Του Βασίλη Βιλιάρδου
Κατηγορεί λοιπόν ως εθνικά ανόητους αυτούς που τάσσονται εναντίον της παράδοσης του ονόματος, χωρίς όμως να επεξηγεί για ποιό λόγο πρέπει να βιαστούμε – τι θα κερδίσουμε δηλαδή εάν το κάνουμε ή τι θα χάσουμε στην αντίθετη περίπτωση. Όσον αφορά δε την αποτροπή της οικειοποίησης της γεωγραφίας και της ιστορίας από το σλαβικό κρατίδιο, είναι αδύνατον να καταλάβουμε πώς θα μπορούσαν να οικειοποιηθούν κάτι τέτοιο τα Σκόπια – οπότε κάτι άλλο συμβαίνει, το οποίο έχει πιθανότατα σχέση με τα ανταλλάγματα που έχουν υποσχεθεί οι δύο μεγάλες δυνάμεις στην κυβέρνηση, για τα οποία δε έχουμε καθόλου ενημερωθεί χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία.
Πολλές κοινωνίες απέτυχαν, όσον αφορά την ενεργητική αντιμετώπιση των προβλημάτων τους, επειδή είχαν ξεχάσει τη δική τους ιστορία, βιώνοντας σταδιακά την εξαφάνιση του πολιτισμού τους – ενώ κάποιες προκάλεσαν την «αποτέφρωση» του Έθνους τους, επειδή έκαναν τόσο μεγάλα λάθη, η μελέτη των οποίων σήμερα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, είχαν προσβληθεί από μία ανεξήγητη, μαζική σχιζοφρένεια.
«Μπορεί αλήθεια να κατηγορηθεί για «εθνική ανοησία» ένας λαός που θέλει να προστατεύσει την ιστορία και τον πολιτισμό του στο θέμα της Μακεδονίας; Δεν αποτελεί θράσος το να τον κατηγορεί ο ίδιος ο πρωθυπουργός του; Έχει το δικαίωμα ο πρωθυπουργός να τάσσεται εναντίον της βούλησης της πλειοψηφίας, η οποία έχει την ακριβώς αντίθετη άποψη, επειδή του έδωσε μία δεύτερη ευκαιρία εκλέγοντας τον;«
Άποψη
Ο πρωθυπουργός θεωρεί πως η απαίτηση εύρεσης λύσης στο θέμα των Σκοπίων, η παράδοση δηλαδή του ονόματος της Μακεδονίας, αποτελεί παράθυρο ευκαιρίας για την Ελλάδα, ισχυριζόμενος τα εξής:
«Αυτό που καλώ τους Πολίτες να εκτιμήσουν νηφάλια είναι το τι προάγει το εθνικό συμφέρον και τι το υπονομεύει. Η μη λύση το υπονομεύει. Εδώ και 25 χρόνια οι γείτονες αναγνωρίζονται με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας» από πολλές χώρες, ενώ εμείς παλεύουμε παντού ώστε να τους αποκαλούν όλοι ΠΓΔΜ. Ονομασία δηλαδή σύνθετη στην οποία περιλαμβάνεται ο όρος «Μακεδονία», χωρίς όμως κανέναν προσδιορισμό που να αποτρέπει οικειοποίηση και της γεωγραφίας και της Ιστορίας. Αν λοιπόν υπάρξει ευκαιρία λύσης που θα αναιρεί αυτά τα αρνητικά δεδομένα που μας φόρτωσαν το 1992, τότε θα είναι εθνική ανοησία να μην την αξιοποιήσουμε«.
Υποθέτοντας τώρα πως τα ανταλλάγματα έχουν σχέση με κάποια διευθέτηση στο θέμα του δημοσίου χρέους, έτσι ώστε η Ελλάδα να χρηματοδοτηθεί από τις αγορές στο τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης, οπότε να εξασφαλίσει η κυβέρνηση την επανεκλογή της με ψεύτικο «σύνθημα» το ότι απελευθέρωσε τη χώρα από τα μνημόνια, οφείλουμε να γνωρίζουμε πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί – αφού οι Ευρωπαίοι έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι, τα μνημόνια θα παραμείνουν ως έχουν, δεν θα αλλάξει κανένας νόμος δηλαδή από αυτούς που έχουν ήδη ψηφιστεί, έως ότου εξοφληθεί το 75% των δανείων τους.
Απλά θα αλλάξει το όνομα τους, όπως αντικαταστάθηκε η «Τρόικα» από τους «Θεσμούς» – ενώ η μέθοδος εκβιασμού που θα χρησιμοποιείται δεν θα είναι πια η πληρωμή των δόσεων των δανείων, αλλά τα μέτρα για τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του χρέους, οι οποίες οφειλές έτσι ή αλλιώς δεν θα μπορούν να εξυπηρετηθούν τουλάχιστον μετά το 2021 (γράφημα). Με απλά λόγια, θα εγκρίνεται η καθυστέρηση της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών για να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα – έναντι των ιδιωτικοποιήσεων, της διενέργειας των πλειστηριασμών από τις τράπεζες, της εφαρμογής των συμφωνηθέντων μέτρων όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% έως το 2022 και 2% στη συνέχεια), των συμβιβασμών σε εθνικά θέματα, των υποχωρήσεων που θα απειλούν την εδαφική μας ακεραιότητα κοκ.
Εν προκειμένω θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι, κάποια στιγμή στο μέλλον τα παιδιά μας θα αναρωτηθούν γιατί επιτρέψαμε στη σκιώδη εξουσία της Τρόικας να αναλάβει τα ηνία της Ελλάδας – να τη θέσει αμαχητί υπό την κατοχή των δανειστών της και να μετατρέψει πολλές γενιές Ελλήνων σε σκλάβους χρέους. Γιατί ανεχθήκαμε πρωθυπουργούς-πιόνια, ορισμένους ανεπάγγελτους και καθυστερημένους διανοητικά, η μοναδική ικανότητα των οποίων ήταν να λένε ψέματα – καθώς επίσης να προδίδουν ανερυθρίαστα το κόμμα τους, την ιδεολογία τους, τους εκλογείς και την πατρίδα τους.
Οι μελλοντικές γενιές θα αναρωτηθούν επίσης γιατί δεν αντιδράσαμε στην απώλεια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της ελευθερίας μας, γιατί αποδεχθήκαμε αναντίρρητα τη μεθοδική καταστροφή της οικονομίας της Ελλάδας, την επαίσχυντη καταπάτηση του ελληνικού συντάγματος, την κοινοβουλευτική δικτατορία, καθώς επίσης την αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου.
Τέλος, τα παιδιά μας δεν θα λύσουν εύκολα τις απορίες τους, όσον αφορά το γιατί μείναμε απαθείς απέναντι στην καταδίκη εκατοντάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρεοκοπία, στην τρομακτική ανεργία, στη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας μας, στις διεθνείς προσβολές, στην εξαθλίωση καθώς επίσης στην άδικη ποινή της εξορίας, η οποία επιβλήθηκε σε χιλιάδες Έλληνες.
Προφανώς, εάν μπορούσαμε τότε να απαντήσουμε θα λέγαμε ότι, δεν υπήρχαν εναλλακτικές δυνατότητες, αφού τα χρέη της πατρίδας μας ήταν αδύνατον να εξυπηρετηθούν – ενδεχομένως πως έφταιξε το ευρώ, ότι δεν διαθέταμε τους κατάλληλους ηγέτες, πως η διαφθορά είχε σαπίσει σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, καθώς επίσης ότι είχαμε οδηγηθεί «ενδοτικά» σε έναν μονόδρομο, από τον οποίο δεν υπήρχε διέξοδος.
Η απάντηση των απογόνων μας τότε είναι κάτι περισσότερο από εύλογη – αφού καμία μελλοντική γενιά δεν πρόκειται να πιστέψει πως ένας ολόκληρος λαός είναι δυνατόν να οδηγηθεί στο «ικρίωμα», από μία μικρή ενδοτική, διεφθαρμένη ομάδα ή από ένα νόμισμα, όσο ελαττώματα και αν έχει. Δεν θα πιστέψει ούτε πως η γενιά μας δεν είχε τα μέσα να αντιδράσει απέναντι στο σύστημα. Πόσο μάλλον όταν γνώριζε ότι η ίδια το συντηρούσε, με την ανοχή και με τη γενικότερα φοβισμένη, δειλή συμπεριφορά της – επειδή τρόμαζε στην ιδέα πως δεν θα υπήρχαν γάζες στα νοσοκομεία ή χαρτί υγείας στα Σούπερ Μάρκετ.
Τα παιδιά ή τα εγγόνια μας θα μας πουν λοιπόν καταρχήν ότι, μία χώρα με ιδιωτικές αποταμιεύσεις της τάξης των 500 δις €, συμπεριλαμβανομένων αυτών σε τράπεζες του εξωτερικού, μεγάλο μέρος των οποίων διώξαμε μόνοι μας, είχε τα μέσα για να εξυπηρετήσει τα χρέη της (ανάλυση) – μεταξύ άλλων, αυτοχρηματοδοτούμενη με εθνικά ομόλογα.
Πολύ περισσότερο όταν η Ελλάδα είχε στην ιδιοκτησία της μία δημόσια περιουσία που υπερέβαινε τα 300 δις €, έναν ανυπολόγιστο υπόγειο πλούτο, καθώς επίσης απαιτήσεις απέναντι στη Γερμανία αρκετά υψηλότερες των 180 δις €. Εκτός αυτού, αφού είχε επί πλέον τη δυνατότητα να ζητήσει αποζημιώσεις από όλες εκείνες τις εταιρείες που της πούλησαν πολεμικό εξοπλισμό, διαφθείροντας τους πολιτικούς με δισεκατομμύρια μίζες, δεν έπρεπε να ισχυρίζεται αδυναμία εξόφλησης των οφειλών της.
Στη συνέχεια, οι απόγονοι μας θα μας πουν πως ένα Έθνος, με ιδιωτική ακίνητη περιουσία άνω του 1 τρις €, με εξαιρετικά κερδοφόρους οικονομικούς πυλώνες (τουρισμός, γεωργία, ναυτιλία), στην καλύτερη εποχή της ιστορίας του από γεωπολιτικής πλευράς, δεν θα έπρεπε να επιμένει το 2010 στο ότι, αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του. Προφανώς, τα παιδιά μας δεν θα πιστέψουν πως οι γονείς τους ήταν τόσο ηλίθιοι, ώστε να χάσουν σχεδόν 1 τρις € (μείωση της αξίας των ακινήτων, πτώση των εισοδημάτων, κατάρρευση του χρηματιστηρίου κλπ.), απλά και μόνο επειδή δεν ήθελαν να πληρώσουν τα 300 δις € που όφειλαν.
Σίγουρα δεν θα καταλάβουν γιατί οι γονείς τους δεν ζήτησαν αποζημιώσεις από όλες εκείνες τις εταιρείες και τους διεθνείς τοκογλύφους, οι οποίοι κέρδισαν τεράστια ποσά στοιχηματίζοντας στη χρεοκοπία της χώρας – καταθέτοντας αγωγές του κράτους εναντίον τους. Μία χρεοκοπία την οποία οι ίδιοι οι τοκογλύφοι προκάλεσαν, επιλέγοντας όχι τον αδύνατο, αλλά τον ανόητο κρίκο της Ευρωζώνης – χρησιμοποιώντας τα ασφάλιστρα κινδύνου (CDS), καθώς επίσης πολλά άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα μαζικής καταστροφής.
Ενδεχομένως οι απόγονοί μας θα συμπληρώσουν ότι, σε εκείνες τις χώρες που βασιλεύει η αυτοκαταστροφικότητα, η μισαλλοδοξία, η διχόνοια και η εμφύλια «καταγγελιομανία», δεν μπορεί να υπάρξει μέλλον – αφού παύουν να λειτουργούν τα πάντα. Πως στις πολιτισμένες δημοκρατίες δεν υπάρχουν μονόδρομοι, ότι δεν ζητήσαμε καν τη συμμετοχή μας στην ψήφιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας (άμεση δημοκρατία), πως δεν υπάρχουν προβλήματα χωρίς λύσεις, καθώς επίσης ότι πάντοτε οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι πολύ περισσότερες από δύο.
Ολοκληρώνοντας, τα παιδιά ή τα εγγόνια μας θα συμπληρώσουν πως παραδοθήκαμε χωρίς να δώσουμε έστω μία μάχη – καθώς επίσης ότι εμείς είμαστε οι προδότες αυτής της πανέμορφης, πάμπλουτης, ευλογημένης από το Θεό χώρας και κανένας άλλος, οπότε το λιγότερο που οφείλουμε να κάνουμε είναι να ντραπούμε για τις πράξεις μας, χωρίς να κατηγορούμε κανέναν άλλο.
Ανάρτηση από: https://analyst.gr