Του Βασίλη Ξυδιά
Η υπόθεση του μαθήματος των Θρησκευτικών έχει μια ευρύτερη διδακτική αξία για όσους ελπίζουν στην πολιτική χειραφέτηση της κοινωνίας. Διότι αυτό που εμποδίζει πολλούς να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει στην υπόθεση αυτή είναι ότι την αντιλαμβάνονται σαν διαμάχη θεσμών εξουσίας (κυβέρνησης και εκκλησιαστικής ιεραρχίας) και δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δουν ότι στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση υπάρχει κι ένας τρίτος παράγοντας, ο οποίος τελικά κάνει τη διαφορά.
Αυτός ο παράγοντας είναι η οργανωμένη και συστηματική παρέμβαση ενός μεγάλου τμήματος της κοινότητας των θεολόγων εκπαιδευτικών, που από το 2008 συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αναντιστοιχίας του μαθήματος με τις ανάγκες του σχολείου και της κοινωνίας, και αντί να περιμένουμε μοιρολατρικά το κράτος-πατερούλη να μας καταργήσει οριστικά, αποφασίσαμε «να πάρουμε τις τύχες μας στα χέρια μας». Αποφασίσαμε δηλαδή να παρέμβουμε, και μάλιστα όχι αμυντικά, με μάχες οπισθοφυλακών, αλλά επιθετικά, διαμορφώνοντας και προωθώντας μια δική μας λύση.
Έτσι, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το τι συμβαίνει στις άλλες χώρες, προέκυψε η πρόταση για ένα μάθημα Θρησκευτικών μη-ομολογιακό, μη-κατηχητικό, υποχρεωτικό για όλους τους μαθητές του ελληνικού σχολείου, ανεξάρτητα από την εθνικότητα και τη θρησκεία τους. Και έτσι συγκροτήθηκε ο Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμος «ΚΑΙΡΟΣ», σαν μια από τα κάτω πρωτοβουλία για την αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών.
Έχω την εντύπωση ότι αυτό -το να αναλαμβάνει μια κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα την ευθύνη να επανεξετάσει αυτοκριτικά το λειτούργημά της, καταλήγοντας σε συγκεκριμένη μεταρρυθμιστική πρόταση- είναι καινοφανές για την Ελλάδα, ιδιαίτερα δε στις συνθήκες της κρίσης. Δεν έχει συμβεί ούτε στο χώρο των εκπαιδευτικών ούτε σε κανέναν άλλον κοινωνικό χώρο.
Έτσι, όταν η Διαμαντοπούλου συγκρότησε τις επιτροπές για το Νέο Σχολείο, ο θεολογικός χώρος είχε ήδη μια έτοιμη πρόταση. Σε αντίθεση με το τι συνέβη σε όλα τα υπόλοιπα μαθήματα, οι επιτροπές του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου για τα Θρησκευτικά βρήκαν έτοιμες κατευθύνσεις πάνω στις οποίες εργάστηκαν. Ίσως κάτι ανάλογο με τα Θρησκευτικά έγινε και με τις ξένες γλώσσες, αν και όχι με την ίδια μαζική συμμετοχή του κλάδου.
Στην πορεία υπήρξε εκτεταμένη συζήτηση, τόσο μέσα στις επιτροπές του υπουργείου, όσο και στο πλαίσιο του ΚΑΙΡΟΥ, μεταξύ τριών διαφορετικών εκδοχών αυτού του μαθήματος: (α) θρησκειολογικό, (β) βιβλικό, (γ) πολιτιστικό. Και από τις τρεις αυτές κατευθύνσεις καταλήξαμε να πάρουμε σαν βάση την τρίτη: το πολιτιστικό μάθημα, το οποίο εμπλουτίστηκε με στοιχεία των άλλων δύο. Αυτά όλα έγιναν ερήμην του κράτους και της εκκλησιαστικής ηγεσίας και σε σφοδρή σύγκρουση με το συντηρητικό κομμάτι του κλάδου, συσπειρωμένο στην Πανελλήνια Ένωση Θεολόγων.
Η ΠΕΘ -που στην περίπτωση αυτή είναι το αντίστοιχο της καταγγέλλουσας Αριστεράς- έμεινε προσκολλημένη στην υπεράσπιση της σημερινής αδιέξοδης κατάστασης, καταφεύγοντας στη συνωμοσιολογική ερμηνεία της πραγματικότητας. Είναι, δε, κωμικοτραγικό παράδοξο ότι μπροστά στην υποτιθέμενη απειλή της αλλαγής του μαθήματος η ΠΕΘ έκρινε σκόπιμο να υπερασπιστεί τα σημερινά βιβλία των Θρησκευτικών, που όταν είχαν εισαχθεί πριν από κάποια χρόνια, τα είχε καταγγείλει με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα, που τώρα καταγγέλλει το νέο πρόγραμμα σπουδών.
Δεν θέλω να επιμείνω σε περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι εδώ έχουμε υπό μία έννοια την κοινωνία -ή έστω ένα οργανωμένο τμήμα της- που παρεμβάλλεται σαν σφήνα στους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, και παρ’ όλα τα εμπόδια, τις εσωτερικές αντιφάσεις του εγχειρήματος κ.λπ., καταφέρνει με κάποιο τρόπο, αν όχι να κερδίζει εντελώς το παιχνίδι, πάντως να παίζει καθοριστικό ρόλο. Και αυτό εξηγεί τη συνέχεια των προγραμμάτων για τα θρησκευτικά, παρά τις αλλαγές κυβερνήσεων και υπουργών Παιδείας.
Όπως έγραφα σε ένα παλαιότερο άρθρο μου (Ποια θρησκευτικά; Ποιοι θεολόγοι;, Tvxs, Μάρτιος 2014), στο σημείο αυτό θα μπορούσε να εγείρει κανείς μια άλλου είδους ένσταση: «Ήταν ορθό εκ μέρους των θεολόγων να συνδράμουν το κυβερνητικό εγχείρημα των νέων προγραμμάτων σπουδών, παρακάμπτοντας το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο των μνημονίων κ.λπ. ή τις γενικότερες στοχεύσεις του υπ. Παιδείας για το Νέο Σχολείο;». Το ερώτημα είναι εύλογο, αλλά από την άποψη αυτού εδώ του σημειώματος λίγο ενδιαφέρει αν η απάντηση που δώσαμε οι θεολόγοι που υποστηρίξαμε τα νέα προγράμματα ήταν πολιτικά η ορθότερη. Εκείνο που κατ’ εμέ έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι μια κοινωνική ομάδα μπόρεσε να κινηθεί ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη των εξουσιαστικών μηχανισμών με μια αίσθηση αυτονομίας απ’ αυτούς, έχοντας κάτι δικό της να υπερασπιστεί. Και γι’ αυτό ακριβώς έβαλε σε δεύτερη μοίρα τα γενικότερα πολιτικά ζητήματα, θεωρώντας ότι «δινόταν μια ευκαιρία για την αλλαγή του μαθήματος των Θρησκευτικών που δεν έπρεπε να χαθεί».
Υπάρχει, λοιπόν, σ’ αυτό το εγχείρημα μια χειραφετητική διάσταση, την οποία δεν θα μπορέσει κανείς να τη δει αν σκέφτεται μόνο με όρους μηχανισμών εξουσίας, όπως κάνουν όσοι ταυτίζουν τη μεταρρύθμιση αυτή με τις προθέσεις του Φίλη, άλλοι υποστηρίζοντας και άλλοι καταγγέλλοντάς τον, χωρίς ούτε οι μεν ούτε οι δε να υποψιάζονται ότι μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε δυνατότητα θετικής «από τα κάτω» παρέμβασης, πέραν των κλασικών αμυντικών συνδικαλιστικών αντιδράσεων. Κατ’ εμέ το πρώτιστο εδώ καθήκον μιας πραγματικά ριζοσπαστικής αριστεράς θα ήταν να αναδείξει και να υπερασπιστεί αυτή τη χειραφετητική δυνατότητα που ενσαρκώνει το εγχείρημα του νέου μαθήματος των Θρησκευτικών.
Ανάρτηση από: http://www.e-dromos.gr