Υπόγειες διεργασίες και η «πιο βαρετή προεκλογική περίοδος»
Του Βασίλη Στοϊλόπουλου από την Ρήξη τ. 136
Η πανθομολογούμενη πιο βαρετή προεκλογική περίοδος της μεταπολεμικής Γερμανίας πλησιάζει στο τέλος της, με την τηλεοπτική αντιπαράθεση μεταξύ των κυβερνητικών συνεταίρων, Μέρκελ και Σουλτς, να αντανακλά σε όλο το μεγαλείο της την πολιτική χαύνωση των τελευταίων μηνών. Αυτό όμως που είναι απολύτως βέβαιο είναι η παραμονή της Αγγέλας Μέρκελ στην καγκελαρία και για άλλα τέσσερα χρόνια, κάνοντας τους αντιπάλους της να διαδίδουν απογοητευμένοι ότι η «καγκελάριος δεν πιάνεται. Είναι σαν το σαπούνι».
Γι’ αυτό και το ενδιαφέρον της κάλπης της Κυριακής εστιάζεται εδώ και πολύ καιρό στο ποιος θα είναι ο επόμενος κυβερνητικός εταίρος των Χριστιανοδημοκρατών (CDU). Σοσιαλδημοκράτες (SPD), Φιλελεύθεροι (FDP) και Πράσινοι διεκδικούν «μια θέση στον ήλιο» σαν δευτεροκλασάτος παρτενέρ, με τους δεύτερους να αποτελούν την κρυφή επιθυμία της καγκελαρίου, αλλά και των γερμανικών ελίτ –παρά τις σκληρές προεκλογικές θέσεις των Φιλελεύθερων στο μεταναστευτικό. Από τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις όμως φαίνεται ότι το ενδεχόμενο ενός κυβερνητικού συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Φιλελευθέρων μοιάζει σχεδόν απίθανο, παρά τη στήριξη των ΜΜΕ. Γι’ αυτό και η συνέχιση του Μεγάλου Συνασπισμού CDU- SPD θα ήταν κάτι το εύλογο και αναμενόμενο, αν η προβλεπόμενη εκλογική συντριβή του SPD δεν οδηγήσει τελικά την ηγεσία του στην επιλογή του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κάποια ηγετικά στελέχη του σκοπεύουν να αφήσουν αμαχητί τους κυβερνητικούς τους θώκους. Η δεύτερη και τελευταία ρεαλιστική κυβερνητική εναλλακτική είναι η λεγόμενη «κυβέρνηση Τζαμάικα» (από τα χρώματα της σημαίας του κράτους της Καραϊβικής). Συγκυβέρνηση δηλαδή CDU, FDP και Πράσινοι, με τους τελευταίους να δηλώνουν προεκλογικά ότι δεν έχουν πρόβλημα να συγκυβερνήσουν με οποιονδήποτε, πλην του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), και τους Φιλελεύθερους να διατείνονται επίμονα ότι δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τους αναξιόπιστους Πράσινους.
Για αρκετούς μήνες η προεκλογική προσπάθεια του CDU και της Μέρκελ προσωπικά ήταν να συντηρήσουν με όσο πιο ήπιο τρόπο επέτρεπαν οι συνθήκες την άποψη ότι η Γερμανία ευημερεί. Το εκλογικό πρόγραμμά τους για την επόμενη ημέρα μοιάζει με κρυφή ατζέντα και όλος ο μετ’ εμποδίων προεκλογικός της αγώνας συνοψιζόταν στο «Συνεχίζουμε ως έχει, αφού η μέχρι τώρα πολιτική της κυβέρνησης ήταν σωστή». Κι αυτό, παρότι είναι γνωστό ότι το εισόδημα του 40% των εργαζομένων στη Γερμανία είναι μικρότερο σε αγοραστική δύναμη απ’ ό,τι πριν είκοσι χρόνια, ότι το 20% των εργαζομένων αντιμετωπίζει προβλήματα με το εργασιακό του μέλλον, ότι το 1/3 δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο χρέη και ότι 2 εκατομμύρια παιδιά ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Επιπλέον, όλα τα σημαντικά θέματα του μέλλοντος έμειναν επί της ουσίας εκτός προεκλογικής ατζέντας: Το μέλλον της Ευρώπης, οι σχέσεις της Γερμανίας με τη Ρωσία, η αποτυχημένη ενεργειακή μεταρρύθμιση, οι δυσκολίες στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού μετά το 2030, η ανάδειξη της Γερμανίας σε σημαντικότερη ευρωπαϊκή στρατιωτική δύναμη μέχρι το 2024 με την αύξηση του προϋπολογισμού του υπουργείου Άμυνας στα 70 δισεκατομμύρια ευρώ, η ρομποτοποίηση της βιομηχανίας και οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, η τραπεζική κρίση, η επιδιωκόμενη συνεργασία για το μεταναστευτικό με Αφρικανούς δικτάτορες και Λίβυους «δουλέμπορους», η αύξηση του αριθμού των Γερμανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν κ.ά.
Τελικά, αυτό που έδωσε μια νότα έντονης προεκλογικής αντιπαράθεσης δεν ήταν ούτε το φιάσκο Σουλτς, ούτε ο άκρατος πράσινος οπορτουνισμός και εξωπραγματισμός, ούτε η αριστερή μονοθεματική περί «κοινωνικής αδικίας», αλλά η στοχοποίηση και δαιμονοποίηση του AfD από την πλευρά όσων συνιστούν στη Γερμανία το κατεστημένο των «μεγάλων αξιών» και τα «μεγάλων ιδανικών», από την Εκκλησία και τα συνδικάτα ως τους Πράσινους και τους Antifa. Όμως, παρά τον «πόλεμο», φαίνεται ότι η Eναλλακτική για τη Γερμανία αποδεικνύεται «πολύ ισχυρότερη απ’ ό,τι ήλπιζε η φιλελεύθερη Γερμανία» (der Spiegel, 11-9-2017) και αναμένεται πιθανότατα να καταλάβει την τρίτη θέση, ίσως και με διψήφιο ποσοστό. Ακόμη και αν πολλοί, κυρίως στα παραδοσιακά γερμανικά κόμματα, δεν έχουν συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι, «αν από τον Σεπτέμβριο θα ακούγονται στο κοινοβούλιο λαϊκιστικά και εθνικιστικά συνθήματα, είναι επειδή έτσι ήθελε ένα τμήμα του γερμανικού λαού» (der Tagesspiegel, 10-92017), είναι σαφές ότι το φαινόμενο AfD τάραξε ήδη λιμνάζοντα νερά στο γερμανικό πολιτικό σύστημα.
Η μεγάλη πιθανότητα το AfD να αναδειχτεί τρίτο κόμμα και να αποτελέσει αξιωματική αντιπολίτευση σε περίπτωση Μεγάλου Συνασπισμού φαίνεται ότι έχει προκαλέσει αναστάτωση τόσο στα «έγκυρα» ΜΜΕ όσο και στα παραδοσιακά κόμματα. Αλλιώς πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι τις τελευταίες δύο-τρεις εβδομάδες αναζητούνται απεγνωσμένα πραγματικές ή και ψεύτικες κηλίδες στη προσωπική ζωή της Αλίς Βάιντελ, η οποία ηγείται αποτελεσματικά όπως φαίνεται του AfD και μιλούν ακατάπαυστα όχι πια για «ακροδεξιούς», «ρατσιστές» κ.ο.κ, αλλά για «αληθινούς ναζί» (Γκάμπριελ, υπουργός Εξωτερικών) και για τους «πληβείους» ψηφοφόρους τους, παρότι είναι σαφές ότι «είναι ένας «λαϊκιστικός ισχυρισμός ότι το AfD είναι το κόμμα των αποκλεισμένων, των ανέργων και των αμόρφωτων» (der Spiegel), καθώς για τους περισσότερους η επιλογή του AfD δεν γίνεται για τους κλασσικούς κοινωνικοοικομικούς λόγους. Πρόκειται βασικά για ένα μορφωμένο, ετερογενές και με ικανοποιητικούς μισθούς εκλογικό σώμα, άνω των 30 ετών, που προέρχεται από όλους τους πολιτικούς χώρους.
Το γεγονός ότι υπήρχε και υπάρχει ένας εκτεταμένος πολιτικός αυτισμός στη Γερμανία, που δεν θέλει να αντιληφθεί τις υπόγειες κοινωνικές διεργασίες στη χώρα ίσως και να δικαιώνει την άποψη του συνεκδότη του der Spiegel Γιάκομπ Αουγκστάιν ότι «το AfD είναι οι παράπλευρες απώλειες μιας πολιτικής για την οποία αποφάσισε με απόλυτη πρόθεση αυτή η χώρα. Οι ναζί – αυτό είμαστε εμείς». Όπως και να έχει όμως, πολύ σύντομα αναμένεται ότι θα εισακουστεί και η τελευταία επιθυμία του αποχωρούντος προέδρου της γερμανικής βουλής Νόμπερτ Λάμερτ: «Είναι ώρα και πάλι να υπάρξει έντονη αντιπαράθεση στη βουλή». Πάντως, ο καυγάς ξεκίνησε ήδη. Κανένα από τα παραδοσιακά κόμματα δεν θέλει να καθίσει στη βουλή δίπλα στους νεοφώτιστους κοινοβουλευτικούς της «Ακροδεξιάς», που ισχυρίζονται ότι από μόνοι τους θ’ αλλάξουν τη αμφιλεγόμενη πλέον «Δημοκρατία του Βερολίνου».
Ανάρτηση από: http://ardin-rixi.gr