Του Βασίλη Βιλιάρδου
Από πολιτικής, οργανωτικής και βιομηχανικής πλευράς, η πρότυπος-χώρα της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι η Ελβετία – τόσο όσον αφορά την άμεση δημοκρατία, όσο και το διαχωρισμό της σε ομοσπονδιακά κρατίδια, μέσω των οποίων καταπολεμάται σε μεγάλο βαθμό η πολιτική διαφθορά.
«Καμία χώρα δεν έχει οδηγηθεί στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας με το ελεύθερο εμπόριο, με τις ανοιχτές αγορές – παρά το ότι γίνεται προσπάθεια να πεισθούν οι άνθρωποι ότι, η ευημερία των πλούσιων κρατών είναι το αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η αλήθεια, τεκμηριωμένη από την οικονομική ιστορία, είναι πως κάθε οικονομικά επιτυχημένη χώρα, κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της, στα πρώτα της βιομηχανικά βήματα, είχε υιοθετήσει τον προστατευτισμό».
Ανάλυση
Όταν μια φτωχή χώρα θέλει να αναπτυχθεί με γρήγορο και βιώσιμο ρυθμό, ο οποίος θα έχει διάρκεια και δεν θα είναι ευκαιριακός, θα πρέπει να στηριχθεί σε μία απλή αλλά πολύ επιτυχημένη στο παρελθόν συνταγή – η οποία έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά συστατικά:
(α) Αγροτική μεταρρύθμιση: Εν πρώτοις οφείλει να στηρίξει τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, αντί τα μεγάλα αγροτικά συγκροτήματα – επειδή η γεωργία χαρακτηρίζεται από την άνοδο της απασχόλησης και από την ώθηση της παραγωγικότητας, μέσω της οποίας το ΑΕΠ αυξάνεται σημαντικά, οπότε απελευθερώνονται κεφάλαια και εργατικό δυναμικό για τη χρήση τους σε άλλους τομείς της οικονομίας.
(β) Βιομηχανοποίηση με κέντρο βάρους τις εξαγωγές: Αμέσως μετά πρέπει να επιδιώξει τη δημιουργία ανταγωνιστικών βιομηχανιών, με εξαγωγικό προσανατολισμό – με τη μαζική και στοχευόμενη στήριξη τους από το κράτος (κεντρικός σχεδιασμός).
(γ) Χρηματοπιστωτική καταστολή (financial repression): Τα παραπάνω πρέπει να συνοδευτούν από χαμηλά επιτόκια για τους οφειλέτες της βιομηχανίας, για εκείνους που δανείζονται δηλαδή με στόχο την επένδυση στον τομέα της μεταποίησης, καθώς επίσης από ελέγχους κεφαλαίων – έτσι ώστε οι αποταμιευτές να μην μεταφέρουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι, μέσω χαμηλών και συχνά αρνητικών πραγματικών επιτοκίων (=χαμηλότερα από τον πληθωρισμό), οι αποταμιευτές χάνουν χρήματα από τις τράπεζες προς όφελος της εξαγωγικής βιομηχανίας – τουλάχιστον στο πρώτο χρονικό διάστημα, όσο διαρκεί η διαδικασία βιομηχανοποίησης της χώρας.
Εν προκειμένω, η Κίνα εφάρμοσε στο παρελθόν αυτήν ακριβώς τη συνταγή, ενώ η Ρωσία όχι – με αποτέλεσμα η πρώτη, μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1978 εκ μέρους του τότε προέδρου της (D. Xiaoping), να επιτύχει αύξηση του ΑΕΠ της σχεδόν κατά 10% ετησίως. Αντίθετα, στη Ρωσία ξεκίνησαν οι ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις μετά το τέλος του κομμουνισμού το 1991 – ενώ στα 24 χρόνια που μεσολάβησαν μετά το 1993, το πραγματικό ΑΕΠ της παρουσίασε πολύ μεγάλες διακυμάνσεις, έχοντας αυξηθεί ετήσια μόλις κατά 1,5% σε προσαρμοσμένες τιμές (συγκριτικό γράφημα Κίνας και Ρωσίας).
Η ηγεσία της Ρωσίας τότε είχε στηριχθεί στη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» που της επέβαλλε το ΔΝΤ (ανάλυση) – τα βασικά στοιχεία της οποίας είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού, οι ιδιωτικοποιήσεις και η απελευθέρωση των αγορών, σύμφωνα με το εξής δόγμα: «Ανταγωνισμός με κάθε κόστος και με κάθε θυσία, όσο το δυνατόν μικρότερος δημόσιος τομέας».
Το αποτέλεσμα ήταν η κατάρρευση ολόκληρης σχεδόν της βιομηχανίας της μέσα σε μία νύχτα, με ελάχιστες εξαιρέσεις – κάτι που συνέβη επίσης στην πρώην Ανατολική Γερμανία (κάτι που γνώριζε πολύ καλά ο κ. Σόιμπλε, οπότε σκόπιμα επέβαλλε την ίδια πολιτική στην Ελλάδα, με στόχο την υφαρπαγή των περιουσιακών της στοιχείων). Το γεγονός αυτό οφειλόταν στο ότι, δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες, όταν άνοιξαν τα σύνορα και απελευθερώθηκαν οι αγορές – εύλογα φυσικά, αφού δεν υπήρχαν οι κατάλληλες υποδομές, ο όγκος παραγωγής (τζίρος) και το Know How.
Ακόμη και σήμερα δε, αφού τελικά χρεοκόπησε το 1998 (ανάλυση), το κράτος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών – τα οποία ανταλλάσσει ουσιαστικά με τα έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγει, παραμένοντας σχετικά φτωχό (χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα, με 11.099 $ έναντι 22.736 $!). Μόλις πρόσφατα ο πρόεδρος Putin άλλαξε τακτική – η οποία έχει αρχίσει ήδη να προσφέρει.
Η συνταγή της επιτυχίας
Περαιτέρω, χώρες όπως η Μ. Βρετανία, οι Η.Π.Α., η Γαλλία και η Γερμανία εφάρμοσαν την ίδια συνταγή με την Κίνα, στις πρώτες δεκαετίες της βιομηχανοποίησης τους – ήταν δηλαδή προστατευτικές, διατηρώντας κλειστά τα σύνορα και τις αγορές τους έως ότου οι βιομηχανίες τους ήταν σε θέση να ανταγωνιστούν τις ξένες. Το ότι σήμερα τάσσονται υπέρ του ελευθέρου εμπορίου (η Γαλλία μόνο εν μέρει), δεν σημαίνει τίποτα – αφού έχουν ήδη ανεπτυγμένο βιομηχανικό τομέα και ευημερούν, ενώ ο προστατευτισμός θα τους προκαλούσε μεγάλες ζημίες στις εξαγωγές.
Οι βασικότεροι οπαδοί του προστατευτισμού τώρα στο ξεκίνημα της καπιταλιστικής διαδικασίας ήταν ο A. Hamilton (1755-1804), ένας από τους ιδρυτές των Η.Π.Α. και πρώτος υπουργός οικονομικών τους,καθώς επίσης ο Γερμανός F. List – ο οποίος ήταν υπέρ των «εκπαιδευτικών δασμών» όπως τους ονόμαζε, με στόχο την «εκμάθηση» της βιομηχανίας (ανάλυση).
Και οι δύο τασσόταν βέβαια υπέρ του ελευθέρου εμπορίου, αλλά όχι πριν οι χώρες τους ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες – ενώ σήμερα ο πρόεδρος Trump προωθεί κάτι ανάλογο, ακριβώς επειδή η αμερικανική βιομηχανία δεν είναι σε θέση να ανταγωνιστεί τις άλλες χώρες, όπως τη Γερμανία ή την Κίνα, εάν προηγουμένως δεν προστατευθεί για να αναπτυχθεί.
Μπορεί λοιπόν η καγκελάριος να τον κατηγορεί για προστατευτισμό, όπως επίσης ο πρόεδρος της Κίνας, αλλά αυτή είναι η μοναδική δυνατότητα επαναβιομηχανοποίησης των Η.Π.Α. και ισοσκέλισης του εξαιρετικά ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου τους – σε συνδυασμό βέβαια με την υποτίμηση του δολαρίου που βοηθάει στην ανάκτηση της αμερικανικής ανταγωνιστικότητας και τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις.
Συνεχίζοντας, στα πρώτα χρόνια της αναπτυξιακής διαδικασίας είναι θεμιτή η προσπάθεια αντιγραφής επιτυχημένων εγχειρημάτων διαφόρων χωρών που έχουν ήδη εξελιχθεί – συμπεριλαμβανομένης της προσέλκυσης ικανών ξένων μηχανικών και της «κλοπής» διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η Πρωσία είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν αυτές ακριβώς τις μεθόδους για να αναπτυχθεί, ενώ το πρότυπο της ήταν η Αγγλία – κάτι που συνέβη αργότερα με την Ιαπωνία, η οποία στο ξεκίνημα της θεωρούταν ο κατ’ εξοχήν μιμητής και αντιγραφέας των ξένων (κυρίως στις αυτοκινητοβιομηχανίες και στα ηλεκτρονικά).
Ειδικότερα, μετά τις μεταρρυθμίσεις του 1868 (Meiji), η Ιαπωνία αντέγραψε τις αμερικανικές και γερμανικές επιτυχημένες συνταγές– τρομοκρατώντας ουσιαστικά τους πάντες με τον ανταγωνισμό της, έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Λογικά λοιπόν ανέμεναν αρκετοί οικονομολόγοι, πριν από το κραχ του χρηματιστηρίου της το 1989 και την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων αργότερα ότι, το ΑΕΠ της θα ξεπερνούσε αυτό των Η.Π.Α. – κάτι που δεν συνέβη, επειδή η υπερδύναμη την υποχρέωσε να αυξήσει την ισοτιμία του νομίσματος της, προκαλώντας αργότερα το διπλό κραχ.
Όπως πολύ σωστά λέγεται λοιπόν αποδείχθηκε πως και οι Ιάπωνες μαγειρεύουν με νερό – ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ιαπωνίας συνεχίζει να είναι χαμηλότερο από αυτό των Η.Π.Α., με τη Γερμανία στη δεύτερη θέση. Μια ανάλογη εξέλιξη πρόσφατα είχαν η Νότια Κορέα και η Ταιβάν, με πρότυπο τους την Ιαπωνία – ενώ συνεχίζουν να αναπτύσσονται. Στο γράφημα αναφέρονται τα τρία βασικά μοντέλα ανάπτυξης στον πλανήτη και οι χώρες που τα έχουν χρησιμοποιήσει: (α) ο προστατευτισμός (με πρώην και νυν κράτη), (β) η συναίνεση της Ουάσιγκτον, το αντίθετο ακριβώς του προστατευτισμού και (γ) οι φορολογικοί παράδεισοι.
Όπως φαίνεται από το γράφημα, στο τέλος του πρώτου μοντέλου, του προστατευτισμού, υπάρχει η Κίνα – η οποία, σε όρους αγοραστικής αξίας του ΑΕΠ της, έχει ήδη ξεπεράσει τις Η.Π.Α. (γράφημα δεξιά). Στη βάση των πραγματικών ισοτιμιών υπολογίζεται πως θα κατακτήσει επίσης την πρώτη θέση, μετά από δέκα χρόνια, εάν ο αμερικανικός ρυθμός ανάπτυξης είναι της τάξης του 4% ετησίως και ο κινεζικός 9% (οι ρυθμοί μειώνονται στη συνέχεια, όπως έχει τεκμηριωθεί από τις άλλες χώρες).
Η Ρωσία, η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Ελλάδα εφαρμόζουν το δεύτερο μοντέλο, «τη συναίνεση της Ουάσιγκτον», το οποίο δεν είναι καθόλου επιτυχημένο εάν ένα κράτος δεν έχει ήδη μία ανταγωνιστική βιομηχανία – κάτι που διαπιστώνεται με το χειρότερο δυνατό τρόπο στη χώρα μας, η οποία ως μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης δεν είναι σε θέση να κλείσει τα σύνορα της για κάποια χρόνια, έτσι ώστε να δημιουργήσει μία βιομηχανία ικανή να ανταγωνισθεί τις άλλες. Μπορεί λοιπόν να κατηγορείται συλλήβδην πως δεν παράγει τίποτα, αλλά κανένας δεν εξετάζει τις αιτίες – προτιμώντας την εύκολη λύση της επίρριψης των ευθυνών στους Πολίτες και επιχειρηματίες της.
Συνεχίζοντας, η είσοδος στην ΕΕ χωρών όπως η Πολωνία, η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Βουλγαρία, με την άμεση απελευθέρωση του εμπορίου και των κεφαλαιακών ροών, χωρίς να διαθέτουν επιχειρήσεις ικανές να ανταπεξέλθουν με το διεθνή ανταγωνισμό, ήταν σαν να τις ρίχνει κανείς στη θάλασσα χωρίς να γνωρίζουν κολύμπι.
Με απλά λόγια, από τα κράτη αυτά έλειψε η φάση του προστατευτισμού και της κρατικής βιομηχανικής πολιτικής – οπότε οι νεαρές επιχειρήσεις δεν είχαν καμία δυνατότητα να γίνουν μεγάλες και ισχυρές. Όσον αφορά τα πολυσυζητημένα εμβάσματα από τις Βρυξέλες, τα διάφορα πακέτα χρηματοδότησης δηλαδή, δεν μπορούσαν να αλλάξουν απολύτως τίποτα – ενώ οι Πολίτες των παραπάνω χωρών δυστυχώς τα σπαταλούσαν, αντιλαμβανόμενοι ενδόμυχα πως δεν ήταν σε θέση να τα επενδύσουν με θετικές μελλοντικές προοπτικές.
Έτσι οδηγήθηκε η Ελλάδα στην παγίδα της υπερχρέωσης, με τελική κατάληξη τη χρεοκοπία της – κάτι που ασφαλώς μπορούσαν να προβλέψουν οι ήδη επιτυχημένες βιομηχανικές χώρες του Βορά. Λογικά επομένως υπάρχουν υποψίες πως το έκαναν εσκεμμένα, με στόχο τη μετατροπή των αδυνάτων κρατών σε ιδιόκτητες αποικίες τους – με φθηνό, εξαθλιωμένο και άβουλο εργατικό δυναμικό των δικών τους βιομηχανιών, για να ανταγωνίζονται τα ασιατικά κράτη.
Σε κάθε περίπτωση, καμία χώρα δεν έχει οδηγηθεί στην κορυφή της παγκόσμιας οικονομίας με το ελεύθερο εμπόριο – παρά το ότι γίνεται προσπάθεια να πεισθούν οι άνθρωποι ότι, η ευημερία των πλούσιων κρατών είναι το αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού και των ανοιχτών αγορών (πηγή: Studwell). Η αλήθεια, τεκμηριωμένη από την οικονομική ιστορία είναι πως «κάθε οικονομικά επιτυχημένη χώρα, κατά τη διάρκεια του σχηματισμού της, στα πρώτα βήματα της βιομηχανίας της, είχε υιοθετήσει τον προστατευτισμό».
Το τρίτο μοντέλο τώρα έχει υιοθετηθεί από φορολογικούς παραδείσους, ενώ είναι επίσης εξαιρετικά επιτυχημένο – όπως φαίνεται από τις βασικές χώρες που το εφαρμόζουν στον πίνακα. Εν τούτοις, δεν πρόκειται για αυτόνομα κράτη, όσον αφορά ορισμένα από αυτά όπως το Λουξεμβούργο ή η Σιγκαπούρη, με την έννοια πως ευημερούν εις βάρος των βιομηχανικών χωρών – «παρασιτικά» κατά κάποιον τρόπο.
Ως εκ τούτου το μοντέλο τους δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από υποανάπτυκτες οικονομίες, οι οποίες θέλουν να αναπτυχθούν γρήγορα – οπότε πολύ δύσκολα θα χρησιμοποιούνταν ως πρότυπο. Φυσικά όλες οι χώρες θα ήθελαν να έχουν ισχυρές τράπεζες, διεθνείς συμβουλευτικές εταιρείες ή μεγάλα δικηγορικά γραφεία – χωρίς όμως έναν δυναμικό μεταποιητικό τομέα, στον οποίο να στηρίζονται, οι υπηρεσίες αυτές δεν μπορούν να δημιουργηθούν.
Η Ελλάδα
Το σωστό μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας θα έπρεπε να στηριχθεί εν πρώτοις στον πρωτογενή τομέα και στη γεωργία – όπου το καλύτερο πρότυπο για να αντιγράψει είναι αυτό της Νέας Ζηλανδίας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει στο παρελθόν. Υπενθυμίζουμε τα εξής:
«H Νέαa Ζηλανδία, παρά την τεράστια σημασία που δίνει στη γεωργία, διακρίνεται για το χαμηλότερο ποσοστό στήριξης των αγροτών της στις χώρες του ΟΟΣΑ – με 1% επί της συνολικής αξίας της αγροτικής παραγωγής, έναντι μέσου όρου 18%. Εκτός αυτού η χώρα, παρά το ότι συμμετέχει μόλις με 2% στην παγκόσμια παραγωγή γάλακτος, κατέχει το εντυπωσιακό 20% στις διεθνείς εξαγωγές (2005) – ενώ, αν και τα προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής της έχουν αξία 7 δις €, εξάγει μεταποιημένα αγαθά από τα προϊόντα αυτά αξίας 23 δις €.Αντίθετα η Ελλάδα, η τρίτη μεγαλύτερη χώρα στον πλανήτη όσον αφορά την παραγωγή ελαιόλαδου, έχει αξία πρωτογενούς παραγωγής περί τα 10 δις €, εξάγοντας όμως τρόφιμα μόνο 5 δις € – ενώ καλύπτει το 15% των αναγκών στον τουρισμό, όταν η Ιταλία το 75%. Εάν λοιπόν η Ελλάδα λειτουργούσε όπως η Νέα Ζηλανδία, θα μπορούσε να εξάγει μεταποιημένα προϊόντα υπερτριπλάσια της παραγωγής της – άρα πάνω από 30 δις € αυξάνοντας το ΑΕΠ της κατά 25 δις € και δημιουργώντας 500.000 θέσεις εργασίας (μία ανά 50.000 € ετήσιο ΑΕΠ).Εάν δε κάλυπτε τις ανάγκες της στον τουρισμό όπως η Ιταλία, θα αναπτυσσόταν ακόμη περισσότερο –πόσο μάλλον εάν αύξανε την πρωτογενή της παραγωγή, διαθέτοντας τεράστια ποιοτικά πλεονεκτήματα και πάρα πολλές δυνατότητες (βότανα για τη βιομηχανία καλλυντικών, μαστίχα για οδοντόπαστες κλπ.). Με δεδομένο δε το συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο του ελαιολάδου στην παγκόσμια αγορά, καθώς επίσης τα άλλα προϊόντα που χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη (σαπούνι, καλλυντικά, φάρμακα), η Ελλάδα θα μπορούσε να πετύχει θαύματα μόνο από το συγκεκριμένο προϊόν – όπως επίσης από πάρα πολλά άλλα, τα οποία βοηθούνται από το κλίμα και τα εδάφη της.Οφείλουμε πάντως να σημειώσουμε πως η επιτυχία του αγροτικού τομέα σε πολλές χώρες, όπως στην Ολλανδία, στη Δανία, στη Ν. Ζηλανδία κλπ., στηρίζεται στη συνεταιριστική οργάνωση του – όπου μέτοχοι της ιδιωτικής εταιρείας που δημιουργείται είναι οι παραγωγοί και ιδιώτες (σύμπραξη)».
Παράλληλα, το μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας θα έπρεπε να στηριχθεί στο δεύτερο πυλώνα της οικονομίας της, στον τουρισμό. Επί πλέον στον τρίτο πυλώνα, στη ναυτιλία (ανάλυση), όπου δεν χρειάζεται κανένα πρότυπο αφού ευρίσκεται ήδη στην κορυφή – με απώτερο στόχο όμως όλοι αυτοί οι πυλώνες να στηρίξουν τη βιομηχανοποίηση της χώρας, η οποία είναι απολύτως απαραίτητη για να μην εξαρτάται από κανέναν, συμπεριλαμβανομένης της υψηλής τεχνολογίας.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, τουλάχιστον από πολιτικής οργανωτικής και βιομηχανικής πλευράς, το πρότυπο της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι η Ελβετία – τόσο όσον αφορά την άμεση δημοκρατία, όσο και το διαχωρισμό της σε ομοσπονδιακά κρατίδια (ανάλυση), μέσω των οποίων καταπολεμάται σε μεγάλο βαθμό η πολιτική διαφθορά (αφού περιορίζεται η σημασία της κεντρικής διοίκησης, υπεύθυνης για τα περισσότερα δεινά της πατρίδας μας).
Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε ότι οι υπηρεσίες, στις οποίες διαπρέπει η Ελβετία, βασίζονται στην ισχυρότατη βιομηχανία της – στην οποία οφείλει ουσιαστικά το εξαίρετο όνομα της, καθώς επίσης την πρώτη θέση της παγκοσμίως, όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα της. Αυτό ακριβώς θα έπρεπε να επιδιώξει η Ελλάδα – η οποία, από πάρα πολλές πλευρές (φυσικός πλούτος, υπέδαφος κλπ.), διαθέτει αρκετά μεγαλύτερες δυνατότητες από την Ελβετία.
Ανάρτηση από: https://analyst.gr