Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Παγκοσμιοποίηση και νεοφιλελευθερισμός

Της Analyst Team
Εάν συνεχιστεί η σημερινή πολιτική από τους έμμισθους υπηρέτες του χρηματοπιστωτικού κτήνους και των ελίτ, από τους πολιτικούς δηλαδή, η κατάσταση στη Δύση θα γίνει αφόρητη – ενώ θα υπάρξει στροφή προς τα ακραία κόμματα, στα οποία θα στηριχθεί η πλειοψηφία των ανθρώπων για να ανακτήσει τα χαμένα δικαιώματα της..
«Εάν η οικονομία ενός κράτους δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες των Πολιτών του, αλλά με κριτήριο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και το ΑΕΠ, έχει αλήθεια λόγω ύπαρξης; Ποιά η λογική της μετατροπής των εργαζομένων από συναδέλφους σε στυγνούς ανταγωνιστές; Δεν οδηγεί σε ψυχικά αρρωστημένες κοινωνίες, προς όφελος μίας αχόρταγης μειοψηφίας του 1% που επίσης είναι βαριά ασθενής, αν και συνήθως για διαφορετικούς λόγους; Η απομάκρυνση από τον κοινωνικό φιλελευθερισμό δεν οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο φασισμό;«

Ανάλυση

Σύμφωνα με τις διεθνείς στατιστικές, όλες οι μεγάλες βιομηχανικές χώρες, καθώς επίσης οι σημαντικότεροι εμπορικοί συνεργάτες τους, αναπτύσσονται ξανά, με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανεργία – αφού μετά την άνοδο του παγκοσμίου ρυθμού ανάπτυξης κατά 3,1% τ0 2016, προβλέπεται από τον ΟΟΣΑ 3,5% για το 2017 και 3,7% για το 2018, με την Ελλάδα όμως να αναπτύσσεται μόλις κατά 1,2% παρά τη ραγδαία (αν και συγκυριακή σε μεγάλο βαθμό) αύξηση του τουρισμού. Εν τούτοις, θεωρείται πως  δύσκολα ο ρυθμός αυτός θα εξασφαλίσει τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη – πόσο μάλλον όταν έχουν δημιουργηθεί τόσο πολλές φούσκες σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι οποίες κάποια στιγμή θα σπάσουν νομοτελειακά, ενώ η ωρολογιακή βόμβα του χρέους συνεχίζει να μεγεθύνεται επικίνδυνα.

Ειδικά όσον αφορά τις επενδύσεις, στις οποίες στηρίζεται η μελλοντική ανάπτυξη, έχουν αυξηθεί μόλις κατά 10% στις χώρες του ΟΟΣΑ, μετά τη Μεγάλη Ύφεση του 2008 – όταν στις τρεις αντίστοιχες συγκρίσιμες περιόδους, ο μέσος όρος της δεκαετίας που τις ακολούθησε ήταν στο 30%. Λογικά λοιπόν αναφέρεται πως υπάρχει ένα απειλητικό επενδυτικό κενό – ενώ κλιμακώνονται μεν σήμερα οι επενδύσεις, αλλά δεν αρκούν ούτε κατ’ ελάχιστο για να «κλείσουν» το κενό.
Το πόσο σημαντικό είναι το παραπάνω, φαίνεται από τις ιδιωτικές επενδύσεις χωρίς την κατασκευή ακινήτων, καθώς επίσης από το ονομαζόμενο «δυνητικό ΑΕΠ» – από το προϊόν δηλαδή που οφείλει να παράγει μία χώρα, για να υπάρχουν αρκετές θέσεις εργασίας, να αυξάνονται επαρκώς οι μισθοί και να καλύπτει τις χρηματοδοτικές υποχρεώσεις της (προφανώς όταν σε μία χώρα μειώνεται η παραγωγή της, όπως στην Ελλάδα, δεν είναι σε θέση να εξασφαλισθεί τίποτα).

Στο  γράφημα φαίνεται το έλλειμμα των επενδύσεων σε ορισμένα κράτη το 2014 χωρίς τις κατασκευές οικιών, ως ποσοστό επί του δυνητικού ΑΕΠ (μπλε στήλη), καθώς επίσης οι αλλαγές μεταξύ των ετών 2014 και 2017 (κόκκινη) – όπου διαπιστώνεται πως μόνο η Νότια Κορέα έχει καλύψει τις ανάγκες της, οι οποίες περιγράφονται από το μαύρο τρίγωνο (η Ιταλία, ακολουθούμενη από τη Γαλλία και τις Η.Π.Α. έχει τις μεγαλύτερες ελλείψεις). Από το ίδιο γράφημα συμπεραίνεται ότι, οι ιδιωτικές επενδύσεις τα τελευταία 2-3 χρόνια ήταν πολύ χαμηλές (κόκκινη στήλη) – οπότε δεν πρόκειται να καλυφθεί το κενό.
Περαιτέρω, το πρόβλημα δεν περιορίζεται μόνο στις ιδιωτικές επενδύσεις, αφού το παγκόσμιο εμπόριο εξελίσσεται πολύ αδύναμα – με σοβαρά επακόλουθα μεταξύ άλλων για τη ναυτιλία, στην οποία η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση. Αναλυτικότερα, τις περασμένες δεκαετίες το παγκόσμιο εμπόριο αναπτυσσόταν με το διπλάσιο ρυθμό, σε σχέση με την άνοδο του παγκοσμίου ΑΕΠ – με συντελεστή 2,1 από το 1986 έως το 2007, ενώ με 1,7 από το 1970 έως το 2015 (γράφημα). Το 2015 όμως και το 2016 ο συντελεστής μειώθηκε στο 1,0 – γεγονός που σημαίνει πως το παγκόσμιο εμπόριο εξελίσσεται πια το ίδιο, με το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Ως εκ τούτου, η παγκοσμιοποίηση άρχισε πια να μειώνεται, με δυσμενή αποτελέσματα για τους μισθούς και για την ανταγωνιστικότητα, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ – ο οποίος θεωρεί ότι, η αιτία είναι οι κρυφοί εμπορικοί περιορισμοί που έχουν υιοθετηθεί από πολλά κράτη, οι ρυθμίσεις, οι μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις και οι νομικές ανασφάλειες, οι οποίες αποθαρρύνουν τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
Πώς είναι δυνατόν όμως να ισχύει κάτι τέτοιο, όταν οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων η απορρύθμιση των αγορών, έχουν επιβληθεί στους πάντες; Όταν οι κεντρικές τράπεζες έχουν πλημμυρίσει το σύστημα με πολλά τρις $ νέα χρήματα από το πουθενά, όσο ποτέ μέχρι σήμερα, έχοντας μειώσει επί πλέον τα επιτόκια στο μηδέν;
Εν προκειμένω ο ΟΟΣΑ αναφέρει πως λόγω του τεχνητά χαμηλού κόστους χρήματος, οι κυβερνήσεις εξοικονόμησαν από 0,6% έως 1% του ΑΕΠ τους ετησίως – οπότε είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα για να χρηματοδοτήσουν «αντικυκλικές» πολιτικές (=δημόσιες επενδύσεις, μείωση της φορολογίας κλπ.) που θα διευκόλυναν την ανάπτυξη.
Εν τούτοις ελάχιστες χώρες το έκαναν, κυρίως αυτές με σκούρο και ανοιχτό πράσινο στο διπλανό χάρτη – ενώ όλες οι υπόλοιπες συμπεριφέρθηκαν «προκυκλικά», μειώνοντας εν μέσω ύφεσης τις δημόσιες επενδύσεις και τις κρατικές δαπάνες. Αυτό δεν συνέβη μόνο στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, στις οποίες επιβλήθηκε η πολιτική λιτότητας αλλά, επίσης, στη Γαλλία, στις Η.Π.Α., στην Ιαπωνία κοκ. – οπότε η μείωση του παγκοσμίου εμπορίου δεν οφείλεται καθόλου στην υποχώρηση του νεοφιλελευθερισμού, αλλά στη συντηρητική πολιτική που υιοθέτησαν τα κράτη, ενώ ο ιδιωτικός τομέας αντί να επενδύσει στην πραγματική οικονομία επέλεξε την κερδοσκοπία.
Από αυτό όμως διαπιστώνεται πόσο σημαντική είναι η επέμβαση των κρατών σε περιόδους ύφεσης, αφού ο ιδιωτικός τομέας παύει να επενδύει – οπότε δεν πρέπει ο ΟΟΣΑ να θεωρεί απαραίτητο το νεοφιλελευθερισμό μόνο σε εποχές ανάπτυξης, απαιτώντας τη μεσολάβηση του κράτους σε εποχές ύφεσης. Κάτι τέτοιο θυμίζει τις τράπεζες, οι οποίες θέλουν να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη κοινωνικοποιώντας τις ζημίες – άρα να κερδοσκοπούν ασύστολα, διασωζόμενες στη συνέχεια από τα κράτη!
Η γαλλική στροφή στο νεοφιλελευθερισμό
Περαιτέρω οι Γάλλοι, υπό το νέο πρόεδρο τους που στηρίζεται από όλα σχεδόν τα ΜΜΕ (εύλογα, αφού το 90% ανήκει σε εννέα δισεκατομμυριούχους της χώρας), καθώς επίσης έχοντας απογοητευθεί από την προηγούμενη σοσιαλιστική κυβέρνηση τους που ήταν υποχείριο της πρωσικής Γερμανίας, επιχειρούν μία μεγάλη στροφή προς το νεοφιλελευθερισμό – όπου είναι χαρακτηριστικό το σχόλιο στην κεντρική σελίδα του Figaro (12.09.17), σύμφωνα με το οποίο τα συνδικάτα λένε πολλές ανοησίες, αλλά δεν επιχειρούν να δώσουν απάντηση στην εξής σημαντική ερώτηση, όπως το ίδιο:
«Γιατί η Γαλλία είναι η μοναδική χώρα μεταξύ όλων των συγκρίσιμων μαζί της μεγάλων χωρών που δεν έχει καταφέρει να καταπολεμήσει τη μαζική δομική ανεργία; Εν προκειμένω υπάρχει μία και μοναδική απάντηση: επειδή η Γαλλία είναι το μοναδικό κράτος που δεν έχει προσαρμόσει το εργατικό της δίκαιο, το οποίο προέρχεται από τον περασμένο αιώνα, στις συνθήκες της σύγχρονης οικονομίας«.
Αυτό ακριβώς ανέφερε ο κ. Macron σε μία πρόσφατη συνέντευξη του – ισχυριζόμενος πως η Γαλλία θα πρέπει να αποδείξει τι αξίζει στη σύγχρονη οικονομία της καινοτομίας, της επάρκειας και της ψηφιακής τεχνολογίας. Σύμφωνα με τον ίδιο, για να τα καταφέρει θα πρέπει ο κάθε εργαζόμενος να έχει τη μεγαλύτερη δυνατή ευελιξία και κινητικότητα – γεγονός που προϋποθέτει μία συνεχή εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση.
Λογικά λοιπόν συμπεραίνεται πως ο Γάλλος πρόεδρος θεωρεί ότι, οι θέσεις εργασίας του μέλλοντος θα εξαρτηθούν από την ανταγωνιστικότητα της κάθε χώρας – παρά το ότι η ανεργία στη Γαλλία είναι μόλις 9,9%, χαμηλότερη από την Ιταλία ή την Ισπανία. Η διαφορά της δε με τη Γερμανία (5,9 μονάδες) επεξηγείται καλύτερα από την πολιτική της τελευταίας – στην οποία οι πραγματικές αμοιβές του 40% των εργαζομένων της είναι μικρότερες σε σχέση με 20 χρόνια πριν, ενώ 8.000.000 απασχολούνται με μισθούς πείνας. Σύμφωνα πάντως με τον ΟΟΣΑ, η αγορά εργασίας της Γαλλίας το 2013 ήταν πιο ευέλικτη από τη γερμανική και έχει εξελιχθεί καλύτερα, σε σχέση με το 2003 – ενώ ήδη το 85% των νέων συμβάσεων εργασίας είναι περιορισμένου χρόνου, συνήθως για ένα μήνα!
Ακόμη όμως και να έχει δίκιο ο κ. Macron, ευθύνεται αλήθεια η αγορά εργασίας της Γαλλίας για την ελλιπή διεθνή ανταγωνιστικότητα της; Δεν έχουν τεκμηριώσει πολλές έρευνες ότι, οι ευέλικτες μορφές εργασίας, η συχνή δηλαδή αλλαγή απασχόλησης, μειώνουν την παραγωγικότητα; Μεταξύ άλλων επειδή χάνεται Know How ή λόγω του ότι απαιτείται μεγαλύτερο κόστος ελέγχου και γραφειοκρατίας, όταν αλλάζει συνεχώς το προσωπικό μίας επιχείρησης; (πηγή).
Όσον αφορά τώρα τα επαγγέλματα με τις καλύτερες μελλοντικές προοπτικές (2014-2024), οι τεχνολόγοι του λογισμικού έρχονται στη 14η θέση, σύμφωνα με την BLS (πηγή) – ενώ, μαζί με τους αναλυτές συστημάτων υπολογιστών, οι θέσεις εργασίας που προβλέπονται θα είναι λιγότερες του 3% των συνολικών. Πολλά λόγια λοιπόν για την καινοτομία και την ψηφιακή τεχνολογία χωρίς νόημα για την απασχόληση – η οποία οφείλει να είναι ο νούμερο ένα στόχος όλων των κυβερνήσεων, εάν δεν θέλουν να βυθιστούν οι χώρες τους στο χάος.
Στο παράδειγμα πάντως της Ελβετίας, από το 1991 έως το 2016 δημιουργήθηκαν 435.000 νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης, εκ των οποίων οι 335.000 στους κλάδους της υγείας, της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης (πηγή: W. Vontobel) – ενώ μόλις 60.000 στις σύγχρονες εξαγωγικές βιομηχανίες, όπως οι επικοινωνίες, η πληροφορική, τα φάρμακα, τα ρολόγια, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, τα ηλεκτρονικά και η κατασκευή μηχανών. Στα πλαίσια αυτά, ο κ. Macron θέλει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας εκεί που δεν υπάρχουν, αφαιρώντας τες από εκεί που υπάρχουν ανάγκες – όπως από το δημόσιο, όπου σχεδιάζει 260.000 απολύσεις.
Τέλος, ο μέσος Γάλλος έχει ήδη στο ενεργητικό του επτά θέσεις εργασίας περιορισμένου χρόνου, οι οποίες διακόπτονται από τρεις περιόδους ανεργίας, πριν καταφέρει να βρει μία σταθερή εργασία μετά τα 30 του – ενώ σήμερα δημιουργείται μία γενιά επιχειρήσεων, η οποία συνηθίζει να λειτουργεί με προσωπικό της μίας χρήσης.
Γιατί λοιπόν απαιτείται στη Γαλλία μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας; Μήπως για να μιμηθεί τη Γερμανία, στην οποία το ποσοστό γεννήσεων έχει καταρρεύσει στο 1,3 ανά γυναίκα, με αποτέλεσμα να έχει ανάγκη τη μετανάστευση για να αναπτυχθεί;
Εάν η οικονομία ενός κράτους δεν διαμορφώνεται σύμφωνα με τις ανάγκες των πολιτών του, αλλά με κριτήριο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και το ΑΕΠ, έχει αλήθεια λόγω ύπαρξης; Ποιά η λογική της μετατροπής των εργαζομένων από συναδέλφους σε ανταγωνιστές; Δεν οδηγεί σε ψυχικά αρρωστημένες κοινωνίες, προς όφελος μίας αχόρταγης μειονότητας του 1% που επίσης είναι βαριά ασθενής, αν και συνήθως για διαφορετικούς λόγους;
Επίλογος
Χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, εάν συνεχιστεί η σημερινή πολιτική από τους έμμισθους υπηρέτες του χρηματοπιστωτικού κτήνους και των ελίτ, από τους πάσης φύσεως πολιτικούς δηλαδή, η κατάσταση στη Δύση θα γίνει αφόρητη – ενώ θα υπάρξει στροφή προς τα ακραία κόμματα, στα οποία θα στηριχθεί η πλειοψηφία των ανθρώπων για να ανακτήσει τα χαμένα δικαιώματα της.  
Ενδεχομένως λοιπόν σωστά να έχει ειπωθεί στη Γαλλία ότι, όποιος ψήφισε Macron ψήφισε Le Pen – ενώ, εάν η ελληνική κυβέρνηση περιμένει να επιλυθούν τα προβλήματα της από τη γαλλική, θα βιώσουμε ακόμη πιο οδυνηρές καταστάσεις. Βέβαια το γεγονός ότι, η τυπική ηγεσία ενός γερμανικού προτεκτοράτου προσποιείται πως χαράσσει τη δική της πολιτική, μεταβαίνοντας εκούσια από τα αριστερά στα δεξιά, είναι μάλλον κωμικοτραγικό – ενώ έχει γελοιοποιήσει την Ελλάδα σε ολόκληρο τον πλανήτη.