Του Θεόδωρου Ε. Παντούλα
«Όσο υπάρχουν άνθρωποι που αδικούνται και βασανίζονται ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Έτσι έγραφε η αφίσα μας, που με σπουδή κνίτη ξεκολλούσαν οι θρησκευόμενοι της γειτονιάς, οι οποίοι, προφανώς, πιστεύουν ότι η ανάσταση του Κυρίου έγινε για να ανταλλάσσουμε ψοφοδεείς ευχές και να βαρυστομαχιάζουμε κάθε άνοιξη.
Ας είμαστε έντιμοι ετούτες τις ημέρες. Μια αργία κοντά στις άλλες είναι και το παραθεωρημένο Πάσχα μας, αφού οι περισσότεροι είμαστε αμέτοχοι στο αναστάσιμο, στο χαροποιόν πένθος του. Επετειακά λιβανισμένοι κι ανυποψίαστα δυστυχισμένοι, ξοδεύουμε αστόχαστα τις ανάλατες ημέρες μας με έγνοιες του συρμού και του διασυρμού, παντελώς άσχετες με τον εθελούσιο θάνατο του Θεού.
Σε αντίθεση όμως μ’ εμάς που πανηγυρίζουμε με κροτίδες τους μικρούς καθημερινούς θανάτους μας, θυμάμαι την ολιγογράμματη γιαγιά μου, άνθρωπο απονήρευτο, που νήστευε όλη τη Σαρακοστή. Νηστεία αληθινή. Όχι faux. Ελιά και παξιμάδι. Έπιανε το στασίδι της στην εκκλησιά, στόλιζε τον επιτάφιο με λουλούδια από τον μικρό της κήπο κι έκλαιγε τον Εσταυρωμένο, τον «πρωτότοκο των νεκρών», με μια ειλικρινή, ολόκαρδη και διόλου γλυκανάλατη θλίψη. Μια θλίψη που την επλάτυνε τόσο όσο η ανυπόκριτος συντριβή της να χωράει όλη την απελπισία του κόσμου. Με όλες τις σκοτούρες που είχε η χαροκαμένη ζωή της, βλαστήμια δεν την άκουσα ποτέ να ξεστομίζει. «Έχει ο Θεός», έλεγε. Κι είχε –τουλάχιστον για όποιον, σαν εκείνη, καταδεχόταν τα πλούτη της εντίμου πενίας του.
Πολύ φοβούμαι πως σήμερα αυτά που «έχει ο Θεός» δεν τα θέλουμε. Προτιμούμε το σφαχτό από το σφάγιο! Όσο για την «Εκκλησία του Χριστού» αυτή μάλλον δεν πολυλογαριάζει τη συντριβή των γιαγιάδων μας κι αναπαύεται στην βολική αυταπάτη της «επικρατούσης θρησκείας». Μιας θρησκείας που σκιάζεται το μικρό ποίμνιο γραιών και χάνεται μες στην πολύ συνάφεια της εκάστοτε πολιτείας. Κοντολογίς αφήνει τα μαρμαρένια αλώνια και διασύρεται στα σαλόνια. Όμως μια εκκλησία που δεν μαρτυρά, μάλλον, εκκλησία δεν είναι.
Η πόρνη κι ο ληστής συγχωρέθηκαν. Οι υποκριτές πολύ φοβάμαι όχι. Κι απ’ αυτούς τους άσωτους, δεν εξαιρώ ούτε την μεγαλόστομη αφεντιά μου –εκτός κι αν αξιωθούμε μιαν Ανάσταση χωρίς εκπτώσεις και κυρίως χωρίς εισαγωγικά. Μιαν Ανάσταση δηλαδή χωρίς αδικημένους και βασανισμένους.
Ω γλυκύ μου έαρ
γλυκύτατόν μου τέκνον
πού έδυ σου το κάλλος;
[Από το βιβλίο Δέκα χρόνια κομμάτια, εκδ. manifesto, 2013. Η φωτογραφία είναι του Elliott Erwitt.]
Ανάρτηση από: http://geromorias.blogspot.gr