«… μπας και βρουν κάλυψη στους ετερόκλητους όχλους των συλλαλητηρίων»
Ο φερόμενος ως πρωθυπουργός μιας χώρας!!!
Ο φερόμενος ως πρωθυπουργός μιας χώρας!!!
Του Δημήτρη Ναπ.Γιαννάτου από την Ρήξη φ. 141
Μέσα στην πρωθυπουργική μπουρδολογία και το κενό της, ο «εκλεκτός» των διεθνών αφεντικών, ετερόκλητο όχλο χαρακτήρισε τον λαό που διαδήλωσε στο Σύνταγμα, με τραγική κραυγή για το συνολικό κατάντημά του: «Μη, παρακαλώ σας, μη, λησμονάτε τη χώρα μου!».
Κι αυτός ο υποτιμητικός, ανέντιμος και ανήθικος χαρακτηρισμός δεν δημιούργησε καμία αντίδραση από τους ταγούς της «επανάστασης»! ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Λ.Α.Ε, αποκόμματα των Εξαρχείων, γκρουπούσκουλα του κ@λου, μπεκρήδες ποικιλώνυμων δικτύων και δικαιωμάτων, κυρίες αριστερής φιλανθρωπίας-«αλληλεγγύης» και άλλα ψευδοκουλτουριάρικα ναρκισσιστικά ραπανάκια, μουγκάθηκαν. Επειδή στην ουσία το ίδιο πιστεύουν για τον λαό. Αυτοί είναι η πρωτοπορία και ο διαφωτισμός και ο λαός η πλέμπα. Άξεστος και απολίτιστος, χρειάζεται κάποιον να τον εκπολιτίσει. Βαθιά ολιγαρχικοί και ελιτιστές, το ίδιο με τη δεξιά! Οι παλιότεροι λαϊκοί κομμουνιστές, απλοί άνθρωποι που έδωσαν τη ζωή τους για τον λαό και τη χώρα, αδιάβαστοι από τσιτάτα, όμως μύστες μιας λαϊκής κοσμικής θρησκείας για το δίκιο, αν ζούσαν θα έφτυναν πάνω τους.
Παλιότερα, στη λογοτεχνία, στις κινηματογραφικές ταινίες, στη γειτονιά, κυρίαρχη πεποίθηση των αριστερών -σμιλεμένη και από τις διώξεις και τους αποκλεισμούς-, ήταν ο αγώνας ενάντια στην απολυταρχική εξουσία που υποτιμά και διαφεντεύει τον λαό. Καθόλου περίεργο, αν σκεφτούμε ότι η πεποίθηση αυτή διαπερνούσε το λαϊκό σώμα, ανεξάρτητα από πολιτική τοποθέτηση. Η «προδοσία των διανοουμένων και των ηγεσιών» ήταν νωπή στην ιστορία μας. Η απόσταση των «πνευματικών ελίτ» από τους ανθρώπους του μόχθου και της προκοπής ήταν βασική παράμετρος του βίου μας. Ο ανώνυμος κομμουνιστής ένιωθε κομμάτι αυτού του λαού και του τόπου και η εθνικοαπελευθερωτική διάσταση του ελληνισμού ζυμωνόταν στις πολιτικές προσπάθειές του για οικονομική και κοινωνική ελευθερία. Έπιανε των παλμό του δίκιου όλων, περισσότερο ως βίωμα, παρά ως ιδεολογία (την κληρονομιά αυτή είδαμε να αναβιώνει ο Μίκης στο συλλαλητήριο, αφουγκραζόμενος τον παλμό του ευρύτερου λαϊκού σώματος). Ελεύθερος, σε μια ανεξάρτητη και ελεύθερη πατρίδα. Στο πλαίσιο αυτό είχε κερδίσει ακόμα και την επιθετική… αποδοχή των δεξιών. Ο κομμουνιστής γείτονας ήταν αυτός που πάλευε για τις ιδέες του και τον τόπο, ακόμα κι αν διαφωνούσαν μαζί του.
Τι έγινε στην πορεία, ώστε η Έλλη Παππά, στο αυτοβιογραφικό βιβλίο, «Μαρτυρίες μιας διαδρομής», να μιλά για την «καταπάτηση αρχών και αξιών» στο όνομα της επαναστατικής …ευελιξίας και του αμείλικτου τακτικισμού;
Η Παππά ομιλεί για τον τρόπο επιβίωσης των επαγγελματιών κομμουνιστών, αναγκαστικά συνωμοτικού χαρακτήρα, που οδηγούσε συχνά στην εκμετάλλευση, με κάθε τρόπο και αιτιολόγηση, καταστάσεων και αντιφάσεων της πραγματικότητας. Ώστε, ανεπαίσθητα, εμπότισε με «επαναστατικό αμοραλισμό» τα μέσα επίτευξης του σκοπού. Ο αριστερός βασικός σκοπός, αγιάζει τα μέσα.
Άλλωστε, η «ηθική» την οποία καταπατούσαν ήταν η ηθική της αστικής τάξης, οπότε, η καταπάτηση οποιουδήποτε συναισθηματικού ή αξιακού ορίου δεν αποτελούσε πρόβλημα. Σε αντίθεση, το λαϊκοαγροτικό σώμα της αριστεράς παρέμενε προσκολλημένο (μέχρι και το 1980) στις παραδοσιακές αξίες της ανθρωπιάς, επειδή κάποια πράγματα είναι ανθρώπινα και κάποια άλλα απλώς «δεν μπορώ να τα κάνω», επειδή έτσι με οδηγεί το φιλότιμο και το ήθος μου.
Η Παππά ομιλεί για τον τρόπο επιβίωσης των επαγγελματιών κομμουνιστών, αναγκαστικά συνωμοτικού χαρακτήρα, που οδηγούσε συχνά στην εκμετάλλευση, με κάθε τρόπο και αιτιολόγηση, καταστάσεων και αντιφάσεων της πραγματικότητας. Ώστε, ανεπαίσθητα, εμπότισε με «επαναστατικό αμοραλισμό» τα μέσα επίτευξης του σκοπού. Ο αριστερός βασικός σκοπός, αγιάζει τα μέσα.
Άλλωστε, η «ηθική» την οποία καταπατούσαν ήταν η ηθική της αστικής τάξης, οπότε, η καταπάτηση οποιουδήποτε συναισθηματικού ή αξιακού ορίου δεν αποτελούσε πρόβλημα. Σε αντίθεση, το λαϊκοαγροτικό σώμα της αριστεράς παρέμενε προσκολλημένο (μέχρι και το 1980) στις παραδοσιακές αξίες της ανθρωπιάς, επειδή κάποια πράγματα είναι ανθρώπινα και κάποια άλλα απλώς «δεν μπορώ να τα κάνω», επειδή έτσι με οδηγεί το φιλότιμο και το ήθος μου.
Παράλληλα, η άμπωτις του εθνικοαπελευθερωτικού προτάγματος, συνολικά από τον ελληνισμό, επηρέασε και την αριστερά. Άλλωστε ήταν πιο έτοιμη να δεχτεί κοινωνικά την πρόοδο και τον «εκσυγχρονισμό» ως αφηρημένο «διεθνισμό». Η τοποθέτηση των σπουδαγμένων πια «παιδιών» της, στη θέση του «μορφωμένου» συμμάχου των «εκσυγχρονιστικών ελίτ», αποτελούσε όχι μόνο ανάδειξη, επιτέλους, της «πρωτοπορίας του λαού» στην πολιτική διεκδίκηση ενάντια στο… κατεστημένο, αλλά είχε και πάμπολλα υλικά οφέλη. Ταυτόχρονα, η μεσοστρωματική μετάλλαξη της κοινωνικής αριστεράς οδήγησε τους αριστερούς να ακολουθήσουν, στη μικροκλίμακα της ζωής τους, το παράδειγμα της πρωτοπορίας τους. Στην αριστερά, η ταύτιση του σώματος με την ηγεσία του επιτέλους επετεύχθη, με τον πιο ελεεινό τρόπο.
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στον ελιτίστικο απομονωτισμό από τα λαϊκά στρώματα. Στη ναρκισσιστική υποστροφή της πρωτοπορίας σε μια ταυτότητα απόλυτης αλήθειας, εξουσίας και ολοκληρωτισμού. Η θέληση να εξαφανιστεί στην κυριολεξία η πατρίδα και ο λαός δείχνει το απίστευτο τραύμα της αριστεράς και τις αδυσώπητες ενοχές της έναντι του ίδιου του εαυτού της, που, εντέλει, στην ουσία, δεν μπορεί να αντέξει και να ανεχτεί.
Θα ’ταν αισιόδοξο, οι ενοχές να μετουσιώνονταν σε κρίση συνείδησης, μα αυτό θα προϋπέθετε μια αριστερά που δεν θα είχε αναγάγει σε ολοκληρωτική ιδεολογία την εξαφάνιση κάθε συνείδησης.
Ανάρτηση από:http://ardin-rixi.gr