Του Τάσου Αναστασόπουλου
Βέβαια, η ακριβής, προ ολίγων ημερών, διατύπωση, που χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός, είναι πολύ προσεκτική και φυσικά, πονηρή : («Η προσοχή μου είναι, συνεχώς, στραμμένη, στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Στα πρώτα τέσσερα χρόνια, ασχοληθήκαμε, με τις περικοπές των φόρων. Την επόμενη τετραετία - εάν οι πολίτες μας εμπιστευτούν, ξανά - θα προσπαθήσουμε να αυξήσουμε τους μισθούς»), αλλά το κεντρικό νόημα/σύνθημα, όσον αφορά τις προσεχείς εκλογικές αναμετρήσεις, δόθηκε και φυσικά, ταιριάζει και εντάσσεται, απόλυτα, μέσα στην προεκλογική στρατηγική, που υποδεικνύει ο Αμερικανός επικοινωνιολόγος - προπαγανδιστής είναι ο ορθότερος προσδιορισμός της ιδιότητας αυτής, αλλά, αν και δεν θα κολλήσουμε, στις λέξεις, είναι χρήσιμο να μην ξεχνάμε, περί τίνος πρόκειται - Stan Greenberg και η οποία στηρίζεται, στην εκπομπή και την επικοινώνηση θετικών και όχι πολωτικών μηνυμάτων, από το κυβερνητικό κόμμα και τον αρχηγό του, προς την ελληνική κοινωνία και ειδικά, προς το εκλογικό σώμα, με έμφαση και προς τον χώρο των νέων, όπου η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει ένα σοβαρό πρόβλημα διεύρυνσης του εκλογικού της ακροατηρίου.
Αλλα, πέρα από τα λόγια και τις αόριστες υποσχέσεις του πρωθυπουργού, ο οποίος, ακόμη και τώρα, που το χρονικό διάστημα, που διανύουμε, είναι, ατύπως, αλλά ουσιαστικά, προεκλογικό, δεν λέει ότι θα αυξήσουν τους μισθούς, αλλά ότι θα προσπαθήσουν να τους αυξήσουν, εντός της επόμενης τετραετίας, εφόσον εκλεγούν, χρήσιμο είναι να δούμε την πραγματική κατάσταση, που επικρατεί, στον χώρο της μισθωτής εργασίας και ειδικά των μισθών, παρατηρώντας δυο θλιβερές καταστάσεις, που είναι απότοκα των επισήμων και των άτυπων - πλην όμως, ουσιαστικών/πραγματικών και ενεργών - Μνημονίων, που υπογράφηκαν, κατά την περίοδο, που ακολούθησε την ελληνική χρεωκοπία του Απριλίου του 2010, μέχρι και το καλοκαίρι του 2018. Και αυτές οι θλιβερές, έως δραματικές καταστάσεις, είναι οι εξής :
1) Όπως προκύπτει και από τους δυο πίνακες, που παρουσιάζω, στο σημερινό δημοσίευμα και από αυτόν, με τον οποίο ξεκινώ και από τον επόμενο, αυτό, που προκύπτει, αβίαστα είναι ότι οι μισθοί, στην Ελλάδα, είναι, δραματικά, χαμηλότεροι, από το 2009, αφού η πορεία του μέσου μισθού, κατά την τελευταία δωδεκαετία, εξελίχθηκε, μέσα στα πλαίσια μιας συντριπτικής καθοδικής συμπίεσης, ως ακολούθως: Σε επίπεδο ονομαστικών τιμών, ο μέσος μισθός το 2009 έφθανε, στα 1.542 ευρώ, ανά μήνα), και 21.595, ανά έτος, ενώ το 2021 έπεσε, στα 1.134 ευρώ, ανά μήνα και στα 15.879 ευρώ, ανά έτος. Όμως, η εξέλιξη του πραγματικού μέσου μισθού, λαμβάνοντας υπόψη μας την εξέλιξη του τιμαρίθμου, κατά την ίδια περίοδο, το 2009 έφθανε, στα 1.626 ευρώ, ανά μήνα και στα 22.765 ευρώ, ανά έτος και το 2021 έπεσε στα 1.120, ανά μήνα και στα 15.687 ευρώ, ανά έτος.
2) Αλλά η πραγματική κατάσταση είναι, προφανώς, πολύ πιο ζοφερή, αφού το μισθωτικό ενεργό και ανενεργό εργατικό δυναμικό της χώρας μας, δηλαδή συμπεριλαμβανομένων και όσων εργάζονται, υπό το αβέβαιο εργασιακό καθεστώς των ελαστικών μορφών εργασίας και της μερικής απασχόλησης, οι οποίοι έχουν, υπερβολικά, αυξηθεί, καθώς, επίσης και όσοι είναι άνεργοι, χωρίς την θέλησή τους, είναι πολύ πιο φτωχοί, από ό,τι ήσαν την προμνημονιακή εποχή, έχοντας υπόψη ότι η συμπερίληψη και αυτών των σημαντικών στρωμάτων του ελληνικού εργατικού δυναμικού (πχ η ανεργία αφορά, σήμερα, το 12,5% του εργατικού δυναμικού) και φυσικά, εάν λάβουμε υπόψη μας την συνολική διαστρωμάτωση του μισθωτικού ενεργού και ανενεργού εργατικού δυναμικού, τότε, στις ημέρες μας ο πραγματικός μέσος μισθός είναι, εν τοις πράγμασι πολύ μικρότερος, από το 2009, όπου και οι άλλες δυο κατηγορίες μισθωτών, εκτός εκείνων, που τελούν, υπό το καθεστώς της πλήρους απασχόλησης, ήσαν πολύ μικρότερες, ως προς το μέγεθος, που είχαν το 2009, το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και το έτος αυτό ήταν ένα έτος σημαντικής οικονομικής ύφεσης.
Εδώ, θεωρώ χρήσιμο και απαραίτητο να επισημάνω ότι αυτού του είδους την ανάλυση και την σύγκριση, που επιχειρώ, στο παρόν δημοσίευμα, δηλαδή την συμπερίληψη, κυρίως, του άνεργου εργατικού προσωπικού, στον προσδιορισμό της έννοιας του μέσου μισθού, στην χώρα μας, αλλά και διεθνώς και μπορώ να πω, ευθαρσώς, σε παγκόσμια βάση, δεν έχω διαπιστώσει να γίνεται, ή να επιχειρείται, από κάποιον μελετητή. Βέβαια, μπορεί να έχει γίνει αυτή η συμπερίληψη, από κάποιον, ή από κάποιους άλλους και αυτό να μην έχει πέσει, στην αντίληψη την δική μου. Εννοείται ότι η υπόδειξη οποιασδήποτε σχετικής μελέτης και ανάλυσης θα μου είναι καλοδεχούμενη.
Προχωρώντας, τώρα, στην σύγκριση, με τις άλλες χώρες της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, διαπιστώνουμε ότι, το 2021, σε επίπεδο μέσου ανά προσαρμοσμένου/αποπληθωρισμένου μισθού πλήρους απασχόλησης, ανά εργαζόμενο, η Ελλάδα έχει καταβαραθρωθεί, στην 22η θέση της κατάταξης, ενώ το 2009 βρισκόταν, στην 10η θέση, ενώ, αν συμπεριλάβουμε και την αυξημένη, από το 2009, κατηγορία των εργαζόμενων, υπό το καθεστώς της μερικής απασχόλησης, παρατηρούμε ότι οι εξελίξεις είναι πολύ χειρότερες, αφού, σύμφωνα με την Eurostat, με βάση το, κατά κεφαλήν, ΑΕΠ μετρημένο, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), η Ελλάδα, το 2021, βρισκόταν και παραμένει να είναι, στην τελευταία θέση της ευρωζώνης και στην προτελευταία της “Ευρωπαϊκής Ένωσης”, αφήνοντας, πίσω της, μόνο, την Βουλγαρία, ενώ το 2009 η χώρα μας ήταν στην 14η θέση, χάνοντας, δηλαδή, μέσα σε 12 χρόνια, 12 θέσεις.
Ως προς την αγοραστική δύναμη, η πληθωριστική κρίση, που ξέσπασε, το 2022 (ο πληθωρισμός το 2021 μετρήθηκε, στο 0,6%, ενώ το 2022 κατάστάλαξε, στο 9,3%, σύμφωνα με τα πρόσφατα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ), όσον αφορά τα νοικοκυριά, με μηνιαίο εισόδημα, το οποίο είναι λιγότερο, από 750 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης πλησιάζει, έως το 40%, ενώ, για τα νοικοκυριά των οποίων το μηνιαίο εισόδημα φθάνει, από 751, έως 1.100 ευρώ, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης κυμαίνεται, μεταξύ του 9%, έως 14%.
Επαναλαμβάνω, εδώ, ότι μιλάμε, για ενεργούς μισθωτούς. Δεν μιλάμε, για το άνεργο εργατικό δυναμικό, για το οποίο τα δεδομένα ειναι πολύ πιο χειρότερα. Αυτό, που έχει συμβεί, όσο αποκρουστικό και δυσάρεστο και αν διαπιστώνεται, είναι ότι ο κόσμος της μισθωτής εργασίας, αλλά ολόκληρη η κοινωνία μας, εξαιρουμένων, βεβαίως, των νησίδων της ολιγαρχικής ελίτ και των μεγαλοαστικών τάξεων, έχει φτωχύνει, δραματικά, χωρίς η εργασία να γίνει πιο παραγωγική και πιο ανταγωνιστική.
Μάλιστα, εδώ πρέπει να γίνει γνωστό ότι, το 2022, οι ώρες δεδουλευμένης (ή/και εικονικής) εργασίας ξεπέρασαν το επίπεδο του 2008, ενώ το ΑΕΠ είναι, κατά 25% μικρότερο, από το έτος αυτό και ουσιαστικά, αυτό σημαίνει ότι το ενεργό εργατικό δυναμικό δουλεύει περισσότερο και παράγει πολύ μικρότερο προϊόν, ενώ η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται, σε οικονομία εντάσεως εργασίας. Και φυσικά, ο συνδυασμός όλων αυτών των δυσάρεστων και δυσμενών εξελίξεων αποτελεί το κλειδί, το οποίο ξεκλειδώνει και παρουσιάζει την αιτία, για την οποία έχουν καταβαραθρωθεί οι επενδύσεις, στην ελληνική οικονομία, της οποίας η τεχνολογική ανάπτυξη παρακμάζει, ενώ, παράλληλα, ένα μεγάλο τμήμα του μορφωμένου, ειδικευμένου και κυρίως, νέου εργατικού δυναμικού της χώρας καταφεύγει, στο εξωτερικό, με ισχνές πιθανότητες επιστροφής, στα πάτρια εδάφη, μετατρέποντας την ελληνική οικονομία, σε μια οικονομία όχι, μόνο, απλής ενστάσεως εργασίας, όπως προανέφερα, αλλά και χαμηλής/ανειδίκευτης εργασίας, με έναν πληθυσμό ο οποίος γρήγορα γηράσκει και σταδιακά - έστω και σχετικά, αργά - οδηγείται να καλύψει τις ανάγκες του, στην χαμηλής ειδίκευσης μετανάστευση, από το εξωτερικό, η οποία υποκαθιστά την εντόπια αιμορραγία του εξειδικευμένου και νέου, ηλικιακά, πληθυσμού, που φεύγει, για τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου της Δύσης.
Με λίγα λόγια η ελληνική κοινωνία εξέπεσε, δραματικά, εκπίπτει και θα συνεχίσει να εκπίπτει, στην φτώχεια.
Όλα αυτά, είναι, προφανώς, δυσάρεστα. Αλλά είναι αυτά, που είναι. Και δεν αλλάζουν.
Ανάρτηση από: https://tassosanastassopoulos.blogspot.com/