Της Ρέιτσελ Σάρον-Κρέσπιν
Το κείμενο της Ρέϊτσελ Σάρον-Κρέσπιν δημοσιεύτηκε στο Middle East Quarterly, ένα σημαντικό think tank των Αμερικανών συντηρητικών και του εβραϊκού λόμπυ των ΗΠΑ και αντανακλά τη σταδιακή μετακίνηση αυτού του χώρου προς μία αυξανόμενη αντίθεση προς την Τουρκία και την ισλαμική της πορεία. Το δημοσιεύουμε εξ αιτίας του σημαντικού πληροφοριακού υλικού που περιλαμβάνει.
Άρδην
Άρδην
Καθώς το Τουρκικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partisi, AKP) μπαίνει στον έβδομο χρόνο διακυβέρνησης, η Τουρκία δεν είναι πια η κοσμική και δημοκρατική χώρα που ήταν όταν το Κόμμα πρωτοπήρε την εξουσία. Το AKP έχει καταλάβει την κρατική γραφειοκρατία κι έχει μετασχηματίσει τη θεμελιακή ταυτότητα της Τουρκίας. Πριν την αναρρίχηση του AKP στην εξουσία, η Άγκυρα προσανατολιζόταν προς τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σήμερα, παρά την επίσημη θέση περί εντάξεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει οδηγήσει την Τουρκία μακριά από την Ευρώπη και μάλιστα προς τη Ρωσία και το Ιράν, ενώ έχει μετακινήσει την τουρκική πολιτική στη Μέση Ανατολή μακριά από τη σύμπραξη με το Ισραήλ και περισσότερο προς μια συμμαχία με τη Χαμάς, τη Χεζμπολλάχ και τη Συρία. Τα αντι-αμερικανικά, αντιχριστιανικά και αντιεβραϊκά συναισθήματα έχουν ενισχυθεί. Πίσω από αυτή τη μεταμόρφωση της Τουρκίας βρίσκεται όχι μόνο ο εντυπωσιακός πολιτικός μηχανισμός του AKP αλλά και μια σκιώδης ισλαμική σέχτα που καθοδηγείται από το μυστηριώδη hocaefendi (άρχοντα-ηγέτη) Φετουλάχ Γκιουλέν. Η σέχτα αυτή συχνά προβάλλεται ως υπερασπιστής της μετριοπάθειας και του διαλόγου αλλά εργάζεται για εντελώς αντίθετους σκοπούς. Σήμερα, ο Γκιουλέν και οι υποστηρικτές του (Fethullahcılar, οι Φετουλαχιστές) δεν επιδιώκουν απλά να επηρεάσουν την κυβέρνηση αλλά να γίνουν κυβέρνηση.
Σήμερα, η Τουρκία διαθέτει πάνω από 85,000 ενεργά τζαμιά, ένα για κάθε 350 κατοίκους –συγκρινόμενο με ένα νοσοκομείο ανά 60,000 κατοίκους– το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο και 90,000 ιμάμηδες, πολύ περισσότερους από γιατρούς ή δασκάλους. Έχει χιλιάδες σχολεία τύπου μεντρεσέ Ιμάμ-Χατίπ (ανεπίσημο ιεροδιδασκαλείο) και περίπου 4,000 πιο επίσημες κρατικές Κορανικές Σχολές, χωρίς να ασχοληθούμε με τα ανεπίσημα αντίστοιχα ιδρύματα που πιθανόν δεκαπλασιάζουν αυτό το νούμερο. Οι δαπάνες της Κρατικής Διεύθυνσης Θρησκευτικών Θεμάτων (Diyanet Işleri Başkanlığı, ΚΔΘΘ) έχουν αυξηθεί στο πενταπλάσιο, από 553 τρις τουρκικές λίρες το 2002 (περίπου US$325 εκατ) στα 2,7 τετράκις εκατομμύρια λίρες στα πρώτα τεσσεράμισι χρόνια διακυβέρνησης του AKP, κι έχει το μεγαλύτερο προϋπολογισμό από συνολικά οχτώ άλλα υπουργεία . Ο βαθμός συμμετοχής στην προσευχή της Παρασκευής στα τζαμιά της Τουρκίας ξεπερνάει εκείνον του Ιράν και τα μαθήματα του σουνιτικού δόγματος του Ισλάμ είναι υποχρεωτικά στα δημόσια σχολεία παρά τις αντίθετες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECHR) και του Τουρκικού Ανωτάτου Δικαστηρίου (Danıştay) . Και ο πρωθυπουργός Ερντογάν και ο Πρόεδρος του ΚΔΘΘ Αλί Μπαρντάκογλου άσκησαν κριτική στις αποφάσεις με το δικαιολογητικό ότι δεν ζητήθηκε η συμβουλή ισλαμιστών λογίων.
Ο Γκιουλέν παρεμβαίνει στη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας στην Τουρκία χρησιμοποιώντας τους οπαδούς του στο AKP καθώς και την τεράστια μιντιακή αυτοκρατορία του κινήματος, οικονομικούς οργανισμούς και τράπεζες, τους επιχειρηματικούς οργανισμούς ένα διεθνές δίκτυο χιλιάδων σχολείων, πανεπιστημίων, φοιτητικών εστιών (ışıkevis) και πολλές εταιρείες και ιδρύματα. Έχει τεράστια οικονομική δύναμη καθώς ελέγχει έναν μη ελεγχόμενο και αδιαφανή προύπολογισμό που υπολογίζεται σε $25 δισ. Δεν είναι διευκρινισμένό εάν η φετουλαχική cemaat (κοινότητα) υποστηρίζει το AKP ή είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το AKP. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Ο Γκιουλέν παρεμβαίνει στη διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας στην Τουρκία χρησιμοποιώντας τους οπαδούς του στο AKP καθώς και την τεράστια μιντιακή αυτοκρατορία του κινήματος, οικονομικούς οργανισμούς και τράπεζες, τους επιχειρηματικούς οργανισμούς ένα διεθνές δίκτυο χιλιάδων σχολείων, πανεπιστημίων, φοιτητικών εστιών (ışıkevis) και πολλές εταιρείες και ιδρύματα. Έχει τεράστια οικονομική δύναμη καθώς ελέγχει έναν μη ελεγχόμενο και αδιαφανή προύπολογισμό που υπολογίζεται σε $25 δισ. Δεν είναι διευκρινισμένό εάν η φετουλαχική cemaat (κοινότητα) υποστηρίζει το AKP ή είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το AKP. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Το Βιογραφικό του Γκιουλέν
Γεννημένος στο Ερζερούμ το 1942, ο Φετουλάχ Γκιουλέν είναι ένας ιμάμης που θεωρεί τον εαυτό του προφήτη . Είναι μια αινιγματική φιγούρα, που πολλοί στη Δύση εξαίρουν ως αναμορφωτή και υποστηρικτή της ανοχής , έναν καταλύτη του “μετριοπαθούς Ισλάμ” στην Τουρκία και όχι μόνο. Στη Δύση, ειδικά στις ΗΠΑ, τον επαινούν ως διανοούμενο, λόγιο και παιδαγωγό , παρ’ όλο που η τυπική του εκπαίδευση περιορίζεται σε πέντε χρόνια φοίτησης στο δημοτικό σχολείο! Αφού πήρε πιστοποιητικό ιμάμη-κήρυκα, εργάστηκε πρώτα στην Αδριανούπολη και αργότερα στη Σμύρνη. Το 1971, η τουρκική ασφάλεια τον συνέλαβε για μυστικές θρησκευτικές δραστηριότητες, όπως η λειτουργία παράνομων καλοκαιρινών κατασκηνώσεων με στόχο την κατήχηση των νέων, ενώ μετά από αυτό, τον παρενοχλούσε σποραδικά ο κοσμικός στρατός . Το 1981 πήρε επίσημα σύνταξη από τη θέση του τοπικού κήρυκα.
Για να χτίσει μια εικόνα υποστηρικτή του διαλόγου μεταξύ των θρησκειών, ο Γκιουλέν συναντήθηκε με τον πάπα Ιωάννη-Παύλο, άλλους χριστιανούς κληρικούς και εβραίους ραβίνους και υπογραμμίζει τα κοινά στοιχεία που συνδέουν τις θρησκείες της Βίβλου. Παρουσιάζει τον εαυτό του και το κίνημά του σαν μια σύγχρονη εκδοχή του ανεκτικού, φιλελεύθερου ανατολικού σουφισμού και έχει χρησιμοποιήσει τα γραπτά μεγάλων στοχαστών Σούφι όπως ο Τζαλάλ Αντ-Ντιν Ρούμι και ο Γιούνους Έμρε, υποστηρίζοντας ότι συμμερίζεται τη μετριοπαθή διδασκαλία τους. Αποσπάσματα από τη διδαχή τους κοσμούν το προπαγανδιστικό υλικό του Φετουλάχ Γκιουλέν. Το κίνημα, οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του και τα πανεπιστήμια –συμπεριλαμβανομένου του Πανεπιστημίου της Τζωρτζτάουν, στο οποίο δωρίζει χρήματα– οργανώνουν διασκέψεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη για να συζητήσουν περί του Γκιουλέν. Τον Οκτώβριο 2007, η Βρετανική Βουλή των Λόρδων τίμησε τον Γκιουλέν με μια τιμητική διάσκεψη.
Ο Γκιουλέν υπήρξε μαθητής και οπαδός του Σεϊχη Σαϊντ-ι Κούρντι (1878-1960), επίσης γνωστού ως Σαϊντ-ι Νούρσι, ιδρυτή του Ισλαμικού κινήματος Νουρ (φως) . Μετά τον τουρκικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, ο Κούρντι, σε μια ομιλία του στο νέο κοινοβούλιο, ζήτησε η νεαρή δημοκρατία να βασίζεται σε ισλαμικές αρχές. Έγινε πολέμιος του Ατατούρκ και των μεταρρυθμίσεών του, όπως και της νεαρής, μοντέρνας, κοσμικής, δυτικού τύπου δημοκρατίας που συγκρότησε.
Το 1998, ο Γκιουλέν έφυγε για τις ΗΠΑ, με την πρόφαση ότι θα υποβαλλόταν σε θεραπεία για διαβήτη. Όμως, η απουσία του τού έδωσε τη δυνατότητα να αποφύγει τις ερωτήσεις για την κατηγορία που του απαγγέλθηκε το 2000, όπου φερόταν ότι προωθούσε εξέγερση στην Τουρκία με μια σειρά από κηρύγματα που είχαν μαγνητοφωνηθεί κρυφά. Από την εθελοντική του εξορία και μετά, ο Γκιουλέν διαμένει σε μια τεράστια, αγροτική έπαυλη στην Πενσυλβάνια, μαζί με περίπου 100 οπαδούς του, που τον φρουρούν και τον φροντίζουν. Αυτοί οι υπηρέτες είναι μορφωμένοι άνδρες που φορούν κοστούμια και γραβάτες και δε θυμίζουν καθόλου κλασσικούς ισλαμιστές με κελεμπίες και τουρμπάνια. Υπακούν τις διαταγές του ηγέτη τους και αποφεύγουν ακόμη και να παντρευτούν πριν την ηλικία των 50, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Όταν παντρευτούν, οι σύζυγοί τους επιβάλλεται να ντύνονται με τον ισλαμικό τρόπο, όπως έχει υπαγορεύσει ο ίδιος ο Γκιουλέν . Από αυτήν ακριβώς τη βάση του στις ΗΠΑ έχει χτίσει ο Γκιουλέν τη φήμη του και την υπερεθνική του αυτοκρατορία.
Γεννημένος στο Ερζερούμ το 1942, ο Φετουλάχ Γκιουλέν είναι ένας ιμάμης που θεωρεί τον εαυτό του προφήτη . Είναι μια αινιγματική φιγούρα, που πολλοί στη Δύση εξαίρουν ως αναμορφωτή και υποστηρικτή της ανοχής , έναν καταλύτη του “μετριοπαθούς Ισλάμ” στην Τουρκία και όχι μόνο. Στη Δύση, ειδικά στις ΗΠΑ, τον επαινούν ως διανοούμενο, λόγιο και παιδαγωγό , παρ’ όλο που η τυπική του εκπαίδευση περιορίζεται σε πέντε χρόνια φοίτησης στο δημοτικό σχολείο! Αφού πήρε πιστοποιητικό ιμάμη-κήρυκα, εργάστηκε πρώτα στην Αδριανούπολη και αργότερα στη Σμύρνη. Το 1971, η τουρκική ασφάλεια τον συνέλαβε για μυστικές θρησκευτικές δραστηριότητες, όπως η λειτουργία παράνομων καλοκαιρινών κατασκηνώσεων με στόχο την κατήχηση των νέων, ενώ μετά από αυτό, τον παρενοχλούσε σποραδικά ο κοσμικός στρατός . Το 1981 πήρε επίσημα σύνταξη από τη θέση του τοπικού κήρυκα.
Για να χτίσει μια εικόνα υποστηρικτή του διαλόγου μεταξύ των θρησκειών, ο Γκιουλέν συναντήθηκε με τον πάπα Ιωάννη-Παύλο, άλλους χριστιανούς κληρικούς και εβραίους ραβίνους και υπογραμμίζει τα κοινά στοιχεία που συνδέουν τις θρησκείες της Βίβλου. Παρουσιάζει τον εαυτό του και το κίνημά του σαν μια σύγχρονη εκδοχή του ανεκτικού, φιλελεύθερου ανατολικού σουφισμού και έχει χρησιμοποιήσει τα γραπτά μεγάλων στοχαστών Σούφι όπως ο Τζαλάλ Αντ-Ντιν Ρούμι και ο Γιούνους Έμρε, υποστηρίζοντας ότι συμμερίζεται τη μετριοπαθή διδασκαλία τους. Αποσπάσματα από τη διδαχή τους κοσμούν το προπαγανδιστικό υλικό του Φετουλάχ Γκιουλέν. Το κίνημα, οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις του και τα πανεπιστήμια –συμπεριλαμβανομένου του Πανεπιστημίου της Τζωρτζτάουν, στο οποίο δωρίζει χρήματα– οργανώνουν διασκέψεις στις ΗΠΑ και την Ευρώπη για να συζητήσουν περί του Γκιουλέν. Τον Οκτώβριο 2007, η Βρετανική Βουλή των Λόρδων τίμησε τον Γκιουλέν με μια τιμητική διάσκεψη.
Ο Γκιουλέν υπήρξε μαθητής και οπαδός του Σεϊχη Σαϊντ-ι Κούρντι (1878-1960), επίσης γνωστού ως Σαϊντ-ι Νούρσι, ιδρυτή του Ισλαμικού κινήματος Νουρ (φως) . Μετά τον τουρκικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, ο Κούρντι, σε μια ομιλία του στο νέο κοινοβούλιο, ζήτησε η νεαρή δημοκρατία να βασίζεται σε ισλαμικές αρχές. Έγινε πολέμιος του Ατατούρκ και των μεταρρυθμίσεών του, όπως και της νεαρής, μοντέρνας, κοσμικής, δυτικού τύπου δημοκρατίας που συγκρότησε.
Το 1998, ο Γκιουλέν έφυγε για τις ΗΠΑ, με την πρόφαση ότι θα υποβαλλόταν σε θεραπεία για διαβήτη. Όμως, η απουσία του τού έδωσε τη δυνατότητα να αποφύγει τις ερωτήσεις για την κατηγορία που του απαγγέλθηκε το 2000, όπου φερόταν ότι προωθούσε εξέγερση στην Τουρκία με μια σειρά από κηρύγματα που είχαν μαγνητοφωνηθεί κρυφά. Από την εθελοντική του εξορία και μετά, ο Γκιουλέν διαμένει σε μια τεράστια, αγροτική έπαυλη στην Πενσυλβάνια, μαζί με περίπου 100 οπαδούς του, που τον φρουρούν και τον φροντίζουν. Αυτοί οι υπηρέτες είναι μορφωμένοι άνδρες που φορούν κοστούμια και γραβάτες και δε θυμίζουν καθόλου κλασσικούς ισλαμιστές με κελεμπίες και τουρμπάνια. Υπακούν τις διαταγές του ηγέτη τους και αποφεύγουν ακόμη και να παντρευτούν πριν την ηλικία των 50, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Όταν παντρευτούν, οι σύζυγοί τους επιβάλλεται να ντύνονται με τον ισλαμικό τρόπο, όπως έχει υπαγορεύσει ο ίδιος ο Γκιουλέν . Από αυτήν ακριβώς τη βάση του στις ΗΠΑ έχει χτίσει ο Γκιουλέν τη φήμη του και την υπερεθνική του αυτοκρατορία.
Το Εκπαιδευτικό Δίκτυο του Γκιουλέν
Ο πυρήνας του δικτύου του Γκιουλέν είναι οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί. Και το σχολικό του δίκτυο είναι εντυπωσιακό. Ο Νουρεττίν Βερέν, που είναι το δεξί χέρι του Γκιουλέν εδώ και τριανταπέντε χρόνια, υπολογίζει ότι περίπου το 75% των μαθητών από τα δυο εκατομμύρια προπαρασκευαστικά σχολεία της Τουρκίας σπουδάζουν σε σχολεία του Γκιουλέν [12]. Ελέγχει χιλιάδες υψηλής στάθμης γυμνάσια, κολλέγια και φοιτητικούς ξενώνες σε όλη την Τουρκία, όπως και ιδιωτικά πανεπιστήμια, το μεγαλύτερο εκ των οποίων είναι το Πανεπιστήμιο Φατίχ στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός Τουρκίας, το κίνημά του διοικεί εκατοντάδες γυμνάσια και δεκάδες πανεπιστήμια σε 110 χώρες παγκοσμίως. Ο σκοπός του Γκιουλέν δεν είναι αλτρουιστικός: οι οπαδοί του στοχεύουν στους νέους ηλικίας 14-18 χρόνων, τους καθοδηγούν και τους κατηχούν στις φοιτητικές εστίες (ışıkevi), τους μορφώνουν στα Φετουλαχικά σχολεία και τους ετοιμάζουν για μελλοντική καριέρα στα νομικά, την πολιτική ή την εκπαίδευση ώστε να διαμορφώσουν τις άρχουσες τάξεις του μελλοντικού ισλαμικού, τουρκικού κράτους. Λαμβάνοντας εντολές από τον Φετουλάχ Γκιουλέν, εύποροι οπαδοί του συνεχίζουν να ιδρύουν σχολεία και ışıkevi κάνοντας αυτό που ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Σαμπάχ Έμρε Άκοζ ονόμασε ‘εκπαιδευτική τζιχάντ’ .
Το φανερό δίκτυο των σχολείων είναι μόνο ένα μέρος από μια ευρύτερη στρατηγική. Σε μια συνέντευξή του το 2006, ο Βερέν είπε: «Αυτά τα σχολεία είναι σα βιτρίνες. Η στρατολόγηση και οι δραστηριότητες εξισλαμισμού πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια βραδινών μαθημάτων.. Παιδιά που εκπαιδεύσαμε στην Τουρκία βρίσκονται αυτή τη στιγμή στις υψηλότερες θέσεις. Υπάρχουν κυβερνήτες, δικαστές, στρατιωτικοί, ακόμη και υπουργοί της κυβέρνησης οι οποίοι συμβουλεύονται τον Γκιουλέν πριν προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια» .
Οι αμφιλεγόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές του AKP, σε συνδυασμό με την κατήχηση στα φετουλαχικά σχολεία, έχουν επιταχύνει τον εξισλαμισμό της τουρκικής κοινωνίας. Κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης από το AKP, η κυβέρνηση Ερντογάν άλλαξε τα σχολικά βιβλία, έδωσε βαρύτητα στα θρησκευτικά και μετέφερε χιλιάδες πιστοποιημένους ιμάμηδες από τις θέσεις τους στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων σε θέσεις διδασκόντων και διοικητικού προσωπικού στα δημόσια σχολεία της Τουρκίας . Ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο πρώτος ισλαμιστής πρόεδρος της σύγχρονης Τουρκίας και συμπαθών του Γκιουλέν, διόρισε έναν καθηγητή που έχει στενή σχέση με τον Γκιουλέν, τον Γιουσούφ Ζίγια Οζκάν, επικεφαλής του Συμβουλίου Ανωτάτης Εκπαίδευσης της Τουρκίας (Yükseköğretim Kurulu, YÖK). Έχει επίσης χρησιμοποιήσει το προεδρικό του δικαίωμα για να διορίσει στην προεδρία των Πανεπιστημίων συμπαθούντες του Γκιουλέν.
Εκτός Τουρκίας, τα φετουλαχικά σχολεία χρησιμεύουν κι ως γόνιμο έδαφος για στρατολόγηση. Στη διδακτορική του διατριβή στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Γαλλίας πάνω στα σχολεία του Γκιουλέν στην κεντρική Ασία, ο Μπαϋράμ Μπαλτσί, ένας Γάλλος λόγιος με τουρκικές ρίζες, γράφει: «ο στόχος του Φετουλάχ είναι η ισλαμοποίηση της τουρκικής εθνότητας και η τουρκοποίηση του ισλάμ στις ξένες χώρες. Δεκάδες από τα τουρκικά σχολεία του Φετουλάχ στο εξωτερικό –τα περισσότερα από τα οποία είναι για άρρενες μαθητές– χρησιμοποιούνται για να προσηλυτίζουν κρυφά, όχι τόσο ‘ενδοσχολικά’ αλλά μέσω ευθέος προσηλυτισμού ‘εκτός σχολείου’». Ο Μπαλτσί εξηγεί: «θέλει να ανασυστήσει το δεσμό μεταξύ κράτους, θρησκείας και κοινωνίας.» Τα σχολεία του κινήματος Νουρ του Γκιουλέν στην κεντρική Ασία έχουν εργαστεί προς την κατεύθυνση της ισχυροποίησης του Ισλάμ σε μια περιοχή που έχει κατά βάση εκκοσμικευθεί λόγω του σοβιετικού ελέγχου δεκαετιών.» Και εξηγεί: «ο στόχος της κοινότητας (cemaat) είναι να μορφώσει και να επηρεάσει το μέλλον των εθνικών ελίτ, που θα μιλούν αγγλικά και τουρκικά και κάποια μέρα θα αποδείξουν την καλή τους διάθεση για τους φετουλαχιστές και την Τουρκία.» Αρκετές χώρες στην περιοχή έχουν λάβει μέτρα εναντίον των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Γκιουλέν, ακριβώς λόγω αυτών των υποψιών. Το Ουζμπεκιστάν απαγόρεψε τα σχολεία επειδή ενθαρρύνουν τον ισλαμικό νόμο και η ρωσική κυβέρνηση, ανήσυχη από τις δραστηριότητες του κινήματος στους μεγάλους μουσουλμανικούς θυλάκους της ομοσπονδίας, έχει απαγορέψει όχι μόνο τα σχολεία του Γκιουλέν αλλά και όλες τις δραστηριότητες της σέχτας Νουρ στη χώρα .
Ούτε το Ουζμπεκιστάν ούτε η Ρωσία φημίζονται για τον πλουραλισμό τους, αλλά οι υποψίες σχετικά με την κατήχηση που επιχειρεί ο Γκιουλέν έχουν εξαπλωθεί ακόμη και σε πιο ανεκτικές κοινωνίες όπως αυτή της Ολλανδίας. Το 2008, μέλη του Χριστιανοδημοκρατικού, του Εργατικού και του Συντηρητικού κόμματος της Ολλανδίας συμφώνησαν να περικόψουν μερικά εκατομμύρια ευρώ από την κρατική επιχορήγηση σε οργανισμούς συνδεδεμένους με τον ‘Τούρκο ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν’ και να ερευνήσουν διεξοδικά τις δραστηριότητες της ομάδας του, μετά από δηλώσεις στην Ολλανδική τηλεόραση του Έρικ Γιαν Τσούρχερ, διευθυντή του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ, και πέντε πρώην οπαδών του Γκιουλέν που είχαν δουλέψει στο ışıkevi του, ότι η κοινότητα του Γκιουλέν κινούνταν αργά αλλά σταθερά προς την ανατροπή της κοσμικής τάξης . [ ] Πράγματι, από τα χιλιάδες Φετουλαχικά σχολεία σε περισσότερες από εκατό χώρες που διατείνονται ότι διδάσκουν τη μετριοπάθεια, κανένα δε βρίσκεται σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή το Ιράν που κυβερνούνται από αυταρχικά καθεστώτα του επίσημου Ισλάμ ενώ τα περισσότερα φαίνονται αντιθέτως να προετοιμάζουν τη ριζοσπαστικοποίηση των μαθητών σε κοσμικές μουσουλμανικές ή μη-μουσουλμανικές χώρες.
Ο πυρήνας του δικτύου του Γκιουλέν είναι οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί. Και το σχολικό του δίκτυο είναι εντυπωσιακό. Ο Νουρεττίν Βερέν, που είναι το δεξί χέρι του Γκιουλέν εδώ και τριανταπέντε χρόνια, υπολογίζει ότι περίπου το 75% των μαθητών από τα δυο εκατομμύρια προπαρασκευαστικά σχολεία της Τουρκίας σπουδάζουν σε σχολεία του Γκιουλέν [12]. Ελέγχει χιλιάδες υψηλής στάθμης γυμνάσια, κολλέγια και φοιτητικούς ξενώνες σε όλη την Τουρκία, όπως και ιδιωτικά πανεπιστήμια, το μεγαλύτερο εκ των οποίων είναι το Πανεπιστήμιο Φατίχ στην Κωνσταντινούπολη. Εκτός Τουρκίας, το κίνημά του διοικεί εκατοντάδες γυμνάσια και δεκάδες πανεπιστήμια σε 110 χώρες παγκοσμίως. Ο σκοπός του Γκιουλέν δεν είναι αλτρουιστικός: οι οπαδοί του στοχεύουν στους νέους ηλικίας 14-18 χρόνων, τους καθοδηγούν και τους κατηχούν στις φοιτητικές εστίες (ışıkevi), τους μορφώνουν στα Φετουλαχικά σχολεία και τους ετοιμάζουν για μελλοντική καριέρα στα νομικά, την πολιτική ή την εκπαίδευση ώστε να διαμορφώσουν τις άρχουσες τάξεις του μελλοντικού ισλαμικού, τουρκικού κράτους. Λαμβάνοντας εντολές από τον Φετουλάχ Γκιουλέν, εύποροι οπαδοί του συνεχίζουν να ιδρύουν σχολεία και ışıkevi κάνοντας αυτό που ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Σαμπάχ Έμρε Άκοζ ονόμασε ‘εκπαιδευτική τζιχάντ’ .
Το φανερό δίκτυο των σχολείων είναι μόνο ένα μέρος από μια ευρύτερη στρατηγική. Σε μια συνέντευξή του το 2006, ο Βερέν είπε: «Αυτά τα σχολεία είναι σα βιτρίνες. Η στρατολόγηση και οι δραστηριότητες εξισλαμισμού πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια βραδινών μαθημάτων.. Παιδιά που εκπαιδεύσαμε στην Τουρκία βρίσκονται αυτή τη στιγμή στις υψηλότερες θέσεις. Υπάρχουν κυβερνήτες, δικαστές, στρατιωτικοί, ακόμη και υπουργοί της κυβέρνησης οι οποίοι συμβουλεύονται τον Γκιουλέν πριν προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια» .
Οι αμφιλεγόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές του AKP, σε συνδυασμό με την κατήχηση στα φετουλαχικά σχολεία, έχουν επιταχύνει τον εξισλαμισμό της τουρκικής κοινωνίας. Κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης από το AKP, η κυβέρνηση Ερντογάν άλλαξε τα σχολικά βιβλία, έδωσε βαρύτητα στα θρησκευτικά και μετέφερε χιλιάδες πιστοποιημένους ιμάμηδες από τις θέσεις τους στη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων σε θέσεις διδασκόντων και διοικητικού προσωπικού στα δημόσια σχολεία της Τουρκίας . Ο Αμπντουλάχ Γκιουλ, ο πρώτος ισλαμιστής πρόεδρος της σύγχρονης Τουρκίας και συμπαθών του Γκιουλέν, διόρισε έναν καθηγητή που έχει στενή σχέση με τον Γκιουλέν, τον Γιουσούφ Ζίγια Οζκάν, επικεφαλής του Συμβουλίου Ανωτάτης Εκπαίδευσης της Τουρκίας (Yükseköğretim Kurulu, YÖK). Έχει επίσης χρησιμοποιήσει το προεδρικό του δικαίωμα για να διορίσει στην προεδρία των Πανεπιστημίων συμπαθούντες του Γκιουλέν.
Εκτός Τουρκίας, τα φετουλαχικά σχολεία χρησιμεύουν κι ως γόνιμο έδαφος για στρατολόγηση. Στη διδακτορική του διατριβή στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Γαλλίας πάνω στα σχολεία του Γκιουλέν στην κεντρική Ασία, ο Μπαϋράμ Μπαλτσί, ένας Γάλλος λόγιος με τουρκικές ρίζες, γράφει: «ο στόχος του Φετουλάχ είναι η ισλαμοποίηση της τουρκικής εθνότητας και η τουρκοποίηση του ισλάμ στις ξένες χώρες. Δεκάδες από τα τουρκικά σχολεία του Φετουλάχ στο εξωτερικό –τα περισσότερα από τα οποία είναι για άρρενες μαθητές– χρησιμοποιούνται για να προσηλυτίζουν κρυφά, όχι τόσο ‘ενδοσχολικά’ αλλά μέσω ευθέος προσηλυτισμού ‘εκτός σχολείου’». Ο Μπαλτσί εξηγεί: «θέλει να ανασυστήσει το δεσμό μεταξύ κράτους, θρησκείας και κοινωνίας.» Τα σχολεία του κινήματος Νουρ του Γκιουλέν στην κεντρική Ασία έχουν εργαστεί προς την κατεύθυνση της ισχυροποίησης του Ισλάμ σε μια περιοχή που έχει κατά βάση εκκοσμικευθεί λόγω του σοβιετικού ελέγχου δεκαετιών.» Και εξηγεί: «ο στόχος της κοινότητας (cemaat) είναι να μορφώσει και να επηρεάσει το μέλλον των εθνικών ελίτ, που θα μιλούν αγγλικά και τουρκικά και κάποια μέρα θα αποδείξουν την καλή τους διάθεση για τους φετουλαχιστές και την Τουρκία.» Αρκετές χώρες στην περιοχή έχουν λάβει μέτρα εναντίον των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του Γκιουλέν, ακριβώς λόγω αυτών των υποψιών. Το Ουζμπεκιστάν απαγόρεψε τα σχολεία επειδή ενθαρρύνουν τον ισλαμικό νόμο και η ρωσική κυβέρνηση, ανήσυχη από τις δραστηριότητες του κινήματος στους μεγάλους μουσουλμανικούς θυλάκους της ομοσπονδίας, έχει απαγορέψει όχι μόνο τα σχολεία του Γκιουλέν αλλά και όλες τις δραστηριότητες της σέχτας Νουρ στη χώρα .
Ούτε το Ουζμπεκιστάν ούτε η Ρωσία φημίζονται για τον πλουραλισμό τους, αλλά οι υποψίες σχετικά με την κατήχηση που επιχειρεί ο Γκιουλέν έχουν εξαπλωθεί ακόμη και σε πιο ανεκτικές κοινωνίες όπως αυτή της Ολλανδίας. Το 2008, μέλη του Χριστιανοδημοκρατικού, του Εργατικού και του Συντηρητικού κόμματος της Ολλανδίας συμφώνησαν να περικόψουν μερικά εκατομμύρια ευρώ από την κρατική επιχορήγηση σε οργανισμούς συνδεδεμένους με τον ‘Τούρκο ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν’ και να ερευνήσουν διεξοδικά τις δραστηριότητες της ομάδας του, μετά από δηλώσεις στην Ολλανδική τηλεόραση του Έρικ Γιαν Τσούρχερ, διευθυντή του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ, και πέντε πρώην οπαδών του Γκιουλέν που είχαν δουλέψει στο ışıkevi του, ότι η κοινότητα του Γκιουλέν κινούνταν αργά αλλά σταθερά προς την ανατροπή της κοσμικής τάξης . [ ] Πράγματι, από τα χιλιάδες Φετουλαχικά σχολεία σε περισσότερες από εκατό χώρες που διατείνονται ότι διδάσκουν τη μετριοπάθεια, κανένα δε βρίσκεται σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή το Ιράν που κυβερνούνται από αυταρχικά καθεστώτα του επίσημου Ισλάμ ενώ τα περισσότερα φαίνονται αντιθέτως να προετοιμάζουν τη ριζοσπαστικοποίηση των μαθητών σε κοσμικές μουσουλμανικές ή μη-μουσουλμανικές χώρες.
Η παράκαμψη των Ελέγχων και των Ισορροπιών
Οι Φετουλαχιστές έχουν διεισδύσει στην αστυνομία της Τουρκίας που αριθμεί 200,000 άτομα, διείσδυσή που είχε ιδιαίτερα βαρυσήμαντες συνέπειες, καθώς οι φετουλαχιστές αξιωματικοί έχουν εκκαθαρίσει αξιωματικούς που ήταν πιο πιστοί στη δημοκρατία απ’ ότι στον hocaefendi. Σύμφωνα με τον Βερέν, «Υπάρχουν διευθυντές ασφαλείας που είναι ιμάμηδες• ιμάμηδες που φοράνε αστυνομικές στολές. Πολλοί διευθυντές της αστυνομίας παίρνουν εντολές από ιμάμηδες» . Ο Αντίλ Σερντάρ Σατσάν, πρώην διευθυντής της ομάδας οργανωμένου εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφαλείας της Κωνσταντινούπολης, επιβεβαίωσε αυτές τις δηλώσεις σε αναφορές που συνέταξε σχετικά με τη φετουλαχική οργάνωση μέσα στους μηχανισμούς ασφαλείας. Σε μια συνέντευξή του το 2006, είπε: «οι Φετουλαχιστές άρχισαν να οργανώνονται μέσα στους μηχανισμούς ασφαλείας από τη δεκαετία του 1970. Στις αστυνομικές ακαδημίες, οι φοιτητές οδηγούνταν στα ışıkevi από τους υπευθύνους των τάξεων. Ένας από αυτούς είναι τώρα διευθυντής πληροφοριών στην Τουρκική Διεύθυνση Ασφάλειας. Όσο ήμουν στην (αστυνομική) ακαδημία, όσοι διευθυντές δεν είχαν δεσμούς με την οργάνωση του Γκιουλέν εξαναγκάστηκαν να πάρουν σύνταξη ή απολύθηκαν το 2002 όταν το AKP πήρε την εξουσία…
Μετά από το 2002, το AKP μπλόκαρε όλες τις προαγωγές μου. Προώθησαν μόνο εκείνους τους αξιωματικούς που ο φάκελος τους είχε κηλιδωθεί από κατηγορίες ότι εμπλέκονταν σε αντιδραστικές ισλαμικές δραστηριότητες. Το να ανήκεις σε συγκεκριμένο cemaat έγινε προαπαιτούμενο για να προωθηθείς στο σώμα. Αυτή τη στιγμή, πάνω από 80% των αξιωματικών που κατέχουν εποπτικές θέσεις στη γενική οργάνωση ασφάλειας είναι μέλη του cemaat του [Γκιουλέν]».
Τέτοιες δηλώσεις, όμως, είναι πιθανόν να έχουν επιπτώσεις. Τον Οκτώβρη του 2008, η τουρκική αστυνομία συνέλαβε τον Σατσάν με την υποψία της εμπλοκής στην λεγόμενη συνομωσία που έγινε γνωστή με το όνομα Εργκένεκον και που στρεφόταν εναντίον της τουρκικής πολιτείας. Οι περισσότεροι τούρκοι αναλυτές πιστεύουν ότι η συνωμοσία Εργκένεκον, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για αντισυνταγματική δραστηριότητα, είναι μάλλον ένας μηχανισμός που δίνει στην τουρκική κυβέρνηση τη δυνατότητα να καταδιώκει όσους ασκούν κριτική.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μερντάν Γιαναρντάζ παρέθεσε στατιστικά στοιχεία για να φωτίσει το θέμα της ισλαμικής διείσδυσης στη Διεύθυνση Ασφαλείας της Άγκυρας. Εξηγεί ότι πριν από το Ραμαζάνι, το προσωπικό της Διεύθυνσης ρωτήθηκε αν θα νήστευαν στη διάρκεια του Ραμαζανιού, ώστε να υπολογιστεί ο αριθμός γευμάτων που θα χρειαζόταν εκείνη την περίοδο. Από τους 4,200 εργαζόμενους, μόνο δεκαεπτά ανέφεραν ότι δεν επρόκειτο να νηστεύσουν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κάποιοι αναμεσά τους πιθανόν να ήταν άρρωστοι ή να έπαιρναν κάποιο φάρμακο, οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους .
Οι Φετουλαχιστές έχουν διεισδύσει στην αστυνομία της Τουρκίας που αριθμεί 200,000 άτομα, διείσδυσή που είχε ιδιαίτερα βαρυσήμαντες συνέπειες, καθώς οι φετουλαχιστές αξιωματικοί έχουν εκκαθαρίσει αξιωματικούς που ήταν πιο πιστοί στη δημοκρατία απ’ ότι στον hocaefendi. Σύμφωνα με τον Βερέν, «Υπάρχουν διευθυντές ασφαλείας που είναι ιμάμηδες• ιμάμηδες που φοράνε αστυνομικές στολές. Πολλοί διευθυντές της αστυνομίας παίρνουν εντολές από ιμάμηδες» . Ο Αντίλ Σερντάρ Σατσάν, πρώην διευθυντής της ομάδας οργανωμένου εγκλήματος της Διεύθυνσης Ασφαλείας της Κωνσταντινούπολης, επιβεβαίωσε αυτές τις δηλώσεις σε αναφορές που συνέταξε σχετικά με τη φετουλαχική οργάνωση μέσα στους μηχανισμούς ασφαλείας. Σε μια συνέντευξή του το 2006, είπε: «οι Φετουλαχιστές άρχισαν να οργανώνονται μέσα στους μηχανισμούς ασφαλείας από τη δεκαετία του 1970. Στις αστυνομικές ακαδημίες, οι φοιτητές οδηγούνταν στα ışıkevi από τους υπευθύνους των τάξεων. Ένας από αυτούς είναι τώρα διευθυντής πληροφοριών στην Τουρκική Διεύθυνση Ασφάλειας. Όσο ήμουν στην (αστυνομική) ακαδημία, όσοι διευθυντές δεν είχαν δεσμούς με την οργάνωση του Γκιουλέν εξαναγκάστηκαν να πάρουν σύνταξη ή απολύθηκαν το 2002 όταν το AKP πήρε την εξουσία…
Μετά από το 2002, το AKP μπλόκαρε όλες τις προαγωγές μου. Προώθησαν μόνο εκείνους τους αξιωματικούς που ο φάκελος τους είχε κηλιδωθεί από κατηγορίες ότι εμπλέκονταν σε αντιδραστικές ισλαμικές δραστηριότητες. Το να ανήκεις σε συγκεκριμένο cemaat έγινε προαπαιτούμενο για να προωθηθείς στο σώμα. Αυτή τη στιγμή, πάνω από 80% των αξιωματικών που κατέχουν εποπτικές θέσεις στη γενική οργάνωση ασφάλειας είναι μέλη του cemaat του [Γκιουλέν]».
Τέτοιες δηλώσεις, όμως, είναι πιθανόν να έχουν επιπτώσεις. Τον Οκτώβρη του 2008, η τουρκική αστυνομία συνέλαβε τον Σατσάν με την υποψία της εμπλοκής στην λεγόμενη συνομωσία που έγινε γνωστή με το όνομα Εργκένεκον και που στρεφόταν εναντίον της τουρκικής πολιτείας. Οι περισσότεροι τούρκοι αναλυτές πιστεύουν ότι η συνωμοσία Εργκένεκον, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για αντισυνταγματική δραστηριότητα, είναι μάλλον ένας μηχανισμός που δίνει στην τουρκική κυβέρνηση τη δυνατότητα να καταδιώκει όσους ασκούν κριτική.
Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μερντάν Γιαναρντάζ παρέθεσε στατιστικά στοιχεία για να φωτίσει το θέμα της ισλαμικής διείσδυσης στη Διεύθυνση Ασφαλείας της Άγκυρας. Εξηγεί ότι πριν από το Ραμαζάνι, το προσωπικό της Διεύθυνσης ρωτήθηκε αν θα νήστευαν στη διάρκεια του Ραμαζανιού, ώστε να υπολογιστεί ο αριθμός γευμάτων που θα χρειαζόταν εκείνη την περίοδο. Από τους 4,200 εργαζόμενους, μόνο δεκαεπτά ανέφεραν ότι δεν επρόκειτο να νηστεύσουν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κάποιοι αναμεσά τους πιθανόν να ήταν άρρωστοι ή να έπαιρναν κάποιο φάρμακο, οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι τους .
Τα σκάνδαλα παρακολούθησης τηλεφώνων την άνοιξη του 2008 καταδεικνύουν επίσης τη διείσδυση του κινήματος του Γκιουλέν στις πιο σημαντικές μονάδες των υπηρεσιών ασφαλείας. Μετά την άδεια που δόθηκε από το δικαστήριο στην Τουρκική Διεύθυνση Ασφαλείας τον Απρίλιο του 2007 να παρακολουθεί και να καταγράφει όλες τις επικοινωνίες στην Τουρκία, περιλαμβανομένων των κινητών και σταθερών τηλεφώνων, των μηνυμάτων από κινητό, των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομίου, των φαξ και της επικοινωνίας μέσω ίντερνετ , οι Τούρκοι έχουν αρχίσει να αισθάνονται άβολα στις τηλεφωνικές τους συνδιαλέξεις καθώς φοβούνται παραβίαση της ιδιωτικής τους ζωής. Πρόσφατες δημοσιεύσεις σε ΜΜΕ που υποστηρίζουν το AKP, μαγνητοφωνημένων συνομιλιών από συνεδριάσεις στρατιωτικού προσωπικού, από διαλέξεις, από υψηλής διαβάθμισης στρατιωτικά ντοκουμέντα, από σχέδια αντιτρομοκρατικής στρατηγικής, από προσωπικούς ιατρικούς φακέλους διοικητών και του περιεχομένου προσωπικών συζητήσεων μεταξύ εισαγγελέων, έχουν σοκάρει το έθνος, όπως και η ανάρτηση κάποιων από αυτές τις μαγνητοφωνήσεις στο διαδικτυακό YouTube.
Το φερόμενο ως δίχτυο των οπαδών του Φετουλάχ στα σώματα ασφαλείας έχει αντίκτυπο στα εσωτερικά της χώρας καθώς χρησιμοποιούν τεχνολογία που προορίζεται για λίγους ή εμπιστευτικές πληροφορίες για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους στόχους. Για παράδειγμα, το Φεβρουάριο του 2008, πολλοί ιστοχώροι ανάρτησαν μια μυστική ομιλία του Ταξίαρχου Μουνίρ Ερτέν, στην οποία ανακοινωνόταν ο ακριβής χρόνος μιας επερχόμενης τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στο ιρακινό Κουρδιστάν, λεπτομέρειες από μια εμπιστευτική συνομιλία με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και προσωπικές πληροφορίες σχετικά με την υγεία του Στρατηγού Εργκίν Σαϊγκούν . Τον επόμενο μήνα, κάμποσοι ιστοχώροι, συμπεριλαμβανομένου του YouTube, ανάρτησαν μια μυστικά μαγνητοφωνημένη συνομιλία ανάμεσα στον εισαγγελέα Σαμίρ Ντεμιρτσί και έναν συνάδελφό του σε σχέση με τον Ερντογάν και τον Έφκα Άλα, τότε διοικητή του Ντιγιαρμπακίρ και κατόπιν σύμβουλο του επιτελείου του Ερντογάν. Ο Ερντογάν αντέδρασε ζητώντας δικαστική έρευνα εναντίον του Ντεμιρτσί . [ ] Άλλοι των οποίων οι μαγνητοφωνημένες συζητήσεις δημοσιεύτηκαν σε ισλαμιστικούς ιστοχώρους και στο δίκτυο εφημερίδων του Γκιουλέν περιλαμβάνουν τον Ερντογάν Τεζίτς, πρώην επικεφαλή του Τουρκικού Ανωτάτου Συμβουλίου για την Εκπαίδευση, και προβεβλημένα μέλη του κεντροαριστερού αντιπολιτευόμενου Δημοκρατικού Κόμματος του Λαού (Cumhuriyet Halk Partisi, CHP). Πολλοί τούρκοι δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι οι συνομιλίες τους παρακολουθούνται από την κυριαρχούμενη από τους Φετουλαχιστές αστυνομία, και σύμφωνα με κάποιες αναφορές, ο επικεφαλής της ομάδας αυτών των παρακολουθήσεων, που τον διόρισε ο Ερντογάν τον Αύγουστο του 2005, είναι οπαδός του Γκιουλέν . Ισλαμιστικές εφημερίδες όπως οι Vakit, Yeni Şafak, Zaman και η φιλοκυβερνητική Taraf, δημοσίευσαν μυστικές συνομιλίες μέσα από κυβερνητικά γραφεία και στρατιωτικά αρχηγεία. Τα ισλαμικά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης έχουν διακινήσει φερόμενες ως εμπιστευτικές πληροφορίες από την αστυνομική έρευνα για την Εργκένεκον, που θεωρούν ως δεδομένη μια κοσμική συνωμοσία στρατιωτικών, δημοσιογράφων και πανεπιστημιακών με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του AKP . Το τελικό αποτέλεσμα τέτοιων δημοσιευμάτων είναι η σπίλωση των υπολήψεων ή ο εκφοβισμός των πολιτικών αντιπάλων του AKP και του τουρκικού στρατού.
Η ισλαμοποίηση μέσα στις τάξεις της αστυνομίας συμβάλει επίσης και στην αγριότητα της αστυνομίας εναντίον αντικυβερνητικών διαδηλωτών. Την 1η Μάη 2008, η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα, αέριο πιπεριού, κανόνια νερού και ρόπαλα εναντίον εργατών που ήθελαν να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά ειρηνικά στην Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, τον συνηθισμένο τόπο διαμαρτυρίας στη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας• εκατοντάδες τραυματίστηκαν . Τα εργατικά σωματεία και τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταδίκασαν την αγριότητα της αστυνομίας και κατηγόρησαν τον Ερντογάν ότι χρησιμοποιεί την αστυνομία για να καταπνίξει τις αντικυβερνητικές φωνές . Η αστυνομία επίσης κατέπνιξε τις εργατικές διαδηλώσεις στα Ναυπηγεία Τούζλα, επίσης στην Κωνσταντινούπολη . Κατά τον ίδιο τρόπο, η αστυνομία καταδιώκει μεμονωμένους πολίτες που κριτικάρουν την πολιτική του Ερντογάν. Η φρουρά ασφαλείας του ίδιου του Ερντογάν απήγαγε έναν 46-χρονο από την Αντάλεια επειδή εκφράστηκε δημόσια ενάντια στην πολιτική κοινωνικής ασφάλισης του Ερντογάν, και τον μετέφεραν σε μια έρημη τοποθεσία όπου οι φρουροί τον έδειραν και τον απείλησαν. Το θύμα ισχυρίστηκε ότι αυτοί που του επιτέθηκαν είπαν ότι θα μπορούσαν εύκολα να ‘του φυτέψουν’ (;;;) όπλα ή ναρκωτικά και να τον σκοτώσουν .
Ενώ ο στρατός της Τουρκίας εγγυάται το σύνταγμα, ο Βερέν ισχυρίζεται ότι Φετουλαχιστές έχουν επίσης εδραιωθεί μέσα στο στρατό, την αστυνομία και αλλού: «….Όταν οι μαθητές του Γκιουλέν αποφοιτούν από την αστυνομική ή στρατιωτική ακαδημία – όπως κάνουν και οι νέοι γιατροί και δικηγόροι – προσφέρουν τους πρώτους μισθούς τους στο Φετουλάχ Γκιουλέν σε μια συμβολική χειρονομία ευγνωμοσύνης. Άρτι αποφοιτήσαντες αξιωματικοί του προσφέρουν ακόμη και τα σπαθιά τους, τα οποία τους δίνονται στην τελετή αποφοίτησης» . [ ]
Ενώ τέτοιοι ισχυρισμοί μπορεί να ακούγονται σα θεωρίες συνομωσίας, πρόσφατες δημοσιεύσεις σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ υποδεικνύουν έναν ικανό αριθμό ισλαμικών πηγών μέσα από το στρατό, προκαλώντας υποψίες ότι οι οπαδοί του Γκιουλέν έχουν πλέον εισέλθει στα υψηλότερα κλιμάκια του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου. Τέτοιες υποθέσεις αποδειχτηκαν βάσιμες μετά το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (Yüksek Askeri Şura, YAŞ) του Αυγούστου 2008, το οποίο, για πρώτη φορά, αρνήθηκε να εκδιώξει τους ύποπτους ισλαμιστές από το στρατό.
Η Κυβέρνηση του AKP έχει επίσης βοηθήσει το κίνημα του Γκιουλέν με τον έλεγχο του δικαστικού κλάδου. Στη διάρκεια των πρώτων πέντε χρόνων της κυβέρνησής του, ο Ερντογάν αντικατέστησε χιλιάδες δικαστές και εισαγγελείς με άλλους του κόμματός του. Τώρα που ο Πρόεδρος είναι ισλαμιστής, είναι μάλλον απίθανο να προβάλλει βέτο στο διορισμό ισλαμιστών δικαστικών, όπως έκανε ο προκάτοχός του Αχμέτ Νεζντέτ Σεζέρ. Πράγματι, φαίνεται ότι πλέον η κυβέρνηση έχει σα στόχο να διορίσει πολλές χιλιάδες ακόμα σε καίριες θέσεις . Το AKP έχει θεσπίσει δια νόμου ότι όσοι κάνουν αίτηση για δικαστικοί απαιτείται να περάσουν πρώτα από μια συνέντευξη με γραφειοκράτες του κόμματος, έτσι ώστε να μπορούν καλύτερα να εκτιμήσουν και να αποφανθούν το κατά πόσο ο αιτών είναι πιστός στο Ισλάμ. Τα αποτελέσματα της στόχευσης του AKP στο δικαστικό σύστημα φαίνονται ήδη, καθώς κάποιοι αντι-κοσμικοί, φιλοκυβερνητικοί αξιωματούχοι βρίσκονται στο επίκεντρο ορισμένων αμφιλεγόμενων δικών, όπως η υπόθεση εναντίον του Προέδρου του Πανεπιστημίου του Βαν, Γιουσέλ Ασκίν , η έρευνα για την υπόθεση Σεμντινλί, όπου ο εισαγγελέας προσπάθησε να εμπλέξει το Στρατηγό Γιασάρ Μπουγιούκανιτ πριν αυτός να γίνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, και, πιο πρόσφατα, η έρευνα για την Εργκένεκον.
Πράγματι, τέτοιες διώξεις είναι τόσο ανοικτά πολιτικές και εκδικητικές ώστε έκαναν μερικούς πρώην συμπαθούντες του Γκιουλέν, όπως ο πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου της Γιούτα Χακάν Γιαβούζ, να αλλάξουν γνώμη. Σε μια συνέντευξη, ο Γιαβούζ είπε στην odatv.com ότι τέσσερεις σημαντικές νομικές υποθέσεις τον έκαναν να αλλάξει γνώμη: οι διώξεις ενάντια στον Ασκίν, η υπόθεση Σεμντινλί, η επιχείρηση Αταμπεϋλέρ, που αποκαλύφτηκε το 2005 και αφορούσε μια συμμορία οργανωμένου εγκλήματος που φερόταν να είχε σχεδιάσει τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ερντογάν και η έρευνα για την Εργκένεκον. Ο Γιαβούζ εξήγησε ότι: «Το cemaat προσπάθησε να κατευθύνει και τις τέσσερεις υποθέσεις. Δείτε τις συκοφαντικές αναφορές στις εφημερίδες του, πώς σπήλωσαν τη φήμη του Γιουσέλ Ασκίν. Και τώρα η Εργκένεκον. Η φυλάκιση (διαπρεπών) προσώπων για πάνω από χρόνο χωρίς να έχουν απαγγελθεί κατηγορίες δεν εξηγείται.»
Το φερόμενο ως δίχτυο των οπαδών του Φετουλάχ στα σώματα ασφαλείας έχει αντίκτυπο στα εσωτερικά της χώρας καθώς χρησιμοποιούν τεχνολογία που προορίζεται για λίγους ή εμπιστευτικές πληροφορίες για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους στόχους. Για παράδειγμα, το Φεβρουάριο του 2008, πολλοί ιστοχώροι ανάρτησαν μια μυστική ομιλία του Ταξίαρχου Μουνίρ Ερτέν, στην οποία ανακοινωνόταν ο ακριβής χρόνος μιας επερχόμενης τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης στο ιρακινό Κουρδιστάν, λεπτομέρειες από μια εμπιστευτική συνομιλία με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου και προσωπικές πληροφορίες σχετικά με την υγεία του Στρατηγού Εργκίν Σαϊγκούν . Τον επόμενο μήνα, κάμποσοι ιστοχώροι, συμπεριλαμβανομένου του YouTube, ανάρτησαν μια μυστικά μαγνητοφωνημένη συνομιλία ανάμεσα στον εισαγγελέα Σαμίρ Ντεμιρτσί και έναν συνάδελφό του σε σχέση με τον Ερντογάν και τον Έφκα Άλα, τότε διοικητή του Ντιγιαρμπακίρ και κατόπιν σύμβουλο του επιτελείου του Ερντογάν. Ο Ερντογάν αντέδρασε ζητώντας δικαστική έρευνα εναντίον του Ντεμιρτσί . [ ] Άλλοι των οποίων οι μαγνητοφωνημένες συζητήσεις δημοσιεύτηκαν σε ισλαμιστικούς ιστοχώρους και στο δίκτυο εφημερίδων του Γκιουλέν περιλαμβάνουν τον Ερντογάν Τεζίτς, πρώην επικεφαλή του Τουρκικού Ανωτάτου Συμβουλίου για την Εκπαίδευση, και προβεβλημένα μέλη του κεντροαριστερού αντιπολιτευόμενου Δημοκρατικού Κόμματος του Λαού (Cumhuriyet Halk Partisi, CHP). Πολλοί τούρκοι δημοσιογράφοι πιστεύουν ότι οι συνομιλίες τους παρακολουθούνται από την κυριαρχούμενη από τους Φετουλαχιστές αστυνομία, και σύμφωνα με κάποιες αναφορές, ο επικεφαλής της ομάδας αυτών των παρακολουθήσεων, που τον διόρισε ο Ερντογάν τον Αύγουστο του 2005, είναι οπαδός του Γκιουλέν . Ισλαμιστικές εφημερίδες όπως οι Vakit, Yeni Şafak, Zaman και η φιλοκυβερνητική Taraf, δημοσίευσαν μυστικές συνομιλίες μέσα από κυβερνητικά γραφεία και στρατιωτικά αρχηγεία. Τα ισλαμικά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης έχουν διακινήσει φερόμενες ως εμπιστευτικές πληροφορίες από την αστυνομική έρευνα για την Εργκένεκον, που θεωρούν ως δεδομένη μια κοσμική συνωμοσία στρατιωτικών, δημοσιογράφων και πανεπιστημιακών με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης του AKP . Το τελικό αποτέλεσμα τέτοιων δημοσιευμάτων είναι η σπίλωση των υπολήψεων ή ο εκφοβισμός των πολιτικών αντιπάλων του AKP και του τουρκικού στρατού.
Η ισλαμοποίηση μέσα στις τάξεις της αστυνομίας συμβάλει επίσης και στην αγριότητα της αστυνομίας εναντίον αντικυβερνητικών διαδηλωτών. Την 1η Μάη 2008, η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα, αέριο πιπεριού, κανόνια νερού και ρόπαλα εναντίον εργατών που ήθελαν να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά ειρηνικά στην Πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης, τον συνηθισμένο τόπο διαμαρτυρίας στη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας• εκατοντάδες τραυματίστηκαν . Τα εργατικά σωματεία και τα κόμματα της αντιπολίτευσης καταδίκασαν την αγριότητα της αστυνομίας και κατηγόρησαν τον Ερντογάν ότι χρησιμοποιεί την αστυνομία για να καταπνίξει τις αντικυβερνητικές φωνές . Η αστυνομία επίσης κατέπνιξε τις εργατικές διαδηλώσεις στα Ναυπηγεία Τούζλα, επίσης στην Κωνσταντινούπολη . Κατά τον ίδιο τρόπο, η αστυνομία καταδιώκει μεμονωμένους πολίτες που κριτικάρουν την πολιτική του Ερντογάν. Η φρουρά ασφαλείας του ίδιου του Ερντογάν απήγαγε έναν 46-χρονο από την Αντάλεια επειδή εκφράστηκε δημόσια ενάντια στην πολιτική κοινωνικής ασφάλισης του Ερντογάν, και τον μετέφεραν σε μια έρημη τοποθεσία όπου οι φρουροί τον έδειραν και τον απείλησαν. Το θύμα ισχυρίστηκε ότι αυτοί που του επιτέθηκαν είπαν ότι θα μπορούσαν εύκολα να ‘του φυτέψουν’ (;;;) όπλα ή ναρκωτικά και να τον σκοτώσουν .
Ενώ ο στρατός της Τουρκίας εγγυάται το σύνταγμα, ο Βερέν ισχυρίζεται ότι Φετουλαχιστές έχουν επίσης εδραιωθεί μέσα στο στρατό, την αστυνομία και αλλού: «….Όταν οι μαθητές του Γκιουλέν αποφοιτούν από την αστυνομική ή στρατιωτική ακαδημία – όπως κάνουν και οι νέοι γιατροί και δικηγόροι – προσφέρουν τους πρώτους μισθούς τους στο Φετουλάχ Γκιουλέν σε μια συμβολική χειρονομία ευγνωμοσύνης. Άρτι αποφοιτήσαντες αξιωματικοί του προσφέρουν ακόμη και τα σπαθιά τους, τα οποία τους δίνονται στην τελετή αποφοίτησης» . [ ]
Ενώ τέτοιοι ισχυρισμοί μπορεί να ακούγονται σα θεωρίες συνομωσίας, πρόσφατες δημοσιεύσεις σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ υποδεικνύουν έναν ικανό αριθμό ισλαμικών πηγών μέσα από το στρατό, προκαλώντας υποψίες ότι οι οπαδοί του Γκιουλέν έχουν πλέον εισέλθει στα υψηλότερα κλιμάκια του Τουρκικού Γενικού Επιτελείου. Τέτοιες υποθέσεις αποδειχτηκαν βάσιμες μετά το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο (Yüksek Askeri Şura, YAŞ) του Αυγούστου 2008, το οποίο, για πρώτη φορά, αρνήθηκε να εκδιώξει τους ύποπτους ισλαμιστές από το στρατό.
Η Κυβέρνηση του AKP έχει επίσης βοηθήσει το κίνημα του Γκιουλέν με τον έλεγχο του δικαστικού κλάδου. Στη διάρκεια των πρώτων πέντε χρόνων της κυβέρνησής του, ο Ερντογάν αντικατέστησε χιλιάδες δικαστές και εισαγγελείς με άλλους του κόμματός του. Τώρα που ο Πρόεδρος είναι ισλαμιστής, είναι μάλλον απίθανο να προβάλλει βέτο στο διορισμό ισλαμιστών δικαστικών, όπως έκανε ο προκάτοχός του Αχμέτ Νεζντέτ Σεζέρ. Πράγματι, φαίνεται ότι πλέον η κυβέρνηση έχει σα στόχο να διορίσει πολλές χιλιάδες ακόμα σε καίριες θέσεις . Το AKP έχει θεσπίσει δια νόμου ότι όσοι κάνουν αίτηση για δικαστικοί απαιτείται να περάσουν πρώτα από μια συνέντευξη με γραφειοκράτες του κόμματος, έτσι ώστε να μπορούν καλύτερα να εκτιμήσουν και να αποφανθούν το κατά πόσο ο αιτών είναι πιστός στο Ισλάμ. Τα αποτελέσματα της στόχευσης του AKP στο δικαστικό σύστημα φαίνονται ήδη, καθώς κάποιοι αντι-κοσμικοί, φιλοκυβερνητικοί αξιωματούχοι βρίσκονται στο επίκεντρο ορισμένων αμφιλεγόμενων δικών, όπως η υπόθεση εναντίον του Προέδρου του Πανεπιστημίου του Βαν, Γιουσέλ Ασκίν , η έρευνα για την υπόθεση Σεμντινλί, όπου ο εισαγγελέας προσπάθησε να εμπλέξει το Στρατηγό Γιασάρ Μπουγιούκανιτ πριν αυτός να γίνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, και, πιο πρόσφατα, η έρευνα για την Εργκένεκον.
Πράγματι, τέτοιες διώξεις είναι τόσο ανοικτά πολιτικές και εκδικητικές ώστε έκαναν μερικούς πρώην συμπαθούντες του Γκιουλέν, όπως ο πολιτικός επιστήμονας του Πανεπιστημίου της Γιούτα Χακάν Γιαβούζ, να αλλάξουν γνώμη. Σε μια συνέντευξη, ο Γιαβούζ είπε στην odatv.com ότι τέσσερεις σημαντικές νομικές υποθέσεις τον έκαναν να αλλάξει γνώμη: οι διώξεις ενάντια στον Ασκίν, η υπόθεση Σεμντινλί, η επιχείρηση Αταμπεϋλέρ, που αποκαλύφτηκε το 2005 και αφορούσε μια συμμορία οργανωμένου εγκλήματος που φερόταν να είχε σχεδιάσει τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ερντογάν και η έρευνα για την Εργκένεκον. Ο Γιαβούζ εξήγησε ότι: «Το cemaat προσπάθησε να κατευθύνει και τις τέσσερεις υποθέσεις. Δείτε τις συκοφαντικές αναφορές στις εφημερίδες του, πώς σπήλωσαν τη φήμη του Γιουσέλ Ασκίν. Και τώρα η Εργκένεκον. Η φυλάκιση (διαπρεπών) προσώπων για πάνω από χρόνο χωρίς να έχουν απαγγελθεί κατηγορίες δεν εξηγείται.»
Η Πέμπτη Εξουσία
Αν η αστυνομία, ο στρατός και τα δικαστήρια συνήθως προστατεύουν την επιβολή του νόμου από τα κέντρα μέσα στις επίσημες κυβερνητικές δομές, ίσως ακόμη υπάρχει μια εξωτερική δικλείδα ασφαλείας για την κατάχρηση εξουσίας στα τουρκικά μέσα ενημέρωσης. Τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης υπήρξαν παραδοσιακά αμείλικτα στην καταγραφή περιστατικών κατάχρησης εξουσίας και διαφθοράς. Λίγο μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, όμως, ο Ερντογάν έδειξε να μην ανέχεται την ιδέα ενός ελεύθερου Τύπου. Η κυβέρνηση του AKP έχει συστηματικά προσπαθήσει να δημιουργήσει ένα μονοπώλιο στα ΜΜΕ που θα μιλάει με μια φωνή και στο όνομα της κυβέρνησης. [ ] Στην πρώτη του θητεία, ο Ερντογάν κατέθεσε πάνω από εκατό μηνύσεις εναντίον εξηντατριών δημοσιογράφων σε δεκαέξι έντυπα, εναντίον πολλών συγγραφέων καθώς και εναντίον των αρχηγών και των βουλευτών όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ο αριθμός των μηνύσεων είναι πιθανόν να είναι πολύ μεγαλύτερος. Οι περισσότερες μηνύσεις του εναντίον δημοσιογράφων αφορούν κριτική που θα θεωρούνταν αποδεκτή σε οποιαδήποτε άλλη δημοκρατία. Για παράδειγμα, το 2005, μήνυσε τον Μούσα Καρτ, γελοιογράφο της Cumhuriyet, επειδή τον παρέστησε ως γάτα μπερδεμένη σε ένα κουβάρι. Πέρσι, μήνυσε το σατυρικό περιοδικό LeManweekly ότι τον γελοιοποίησε στο εξώφυλλο της 30ης Ιανουαρίου 2008.
Ο Ερντογάν έχασε κάποιες από τις δίκες ενώ τα δικαστήρια απέρριψαν κάποιες άλλες αλλά παρόλα αυτά επικράτησε ένας φόβος. Οι δημοσιογράφοι γνωρίζουν ότι ο πρωθυπουργός τους όχι μόνο προσπαθεί να τους υποχρεώσει σε οικονομική αιμορραγία για την όποια κριτική αλλά και ότι υπάρχει πιθανότητα το AKP να προσπαθήσει να αποκτήσει τον έλεγχο των εντύπων τους. Κατά την εξαετή θητεία του AKP, η κυβέρνηση έχει αποκτήσει τον έλεγχο αρκετών πρακτορείων τύπου τα οποία στη συνέχεια πούλησε σε φιλοκυβερνητικά κεφάλαια που σχετίζονται με την κοινότητα του Γκιουλέν. Τον Απρίλιο 2007, επί παραδείγματι, το κυβερνητικό Ταμείο για την Ασφάλεια των Καταθέσεων (Tasarruf Mevduatı Sigorta Fonu, TMSF) κατάσχεσε το τηλεοπτικό Σαμπάχ-ΈιΤιΒι, το δεύτερο μεγαλύτερο όμιλο ενημέρωσης της Τουρκίας σε μια επιδρομή πριν το ξημέρωμα. Το TMSF, με υπαλλήλους διορισμένους από τον Ερντογάν, πούλησε κατόπιν τον όμιλο στην Τσαλίκ Χόλντινγκ, ο γενικός διευθυντής της οποίας είναι γαμπρός του Ερντογάν. Ο Τσαλίκ χρηματοδότησε την εξαγορά με χρήματα του δημοσίου που πήρε ως δάνεια από δυο κρατικές τράπεζες και με τη συμβολή μιας νεοϊδρυθείσας εταιρείας ΜΜΕ με έδρα το Κατάρ που αγόρασε το 25% των μετοχών της Σαμπάχ. Ο ίδιος ο Αμπντουλάχ Γκιούλ είχε συστήσει τον Αχμέτ Τσαλίκ στον καταριανό Εμίρη Χαμάντ Μπιν Καλίφα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Συρία τον Ιανουάριο 2008. Ο Τσαλίκ επίσης συνόδευε τον Γκιουλ το Φεβρουάριο και τον Ερντογάν τον Απρίλιο όταν επισκέφτηκαν το Κατάρ. Αναφορές στον τύπο υπέδειξαν ότι άλλοι όμιλοι που ενδιαφέρθηκαν αρχικά να αγοράσουν το Σαμπάχ-ΈιΤιΒι με ίδια κεφάλαια, απέσυραν τις προσφορές τους λίγο πριν από το διαγωνισμό, επειδή επικοινώνησε μαζί τους ο Ερντογάν, αφήνοντας έτσι μοναδικό ενδιαφερόμενο τον Τσαλίκ . Από τότε η Σαμπάχ έχει γίνει ένθερμος υποστηρικτής της κυβέρνησης του AKP. Το Σεπτέμβρη του 2008, ο Ερντογάν απαίτησε από όλα τα μέλη του κόμματος και τους συμβούλους τους να μποϊκοτάρουν τις εφημερίδες που ανήκουν στον Όμιλο Ενημέρωσης Ντογάν μετά από ένα άρθρο που ανέφερε το ξέπλυμα χρήματος μέσα από τη διοχέτευσή του σε ισλαμιστικές φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Εκτός από τα ισλαμικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοσταθμούς, εφημερίδες όπως η Ζαμάν, η Σαμπάχ, η Γενί Σαφάκ, η Τούρκιγιε, η Σταρ, η Μπουγίν, η Βακίτ και η Ταράφ έχουν όλες ιδιοκτήτες προερχόμενους από το AKP ή σχετικούς με το δίκτυο του Γκιουλέν. Από πλευράς κυκλοφορίας, ελέγχουν τουλάχιστον το 40% όλων των πωλήσεων εφημερίδων στην Τουρκία .
Εκτός από τα ισλαμικά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοσταθμούς, εφημερίδες όπως η Ζαμάν, η Σαμπάχ, η Γενί Σαφάκ, η Τούρκιγιε, η Σταρ, η Μπουγίν, η Βακίτ και η Ταράφ έχουν όλες ιδιοκτήτες προερχόμενους από το AKP ή σχετικούς με το δίκτυο του Γκιουλέν. Από πλευράς κυκλοφορίας, ελέγχουν τουλάχιστον το 40% όλων των πωλήσεων εφημερίδων στην Τουρκία .
Τι Σκοπούς Έχει ο Γκιουλέν;
Οι μεγάλες επιχειρήσεις είχαν πάντα κυρίαρχη θέση στην τουρκική κοινωνία. Κοσμικοί επιχειρηματίες όπως ο Αϊντίν Ντογάν και ο Μεχμέτ Εμίρ Καραμχμέτ έχουν συμφέροντα όχι μόνο στη βιομηχανία αλλά και στα ΜΜΕ, τον τραπεζικό κλάδο, ακόμη και την εκπαίδευση. Ποτέ άλλοτε, όμως, δεν είχε ένας και μοναδικός άνθρωπος εγκαινιάσει ένα κίνημα που μεθοδεύει τη ριζική αλλαγή της τουρκικής κοινωνίας. Ο Γκιουλέν πλέον έχει στα χέρια του ισχυρά φανατικά ΜΜΕ, ένα τεράστιο δίκτυο έμπιστων γραφειοκρατών, φανατικά πανεπιστήμια και πανεπιστημιακούς, εισαγγελείς και δικαστές, πιστά σώματα ασφαλείαςκαι μυστικές υπηρεσίες, καπιταλιστές, επιχειρηματικές ενώσεις, ΜΚΟ και εργατικά σωματεία διδάσκοντες, γιατρούς και νοσοκομεία. Τι κάνει τον Γκιουλέν τόσο επικίνδυνο; Οι καλύτερες απαντήσεις δίνονται από τη διδασκαλία και τα κήρυγματα του ίδιου του Γκιουλέν.
Το 1999, η τουρκική τηλεόραση προέβαλλε ένα βίντεο στο οποίο ο Γκιουλέν έκανε κήρυγμα σε μια μεγάλη ομάδα οπαδών του, όπου αποκάλυψε το όνειρό του για μια ισλαμική Τουρκία όπου θα κυριαρχεί η σαρία (ισλαμικός νόμος) καθώς και τις μεθόδους που θά’πρεπε να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Στα κηρύγματα έλεγε:
«Πρέπει να κινηθείτε στις αρτηρίες του συστήματος χωρίς κανείς να καταλάβει την παρουσία σας μέχρις ότου φθάσετε σε όλα τα κέντρα εξουσίας… μέχρι οι συνθήκες να ωριμάσουν θα πρέπει (οι οπαδοί) να συνεχίσουν έτσι. Αν κάνουν κάτι πριν την κατάλληλη στιγμή, ο κόσμος θα συντρίψει τα κεφάλια μας, και οι μουσουλμάνοι θα υποφέρουν παντού, όπως στην τραγωδία της Αλγερίας, όπως το 1982 στη Συρία… όπως στις ετήσιες καταστροφές και τραγωδίες στην Αίγυπτο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα. Πρέπει να περιμένετε μέχρι τη στιγμή που θα είστε ολοκληρωμένοι και οι συνθήκες θα είναι ώριμες, μέχρι να μπορούμε να σηκώσουμε όλο τον κόσμο και να τον παρασύρουμε… Πρέπει να περιμένετε ως ότου έχετε στα χέρια σας όλη την κρατική εξουσία, μέχρι να έχετε φέρει με το μέρος σας όλη τη δύναμη των συνταγματικών θεσμών στην Τουρκία… Μέχρι τότε, οποιοδήποτε βήμα θα είναι πρόωρο – σα να σπάσεις ένα αυγό αντί να το περιμένεις σαράντα μέρες να εκκολαφθεί. Θα ήταν σα να σκοτώνεις το έμβρυο που κλείνει μέσα του. Το έργο που πρέπει να αναλάβουμε είναι να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο. Εξέφρασα τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου σε σας εμπιστευτικά… έχοντας εμπιστοσύνη στην πίστη σας και την εχεμύθειά σας».
Στη συνέχεια είπε: «Όταν τα πάντα ήταν κλειστά και όλες οι πόρτες κλειδωμένες , οι οίκοι μας του isik [φωτός] ανέλαβαν μια αποστολή πιο σημαντική από αυτή αλλοτινών καιρών. Στο παρελθόν, μερικά από τα καθήκοντα αυτών των οίκων εκτελούνταν από τους μεντρεσέδες [ισλαμικά σχολεία], μερικά από τα απλά σχολεία και μερικά από τους τεκέδες [ισλαμιστική στοά]… Αυτοί οι οίκοι isik χρειάστηκε να γίνουν σχολεία, μεντρεσέδες και τεκέδες ταυτόχρονα. Η άδεια δεν δινόταν από το κράτος ή τους νόμους του κράτους ή τους κυβερνήτες μας. Η άδεια δινόταν από το Θεό … που ήθελε το όνομά Του να μαθαίνεται και να λέγεται, να σπουδάζεται και να συζητιέται σε αυτούς τους οίκους, όπως γινόταν παλιά στα τζαμιά .
Σε άλλο κήρυγμα, ο Γκιουλέν είπε: «Ζούμε μια άνοιξη που μας πονάει. Ένα έθνος ξαναγεννιέται. Ένα έθνος εκατομμυρίων γεννιέται – τέτοιο που θα επιβιώσει για πολλούς αιώνες, με το θέλημα του Θεού… Γεννιέται με τη δική του κουλτούρα, το δικό του πολιτισμό. Αν η γέννηση ενός ανθρώπου είναι τόσο επίπονη, δε μπορεί η γέννηση εκατομμυρίων να μην επιφέρει πόνο. Φυσικά θα υποφέρουμε. Δε θα είναι εύκολο για ένα έθνος που αποδέχτηκε την αθεΐα, τον υλισμό, ένα έθνος μαθημένο να φεύγει τρέχοντας από τον ίδιο του τον εαυτό, να επιστρέψει τρέχοντας πάνω στ’ άλογο. Δε θα είναι εύκολο, αλλά αξίζει όλο τον πόνο μας και τις θυσίες μας» .
Οι μεγάλες επιχειρήσεις είχαν πάντα κυρίαρχη θέση στην τουρκική κοινωνία. Κοσμικοί επιχειρηματίες όπως ο Αϊντίν Ντογάν και ο Μεχμέτ Εμίρ Καραμχμέτ έχουν συμφέροντα όχι μόνο στη βιομηχανία αλλά και στα ΜΜΕ, τον τραπεζικό κλάδο, ακόμη και την εκπαίδευση. Ποτέ άλλοτε, όμως, δεν είχε ένας και μοναδικός άνθρωπος εγκαινιάσει ένα κίνημα που μεθοδεύει τη ριζική αλλαγή της τουρκικής κοινωνίας. Ο Γκιουλέν πλέον έχει στα χέρια του ισχυρά φανατικά ΜΜΕ, ένα τεράστιο δίκτυο έμπιστων γραφειοκρατών, φανατικά πανεπιστήμια και πανεπιστημιακούς, εισαγγελείς και δικαστές, πιστά σώματα ασφαλείαςκαι μυστικές υπηρεσίες, καπιταλιστές, επιχειρηματικές ενώσεις, ΜΚΟ και εργατικά σωματεία διδάσκοντες, γιατρούς και νοσοκομεία. Τι κάνει τον Γκιουλέν τόσο επικίνδυνο; Οι καλύτερες απαντήσεις δίνονται από τη διδασκαλία και τα κήρυγματα του ίδιου του Γκιουλέν.
Το 1999, η τουρκική τηλεόραση προέβαλλε ένα βίντεο στο οποίο ο Γκιουλέν έκανε κήρυγμα σε μια μεγάλη ομάδα οπαδών του, όπου αποκάλυψε το όνειρό του για μια ισλαμική Τουρκία όπου θα κυριαρχεί η σαρία (ισλαμικός νόμος) καθώς και τις μεθόδους που θά’πρεπε να χρησιμοποιηθούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος. Στα κηρύγματα έλεγε:
«Πρέπει να κινηθείτε στις αρτηρίες του συστήματος χωρίς κανείς να καταλάβει την παρουσία σας μέχρις ότου φθάσετε σε όλα τα κέντρα εξουσίας… μέχρι οι συνθήκες να ωριμάσουν θα πρέπει (οι οπαδοί) να συνεχίσουν έτσι. Αν κάνουν κάτι πριν την κατάλληλη στιγμή, ο κόσμος θα συντρίψει τα κεφάλια μας, και οι μουσουλμάνοι θα υποφέρουν παντού, όπως στην τραγωδία της Αλγερίας, όπως το 1982 στη Συρία… όπως στις ετήσιες καταστροφές και τραγωδίες στην Αίγυπτο. Δεν ήρθε ακόμη η ώρα. Πρέπει να περιμένετε μέχρι τη στιγμή που θα είστε ολοκληρωμένοι και οι συνθήκες θα είναι ώριμες, μέχρι να μπορούμε να σηκώσουμε όλο τον κόσμο και να τον παρασύρουμε… Πρέπει να περιμένετε ως ότου έχετε στα χέρια σας όλη την κρατική εξουσία, μέχρι να έχετε φέρει με το μέρος σας όλη τη δύναμη των συνταγματικών θεσμών στην Τουρκία… Μέχρι τότε, οποιοδήποτε βήμα θα είναι πρόωρο – σα να σπάσεις ένα αυγό αντί να το περιμένεις σαράντα μέρες να εκκολαφθεί. Θα ήταν σα να σκοτώνεις το έμβρυο που κλείνει μέσα του. Το έργο που πρέπει να αναλάβουμε είναι να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο. Εξέφρασα τα συναισθήματα και τις σκέψεις μου σε σας εμπιστευτικά… έχοντας εμπιστοσύνη στην πίστη σας και την εχεμύθειά σας».
Στη συνέχεια είπε: «Όταν τα πάντα ήταν κλειστά και όλες οι πόρτες κλειδωμένες , οι οίκοι μας του isik [φωτός] ανέλαβαν μια αποστολή πιο σημαντική από αυτή αλλοτινών καιρών. Στο παρελθόν, μερικά από τα καθήκοντα αυτών των οίκων εκτελούνταν από τους μεντρεσέδες [ισλαμικά σχολεία], μερικά από τα απλά σχολεία και μερικά από τους τεκέδες [ισλαμιστική στοά]… Αυτοί οι οίκοι isik χρειάστηκε να γίνουν σχολεία, μεντρεσέδες και τεκέδες ταυτόχρονα. Η άδεια δεν δινόταν από το κράτος ή τους νόμους του κράτους ή τους κυβερνήτες μας. Η άδεια δινόταν από το Θεό … που ήθελε το όνομά Του να μαθαίνεται και να λέγεται, να σπουδάζεται και να συζητιέται σε αυτούς τους οίκους, όπως γινόταν παλιά στα τζαμιά .
Σε άλλο κήρυγμα, ο Γκιουλέν είπε: «Ζούμε μια άνοιξη που μας πονάει. Ένα έθνος ξαναγεννιέται. Ένα έθνος εκατομμυρίων γεννιέται – τέτοιο που θα επιβιώσει για πολλούς αιώνες, με το θέλημα του Θεού… Γεννιέται με τη δική του κουλτούρα, το δικό του πολιτισμό. Αν η γέννηση ενός ανθρώπου είναι τόσο επίπονη, δε μπορεί η γέννηση εκατομμυρίων να μην επιφέρει πόνο. Φυσικά θα υποφέρουμε. Δε θα είναι εύκολο για ένα έθνος που αποδέχτηκε την αθεΐα, τον υλισμό, ένα έθνος μαθημένο να φεύγει τρέχοντας από τον ίδιο του τον εαυτό, να επιστρέψει τρέχοντας πάνω στ’ άλογο. Δε θα είναι εύκολο, αλλά αξίζει όλο τον πόνο μας και τις θυσίες μας» .
Και σ’ ένα άλλο κήρυγμα, δήλωσε: «η φιλοσοφία της προσφοράς μας είναι ότι ανοίγουμε έναν οίκο κάπου και, με την υπομονή της αράχνης, υφαίνουμε τον ιστό μας και περιμένουμε τους ανθρώπους να πιαστούν σ’ αυτόν. Και διδάσκουμε όσους πιάνονται. Δεν στήνουμε τον ιστό μας για να τους φάμε ή να τους καταναλώσουμε αλλά για να τους δείξουμε το δρόμο προς την ανάσταση, να φυσήξουμε ζωή στα νεκρά σαρκία και τις ψυχές τους, να τους δώσουμε έναν τρόπο να ζουν .
Πολλοί οπαδοί του Γκιουλέν και μέλη των ισλαμικών ΜΜΕ που σχετίζονται με το cemaat υποστήριξαν ότι αυτά τα κηρύγματα έχουν με κάποιον τρόπο πλαστογραφηθεί αλλά αυτές οι αρνήσεις δεν πείθουν δεδομένης της βιντεοσκόπησης και των μαρτυριών όσων έχουν εγκαταλείψει το κίνημα του Γκιουλέν.
Πολλοί οπαδοί του Γκιουλέν και μέλη των ισλαμικών ΜΜΕ που σχετίζονται με το cemaat υποστήριξαν ότι αυτά τα κηρύγματα έχουν με κάποιον τρόπο πλαστογραφηθεί αλλά αυτές οι αρνήσεις δεν πείθουν δεδομένης της βιντεοσκόπησης και των μαρτυριών όσων έχουν εγκαταλείψει το κίνημα του Γκιουλέν.
Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ Υποστηρίζει τον Γκιουλέν;
Πολλοί Τούρκοι αναλυτές πιστεύουν ότι, πριν από την εκλογή του Ερντογάν, ο Γκιουλέν και οι υποστηρικτές του στην κυβέρνηση των ΗΠΑ βοήθησαν ώστε ο Ερντογάν να λάβει μια πρόσκληση για το Λευκό Οίκο σε μια εποχή που του είχε απαγορευτεί η ενασχόληση με την πολιτική στην Τουρκία λόγω των ισλαμικών δραστηριοτήτων του – κάτι που εξελήφθη ως υποστήριξη από τις ΗΠΑ πριν από τις εκλογές του 2002. Το ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ και, συγκεκριμένα, η CIA υποστηρίζουν το κίνημα του Γκιουλέν είναι ευρέως αποδεκτό μεταξύ των κοσμικών ελίτ της Τουρκίας παρά την ανυπαρξία απτών αποδείξεων που να στηρίζουν έναν τέτοιο ισχυρισμό.
Όταν ζητείται από κοσμικούς Τούρκους να αιτιολογήσουν την άποψη ότι ο Γκιουλέν υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, εκείνοι συχνά αναφέρουν την σχεδόν 20χρονη παραμονή του στην ανατολική Πενσυλβάνια. Μετά από την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2008 του Ανωτάτου Εφετείου της Τουρκίας (Yargıtay) που επικροτούσε την απόφαση ενός κατώτερου δικαστηρίου ότι ο Γκιουλέν ήταν αθώος για την κατηγορία της οργάνωσης παράνομης τρομοκρατικής οργάνωσης με στόχο την ανατροπή της κοσμικής κυβέρνησης της Τουρκίας, ο Γκιουλέν κέρδισε κι άλλη μια δικαστική μάχη, αυτή τη φορά στις ΗΠΑ. Ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο ανέτρεψε τις αποφάσεις του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και της Αμερικανικής Υπηρεσίας Υπηκοότητας και Μετανάστευσης που θα απέρριπταν την αίτηση του Γκιουλέν για μόνιμη άδεια εγκατάστασης στις Ηνωμένες Πολιτείες .
Ενώ η απόφαση του δικαστηρίου που επέτρεψε στον Γκιουλέν να παραμείνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί πιθανόν απόδειξη για τους Τούρκους αναλυτές που ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τον Γκιουλέν, η διαδικασία είναι μάλλον πιο αποκαλυπτική. Ο Γκιουλέν επισύναψε είκοσι εννιά συστατικές επιστολές στην έφεσή του της 18ης Ιουνίου 2008, κυρίως από θεολόγους ή τούρκους πολιτικούς. Ανάμεσά τους ο Τζων Εσπόζιτο, ιδρυτής του Κέντρου για μια Μουσουλμανο-Χριστιανική Κατανόηση του Πρίγκιπα Αλουαλίντ Μπιν Ταλάλ, που στηρίζεται οικονομικά από τη Σαουδική Αραβία, δύο πρώην αξιωματούχοι της CIA, ο Τζωρτζ Φάιντας και ο Γκράχαμ Φούλερ, καθώς και ο πρώην αμερικανός πρεσβευτής στην Τουρκία Μόρτον Αμπράμοβιτς.
Οι επιστολές μάλλον χρησίμεψαν. Στις 16 Ιουλίου 2008, ο αμερικανός περιφερειακός δικαστής Στιούαρτ Ντάλζελ εξέδωσε απόφαση που δικαίωνε την προσφυγή του Γκιουλέν για μεροληπτική συνοπτική κρίση και διέτασσε την αμερικανική Υπηρεσία Υπηκοότητας και Μετανάστευσης να τον αποδεχθεί ως ξένο εργάτη, με εξέχουσα ικανότητα, μέχρι την 1η Αυγούστου 2008 το αργότερο.
Ανεξάρτητα από τη νομολογία η απόφαση των ΗΠΑ να δώσουν άδεια παραμονής στον Γκιουλέν θα βοηθήσει το κίνημά του να συνεχίσει να υπονοεί την υποστήριξη της Ουάσινγκτον καθώς το AKP και οι Φετουλαχιστές οπαδοί του προωθούν τη μετακίνηση της Τουρκίας όλο και πιο μακριά από την κοσμικότητα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε.
Πολλοί Τούρκοι αναλυτές πιστεύουν ότι, πριν από την εκλογή του Ερντογάν, ο Γκιουλέν και οι υποστηρικτές του στην κυβέρνηση των ΗΠΑ βοήθησαν ώστε ο Ερντογάν να λάβει μια πρόσκληση για το Λευκό Οίκο σε μια εποχή που του είχε απαγορευτεί η ενασχόληση με την πολιτική στην Τουρκία λόγω των ισλαμικών δραστηριοτήτων του – κάτι που εξελήφθη ως υποστήριξη από τις ΗΠΑ πριν από τις εκλογές του 2002. Το ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ και, συγκεκριμένα, η CIA υποστηρίζουν το κίνημα του Γκιουλέν είναι ευρέως αποδεκτό μεταξύ των κοσμικών ελίτ της Τουρκίας παρά την ανυπαρξία απτών αποδείξεων που να στηρίζουν έναν τέτοιο ισχυρισμό.
Όταν ζητείται από κοσμικούς Τούρκους να αιτιολογήσουν την άποψη ότι ο Γκιουλέν υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, εκείνοι συχνά αναφέρουν την σχεδόν 20χρονη παραμονή του στην ανατολική Πενσυλβάνια. Μετά από την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2008 του Ανωτάτου Εφετείου της Τουρκίας (Yargıtay) που επικροτούσε την απόφαση ενός κατώτερου δικαστηρίου ότι ο Γκιουλέν ήταν αθώος για την κατηγορία της οργάνωσης παράνομης τρομοκρατικής οργάνωσης με στόχο την ανατροπή της κοσμικής κυβέρνησης της Τουρκίας, ο Γκιουλέν κέρδισε κι άλλη μια δικαστική μάχη, αυτή τη φορά στις ΗΠΑ. Ένα ομοσπονδιακό δικαστήριο ανέτρεψε τις αποφάσεις του Υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας και της Αμερικανικής Υπηρεσίας Υπηκοότητας και Μετανάστευσης που θα απέρριπταν την αίτηση του Γκιουλέν για μόνιμη άδεια εγκατάστασης στις Ηνωμένες Πολιτείες .
Ενώ η απόφαση του δικαστηρίου που επέτρεψε στον Γκιουλέν να παραμείνει στις Ηνωμένες Πολιτείες αποτελεί πιθανόν απόδειξη για τους Τούρκους αναλυτές που ισχυρίζονται ότι οι ΗΠΑ υποστηρίζουν τον Γκιουλέν, η διαδικασία είναι μάλλον πιο αποκαλυπτική. Ο Γκιουλέν επισύναψε είκοσι εννιά συστατικές επιστολές στην έφεσή του της 18ης Ιουνίου 2008, κυρίως από θεολόγους ή τούρκους πολιτικούς. Ανάμεσά τους ο Τζων Εσπόζιτο, ιδρυτής του Κέντρου για μια Μουσουλμανο-Χριστιανική Κατανόηση του Πρίγκιπα Αλουαλίντ Μπιν Ταλάλ, που στηρίζεται οικονομικά από τη Σαουδική Αραβία, δύο πρώην αξιωματούχοι της CIA, ο Τζωρτζ Φάιντας και ο Γκράχαμ Φούλερ, καθώς και ο πρώην αμερικανός πρεσβευτής στην Τουρκία Μόρτον Αμπράμοβιτς.
Οι επιστολές μάλλον χρησίμεψαν. Στις 16 Ιουλίου 2008, ο αμερικανός περιφερειακός δικαστής Στιούαρτ Ντάλζελ εξέδωσε απόφαση που δικαίωνε την προσφυγή του Γκιουλέν για μεροληπτική συνοπτική κρίση και διέτασσε την αμερικανική Υπηρεσία Υπηκοότητας και Μετανάστευσης να τον αποδεχθεί ως ξένο εργάτη, με εξέχουσα ικανότητα, μέχρι την 1η Αυγούστου 2008 το αργότερο.
Ανεξάρτητα από τη νομολογία η απόφαση των ΗΠΑ να δώσουν άδεια παραμονής στον Γκιουλέν θα βοηθήσει το κίνημά του να συνεχίσει να υπονοεί την υποστήριξη της Ουάσινγκτον καθώς το AKP και οι Φετουλαχιστές οπαδοί του προωθούν τη μετακίνηση της Τουρκίας όλο και πιο μακριά από την κοσμικότητα πάνω στην οποία οικοδομήθηκε.
Συμπεράσματα
Ο Γκιουλέν έχει την υποστήριξη πολλών φίλων, ιδεολογικών συνοδοιπόρων και των δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών που έχουν γίνει δεκτοί στο κίνημά του. Υπερβολικά συχνά, η ανησυχία για τις δραστηριότητες του Γκιουλέν απορρίπτεται από τα τουρκικά, αμερικανικά και ευρωπαϊκά ΜΜΕ ως απλή παράνοια. Όταν ο αρχι-εισαγγελέας της Τουρκίας απήγγειλε κατηγορίες στο AKP ότι προσπαθούσε να υποσκάψει το κοσμικό σύνταγμα, τα φιλο-ισλαμικά ΜΜΕ της Τουρκίας μαζί με Δυτικούς διπλωμάτες και δημοσιογράφους, απέρριψαν το όλο θέμα ως μια «μη δημοκρατική δικαστική προσπάθεια ανατροπής» . Όμως την ίδια στιγμή, πολλοί απ’ αυτούς χαιρέτησαν την έρευνα και τις προσαγωγές για την Εργκένεκον, θεωρώντας δεδομένη την τάυτιση ισλαμισμού και της δημοκρατίας από τη μια, και του κοσμικού κράτους και του φασισμού από την άλλη . Ο επανειλημμένος χαρακτηρισμός των τούρκων ισλαμιστών ως ‘ρεφορμιστών δημοκρατών’ από τα ισλαμικά ΜΜΕ και των κοσμικών τούρκων ως ‘φονταμενταλιστών’ πρέπει να είναι ένα από τα πιο προσβλητικά αλλά, δυστυχώς, αποτελεσματικά ψέματα της σύγχρονης πολιτικής.
Πράγματι, η Τουρκία δεν έχει να εμφανίσει ούτε ένα περιστατικό επίθεσης σε ευσεβείς μουσουλμάνους που νηστεύουν στη διάρκεια του ραμαζανιού, ενώ τα τελευταία χρόνια υπήρξαν πολλά περιστατικά επίθεσης σε λιγότερο ευσεβείς Τούρκους που κατανάλωναν αλκοόλ ή δεν νήστευαν . Ενώ οι γυναίκες που καλύπτουν το κεφάλι τους κατά τον ισλαμικό τρόπο μπορούν να κινηθούν ελεύθερα οπουδήποτε στη χώρα, γυναίκες χωρίς μαντήλα αρχίζουν να γίνονται στόχος σε κάποιες περιοχές ή ανεπιθύμητες σε άλλες .
Σε αντίθεση με την εντύπωση που επικρατεί στη Δύση –ότι η αντιπαράθεση είναι μεταξύ ευσεβών μουσουλμάνων και «κοσμικών Κεμαλιστών που στρέφονται ενάντιοι στη θρησκεία»– είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των Τούρκων, περιλαμβανομένων των πιο κοσμικών, είναι παραδοσιακοί και κρατούν τα μουσουλμανικά έθιμα, ενώ πολλοί χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως ‘πρώτα μουσουλμάνους’. Ενώ το τουρκικό Σύνταγμα αναγνωρίζει ως Τούρκους όλους τους τούρκους πολίτες, το κυρίαρχο συναίσθημα στη χώρα ήταν πάντα ότι για να θεωρηθεί κάποιος Τούρκος, θα πρέπει να είναι μουσουλμάνος. Η απόλυτη απουσία κάποιου μη μουσουλμάνου διοικητή, πρέσβη, ή αξιωματικού του στρατού ή της αστυνομίας μαρτυρεί την κυριαρχία του Ισλάμ στο τουρκικό κατεστημένο. Επομένως ο Γκιουλέν δεν παλεύει για περισσότερη ατομική ελευθερία αλλά για να απελευθερώσει το Ισλάμ από τα στενά όρια του τεμένους και της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων και να το εισαγάγει στον δημόσιο βίο, ώστε να καθορίζει το σύνολο της ζωής της χώρας. Οι ηγέτες του AKP, περιλαμβανομένων των Γκιουλ και Ερντογάν, έχουν επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή τους στον ‘εγκλεισμό του Ισλάμ στο τζαμί’, ζητώντας να κυριαρχεί παντού σαν υπόδειγμα ζωής. Οι περισσότεροι Τούρκοι θυμούνται καθαρά σχετικά πρόσφατες δηλώσεις των ηγετών του AKP που απέρριπταν τον ορισμό της κοσμικότητας ως ‘διάκριση μεταξύ τεμένους και κράτους’. Ο Γκιουλ έχει κριτικάρει την ‘κοσμικότητα’ σε πολλές περιπτώσεις, περιλαμβανομένης και μιας συνέντευξης στον Γκάρντιαν στις 27 Νοεμβρίου 1995. Αυτό που θέλουν πραγματικά οι ισλαμιστές της Τουρκίας είναι να εξαλείψουν τις ιδρυτικές αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας. Όσο οι ΗΠΑ και οι δυτικοί αξιωματούχοι αδυνατούν να παραδεχτούν ότι η ρητορική του Γκιουλέν περί ανοχής είναι μόνο επιφανειακή, είναι πολύ πιθανό να ανοίγουν μια ατζέντα διαλόγου, πάντως όμως όχι περί θρησκευτικής ανοχής, αλλά κατά πάσα πιθανότητα για να απαντήσουν την ερώτηση «Ποιός έχασε την Τουρκία;».
Rachel Sharon-Krespin is the director of the Turkish Media Project at the, Washington D.C.
Ο Γκιουλέν έχει την υποστήριξη πολλών φίλων, ιδεολογικών συνοδοιπόρων και των δημοσιογράφων και ακαδημαϊκών που έχουν γίνει δεκτοί στο κίνημά του. Υπερβολικά συχνά, η ανησυχία για τις δραστηριότητες του Γκιουλέν απορρίπτεται από τα τουρκικά, αμερικανικά και ευρωπαϊκά ΜΜΕ ως απλή παράνοια. Όταν ο αρχι-εισαγγελέας της Τουρκίας απήγγειλε κατηγορίες στο AKP ότι προσπαθούσε να υποσκάψει το κοσμικό σύνταγμα, τα φιλο-ισλαμικά ΜΜΕ της Τουρκίας μαζί με Δυτικούς διπλωμάτες και δημοσιογράφους, απέρριψαν το όλο θέμα ως μια «μη δημοκρατική δικαστική προσπάθεια ανατροπής» . Όμως την ίδια στιγμή, πολλοί απ’ αυτούς χαιρέτησαν την έρευνα και τις προσαγωγές για την Εργκένεκον, θεωρώντας δεδομένη την τάυτιση ισλαμισμού και της δημοκρατίας από τη μια, και του κοσμικού κράτους και του φασισμού από την άλλη . Ο επανειλημμένος χαρακτηρισμός των τούρκων ισλαμιστών ως ‘ρεφορμιστών δημοκρατών’ από τα ισλαμικά ΜΜΕ και των κοσμικών τούρκων ως ‘φονταμενταλιστών’ πρέπει να είναι ένα από τα πιο προσβλητικά αλλά, δυστυχώς, αποτελεσματικά ψέματα της σύγχρονης πολιτικής.
Πράγματι, η Τουρκία δεν έχει να εμφανίσει ούτε ένα περιστατικό επίθεσης σε ευσεβείς μουσουλμάνους που νηστεύουν στη διάρκεια του ραμαζανιού, ενώ τα τελευταία χρόνια υπήρξαν πολλά περιστατικά επίθεσης σε λιγότερο ευσεβείς Τούρκους που κατανάλωναν αλκοόλ ή δεν νήστευαν . Ενώ οι γυναίκες που καλύπτουν το κεφάλι τους κατά τον ισλαμικό τρόπο μπορούν να κινηθούν ελεύθερα οπουδήποτε στη χώρα, γυναίκες χωρίς μαντήλα αρχίζουν να γίνονται στόχος σε κάποιες περιοχές ή ανεπιθύμητες σε άλλες .
Σε αντίθεση με την εντύπωση που επικρατεί στη Δύση –ότι η αντιπαράθεση είναι μεταξύ ευσεβών μουσουλμάνων και «κοσμικών Κεμαλιστών που στρέφονται ενάντιοι στη θρησκεία»– είναι γεγονός ότι η πλειοψηφία των Τούρκων, περιλαμβανομένων των πιο κοσμικών, είναι παραδοσιακοί και κρατούν τα μουσουλμανικά έθιμα, ενώ πολλοί χαρακτηρίζουν τον εαυτό τους ως ‘πρώτα μουσουλμάνους’. Ενώ το τουρκικό Σύνταγμα αναγνωρίζει ως Τούρκους όλους τους τούρκους πολίτες, το κυρίαρχο συναίσθημα στη χώρα ήταν πάντα ότι για να θεωρηθεί κάποιος Τούρκος, θα πρέπει να είναι μουσουλμάνος. Η απόλυτη απουσία κάποιου μη μουσουλμάνου διοικητή, πρέσβη, ή αξιωματικού του στρατού ή της αστυνομίας μαρτυρεί την κυριαρχία του Ισλάμ στο τουρκικό κατεστημένο. Επομένως ο Γκιουλέν δεν παλεύει για περισσότερη ατομική ελευθερία αλλά για να απελευθερώσει το Ισλάμ από τα στενά όρια του τεμένους και της ιδιωτικής ζωής των ανθρώπων και να το εισαγάγει στον δημόσιο βίο, ώστε να καθορίζει το σύνολο της ζωής της χώρας. Οι ηγέτες του AKP, περιλαμβανομένων των Γκιουλ και Ερντογάν, έχουν επανειλημμένα εκφράσει την αντίθεσή τους στον ‘εγκλεισμό του Ισλάμ στο τζαμί’, ζητώντας να κυριαρχεί παντού σαν υπόδειγμα ζωής. Οι περισσότεροι Τούρκοι θυμούνται καθαρά σχετικά πρόσφατες δηλώσεις των ηγετών του AKP που απέρριπταν τον ορισμό της κοσμικότητας ως ‘διάκριση μεταξύ τεμένους και κράτους’. Ο Γκιουλ έχει κριτικάρει την ‘κοσμικότητα’ σε πολλές περιπτώσεις, περιλαμβανομένης και μιας συνέντευξης στον Γκάρντιαν στις 27 Νοεμβρίου 1995. Αυτό που θέλουν πραγματικά οι ισλαμιστές της Τουρκίας είναι να εξαλείψουν τις ιδρυτικές αρχές της Τουρκικής Δημοκρατίας. Όσο οι ΗΠΑ και οι δυτικοί αξιωματούχοι αδυνατούν να παραδεχτούν ότι η ρητορική του Γκιουλέν περί ανοχής είναι μόνο επιφανειακή, είναι πολύ πιθανό να ανοίγουν μια ατζέντα διαλόγου, πάντως όμως όχι περί θρησκευτικής ανοχής, αλλά κατά πάσα πιθανότητα για να απαντήσουν την ερώτηση «Ποιός έχασε την Τουρκία;».
Rachel Sharon-Krespin is the director of the Turkish Media Project at the, Washington D.C.
Η Ρέιτσελ Σάρον-Κρέσπιν (Rachel Sharon-Krespin) είναι διευθύντρια του Προγράμματος Τουρκικά ΜΜΕ στο Ινστιτούτο Έρευνας για τα Μεσανατολικά ΜΜΕ [Middle East Media Research Institute (MEMRI], στην Ουάσινγκτον.
Middle East Quarterly, Χειμώνας 2009, σσ. 55-66
http://www.meforum.org/2045/fethullah-gulens-grand-ambition
Μετάφραση: Μαριάννα Δεσύπρη
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr