηνη – και νικηφόρα λόγω εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ το 1993- απεργιακή κινητοποίηση του Σωματείου της ΕΑΣ, εργαζόμενοι στα αστικά λεοφωρεία, 1992-1993). 

Εκεί φαίνεται να στοχεύει και η τροποποίηση του ν. 1264/82 που εισηγείται η κυβέρνηση -κατόπιν συμφωνίας με την τρόικα όπως δηλώθηκε- για τις διαδικασίες κήρυξης της απεργίας από πρωτοβάθμια σωματεία μη πανελλαδικής εμβέλειας, όπου πρέπει να συμμετέχει στην γενική συνέλευση το 50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών. Πρωτοβάθμια σωματεία μη πανελλαδικής εμβέλειας είναι κατά βάση τα σωματεία των αστικών συγκοινωνιών- των οποίων η απεργιακή κινητοποίηση έχει άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο και προκαλεί πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση (αλλά και άλλων φορέων και υπηρεσιών του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα), των οποίων τα ταμειακώς τακτοποιημένα μέλη είναι σχεδόν το σύνολο των εργαζομένων αφού η παρακράτηση της εισφοράς γίνεται στην πηγή. Κατά συνέπεια ο αριθμός των οικονομικά τακτοποιημένων μελών των συγκεκριμένων σωματείων είναι πολύ μεγάλος, καθώς υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση εργατικο-υπαλληλικού δυναμικού (1.000 έως 4.000 μέλη) και είναι πρακτικώς αδύνατο να υπάρξει γενική συνέλευση του 50% των οικονομικώς τακτοποιημένων μελών στα μεγέθη που απαιτούνται με τη νέα ρύθμιση, ενώ στην πράξη με τη συγκεκριμένη τροπολογία του 1264/82, υποβαθμίζεται ο ρόλος των Δ.Σ. των πρωτοβάθμιων σωματείων και ο κομβικός ρόλος που διαδραματίζουν στην οργάνωση του συνδικαλιστικού αγώνα. Ουσιαστικά με τη ρύθμιση επιδιώκεται ο ίδιος στόχος – και με παρεμφερή τρόπο, μεγαλύτερης εμβέλειας αλλά δυσμένεστερου για το κράτος κοινωνικού συσχετισμού όπως αποδείχθηκε- που θεσμοθετήθηκε με το περίφημο αρ. 4 ν. 1365/83 (βλ. Αρσένης Γ., Πολιτική κατάθεση, εκδ. Οδυσσέας, 1987, σελ. 108-9), που λόγω αντιδράσεων δεν εφαρμόστηκε στην πράξη και καταργήθηκε και τυπικά με το ν. 1766/88. Πολύ περισσότερο που πολλοί φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα περνάνε ή πρόκειται να μεταφερθούν άμεσα στο υπερταμείο και προοπτικά θα ιδιωτικοποιηθούν. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί συνεπώς στην αποτροπή της δυνατότητας απεργιακών κινητοποιήσεων, ως μιας νέας συνθήκης του (μετα)μνημονιακού κοινωνικού συμβολαίου.

Ανάρτηση από:https://geromorias.blogspot.gr