Του Παναγιώτη Κόρπα*
Μετά τον πόλεμο και για τριάντα ολόκληρα χρόνια, υπήρξαν στην ελληνική βιομηχανία επιχειρήσεις που πληρώνανε τους εργαζόμενους με βάση τις κλαδικές συμβάσεις ή ακόμα και λίγο παραπάνω. Ήταν αυτονόητο πως κόλλαγαν ένσημα στους εργαζόμενους, όπως αυτονόητο ήταν πως πλήρωναν προσαυξήσεις για υπερωρίες, Κυριακές και αργίες.
Πολλοί εργαζόμενοι, λοιπόν, δουλεύοντας σκληρά, κάνοντας υπερωρίες για τριάντα ή τριάντα πέντε χρόνια, πολλές φορές σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, κατάφεραν να κάνουν προκοπή.
Σε τι συνίστατο αυτή η προκοπή; Στο να καταφέρουν να φτιάξουν ένα σπίτι και, κουτσά στραβά, να καταφέρουν να ρίξουν κι έναν όροφο, να φτιάξουν και δύο διαμερίσματα για τα παιδιά τους. Κι αυτό χωρίς να ζήσουν πραγματικά, χωρίς να βλέπουν τα παιδιά τους, χωρίς ελεύθερο χρόνο και, ταυτόχρονα, βοηθώντας τους συγγενείς ή φίλους οικοδόμους, για να κατέβει το κόστος.
Απ’ την άλλη, οι οικοδόμοι καλούσαν όλο το σινάφι, που συνήθως ήταν και συγγενείς, για να χτίσουν το σπίτι τους. Ολημερίς δουλεύανε αλλού και το βράδυ χτίζανε την καμαρούλα τους.
Την ίδια περίοδο πολλοί Έλληνες φύγανε στην ξενιτιά, ευλογία Θεού, που έλεγε κάποιος πολιτικός για τη Γερμανία, την Αυστραλία και την Αμερική. Πολλοί απ’ αυτούς στέλνανε το περίσσευμα στο χωριό να χτίσουν ένα σπίτι, δύο μαγαζιά κάτω, δύο διαμερίσματα πάνω.Μετά τον πόλεμο και για τριάντα ολόκληρα χρόνια, υπήρξαν στην ελληνική βιομηχανία επιχειρήσεις που πληρώνανε τους εργαζόμενους με βάση τις κλαδικές συμβάσεις ή ακόμα και λίγο παραπάνω. Ήταν αυτονόητο πως κόλλαγαν ένσημα στους εργαζόμενους, όπως αυτονόητο ήταν πως πλήρωναν προσαυξήσεις για υπερωρίες, Κυριακές και αργίες.
Πολλοί εργαζόμενοι, λοιπόν, δουλεύοντας σκληρά, κάνοντας υπερωρίες για τριάντα ή τριάντα πέντε χρόνια, πολλές φορές σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, κατάφεραν να κάνουν προκοπή.
Σε τι συνίστατο αυτή η προκοπή; Στο να καταφέρουν να φτιάξουν ένα σπίτι και, κουτσά στραβά, να καταφέρουν να ρίξουν κι έναν όροφο, να φτιάξουν και δύο διαμερίσματα για τα παιδιά τους. Κι αυτό χωρίς να ζήσουν πραγματικά, χωρίς να βλέπουν τα παιδιά τους, χωρίς ελεύθερο χρόνο και, ταυτόχρονα, βοηθώντας τους συγγενείς ή φίλους οικοδόμους, για να κατέβει το κόστος.
Απ’ την άλλη, οι οικοδόμοι καλούσαν όλο το σινάφι, που συνήθως ήταν και συγγενείς, για να χτίσουν το σπίτι τους. Ολημερίς δουλεύανε αλλού και το βράδυ χτίζανε την καμαρούλα τους.
Το ίδιο έκαναν και οι ναυτεργάτες, που τους έφαγε χρόνια η θάλασσα για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να τα παντρέψουν και να έχουν κάτι για τα γεράματά τους.
Αυτή ήταν η Ελλάδα που γνωρίσαμε, αυτές ήταν οι νοοτροπίες και η αντίληψη, από εργάτης, μικροαστός .
Σήμερα ο εργάτης υφίσταται την απόλυτη βαρβαρότητα, αν δεν χάσει τη δουλειά του,
η αμοιβή του και οι εργασιακές σχέσεις άλλαξαν άρδην. Ό,τι κέρδισαν οι εργαζόμενοι τα τελευταία εξήντα χρόνια γκρεμίστηκαν και γυρίσαμε πίσω στο μεσοπόλεμο, στην πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, που έλεγε ο Αβραάμ Μπεναρόγιας. Όμως αυτό το χτύπημα αφορά την αμοιβή εργασίας του σήμερα, αφορά τη μείωση του κόστους εργασίας σήμερα.
Το χτύπημα αντίθετα της μικροϊδιοκτησίας είναι ένα χτύπημα αναδρομικό, ζητάνε να πάρουν πίσω και τις καλύτερες αμοιβές του παρελθόντος, τα λεφτά που μάζεψε κάποιος στην ξενιτιά, ή στα βαπόρια, κι αυτό είναι ανεπίτρεπτο. Το γεγονός πως όλοι οι Έλληνες ρίχνανε το κομπόδεμά τους στην οικοδομή ήταν μια Εθνική Πολιτική, που έριχνε όλες τις αποταμιεύσεις στο τσιμέντο, δεν είναι ευθύνη του κάθε φουκαρά.
Ο αγώνας λοιπόν ενάντια στους πλειστηριασμούς είναι ένας αγώνας στη μνήμη των λαϊκών ανθρώπων που παλέψανε σ’ όλη τη ζωή τους, χωρίς να απολαύσουν, γιατί, όπως νομίζανε σωστό, έπρεπε ν’ αφήσουν κάτι στα παιδιά τους.
Ας μην επιτρέψουμε λοιπόν αυτήν τη βεβήλωση.
*καθηγητής στο λύκειο Μαγούλας
Υ.Γ. Βέβαια υπάρχουν ευθύνες και σε άλλους, όπως και το γεγονός πως στην οικοδομή διοχετεύονταν και τα λεφτά από την παραοικονομία, δεν είναι όμως στόχος μου να ασχοληθώ με αυτό σε τούτο το σημείωμα.
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr