Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Κυπριακό 2016: Η θέση μας θα είναι πάντα εδώ. Και θα ιδούμεν την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς

Του Λουκά Αξελού
Αν και δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια, αυτό που στο λυκαυγές του 21ου αιώνα φαινόταν ως το κυρίαρχο στοιχείο στην διαμόρφωση του παγκόσμιου χάρτη, η ολοκληρωτική δηλαδή επικράτηση της παγκοσμιοποιημένης Νέας Τάξης και του νεοφιλευθερισμού, αποδείχθηκε ανακριβές. Ήδη έχει μπει σε παρατεταμένη κρίση δομικού χαρακτήρα τόσο σε επίπεδο μητροπολιτικών χωρών όσο και σε επίπεδο περιφέρειας.
Τι σχέση έχει αυτό με το Κυπριακό και δη στην παρούσα κρίσιμη φάση του θα ρωτήσει εύλογα κάποιος. Εξόχως σημαντική θα του απαντήσω,γιατί πράγματι το 2000-2004 υπήρχε μια «πλανητική» αισιοδοξία ότι το τέλος της ιστορίας είχε ολοκληρωθεί με τον εξανδραποδισμό του έθνους-κράτους και η αίσθηση ότι η ώρα των υπερεθνικών ολοκληρώσεων υπό την επικυριαρχία της αριστοκρατίας του χρήματος ήταν πλέον επί θύρες, όπως έδειχνε τόσο η αναμενόμενη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συγκρότησε το πρώτο μεταεθνικό υπερκρατικό μόρφωμα στην μεταπολεμική ιστορία, όσο και η δημιουργία, μέσα από το μίξερ των διεθνών επεμβάσεων, προτεκτοράτων τύπου Βοσνίας.
Είναι   όλα  αυτά  που γεννούσαν στην πανστρατιά των επικυρίαρχων και  των  προθύμων την βαθιά πεποίθηση ότι είχε  έρθει η ώρα του τέλους της ιστορίας  και του Κυπριακού και αυτό  μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω ενός εκπληκτικού σχεδίου 10.000 σελίδων, που ο διάδοχος του δόκτορος Φρανκενστάιν, λόρδος Χάνεϊ είχεν εκπονήσει, δίνοντάς του το όνομα Σχέδιο Ανάν. Όλα, πράγματι, ήταν έτοιμα για την εφαρμογή και στην Κύπρο της νέας υβριδικής κρατοτεχνολογίας που εφαρμόστηκε στην Βοσνία και το Κόσσοβο. Και όλοι σχεδόν οι εμπλεκόμενοι είχαν συμφωνήσει επί αυτού.
Σχεδόν όλοι, γιατί στο σενάριο αυτό υπήρχαν και κάποιοι που είχαν αντίρρηση. Ο ένας ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος που είπε το δεύτερο μεγάλο ΟΧΙ στην ζωή του, μετά την άρνηση να υπογράψει την Συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου, ο άλλος ήταν η Εκκλησία της Κύπρου, ο τρίτος το πολιτικά μειοψηφικό εκείνο μέτωπο που έβλεπε το Κυπριακό ως το κορυφαίο εθνικό ζήτημα του Ελληνισμού και ο τέταρτος και καθοριστικός ήταν ο κυπριακός λαός που φρόντισε με το καταλυτικό εκείνο 76% να ρίξει το τερατούργημα Ανάν στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας.
Και η εκπληκτική αυτή ιστορία αντίστασης, στην οποία όπως στην δεκαετία του ’40 με το ΟΧΙ κατά του φασισμού, που πρωτοστάτησαν πάλι οι Έλληνες, είχε συνέχεια. Το δημοψήφισμα στην Ελλάδα του 2015, το Αγγλικό Brexit και οι αμερικανικές εκλογές του 2016, με όλη την διαφορετικότητά τους συγκλίνουν σε ένα σημείο: ότι οι λαοί, τα έθνη και τα κράτη δεν έχουν ακόμη αποφασίσει οικειοθελώς να αποσυρθούν από το προσκήνιο της ιστορίας.
Η πάλη ενάντια στην Νέα Τάξη και τον νεοφιλελευθερισμό αναδεικνύει τις αντιστάσεις λαών, εθνών και κρατών, καταγράφοντας το πραγματικό γεγονός ότι το Έθνος ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες παραμένει έπαλξη αντίστασης στις άγριες βουλιμικές διαθέσεις της αριστοκρατίας του χρήματος.
Αν οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί αντιστέκονται στις λογικές των κυρίαρχων συγκροτημάτων τους, δεν είναι λογικός ο ισχυρισμός μου,  ότι οι Ελλαδίτες, οι Ελληνοκύπριοι, σύμπας ο Ελληνισμός δεν έχουν δικαίωμα να αποποιηθούν τις διαχρονικές τους αξίες, την γλώσσα, την θρησκεία, τον πολιτισμό τους, την όποια τους ταυτότητα με δύο λόγια, χάριν της παγκοσμιοποίησης;
Οι Έλληνες αντιμετωπίζουν μείζον εθνικό πρόβλημα όπως πιστοποιούν η κατοχή της Β. Κύπρου και η αμφισβήτηση στο Αιγαίο και την Θράκη από μια κατ’ εξοχήν αναθεωρητική επιθετική δύναμη όπως είναι η Τουρκία, που ειδικότερα σήμερα επί προεδρίας του νεοοθωμανού πανισλαμιστή Ερντογάν, αποτελεί πραγματική απειλή για τους λαούς της περιοχής με την ανοιχτή αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης και την επαναφορά στο τραπέζι την επανακατάκτηση όλων των εδαφών που περιλαμβάνονταν στον «Ιερό Όρκο των Τούρκων», δηλαδή ολόκληρου του γεωγραφικού πέταλου που περικλείει την Τουρκία. Ως εκ τούτου οφείλουν να αντιδράσουν, όπως θα έκανε κάθε απειλούμενο έθνος και να παλέψουν εμπνεόμενοι από τα δημοψηφίσματα του 2004 στην Κύπρου και του 2015 στην Ελλάδα απαιτώντας την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και του Ευρωπαϊκού  κεκτημένου σε κάθε περίπτωση και ιδιαίτερα στο Κυπριακό. Γιατί το Κυπριακό δεν εξαντλείται και δεν περιορίζεται στην διεθνοπολιτική και γεωπολιτική του πτυχή. Το Κυπριακό αποτελεί τον σκληρό πυρήνα δοκιμασίας του σημαντικότερου κοινού μας στοιχείου της εθνικής ταυτότητας, της ύπαρξής μας ως υποκειμένων και όχι αντικειμένων της ιστορίας.
Αν αυτά δεν αποτελούν φαντασιώσεις αλλά απτή πραγματικότητα, τότε η όλη μας ανάλυση δεν μπορεί να λειτουργήσει ερήμην της πραγματικότητας αυτής, εμπνέοντάς μας και δίνοντάς μας θάρρος για τα δύσκολα, τα πολύ δύσκολα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως Κύπρος, ως Ελλάδα και ως Ελληνισμός.
Ας επανέλθουμε όμως στο καθεαυτό θέμα μας, που αφορά την νέα καμπή στην οποία βρίσκεται το Κυπριακό, καμπή εξαιρετικού ρίσκου, με άδηλο το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού.
Σε αυτές τις εξαιρετικά κρίσιμες στιγμές, βαθιά πεποίθησή μου και ως ιστορικού, είναι ότι τα έθνη και οι λαοί στις κρίσιμες καμπές ανατρέχουν στις πηγές. εγκύπτουν στην ιστορία τους για να δούνε με βάση το παρελθόν τί μπορεί να τους επιφυλάξει το μέλλον.
Ως εκ τούτου, θεωρώ χρησιμότερο στον βαθμό που οι επιμέρους πτυχές του όλου ζητήματος θα καλυφθούν επαρκώς από τους υπόλοιπους εισηγητές, να σταθώ σε κάποια «σταθερά στοιχεία», που αν και ξαναδιατυπωμένα, αποτελούν, κατά την γνώμη μου, τους αναγκαίους αφετηριακούς άξονες πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχθεί μια στέρεη ιστορικά και επιστημονικά διαλεκτική και συνάμα πραγματιστική πολιτική ανάλυση.
Αποτελεί μάλλον κοινή διαπίστωση ότι οι Έλληνες, εντασσόμενοι οργανικά και στον ιστορικό χώρο της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου, συνδέονται με ιστορία αιώνων με τους λαούς της. Η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαιώνει ότι οι Έλληνες αποτελούν αφετηριακό συστατικό του ευρωπαϊκού πολιτισμού και κατ’ επέκτασιν της Δύσης. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή θα ήταν μονοσήμαντη χωρίς την επισήμανση ότι η όλη αυτή σχέση είναι αδύνατο να ερμηνευθεί σωστά χωρίς την κατανόηση ότι αυτή υφίσταται σε οργανικό συσχετισμό και συνύπαρξη προς την Ανατολή, ότι η Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται στην καρδιά του αξονικού χώρου Ευρώπης-Ασίας και Αφρικής, όπως στηριζόμενος στον Καρλ Γιάσπερς, τόνιζε εμφαντικά ο αείμνηστος Κώστας Κύρρης.
Η διιστορική παρουσία των Ελλήνων στην ευρύτερη περιοχή, αποτυπούμενη έως σήμερα με την ύπαρξη δεκάδων ελληνικών κοινοτήτων σε όλες τις χώρες, αποτελεί γέφυρα φιλίας και συνεννόησης με τους λαούς των Βαλκανί­ων, της Μ. Ασίας, της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Η Ελλάδα, όπως άλλωστε και η Κύπρος επηρεάζονται άμεσα από τα δρώμενα στην περιοχή, τα οποία δεν  έχουν την πολυτέλεια να αγνοούν, καθώς είναι γεωπολιτικά εμπλεκόμενες χώρες .
Αυτό αποτελεί το βαθύτερο στοιχείο που τροφοδοτεί αλλά και στηρίζει μια λογική πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής.
Ένα εξίσου σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει, επίσης να κατανοηθεί απομακρύνοντας μας από τις ποικίλες μεταπρατικές επιρροές είναι ότι, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε τα παραδοσιακά συμπλέγματα εξάρτησης από την μια ή  την άλλη δύναμη. Ότι πρέπει να μάθουμε να συμβιούμε με τα πολλά «άλυτα» προβλήματα, από τα οποία το σταθερό είναι ο προβληματικός γείτονας μας η Τουρκία και  μεταβλητά (πλην «σταθερά» στην μεσοπρόθεσμη ιστορική περίοδο) είναι οι πραγματικές «άλυτες» καταστάσεις, όπως η αναμφισβήτητη αμερικανική υπεροχή, η διαχρονικά παρούσα βρετανική, η ανερχόμενη γερμανική και η καραδοκούσα ρωσική. Τα παραπάνω σχετίζονται με την οπτική για τον ρόλο μας ως ανεξάρτητων κρατών. Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι σήμερα  κράτη περιορισμένης κυριαρχίας. Με δεδομένη λοιπόν την περιορισμένη κυριαρχία μας, η ανάκτηση του «χαμένου εδάφους» και η σταδιακή κατάκτηση της ανεξαρτησίας οφείλουν να είναι οι σταθεροί στόχοι της εξωτερικής μας πολιτικής και κοινή επιδίωξη Ελλάδας και Κύπρου.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά οι ελλαδικές και ελληνοκυπριακές πολιτικές ηγεσίες στάθηκαν ανίκανες στο να διαχειριστούν το αυτονόητο, με αποτέλεσμα ο Ελληνισμός και στις δύο κρατικές του οντότητες να έχει δραματικά υποβιβαστεί ως αξιόπιστος ενεργητικός παίκτης στον φυσικό του χώρο που είναι η Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου.
Αυτό είχε ήδη γίνει φανερό από την αδυναμία να υλοποιηθεί ως όφειλε το συμφωνημένο Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα. Αποτέλεσμα η άτακτη υποχώρηση Αθηνών και Λευκωσίας στο ζήτημα της εγκατάστασης των πυραύλων S-300, ύστερα από τις απανωτές πιέσεις Τούρκων και Αμερικανών. Η Ελλάδα είναι σήμερα απούσα από τον γεωπολιτικό χώρο της Ν.Α. Μεσογείου, ενώ η Κύπρος είναι εμφανώς αποδυναμωμένη και βαθιά αμήχανη στο να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς αποτροπή του δυσμενούς συσχετισμού.
Σήμερα είναι πια καθαρό ότι η στρατηγική επιδίωξη του Σχεδίου Ανάν δεν ήταν μόνο η μετατροπή της Κύπρου σε προτεκτοράτο, αλλά-ταυτόχρονα – ο περιορισμός της γεωπολιτικής βαρύτητάς της στην περιοχή ως αυτόνομης κρατικής οντότητας και η εξουδετέρωση του θαλασσίου ρόλου της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ανατολική Λεκάνη της Μεσογείου.
Η πικρή όμως αυτή αλήθεια δεν σημαίνει de facto ότι η Ελλάδα και η Κύπρος παρά τον «σχεδόν σταθερό» δυσμενή συσχετισμό στην σφαίρα της γεω(πολιτικής), δεν έχουν περιθώρια για διαφοροποίηση ή ανατροπή του αρνητικού ισοζυγίου, με την σωστή αντιμετώπιση από κοινού και μεθοδευμένα του ζητήματος στην σφαίρα της (γεω)πολιτικής.
Σε αυτό το πλαίσιο ας επαναλάβουμε ορισμένα κομβικά σημεία της ιστορίας του Κυπριακού.
Η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι στενά συναρτημένη με την καθόλου ελληνική αφού η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού είναι Έλληνες. Ο αγώνας του κυπριακού λαού για αυτοδιάθεση-ένωση, για τον τερματισμό της βρετανικής αποικιοκρατίας είναι ζυμωμένος με την ιστορία και συνείδηση ολόκληρου του Ελληνισμού.
Οι συμφωνίες  Ζυρίχης-Λονδίνου οδήγησαν στον γνωστό συμβιβασμό που όχι μόνο διατήρησε ισχυρά στοιχεία από το προηγούμενο αποικιακό καθεστώς, αλλά αναγόρευσε με βάση το βρετανικό δόγμα του διαίρει και βασίλευε την τουρκική μειονότητα σε καθοριστικό παράγοντα της πολιτικής ζωής του τόπου.
Είναι αυτό, το αφετηριακό σημείο, δυναμιτισμού της εύρυθμης λειτουργίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, που απο­τέλεσε την θρυαλλίδα ανάμεσα στα δυο σύνοικα στοιχεία και οδήγησε στις πρώτες τριβές για να ακολουθήσουν στην συνέχεια, έντεχνα πυροδοτούμενες διαρκείς επιμέρους συγκρούσεις.
Το 1974 η Τουρκία, με αφορμή το εγκληματικό πραξικό­πημα της χούντας κατά του Μακαρίου, εισέβαλε βίαια και κατέλαβε το 37% της Κύπρου, το οποίο όχι απλώς κατέχει ως σήμερα, αλλά διαρκώς εποικίζει και σταθερά τουρκοποιεί σε βάρος των ίδιων των Τουρκοκυπρίων. Το Κυπριακό, επομένως, δεν είναι απλώς μια διαφορά δύο κοινοτήτων αλλά υφίσταται εξαιτίας των ανοικτών εξωτερικών επεμβάσεων της Τουρκίας εναντίον ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της EE, επεμβάσεων που έχουν ήδη επιβάλει τον ακρωτηριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Βορρά και απειλούν ευθέως την κυριαρχία της στα ελεύθερα εδάφη.
Απέναντι σε αυτή τη δεινή πραγματικότητα, της ανάπηρης κυπριακής κυριαρχίας, ο κυπριακός λαός αντέταξε την σταθερή του βούληση να μείνει στον τόπο του ανατρέποντας τα συντριπτικά δεδομένα της εισβολής, ξαναστήνοντας στα πόδια της μια οικονομία κατεστραμμένη και πιεσμένη από το πελώριο βάρος 200.000 προσφύγων, ενώ στο πολιτικό πεδίο με την πανηγυρική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από το 76%, κατάφερε να αποτρέψει την σχεδιαζόμενη κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι αναμφίβολες αυτές επιτυχίες δεν κατάφεραν όμως να
ανατρέψουν τα σκληρά δεδομένα της κατοχής που συνιστούν ένα οδυνηρό έλλειμμα ισχύος και ισορροπίας, μια μόνιμη πηγή γεωπολιτικής εξάρτησης από ξένα κέντρα, γεγονός που αποτυπώθηκε, παρά τους έγκαιρα ευέλικτους χειρισμούς, και στο ζήτημα της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου.

Η κατάσταση έχει φτάσει στο μη περαιτέρω και δεν αφήνει
περιθώρια σε ολιγωρίες. Καμία ανάλυση δεν μπορεί  να         θεωρηθεί  επαρκής αν αντιμετωπίζει το Κυπριακό ως να είναι απλά ένα από τα διάφορα διεθνούς ενδιαφέροντος θέματα. Το Κυπριακό, ως εκ της ιστορίας του επιβεβαιώνεται, ήταν και είναι ένα μείζον για τον Ελληνισμό ζήτημα, στα πλαίσια φυσικά της ύπαρξης των δύο ανεξάρτητων κρατών και στα πλαίσια φυσικά    ότι   το   όλον   ζήτημα   δεν   μπορεί   να   τίθεται   ερήμην   των  απαράγραπτων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων.
Ας επανέλθουμε, λοιπόν, στο σήμερα και ας προσπαθήσουμε να δούμε όσο μας είναι δυνατό πιο ρεαλιστικά το ζήτημα της επίλυσης του πραγματικά ακανθώδους αυτού προβλήματος.
Αν ο ίδιος ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, μιλώντας στις 9 Ιουλίου 2014, σε συγκέντρωση ομογενών διατύπωσε ότι: «[…] είναι από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις μου […]  πώς μετά 40 χρόνια υπάρχουν ακόμα τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο. Είναι πολύς-πολύς-πολύς καιρός», αποτελεί δική μας, άραγε, υπερβολή να ισχυριστούμε ότι σαρανταδύο χρόνια μετά την εισβολή και εθνοκάθαρση στην Βόρεια Κύπρο, η παρουσία 40.000 στρατιωτών στο νησί αποτελεί το καθοριστικό εργαλείο όσων επιδιώκουν την διαρκή ομηρία της Κύπρου με τελικό στόχο την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας; Ότι οτιδήποτε προβάλλεται ως «λύση» του Κυπριακού δεν μπορεί να συνίσταται «ξερά» ούτε στην επιστροφή κατεχομένου εδάφους ούτε σε πρόνοιες συνταγματικής λειτουργικότητας του κράτους, δίχως να προβλέπει με αξιοπιστία την αποχώρηση, άμεση και ολοκληρωτική, του τουρκικού στρατού κατοχής;
Η αποχώρηση  του στρατού κατοχής και των εποίκων δεν αποτελεί μόνο θέμα κλειδί για τους Ελληνοκύπριους αλλά και απαλλαγή των Τουρκοκυπρίων από την ξένη κατοχή. Χωρίς αυτή την θεμελιακή προϋπόθεση κάθε λύση θα είναι νόθα και θα επιδεινώσει τραγικά το όλον ζήτημα φέρνοντάς μας σε αδιέξοδο.
Το επόμενο θέμα που αυτομάτως προβάλλει είναι αυτό των εγγυήσεων. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ο κυπριακός λαός δεν γνωρίζουν απλώς, αλλά βιώνουν με τον πιο τραυματικό τρόπο της κατοχής και του διαμελισμού τι σημαίνει το καθεστώς των εγγυήσεων, απότοκο μιας ανάπηρης ανεξαρτησίας, και πώς είναι αυτό που συνέβαλε τα μέγιστα στον ακρωτηριασμό της Κύπρου. Σήμερα με βάση τα ευνοϊκά για αυτήν αποτελέσματα από την μονομερή άσκηση του καθεστώτος  των εγγυήσεων η Τουρκία διεκδικεί την συνέχισή τους και στο νέο σχέδιο επίλυσης. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για απαίτηση συνταγματοποίησης της κατοχής σε ένα κράτος και τυπικά παραιτημένο από τα  αναφαίρετα δικαιώματά του, έτσι που και «νόμιμα» στην κατάλληλη ευκαιρία να υπαχθεί στον πλήρη γεωπολιτικό έλεγχο της Άγκυρας.
Επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά ότι το θέμα των κατοχικών στρατευμάτων και η κατάργηση των εγγυήσεων αποτελούν το κορυφαίο ζήτημα στην όλη υπόθεση και θα ήταν εγκληματικό αν η κυπριακή κυβέρνηση με την στήριξη της ελληνικής πουλήσουν το σκοινί που θα κρεμάσει την Κύπρο.

Τελευταίο άφησα το κεντρικό ζήτημα που έχει να κάνει με το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το υποτιθέμενο ανεξάρτητο συνεταιριστικό κράτος που τροχιοδρομείται να την διαδεχθεί.
Ήδη από τις 25 Δεκεμβρίου 2015 έχοντας έντονα διαισθανθεί την «βοή των επερχόμενων γεγονότων» σε μια συνέντευξή μου στον Κώστα Βενιζέλο στον «Φιλελεύθερο» είχα χαρακτηριστικά επισημάνει ότι:
Οφείλουμε-επιτέλους-να κατανοήσουμε ότι ανεξάρτητα από τα επιμέρους στοιχεία τακτικισμού, το δεσπόζον στοιχείο της τουρκικής πολιτικής, ήταν, είναι και θα είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η δημιουργία ενός φρανκενσταϊνικής κατασκευής μεταμοντέρνου υβριδιακού κρατικού μορφώματος, με προεξάρχοντα στοιχεία τον συνομοσπονδιακό (βοσνιακής κοπής) χαρακτήρα, την επιβολή ενός θεσμικού πλαισίου, που θα λειτουργεί νομιμοποιημένο όμως αφετηριακά με διεθνείς όρους και συμβάσεις κατ’ εξαίρεσιν παντός διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, και στο οποίο επικυρίαρχος αλλά και άμεσος εκτελεστής των παραπάνω θα είναι η Τουρκία.
Το πλαίσιο, λοιπόν, είναι σαφές και η προτεινόμενη λύση δεν προβλέπει τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα συνομοσπονδιακής μορφής κρατικό κατασκεύασμα, που θα τελεί υπό τον πολιτικοστρατιωτικό έλεγχο της Τουρκίας, ώσπου να κλείσει ο μακρύς αυτός κύκλος αλεξανδρεττοποίησης και να ανατείλει η μεγάλη για την Άγκυρα στιγμή όπου η Κύπρος θα έχει προστεθεί στα «επανακατακτηθέντα εδάφη».
Αυτά είναι τα κυρίαρχα δεδομένα που στοιχειοθετούν την τουρκική στάση και τα οποία έχουν αναγνωρίσει πλείστοι έγκυροι αναλυτές. Και είναι αυτά ακριβώς που φαίνεται, κατά τρόπο αλλόκοτο, να υποτιμούν οι ημέτερες πολιτικές ηγεσίες. Γιατί πραγματικά η στάση της ελλαδικής και ελληνοκυπριακής ηγεσίας μοιάζει, πολλές φορές, όχι απλά ανιστόρητη, αλλά και έξω από κάθε διπλωματική και πολιτική λογική.
Θα σταθώ σε ένα μείζον παράδειγμα πολιτικού μας αυτοεγκλωβισμού. Την έννοια της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (Δ.Δ.Ο.) η οποία παραπέμπει, σε μια συνομοσπονδιακή λογική, που θα συγκροτήσουν δύο πολιτικά ισότιμα κρατίδια, προτάσσοντας το στοιχείο της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων (γεγονός που παραπέμπει σε συνομοσπονδία), σε αντίθεση με το στοιχείο της πολιτικής ισότητας των πολιτών που ευθυγραμμίζεται με την βασική δημοκρατική αρχή και προσιδιάζει σε ένα ομοσπονδιακό σύστημα.
Η Δ.Δ. Ομοσπονδία είναι ένα νεοαποικιακό κατασκεύασμα που συγκροτεί τους όρους μιας τερατογένεσης με τρεις (3) Βουλές, Κυβερνήσεις, Δημόσιες Υπηρεσίες, Αστυνομίες κ.λπ. Είναι μια πρόταση που δεν περιγράφεται μέχρι σήμερα σε κανένα έγκριτο σύγγραμμα Συνταγματικού Δικαίου και που δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά, πλην, ίσως, της δυστυχούς Βοσνίας. Είναι απορίας άξιο πώς μπορεί να υιοθετείται ή και να αποτελεί πρόταση και δικών μας πολιτικών.
Διατυπώνεται κατά κόρον το επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση στην οποία ως σύνολο η Δημοκρατία τη Κύπρου μετέχει, θα αποτελέσει αντίβαρο στην όποια κακή λύση και αν εφαρμοστεί.
Πόσο τραγικά ακούγονται τα παραπάνω, ιδιαίτερα σήμερα μετά το Brexit και τα τεράστια προβλήματα και τις φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται στην ήπειρο. Και πόσο καιροφυλακτούσα και έτοιμη να τα εκμεταλλευτεί όλα αυτά είναι η Τουρκία. Είναι πραγματικά απογοητευτικό να υιοθετούνται τέτοιες αυταπάτες από την δική μας πλευρά, και να μην είναι σε όλους μας απολύτως καθαρό ότι αυτό που πάει να μας επιβληθεί πρακτικά σημαίνει ότι αντί οι Ευρωπαϊκές Αρχές και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο να αποτελούν την βάση για μια έντιμη και δημοκρατική λύση του Κυπριακού, η λύση που ετοιμάζεται αποτελεί την κορωνίδα της απόκλισης από το Διεθνές Δίκαιο, το Κράτος Δικαίου και την σταθερή εφαρμογή της βασικής δημοκρατικής αρχής.
Αυτά όσον αφορά την ουσία του ζητήματος που δυστυχώς δεν μπορεί να συγκαλυφθεί με τεχνάσματα και ρητορείες.
Ας ξεφύγουμε όμως χάριν ευκολίας του διαλόγου από τα σκληρά υπαρκτά δεδομένα και ας εξετάσουμε την πρόσφατα διατυπωμένη ελληνοκυπριακή και ελλαδική ρητορική.
Παρουσία του προέδρου των ΗΠΑ Ομπάμα, ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αλλά και στην συνέχεια την επόμενη ημέρα σε κοινές δηλώσεις με τον πρόεδρο Νίκο Αναστασιάδη δήλωσαν ότι:
Καμία λύση δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την  αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής, άμεσα-τώρα, χωρίς την κατάργηση του αναχρονιστικού καθεστώτος των Εγγυήσεων και χωρίς την εφαρμογή των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.
Εγώ λέω λοιπόν, ότι επί της αρχής δεν θα διαφωνούσε κανείς, ότι όλα αυτά ηχούν ωραία στα αφτιά μας, υπάρχει όμως κανείς σε Ελλάδα και Κύπρο που να πιστεύει ότι είναι και αληθινά;
Τελειώνοντας ξαναγυρίζω πάλι στην αρχή γιατί  δυστυχώς τα ερωτήματα παραμένουν αμείλικτα.
Το 1974 δεν κατάφεραν να συντρίψουν την Κυπριακή Δημοκρατία, το 2004 δεν κατάφεραν να την διαλύσουν. Θα τα καταφέρουν το 2016; Από
ποιον εξαρτάται, άραγε, η έκβαση όλων αυτών;
Είναι δυνατόν οι μικρές και εξαρτημένες Ελλάδα και Κύπρος να ανατρέψουν έναν τέτοιο δυσμενή συσχετισμό τόσο στο εσωτερικό τους, όσο και σε σχέση με τον ξένο παράγοντα; Και σε αυτό το ζήτημα η απάντηση έχει ιστορικά δοθεί στην Κύπρο και μάλιστα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος.
Τόσο ο αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-59) όσο και η μάχη κατά του Σχεδίου Ανάν (2003-4) απέδειξαν κάτι απτό και καθόλου κατασκευασμένο ή φαντασιακό.
Ότι δεν είναι ανάγκη να έχει επιβληθεί κανένας σοσιαλισμός για να κινηθείς στην σωστή κατεύθυνση  και ότι προϋπόθεση για την επιτυχή διεξαγωγή ενός αγώνα «υπέρ βωμών και εστιών» είναι να είσαι πατριώτης, δημοκράτης και αποφασισμένος να παλέψεις για την υπεράσπιση των δικαίων σου και όχι εθελόδουλος και ψοφοδεής μικροευρωπαίος.
Αυτό είναι ένα αποφασιστικό ζητούμενο με βάση την υπάρχουσα κατάσταση και τους υπάρχοντες συσχετισμούς και έχει κατά καιρούς ασκηθεί προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Γιατί τα γεγονότα είναι σαν τις πρόκες αιχμηρά. Κάποιος  έφερε σε αδιέξοδο ολόκληρο Ηνωμένο Βασίλειο στο Τρόοδος και τον Πενταδάκτυλο το 1955 και κάποιος του έλυσε τα χέρια στην Ζυρίχη και το Λονδίνο το 1959. Κάποιος πέταξε στο καλάθι των αχρήστων το τερατούργημα Ανάν το 2004 και κάποιοι άλλοι προσπαθούν σήμερα να το νεκραναστήσουν.
Ελπίζω ότι ο κυπριακός λαός, διαθέτει την αναγκαία ιστορική μνήμη, καιρός να επιδείξει και την απαραίτητη πολιτική βούληση.
Για να σηκωθούν λίγο ψηλότερα όλοι οι κάτοικοι αυτού του νησιού Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, για να αναπνεύσουμε έναν αέρα ελευθερίας και δημοκρατίας όλοι μας χωρίς άρπαγες κατακτητές και βουλιμικούς εγγυητές.
ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΚΥΠΡΟΣ; ΔΙΑΣΚΕΠΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ-ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΔΕΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΙΣ ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ
ΠΑΦΟΣ, ΚΥΠΡΟΣ, 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2016
Ανάρτηση από: http://www.anixneuseis.gr